12 Αυγούστου 1981 : Κυκλοφορεί ο προσωπικός υπολογιστής της IBM.
Ο IBM PC (Personal Computer) ήταν ο πρώτος προσωπικός υπολογιστής 8/16 -bit, που παρουσιάστηκε από την IBM στις 12 Αυγούστου 1981
με έμφαση στις εφαρμογές γραφείου. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία των
υπολογιστών καθώς σήμανε την έναρξη μιας νέας εποχής, τόσο για τα
καινοτόμα χαρακτηριστικά του, όσο και για την ανοικτή αρχιτεκτονική του,
που υπήρξε προπάτορας όλων των συμβατών IBM υπολογιστών (PC
Compatibles). Ταυτόχρονα θεμελίωσε με εμφατικό τρόπο την μετέπειτα
κυριαρχία τόσο της εταιρείας υλικού (hardware) Intel (χρησιμοποιώντας τον 8088), όσο και της εταιρείας λογισμικού (software) Microsoft
(χρησιμοποιώντας το PC-DOS). Η IBM την εποχή παρουσίασης του PC είναι
μια εταιρεία κολοσσός στην αγορά των μεγάλων υπολογιστικών συστημάτων (υπερυπολογιστών, mainframe, τερματικών,
mini, εκτυπωτών) και λογισμικού με αδιαμφισβήτητη τεχνολογική, εμπορική
και καινοτομική υπεροχή. Το πλαίσιο της αγοράς το 1981 είναι σε διαρκή
κινητικότητα, οι σύγχρονοι δυνάμει ανταγωνιστές πολλοί και σημαντικοί (Apple, Commodore, HP, Sharp, Tandy, Texas), ωστόσο δεν υπάρχει μια σαφής τάση για το τι θα επικρατήσει στο μέλλον. Η IBM τελικά κυκλοφορεί το PC χωρίς δικό της λειτουργικό σύστημα, (εσωτερικά ονομάζεται MS DOS ή πρόχειρο λειτουργικό),
με τον 8088 (ο οποίος ουδέποτε σχεδιάστηκε για χρήση σε PC), και με
σαφή υποεκτίμηση για το ύψος των πωλήσεων και καταφέρνει το απίθανο: Ο
IBM PC σπάει όλα τα ρεκόρ πωλήσεων (οι επίγονοι και οι συμβατοί αγγίζουν
τα 50.000.000 τεμάχια)
δημιουργεί μια νέα βιομηχανία λογισμικού (Microsoft) και μια νέα
οικογένεια επεξεργαστών (Intel) ενώ σηματοδοτεί και την κατάργηση του
λειτουργικού συστήματος CP/M. Προκάτοχος του IBM PC ήταν ο 5120,
πανάκριβος (13.500 $) και περιορισμένων δυνατοτήτων.Διάδοχος εντός της σειράς PC ήταν ο AT και μετέπειτα η σειρά PS/2 το 1987.
Πίνακας περιεχομένων
1 Μέλη της σειράς ΙΒΜ Personal Computer
2 Χαρακτηριστικά
2.1 Υλικό
2.2 Έξοδοι
2.3 Λογισμικό
2.4 Άλλα χαρακτηριστικά
3 Φωτογραφίες - Πινακοθήκη
4 Παραπομπές
5 Πηγές
6 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Γειά σας και χαρά σας! ......... Λίγο πολύ όλοι την έχουμε την δόση μας και εγώ λίγο παραπάνω και επιπλέον μια δόση αυτοσαρκασμού ......... Ελπίζω να σας αρέσει το περιεχόμενο που δημιουργώ εδώ κάθε μέρα ...... Σας ευχαριστώ!
Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022
Ο IBM PC (Personal Computer)
Το "Παράσημο του Ήρωα της Ρωσίας"
Το "Παράσημο του Ήρωα της Ρωσίας" απονεμήθηκε στον κυβερνήτη του Κουρσκ, Γκενάντι Λιάτσιν. |
12 Αυγούστου 2000 : Βυθίζεται αύτανδρο στη Βόρεια Θάλασσα το ρωσικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο Κουρσκ.
