Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Εγκαίνια της Αψίδας του Θριάμβου

 

29 Ιουλίου 1836 Εγκαίνια της Αψίδας του Θριάμβου στο Παρίσι.

Σαν σήμερα το 1836 έγιναν τα εγκαίνια της Αψίδας του Θριάμβου στο Παρίσι

Το μνημείο της Αψίδας του Θριάμβου (Arc de triomphe de l’Étoile, συχνά αναφερόμενο απλά ως Arc de Triomphe) είναι νεοκλασικό αρχιτεκτόνημα – μνημείο μορφής θριαμβικής αψίδας. Βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού επί της πλατείας του Αστέρα (Place de l’Étoile), σήμερα ονομαζόμενης πλατείας Σαρλ ντε Γκολ (Place Charles de Gaulle). Στην κυκλική πλατεία Σαρλ ντε Γκωλ συγκλίνουν δώδεκα μεγάλες λεωφόροι της πόλης, οι οποίες χαράχτηκαν το 19ο αιώνα με την προτροπή του βαρόνου Ζορζ Εζέν Οσμάν (Georges Eugène Haussmann), τότε Νομάρχη της περιφέρειας του Σηκουάνα (département de la Seine).

Οι λεωφόροι αυτές σχηματίζουν γύρω από την πλατεία ένα αστέρι, γι’ αυτό και η πλατεία ονομάστηκε αρχικά πλατεία του Άστρου (place de l’Étoile). Η γνωστότερη από τις λεωφόρους αυτές είναι η Λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων (Avenue des Champs-Elysees), η οποία την συνδέει με την πλατεία Κονκόρντ (place de la Concorde), σε απόσταση 2,2 χιλ.



Αεροφωτογραφία. Διακρίνεται η Πλας Ετουάλ με τις κάθετες σε αυτήν λεωφόρους

Την επομένη της νίκης του στο Αούστερλιτς ο Γάλλος Αυτοκράτορας Ναπολέων ο Α’ είπε, απευθυνόμενος προς το στράτευμά του: «Δεν θα επιστρέψετε στις εστίες σας, παρά μόνο περνώντας κάτω από αψίδες θριάμβων». Έδωσε εντολή για την κατασκευή της στις 18 Φεβρουαρίου 1806. Την εκπόνηση των σχεδίων ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ζαν Σαλγκρέν (Jean François Thérèse Chalgrin), αντλώντας την έμπνευσή του από την αρχαιότητα. Οι διαστάσεις της είναι 55 μ. ύψος, 45 μ. μήκος και 22 μ. βάθος, ενώ το ύψος της κεντρικής αψίδας είναι 29,2 μ. και το πλάτος της 14,62 μ.

Η πλαϊνή (μικρότερη) αψίδα έχει ύψος 18,7 μ. και άνοιγμα 8,45 μ. Οι εργασίες θεμελίωσής της κράτησαν δύο χρόνια. Η κατασκευή, όμως, εγκαταλείφθηκε ύστερα από τις ήττες του Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στη Ρωσία το 1812 και άρχισαν πάλι ύστερα από εντολή του βασιλέα Λουδοβίκου – Φιλίππου του Α’ (Louis-Philippe le Ier) το 1832, ο οποίος αφιέρωσε το έργο στη δόξα των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων, για να ολοκληρωθούν το 1836 κάτω από την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Γκιγιώμ Μπλουέ (Guillaume Abel Blouet), ο οποίος δεν άλλαξε τη σχεδίαση του Σαλγκρέν. Η απλή σχεδίαση και το τεράστιο μέγεθος του μνημείου είναι τυπικά χαρακτηριστικά του ρομαντικού νεοκλασσικισμού του τέλους του 18ου αιώνα.[3]

Συμβολισμός

Η αψίδα φέρει εγχάρακτα τα ονόματα των νικών των Γαλλικών Στρατευμάτων καθώς και τα ονόματα 558 στρατηγών (τα υπογραμμισμένα ονόματα καταδεικνύουν όσους από αυτούς έπεσαν σε μάχες). Στην αψίδα βρίσκεται, επίσης, και το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ο βωμός του οποίου φέρει φλόγα που άναψε για πρώτη φορά το 1921 εις μνήμην των πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τέσσερις κίονες στους οποίους στηρίζεται η αψίδα διακοσμούνται από πολύ μεγάλα ανάγλυφα, τα οποία απεικονίζουν:

Την Έξοδο των Εθελοντών του 1792 (γι’ αυτό αποκαλείται και La Marseillaise, έργο του Φρανσουά Ρυντ (François Rude), τον Θρίαμβο του Ναπολέοντα το 1810, έργο του Ζαν-Πιέρ Κορτό (Jean-Pierre Cortot), την Αντίσταση του 1814 και την Ειρήνη του 1815έργα του Αντουάν Ετέξ (Antoine Etex).

Η αψίδα αποτελεί εθνικό μνημείο – σύμβολο της γαλλικής φιλοπατρίας και από αυτήν εκκινεί πάντα η παρέλαση της Γαλλικής Εθνικής Επετείου της 14ης Ιουλίου.

