Σάμιουελ Μπέκετ (φ.ΤΟ ΘΕΜΑ) |
πηγή : Εφημερίδα ΤΟ ΘΕΜΑ - Ένθετο ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ έτος 2001
επιμέλεια Μικέλα Χαρτουλάρη
Στην πρώτη πράξη, δύο αλήτες περιμένουν σε έναν αόριστο τόπο κάποιον που δεν εμφανίζεται ποτέ. Στη δεύτερη πράξη, οι ίδιοι αλήτες πάλι τον περιμένουν και δεν έρχεται. Το "Περιμένοντας τον Γκοντό" είναι ένα θεατρικό έργο που έγινε διάσημο επειδή τίποτα δεν συμβαίνει σ'αυτό. Παρών μόνο ως απουσία ο Γκοντό έγινε ο πιο φημισμένος ίσως θεατρικός χαρακτήρας του 20 αιώνα.
Για πολλά χρόνια και ο ίδιος ο συγγραφέας του, προσιτός μόνο στο στενό κύκλο των φίλων του, αρνούμενος να δώσει οποιαδήποτε συνέντευξη, ήταν σχεδόν τόσο μυστηριώδης και παρέμενε αόρατος όσο ο ήρωάς του .
Ο Γκοντό ήταν ο Μπέκετ, μέχρι που το 1978 η πρώτη βιογραφία του (από την Ντέιρντρ Μπαίρ) φώτισε την εικόνα του . Αλλά και πάλι θαμπά , αφού ο νομπελίστας (1969) συγγραφέας δεν της άνοιξε ποτέ τον κόσμο του. ΄Επρεπε να περάσουν επτά χρόνια από τον θάνατό του, το 1989, για να λυθεί το αίνιγμα που λεγόταν Σάμιουελ Μπέκετ.
Τότε κυκλοφόρησε η "Κατάρα της δόξας" του Τζέιμς Νόλσον ενός καθηγητή (και κατοπινού ιδρυτή του αρχείου Μπέκετ στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ) που υπήρξε φίλος του συγγραφέα, είχε πρόσβαση σε όλα τα ντοκουμέντα που τον αφορούσαν και δούλεψε με τη στενή συνεργασία του για τη μοναδική "επίσημη" (αλλά όχι αποστειρωμένη) βιογραφία του: ένα βιβλίο (!) 900 σελίδων που αποκαλύπτει τον άνθρωπο Μπέκετ πίσω από τον συγγραφέα και που διαβάζεται σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα. Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Scripta, σε μετάφραση Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη, εικονογραφημένο με εξαίρετες και άγνωστες φωτογραφίες από το περιβάλον του Μπέκετ.
Τα αποκαλυπτήρια του .. Γκοντό
Ο Σάμιουελ Μπέκετ ήταν ο ποιητής του ολίγου, της άρνησης και του αποσπασματικού, εκείνου που δεν λέγεται, εκείνου που δεν συμβαίνει, εκείνου που δεν είναι. Ο ποιητής της απαισιοδοξίας.
Οι χαρακτήρες των έργων των, φτωχοί, μόνοι, τραυματισμένοι, απογυμνωμένοι, περιορισμένοι στα απαραίτητα, ατενίζουν την τραγελαφική κωμωδία της ζωής. το χάος και τα πάθη της. Συχνά δεν γνωρίζουμε τίποτα γι'αυτούς και κάποιες φορές ούτε καν τους βλέπουμε. Είναι μόνο ένα στήθος, ένα στόμα ή μια φωνή.
Ένας από τους φίλους του, ο ζωγράφος Μπραμ Βαν Βέλντε, είπε κάποτε ότι ο Μπέκετ δεν έγραφε ποτέ για κάτι το οποίο δεν είχε ζήσει, εννοώντας με αυτό όχι τις απλοϊκές εξισώσεις ζωής - έργου, αλλά μια επεξεργασία της ζωής του σε βαθύτερο επίπεδο. Αυτό το γεγονός αποτελεί και την αφετηρία της βιογραφίας του Νόλσον, ο οποίος αφηγείται λεπτομερώς διάφορα περιστατικά από τη ζωή του συγγραφέα και παρακολουθεί τα ίχνη τους στο έργο του.