Η βύθιση του Κουρσκ, ενός ρωσικού υποβρυχίου κλάσης «Όσκαρ ΙΙ», συνέβη στις 12 Αυγούστου του 2000, ανοιχτά της θάλασσας του Μπάρεντς
κατά την διάρκεια άσκησης. Η βύθιση επήλθε, σύμφωνα με τις επίσημες
πηγές της Ρωσικής κυβέρνησης, όταν προκλήθηκε έκρηξη εξαιτίας διαρροής
καυσίμων υπεροξείδιου του υδρογόνου από μια ελαττωματική τορπίλη, που έφερε το υποβρύχιο.
Μία απόπειρα διάσωσης των 118 μελών του πληρώματος που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στο υποβρύχιο και η οποία επιχειρήθηκε από Νορβηγούς και Βρετανούς
δύτες λίγες μέρες μετά το συμβάν που οδήγησε στη βύθιση, δεν απέδωσε
καρπούς. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα το Ρωσικό Ναυτικό, σε συνεργασία με
την Ολλανδική κοινοπραξία των εταιρειών Smit Internationale και Μαμούτ, ανέσυρε την πλειονότητα των σορών των επιβαινόντων στο υποβρύχιο.
Πίνακας περιεχομένων
1 Το Κουρσκ πριν το ατύχημα
1.1 Το υποβρύχιο
1.2 Το πλήρωμα
1.3 Η τελευταία αποστολή
2 Το ατύχημα και η βύθιση
2.1 Οι εκρήξεις
2.2 Οι απόπειρες διάσωσης από την πλευρά της Ρωσίας
2.3 Η απόπειρα διάσωσης από Βρετανούς και Νορβηγούς
2.4 Οι ρωσικές αρχές, τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη
3 Η ανάσυρση πτωμάτων από το βυθό
4 Η ανέλκυση του υποβρυχίου
5 Τα μνημεία
6 Πηγές και σημειώσεις
Το Κουρσκ πριν το ατύχημα
Το υποβρύχιο
Το υποβρύχιο OMSK (K-186), παρόμοιο με το Κουρσκ και της ίδιας κλάσης (Oscar II).
Κύριο λήμμα: Κουρσκ (υποβρύχιο)
γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου
12 Αυγούστου 2004
Παραδίδεται στην κυκλοφορία η γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου «Χαρίλαος Τρικούπης» η μεγαλύτερη καλωδιωτή γέφυρα έως τότε στον κόσμο.
Η Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου ή, επίσημα, Γέφυρα «Χαρίλαος Τρικούπης» είναι καλωδιωτή γέφυρα που ολοκληρώθηκε και τέθηκε σε λειτουργία το 2004 μέσω της οποίας επιτεύχθηκε τόσο η σύζευξη μεταξύ του Ρίου (προάστιο της Πάτρας) και του Αντιρρίου όσο και η σύνδεση της Πελοποννήσου με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα και προς τα πάνω και ευρύτερα με το υπόλοιπο της Ευρώπης. Αποτελεί τμήμα της Ιόνιας Οδού (Α5), της Ευρωπαϊκής Οδού 55 (Ε55) και της Ευρωπαϊκής Οδού 65 (Ε65) και κατασκευάστηκε από την Γαλλική εταιρεία Vinci.
Ενώ συχνά το μήκος μιας γέφυρας τέτοιου τύπου αναφέρεται ότι είναι το σύνολο των καταστρωμάτων της, στην πραγματικότητα επιστημονικά κατά την στατική ανάλυση (και σε κάποιες διεθνείς λίστες μεγαλύτερων γεφυρών), το ενεργό της μήκος θεωρείται μόνο το μεγαλύτερο από τα οδοστρώματα κάτω από ένα «κατάρτι» (κάνοντας έτσι τη γέφυρα μικρότερη).