Η πρόσβαση για την επίσκεψη της αψίδας είναι δυνατή μόνον υπογείως (απαγορεύεται η διάσχιση της πλατείας από πεζούς). Υπάρχει, επίσης, η δυνατότητα για άνοδο στην οροφή της (288 σκαλοπάτια), απ’ όπου ο επισκέπτης έχει πανοραμική άποψη του παρισινού κέντρου.

https://iellada.gr/istoria/san-simera-1836-eginan-ta-egkainia-tis-apsidas-toy-thriamvoy-sto-parisi

Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις ανακαλύπτει τον αστεροειδή 15 Ευνομία.

Ritratto di Annibale de Gasparis.jpg

29 Ιουλίου 1851 Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις ανακαλύπτει τον αστεροειδή 15 Ευνομία.

Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις (Annibale de Gasparis, 9 Νοεμβρίου 1819 – 21 Μαρτίου 1892) ήταν Ιταλός αστρονόμος. Από το 1864 μέχρι το 1889 ήταν ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου του Capodimonte στη Νάπολη.

Ο ντε Γκάσπαρις ανακάλυψε συνολικά εννέα αστεροειδείς, με πρώτο ανάμεσά τους την Υγιεία, τον δέκατο αστεροειδή που ανακαλύφθηκε στην Ιστορία, και τελευταίο τη Βεατρίκη.

Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας το 1851.
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο αστεροειδής 4279 Ντε Γκάσπαρις (4279 De Gasparis), που ανακαλύφθηκε το 1982.
Ο κρατήρας Ντε Γκάσπαρις στο νότιο ημισφαίριο της Σελήνης.
Οι Ρηγματώσεις Ντε Γκάσπαρις, ένα σχίσιμο της σεληνιακής επιφάνειας κοντά στον παραπάνω κρατήρα με μήκος 93 χιλιόμετρα.

Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι 29 Ιουλίου 1919

 29 Ιουλίου 1919

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει με τον υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι.

Το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι λεγόμενο και Συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι ήταν μια ειδική συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελ. Βενιζέλου και του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι, εξ ων και η ονομασία, που αφορούσε διμερή "μυστική" συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας και που συνομολογήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στις Σέβρες της Γαλλίας, στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (1919).

Το σύμφωνο αυτό αφορούσε διάφορα θέματα στο χώρο της Μεσογείου καθώς και της Βαλκανικής χερσονήσου. Σύμφωνα μ΄ αυτό συνομολογήθηκαν τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Εκ μέρους της Ιταλίας

1. Η Ιταλία εγκαταλείπει τις επιφυλάξεις της που είχε εγείρει στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (Μάρτιος 1919) και αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει τις ελληνικές αξιώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο καθώς και για την Κορυτσά.
2. Η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα την κυριαρχία των υπ΄ αυτής κατεχομένων νήσων της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου, για την οποία προβλέπεται να διενεργηθεί δημοψήφισμα, όταν η Αγγλία θα εκχωρήσει στην Ελλάδα την Κύπρο.

Εκ μέρους της Ελλάδος

1. Η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση της υποστήριξης των ιταλικών αξιώσεων περί της οριστικής προσάρτησης του Αυλώνα (Αλβανίας) και την αποκατάσταση του ιταλικού προτεκτοράτου επί του συνόλου του αλβανικού εδάφους, υπό τύπο διεθνούς εντολής, καθώς και τη παραχώρηση ελεύθερης ζώνης στον λιμένα της Σμύρνης.
2. Η Ελλάδα παραιτείται επίσης, υπέρ της Ιταλίας, των διεκδικήσεών της επί των Σανζακίων της Μικράς Ασίας του Αϊδινίου και του Μεντεσέ καθώς και επί της κοιλάδας του Μαίανδρου όπου ο ελληνικός στρατός τα κατείχε κατά το ήμισυ. Συγκεκριμένα στο σημείο αυτό καθορίσθηκε μια διαχωριστική χωροταξική γραμμή διεκδικήσεων.

Αμφότερα δε τα μέρη αποφασίζουν την διαρκή ουδετερότητα των Στενών της Κέρκυρας, με όλους τους συνεπαγόμενους επ΄ αυτού, σε βάρος της Ελλάδας, περιορισμούς.

Ειρήνη "Ρένα" Βλαχοπούλου

Η Ειρήνη "Ρένα" Βλαχοπούλου (Κέρκυρα, 20 Φεβρουαρίου 1923 Μαρούσι Αττικής, 29 Ιουλίου 2004) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια.

Η Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του Κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Σε ηλικία 16 χρονών τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 1939. Τότε στο βαριετέ "Όασις" στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, την οποία πάτησε και έπεσε κάτω.

Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα", δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Στη συνέχεια εμφανίζεται στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.

Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1943 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.

Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον", που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944 στην επιθεώρηση Welcome των Σακελλάριου - Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.

Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: ο Σάχης Ρεζά Παχλαβί, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, της χάρισε ένα μενταγιόν. Ιδιαίτερα τη βοηθούσε το γεγονός ότι μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Επανεμφανίστηκε στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου του 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη και τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά.

Βίνσεντ βαν Γκογκ Ολλανδός ζωγράφος

 


Βίνσεντ βαν Γκογκ Ολλανδός ζωγράφος

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Φίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ζωή και έργο

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Τ ο 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στομάχι στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πυροβολήθηκε από δύο έφηβους. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.