Ιδιαίτερα σημαντική πηγή πληροφοριών για τον Νόλσον είναι τα έξι άγνωστα ημερολόγια του Μπέκετ από τα ταξίδια του στη ναζιστική Γερμανία 1936-37, που ανακαλύφτηκαν από τον ανιψιό του, μετά το θάνατο του συγγραφέα στο κελλάρι του εξοχικού σπιτιού του στο Ussy. Επίσης η τεράστια ιδιωτική αλληλογραφία του Μπέκετ με τους φίλους και εμπίστους του, οι μαρτυρίες τους και φυσικά τα σχόλια του ίδιου του συγγραφέα, που διατρέχουν το βιβλίο, ζωντανεύοντας τη μορφή του μπροστά στον αναγνώστη.
Ο Νόλσον φωτίζει άγνωστες πτυχές της" περίπτωσης Μπέκετ" διαλύοντας τις παρεξηγήσεις που τον συνόδευαν ως το τέλος. Ο Μπέκετ π.χ. είχε συχνά χαρακτηριστεί ως απολιτικός . Όμως όχι μόνο δραστηριοποιήθηκε (και κινδύνεψε) σε μια αντιστασιακή Βρετανική ομάδα, κερδίζοντας γαλλικά παράσημα μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και υποστήριξε ποικιλοτρόπως τους κολασμένους της Γής, τα κινήματα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα αντιστασιακά κινήματα στην Αν. Ευρώπη (έδωσε π.χ. τα δικαιώματά του για τους Πολωνούς κρατούμενους), το κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ, διακινδυνεύοντας συχνά να χάσει την άδεια παραμονής του στη Γαλλία.
Ο Μπέκετ αντιμετωπιζόταν επίσης ως μέγας " απαισιόδοξος" απόμακρος και αφοσιωμένος μόνο στο έργο του. Όπως αποκαλύπτεται όμως , όσο περίπλοκος κι αν ήταν, δεν υπήρξε μηδενιστής, απαντούσε με χιούμορ σε ό,τι τον κατέθλιβε, ήταν πιστός και τρυφερός φίλος, ανεκτικός με τους άλλους και κριτικός με τον εαυτό του, εχθρός της δημοσιότητας και της σοβαροφάνειας γενναιόδωρος και στοχασμένος και δεν θέλησε ποτέ να τον βλέπουν σαν άγιο.
Τα ενδιαφέροντά του ήταν πολλά απο τον αθλητισμό ως τη μουσική όμως τώρα μαθαίνουμε πόσο βαθύς γνώστης ήταν της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Πέρα όμως από αυτά η αλήθεια είναι ότι ο Μπέκετ έγινε ΜΠΕΚΕΤ όταν κατάφερε, έπειτα από χρόνια αποτυχιών να αλλάξει στάση ζωής να αποβάλει την όποια αλαζονεία των γνώσεών του και να κερδίσει την ταπεινότητα της άγνοιας. Αυτό έγινε μετά τον πόλεμο.
Να αποτυγχάνεις καλύτερα
Γεννημένος τη Μ.Παρασκευή του 1906 σε ένα εύπορο προάστιο του Δουβλίνου, είχε μια παιδική ηλικία απαλλαγμένη από τραύματα παρότι η αγάπη της μητέρας του ήταν μερικές φορές καταπιεστική - εκείνη τον έστειλε για ψυχανάλυση στο Λονδίνο μετά το θάνατο του πατέρα του..
Διακεκριμένος αθλητής στα μαθητικά του χρόνια , έγινε ένας εξαιρετικός φιλόλογος, προσπάθησε να γίνει καθηγητής, αλλά περιφρονούσε τους φοιτητές του και από το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε των Τζέημς Τζόυς που έγινε το πρότυπό του και τον βοήθησε να πειστεί πως η μοίρα του είναι η συγγραφή.