Πίνακας περιεχομένων
1 Τεχνικά χαρακτηριστικά
2 Κατασκευή
3 Ονομασία
4 Κριτική
5 Συμβάντα
6 Σύστημα παρακολούθησης
7 Φωτογράφιση
8 Παραπομπές
9 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Αναγνώστης Πετιμεζάς
12 Αυγούστου 1822 πέθανε: Αναγνώστης Πετιμεζάς Έλληνας αγωνιστής
Ο Αναγνώστης Πετιμεζάς (1765 - 12 Αυγούστου 1822) ήταν αγωνιστής της Επανάστασης του 1821
Βιογραφία
Ο Αναγνώστης Πετιμεζάς γεννήθηκε στα Σουδενά Καλαβρύτων και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Πετιμεζάδων. Ήταν γιος του Σωτήρη Πετιμεζά, αδελφού του Αθανασίου Πετιμεζά που φονεύθηκε στη Βυσωκά Καλαβρύτων το 1769. Μετά το θάνατο του θείου του, μαζί με τον άλλο θείο του Κωνσταντίνο Πετιμεζά κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου υπηρέτησε στα ελληνικά τάγματα που οργάνωσαν οι Ρώσοι στα Επτάνησα
Μετείχε στην Αγία Λαύρα στη κήρυξη της Επανάστασης και έλαβε μέρος στις μάχες των Καλαβρύτων, στην Ακροκόρινθο, στην Τρίπολη υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη Πολέμησε επίσης στη μάχη των Δερβενακίων.
Σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του Σωτήρη Πετιμεζά (ηλικίας δεκαεπτά χρονών)
και τον παπα-Καλομοίρη στο Βασιλικό της Σικυώνας, κοντά στην Κόρινθο, στις 12 Αυγούστου 1822 σε τουρκική ενέδρα ενώ προσπαθούσε να σταματήσει τα υπολείμματα του στρατού του Δράμαλη, που επιχειρούσαν αντεπίθεση από την Κόρινθο
Ουίλιαμ Μπλέικ
12 Αυγούστου 1827 πέθανε: Ουίλλιαμ Μπλέηκ Άγγλος ποιητής και ζωγράφος
Ο Ουίλιαμ Μπλέικ (αγγλ. William Blake, 28 Νοεμβρίου 1757 – 12 Αυγούστου 1827) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής.
Χαρακτηρίζεται συχνά ως ο «Προφήτης» της αγγλικής λογοτεχνίας και υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πλέον εκκεντρικούς και πολύπλευρους καλλιτέχνες. Αν και στην εποχή του χλευάστηκε ως παράφρων, σήμερα τιμάται ως μεγαλοφυΐα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Νεανικά χρόνια
Ο Ουίλιαμ Μπλέικ γεννήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη. Ο πατέρας του Τζέiμς Μπλέικ ήταν αξιοσέβαστος έμπορος και μητέρα του ήταν η Catherine Hermitage. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν από νωρίς πως το τρίτο από τα συνολικά πέντε παιδιά τους, διέθετε έντονη καλλιτεχνική κλίση και προσπάθησαν να βοηθήσουν τον Μπλέηκ προς αυτή την κατεύθυνση. Επέτρεψαν μάλιστα να εγκαταλείψει το συμβατικό σχολείο σε ηλικία δέκα ετών ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα σε σχολή ζωγραφικού σχεδίου. Από μικρός, όπως ομολογούσε ο ίδιος βυθιζόταν σε εκστατικά οράματα.[1]
Από την ηλικία των δώδεκα μόλις ετών ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Τον Αύγουστο του 1772, ο χαράκτης James Basire του προσέφερε θέση μαθητευόμενου, γεγονός που θεωρείται σημαντικό στην μετέπειτα εξέλιξη του Μπλέικ. Συνολικά μαθήτευσε για επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό εκπαιδεύτηκε σε όλες τις διαφορετικές χαρακτικές μεθόδους και τεχνικές. Παρά την κατάρτιση του, αποφάσισε να μαθητεύσει και στη σχολή ζωγραφικής της Βασιλικής Ακαδημίας, το 1779. Ένα χρόνο αργότερα, το 1780, παρουσιάστηκε δημόσια ένα υδατογράφημα του Μπλέικ, στην ετήσια έκθεση της Ακαδημίας.
Το 1782 ο Μπλέικ γνωρίστηκε με τον John Flaxman, ο οποίος επρόκειτο να γίνει προστάτης του. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Catherine Boucher, ένα φτωχό και αναλφάβητο κορίτσι, την οποία ο Μπλέικ θα εκπαίδευε, όχι μόνο στη γραφή και την ανάγνωση, αλλά και στη χαρακτική τέχνη. Εκείνη την περίοδο, ο George Cumberland, ένας από τους ιδρυτές της εθνικής πινακοθήκης του Λονδίνου, ήρθε σε επαφή με τα έργα του Μπλέiκ τα οποία και θαύμασε.
Το αρχέτυπο του "δημιουργού" είναι μια γνωστή εικόνα στα φωτισμένα βιβλία William Blake. Εδώ, ο Μπλέηκ απεικονίζει έναν πανίσχυρο δημιουργό που συλλογίζεται τον κόσμο που έχει σφυρηλατήσει.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Ουίλιαμ Μπλέικ, Poetical Sketches (Ποιητικά Σχεδιάσματα), δημοσιεύτηκε το 1783 με τη χρηματική ενίσχυση του Flaxman και του αιδεσιμότατου A. S. Mathew. Ο Ρόμπερτ Σίλιμαν Χίλiερ αναφέρει για τα ποιήματα της συλλογής αυτής: "...είναι αποκαλυπτικά όχι μόνο της ιδιοφυΐας του αλλά και των επιδράσεων του από τη λυρική ποίηση της Ελισαβετιανής εποχής, από το Ουίλιαμ Σέξπιρ|Σαιξπήρειο δράμα, από το Γοτθικό ύφος, από τον Οσσιανό, από τη δίχως ρίμες "Ωδή προς την Εσπέρα" του Κόλινς και από την υψηλή ρητορική του καιρού του".
Μετά από το θάνατο του πατέρα του, το 1784, λειτούργησε ένα κατάστημα ειδών σχεδίου και ζωγραφικής, μαζί με τον αδερφό του Ρόμπερτ. Συνεργάστηκαν με τον εκδότη Joseph Johnson, γεγονός που επέτρεψε στον Μπλέηκ να έρθει σε επαφή με σημαντικούς εκπροσώπους της αγγλικής διανόησης, όπως τον επιστήμονα Joseph Priestley, τον φιλόσοφο Richard Price, τον ζωγράφο John Henry Fuseli, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά, την φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, αλλά και τον αμερικανό θεωρητικό και επαναστάτη Tom Paine. Ο Μπλέικ έτρεφε μεγάλες ελπίδες για την αμερικανική και γαλλική Επανάσταση αλλά αργότερα απελπίστηκε με την άνοδο του Ροβεσπιέρου. Η Mary Wollstonecraft έγινε επίσης στενή φίλη του και το 1788 ο Μπλέικ εικονογράφησε το έργο της Original Stories from Real Life. Μοιράζονταν ακόμη παρόμοιες απόψεις σχετικά με τη σεξουαλική ισότητα των δύο φύλων και το θεσμό του γάμου. Ο Μπλέηκ καταδίκαζε ανοιχτά την επιβεβλημένη αγνότητας της γυναίκας και τον προκαθορισμένο γάμο.