Αυτός του δίδαξε τις συγγραφικές αρετές της ακεραιότητας και της υπομονής. Και ο Μπέκετ δεν τον απαρνήθηκε ποτέ. Ας ψυχράνθηκαν μεταξύ τους μετά την ατυχή σχέση του με τη διαταραγμένη κόρη του Τζόυς Λουτσία. Εκείνη την εποχή γράφει, πρόζα κυρίως ( "Μέρφυ", "Μολόυ", "Watt") αλλά παραμένει στην αφάνεια αντιμετωπίζοντας συστηματικά την απόρριψη των εκδοτών. Μέχρι που το 1953 η Παρισινή παράστασή του "Περιμένοντας τον Γκοντό" τον καθιερώνει διεθνώς.
Ο Μπέκετ είναι 47 χρόνων, γράφει απευθείας στα Γαλλικά ήδη από τη λήξη του πολέμου και έχει δίπλα του μια σύντροφο που τον στηρίζει, τη Σούζαν Ντεσεβό Ντιμενίλ. Μια αυστηρή και ψυχρόαιμη γυναίκα, την οποία θα παντρευτεί μυστικά το 1961 και δεν θα εγκαταλείψει ποτέ παρά τις πάμπολλες απιστίες του. Εκείνη ήταν που τον κέρδισε απο την αγκαλιά της Πέγκυ Γκουγκενχάιμ , με την οποία είχε ζήσει μια καυτή εβδομάδα στο κρεββάτι, στα τέλη του 1937.
Όλες οι ερωμένες του παρουσιάζονται άλλωστε στο βιβλίο του Νόλσον, ο οποίος επισημαίνει πως για τον Μπέκετ ο έρωτας χωρίς την αγάπη ήταν "σαν τον καφέ χωρίς το μπράντι". Η επιτυχία του Γκοντό τον κάνει περιζήτητο κυρίως στο θέατρο, όπου ο Μπέκετ απαιτεί να διαλέγει τους ηθοποιούς, να ακολουθούν οι σκηνοθέτες κατά γράμμα τις σκηνικές οδηγίες του, να μήν αλλάζουν λέξη στα κείμενά του, τα οποία μάλιστα επιμένει να μεταφράζει ο ίδιος στα Αγγλικά:
Το "Τέλος του παιχνιδιού", οι "Ευτυχισμένες μέρες", το "Έργο", το "Δίχως" και πολλά άλλα. Ο συγγραφέας βρίσκεται στην Τυνησία με τη γυναίκα του όταν το 1969 του απονέμεται το Νόμπελ. Η πρώτη αντίδραση του ζεύγους είναι " Καταστροφή" . Ωστόσο ο Μπέκετ δεν θέλει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Σάρτρ -και να αρνηθεί το βραβείο - πράγμα που το θεωρεί αγένεια. Αποφασίζει λοιπόν να μην παραστεί στην επίσημη τελετή και να μοιράσει το μεγαλύτερο μέρος του χρηματικού επάθλου εδώ κι εκεί. Μεταξύ των συγχαρητητρίων επιστολών που λαβαίνει, είναι κι εκείνη ενός κ. Ζώρζ Γκοντό απο το Παρίσι, που του ζητά συγνώμη γιατί τον έκανε να περιμένει τόσο πολύ...Ο Μπέκετ σπεύδει να τον ευχαριστήσει για την ετοιμότητά του.
Στα χρόνια που ακολουθούν συνεχίζει να γράφει ακατάπαυστα ("Όχι εγώ", "Τότε που","Νανούρισμα", "Καταστροφή", "Νύχτα και όνειρα", "Τι πού;", "Κακοϊδωμένο", "Κακοειπωμένο" κ.α.) και να πίνει - αν και όχι όπως παλιά- , όμως σταδιακά η υγεία του τον προδίδει. Τα χέρια του έχουν παραμορφωθεί εντελώς και το Δεκέμβριο του 1989, μια Παρασκευή και πάλι, πεθαίνει αφήνοντας ως κληρονόμους του τα δύο ανίψια του από τον αγαπημένο του αδελφό Φράνκ.