Το 1788 ο Μπλέικ άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματα του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή. Ιδιαίτερες λεπτομέρειες για την τεχνική του Μπλέικ δεν είναι γνωστές. Η εκτύπωση αυτή περιελάμβανε σύμφωνα με εκτιμήσεις την εξής διαδικασία: αρχικά το γράψιμο των στίχων πάνω σε πλάκες χαλκού με τη βοήθεια μελανιού και πινέλων, χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα ανθεκτικό στα οξέα μέσο. Στη συνέχεια οι πλάκες εμβαπτίζονταν σε οξύ προκειμένου να διαλυθεί ο μη επεξεργασμένος χαλκός. Στο τελικά στάδιο, οι πλάκες χρωματίζονταν με υδατοχρώματα και τοποθετούνατν μαζί ώστε να αποτελέσουν έναν ενιαίο τόμο. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Μπλέικ "Πεφωτισμένη εκτύπωση" (Illuminated printing) και συχνά τα έργα αυτής της μορφής αναφέρονται και ως "Πεφωτισμένα βιβλία". Ο Μπλέηκ χρησιμοποίησε τη "φωτισμένη" εκτύπωση για όλα του τα έργα από τη στιγμή που την επινόησε. Κάθε ένα από τα "φωτισμένα" βιβλία του αποτελούσε ένα μοναδικό έργο τέχνης. Ο Μπλέικ θεωρούσε ότι η αυτόνομη δημοσίευση των βιβλίων θα μπορούσε να ελευθερώσει τον καλλιτέχνη από την τυραννία της λογοκρισίας από την εκκλησία και το κράτος. Ο μελετητής του έργου του Μπλέικ Geofrey Keynes, αναφέρει πως τα "φωτισμένα" βιβλία του Μπλέικ εμφανίζουν ομοιότητες με μεσαιωνικά χειρόγραφα που περιείχαν επίσης διακόσμηση. Σε μια επιστολή, ο Μπλέικ αναφέρει ακόμα πως τη μέθοδο αυτή του την αποκάλυψε ο νεκρός αδελφός του Ρόμπερτ όταν πρόβαλε μπροστά του σε ένα νυχτερινό όραμα.
Τζάκοπο Πέρι
12 Αυγούστου 1633 ) πέθανε: ζάκοπο Πέρι Ιταλός συνθέτης
Ο Τζάκοπο Πέρι (Jacopo Peri, 20 Αυγούστου 1561 – 12 Αυγούστου 1633) ήταν Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής της περιόδου της ύστερης Αναγέννησης. Θεωρείται πρωτεργάτης της όπερας και τα έργα Δάφνη (περ. 1597) και Ευρυδίκη (1600) αντιπροσωπεύουν τα πρώτα του είδους τους.
Γεννήθηκε στη Ρώμη και σπούδασε μουσική στη Φλωρεντία με τον Κριστόφανο Μαλβέτσι. Εργάστηκε ως οργανίστας και τραγουδιστής σε πολλές εκκλησίες, ενώ στη συνέχεια βρέθηκε υπό την αιγίδα του Οίκου των Μεδίκων. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του μουσικά έργα, ως επί το πλείστο μαδριγάλια, ιντερμέδια και θεατρική μουσική.
Τη δεκαετία του 1590 γνωρίζει τον Τζάκοπο Κόρσι, φλωρεντινό πάτρονα και χορηγό μουσικών παραστάσεων. Με την πεποίθηση ότι η σύγχρονή τους τέχνη ήταν υποδεέστερη των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, αποπειράθηκαν να αναβιώσουν την αρχαιοελληνική τραγωδία, τουλάχιστον στο βαθμό που την κατανοούσαν. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία υπήρχαν παρόμοιες απόπειρες της Φλωρεντινής Καμεράτας για παρόμοιες αναβιώσεις, με αποτέλεσμα τα πρώτα έργα μονωδίας με συνοδεία συνεχούς βάσιμου, εξέλιξη του οποίου είναι η άρια και το ρετσιτατίβο. Σε συνεργασία με τον ποιητή Οττάβιο Ρινουντσίνι έγραψαν τη Δάφνη· παρότι πλέον θεωρείται πως απέχει παρασάγγας απ' αυτό που οι Αρχαίοι Τραγικοί θα αναγνώριζαν, εντούτοις γεννήθηκε ένα νέο είδος που αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο του είδους που σήμερα αναγνωρίζουμε ως όπερα.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Πέρι συνεργάστηκε και πάλι με τον Ρινουντσίνι, αυτή τη φορά στο έργο "Ευρυδίκη". Η παγκόσμια πρώτη έλαβε χώρα στις 6 Οκτωβρίου του 1600 και αντίθετα με τη "Δάφνη" σώζεται μέχρι σήμερα. Καινοτομία αποτέλεσε η χρήση του ρετσιτατίβο, μια μορφή μουσικής ημι-απαγγελίας, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε άριες και χορωδιακά, εξυπηρετώντας τη ροή της πλοκής.
Ο Πέρι έγραψε αρκετές ακόμη όπερες, συχνά σε συνεργασία με άλλους συνθέτες, καθώς και άλλα κομμάτια, κυρίως σχετιζόμενα με το θέαμα. Τα έργα του παίζονται σπάνια στις μέρες μας και μάλιστα, συγκρινόμενα μ' αυτά του πρωτοπόρου Κλαούντιο Μοντεβέρντι, ήδη την εποχή τους φαινόντουσαν παλιομοδίτικα. Ο Πέρι ωστόσο θα μείνει στην ιστορία, τόσο για τη γέννεση του νέου είδους, όσο και για τον βαθμό που επηρέασε τις μετέπειτα γενεές συνθετών.
Φιλίπ ντε Σαμπέν
Ο Φιλίπ ντε Σαμπέν (Philippe de Champaigne, 26 Μαΐου 1602 - 12 Αυγούστου 1674), ήταν μείζων Γάλλος ζωγράφος του 17ου αιώνα γεννημένος στη Φλάνδρα.
Τζοβάννι Γκαμπριέλι
Ο Τζοβάννι Γκαμπριέλι (Giovanni Gabrieli, 1557 – 12 Αυγούστου 1612) ήταν Ιταλός συνθέτης και οργανίστας. Έδρασε την εποχή της μετάβασης από την Αναγέννηση στο Μπαρόκ, επηρεάζοντας με τη μουσική του πλήθος συνθετών. Θεωρείται ο πλέον κύριος εκπρόσωπος της Βενετσιάνικης Σχολής, στην οποία ανήκουν οι Κλάουντιο Μοντεβέρντι, Άντριαν Βίλαρτ, Κλάουντιο Μέρουλο κ.ά.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε πιθανότατα στη Βενετία, όπου και σπούδασε μουσική με τον θείο του και συνθέτη Αντρέα Γκαμπριέλι. Αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο με τον Ορλάντο ντι Λάσσο, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1579. Τα χρόνια αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους της μουσικής του, όπως διαφαίνεται κυρίως στα πρώιμα έργα του.
Επιστρέφοντας στη Βενετία, το 1585 διαδέχεται τον Κλάουντιο Μέρουλο ως οργανίστας της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, θέση ύψιστης τιμής για την εποχή. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο θείος του, Αντρέα Γκαμπριέλι, και αναλαμβάνει καθήκοντα σύνθεσης. Παράλληλα, συγκεντρώνει και επιμελείται τα έργα του προκατόχου του, διασώζοντας έτσι ένα μεγάλο τους μέρος.
Ένα μεγάλο καλλιτεχνικό βήμα αποτελεί η ανάληψη της θέσης οργανίστα στη Scuola Grande di San Rocco· από την περίοπτη αυτή θέση έχει την ευκαιρία να γράψει και κοσμική μουσική, η οποία εκτελείται από τους πιο φημισμένους τραγουδιστές και μουσικούς της εποχής. Εξάλλου, το μουσικό επίπεδο στον καθεδρικό του Αγίου Μάρκου ήταν ανέκαθεν υψηλό και ο Γκαμπριέλι χαίρει της εκτίμησης των πιο αξιόλογων Ευρωπαίων συνθετών της εποχής του.
Το 1597 εκδίδει έναν τόμο με "Ιερές Συμφωνίες" (Symphoniae Sacrae), έργο που έμελε να τον καταστήσει διάσημο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πολλοί συνθέτες, κυρίως από τη Γερμανία, συρρέουν για να μαθητεύσουν μαζί του, όχι μόνο την εκκλησιαστική μουσική, αλλά και το ιταλικό μαδριγάλι. Με την επιστροφή τους διαδίδεται το "πολυχορικό" ύφος, όπου δύο χορωδίες τραγουδούν εναλλάξ -γνωστό με τον μουσικό όρο cori spezzati. Αξιοσημείωτος μαθητής του Γκαμπριέλι υπήρξε και ο Χάινριχ Συτς, ο οποίος επιστρέφοντας στη Γερμανία, ανέπτυξε το ιταλικό ύφος, οδηγώντας στην καθιέρωση του Μπαρόκ.
Περί το 1606 η υγεία του Γκαμπριέλι επιδεινώνεται· πεθαίνει το 1612, πιθανότατα από νεφρολιθίαση.
12 agosto 1612 Morto: Giovanni Gabrieli compositore italiano
Giovanni Gabrieli (Giovanni Gabrieli, 1557 – 12 agosto 1612) è stato un compositore e organista italiano. Ha lavorato durante il passaggio dal Rinascimento al Barocco, influenzando molti compositori con la sua musica. È considerato il più importante rappresentante della Scuola Veneta, a cui appartengono Claudio Monteverdi, Adrian Villart, Claudio Merulo e altri.
Dati biografici
Probabilmente è nato a Venezia, dove ha studiato musica con lo zio e compositore Andrea Gabrieli. In seguito continuò i suoi studi a Monaco con Orlando di Lasso, dove rimase fino al 1579. Questi anni giocarono un ruolo decisivo nel plasmare lo stile della sua musica, come si può vedere soprattutto nei suoi primi lavori.
Ritornato a Venezia, nel 1585 succedette a Claudio Merulo come organista della Basilica di San Marco, carica per l'epoca di più alta onorificenza. L'anno successivo muore lo zio Andrea Gabrieli che assume l'incarico di composizione. Allo stesso tempo, raccoglie e cura le opere del suo predecessore, salvandone così buona parte.
Un grande passaggio artistico è l'assunzione della carica di organista presso la Scuola Grande di San Rocco; da questa posizione di rilievo ha l'opportunità di scrivere musica profana, che viene eseguita dai più famosi cantanti e musicisti dell'epoca. Inoltre, lo standard musicale della Cattedrale di San Marco è sempre stato alto, e Gabrieli gode della stima dei più importanti compositori europei del suo tempo.
Nel 1597 pubblicò un volume delle "Sinfonie Sacre" (Symphoniae Sacrae), opera che lo avrebbe reso famoso in tutta Europa. Molti compositori, principalmente tedeschi, accorsero con lui per imparare non solo la musica sacra, ma anche il madrigale italiano. Con il loro ritorno si diffuse lo stile "policoro", in cui due cori cantano alternativamente - noto con il termine musicale cori spezzati. Notevole allievo di Gabrieli fu anche Heinrich Sütz, che, tornato in Germania, sviluppò lo stile italiano, portando all'affermazione del barocco.
Intorno al 1606 la salute di Gabrieli peggiora; muore nel 1612, probabilmente di nefrolitiasi.
Πάουλ Τόμας Μαν
12 Αυγούστου 1955 πέθανε: Τόμας Μαν Γερμανός συγγραφέας
Ο Πάουλ Τόμας Μαν (Γερμανικά: [paʊ̯l toːmas man] Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 – Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955) ήταν γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές
συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης
και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού
αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του
της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά
του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν, το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933-1943), ο Δόκτωρ Φάουστους (1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).
Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιος τού —Χανσεατικής καταγωγής— γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρουνς.
Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών
του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του
τελευταίου. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης —η οποία
αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής— ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο
Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και
τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο.
Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα
εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας,
οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν τότε που
έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
(1914-1918) ο Μαν, παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του
καλλιτεχνική δραστηριότητα, καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις
ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των
ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη
φορά στους Στοχασμούς ενός απολιτικού (1918). Ακολουθούν η έκδοση του
Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929
Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη
με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιου του, Κλάους, δεν
επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 τού αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και έναν χρόνο μετά τού αφαιρέθηκε και ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης]. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκεπτόταν την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.
Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960
12. August 1955 Gestorben: Thomas Mann deutscher Schriftsteller
Paul Thomas Mann (deutsch: [paʊ̯l toːmas man] Lübeck, 6. Juni 1875 – Zürich, 12. August 1955) war ein deutscher Schriftsteller, Literaturnobelpreisträger (1929). Stark beeinflusst von Arthur Schopenhauer, Sigmund Freud, Johann Wolfgang von Goethe und Friedrich Nietzsche war Thomas Mann einer der größten Schriftsteller des 20. Jahrhunderts. Seine Schriften sind geprägt von präzisem Realismus, umgeben von tiefen Symbolnoten, Ironie, facettenreichen Kontrasten sowie einer tiefgründigen und beharrlichen Suche nach dem Wesen der westlichen urbanen Kultur, in der sein zersetzendes Bewusstsein der eigenen Verdorbenheit der zärtlichen Dankbarkeit für sein Spirituelles gegenübersteht Erfolge. Manns Hauptwerke Buddenbrock (1901), Tod in Venedig (1913), Der Zauberberg (1924), Joseph und seine Brüder (1933-1943), Doktor Faustus (1947) sowie der Essay für Schiller (1955).
Er wurde am 6. Juni 1875 in Lübeck geboren. Er war der zweite Sohn des hanseatischen Senators und Getreidehändlers Thomas Johann Heinrich Mann und der in Rio de Janeiro geborenen Schriftstellerin Julia da Silva Bruns. Mann sollte ursprünglich eine aktive Rolle in der Getreideplantage seines Vaters übernehmen, ein Plan, der durch dessen plötzlichen Tod zunichte gemacht wurde. Nach der Liquidation des rund hundertjährigen Geschäfts blieb der damals jugendliche Mann in Lübeck, um die Schule zu beenden, und folgte dann seiner Mutter und den jüngeren Geschwistern nach München. Dort arbeitete er als Versicherungskaufmann, eine Stelle, die er bald verließ, um an der Universität München Vorlesungen in Geschichte, Volkswirtschaft und Literatur zu besuchen. Damals schrieb er seinen ersten Erzählband mit dem Titel Der kleine Herr Friedemann (1898). Seitdem widmete er sich dem Schreiben, während er 1905 Katia Pringsheim heiratete, mit der er sechs Kinder hatte, drei Mädchen und drei Jungen
Während des Ersten Weltkriegs (1914-1918) stellte Mann, obwohl er selbst kein Teilnehmer war, jegliche künstlerische Tätigkeit ein, da er gezwungen war, grundlegende Ideen und Annahmen zu revidieren, die in ihm über die Jahre kultiviert worden waren. Diese innere intellektuelle Suche manifestierte sich erstmals schriftlich in Reflections of an Apolitical (1918). Es folgten 1924 die Veröffentlichung von Der Zauberberg und 1929 die Verleihung des Literaturnobelpreises
Als die Nazis 1933 an die Macht kamen, war Thomas Mann mit seiner Frau in Zürich. Auf Drängen seines Sohnes Klaus kehrte er wegen seiner starken Kritik am Nationalsozialismus in den Vorjahren nicht nach Deutschland zurück. 1936 wurde ihm die deutsche Staatsbürgerschaft und ein Jahr später auch der Ehrendoktortitel der Universität Bonn aberkannt]. 1939 reiste er in die USA, wo er an der Princeton University lehrte. Von 1941 bis 1952 lebte er in Santa Monica, Kalifornien, während er nach dem Untergang des Dritten Reiches regelmäßig Europa besuchte. 1947 erschien sein Roman Doktor Faustus.
1952 kehrte er nach Europa zurück und ließ sich in Kilchberg bei Zürich nieder, wo er 1955 starb. Das Gesamtwerk Thomas Manns erschien in zwölf Bänden 1956 in Berlin und 1960 in Frankfurt