Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Γκυ ντε Μωπασσάν

Maupassant par Nadar.jpg

Ο Γκυ ντε Μωπασσάν (Henry René Albert Guy de Maupassant, 5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893) ήταν Γάλλος συγγραφέας της νατουραλιστικής σχολής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος της Γαλλίας.
Βιογραφικό

Γεννήθηκε στο Château de Miromesnil, κοντά στη Διέππη. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον χωρισμό των γονέων του. Έμεινε ως τα δεκατρία του με τη μητέρα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος, και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τον πατέρα του (που προβάλλονται σε πολλά από τα έργα του) παρά την κάθε είδους βοήθεια που έπαιρνε από αυτόν.

Αποφοίτησε από το λύκειο της Χάβρης, αφού πρώτα φρόντισε να αποβληθεί από ένα ημιθρησκευτικό εκπαιδευτήριο, και το 1869 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι. Πολέμησε ως εθελοντής στον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870 στην πρώτη γραμμή αλλά ο πατέρας του πέτυχε τη μετάθεσή του σε λιγότερο επικίνδυνη μονάδα. Μετά την αποφοίτησή του από τη νομική σχολή, με τη βοήθεια πάντα του πατέρα του, ο Μωπασσάν διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος.

Η μητέρα του ήταν γνώριμη του Φλωμπέρ, ο οποίος ανέλαβε τη λογοτεχνική αγωγή του. Στο σπίτι του Φλωμπέρ ο Μωπασσάν γνώρισε τον Ζολά, τον Τουργκένιεφ, τον Εντμόν ντε Γκονκούρ και τον Χένρυ Τζαίημς. Κάποια διηγήματά του δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμο σε επαρχιακά περιοδικά.

Το 1880 κυκλοφόρησε το βιβλίο Les Soirées de Médan που περιείχε έξι πολεμικές ιστορίες ισάριθμων συγγραφέων μεταξύ των οποίων και ο Ζολά. Την καλύτερη εντύπωση έκανε το Boule de Suif («Η χοντρούλα») του Μωπασσάν.

Αμέσως έγινε περιζήτητος από εφημερίδες και περιοδικά, όπου άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και τις μάλλον πικάντικες ιστορίες του. Μεταξύ 1880 και 1890 δημοσίευσε 300 διηγήματα, τρία ταξιδιωτικά, μια ποιητική συλλογή και έξι μυθιστορήματα, με γνωστότερο το Bel-Ami (Ο Φιλαράκος). Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, ο Μωπασσάν ταύτιζε τον εαυτό του με τον ασυνείδητο και αρριβίστα ήρωα του έργου του — ή τουλάχιστον θα ήθελε να ταυτιστεί.

Είχε πια μεγάλη οικονομική άνεση, άρχισε τα ταξίδια και αγόρασε θαλαμηγό την οποία ονόμασε «Bel-Ami». Οι σχέσεις του με τις γυναίκες έφταναν στα όρια της ερωτομανίας. Τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής (που περιγράφονται σε κάποια διηγήματά του), άρχισε μετά την επιτυχία του να συναναστρέφεται τις εταίρες της εποχής, τις λεγόμενες horizontales, και προχώρησε σε κυρίες της υψηλής κοινωνίας.

Αλλά από τα 20 χρόνια του έπασχε από σύφιλη. Ίσως η ασθένεια να οφειλόταν στην σεξουαλική του ασυδοσία. Αλλά, το γεγονός ότι και αδελφός του έπασχε και πέθανε από αυτή, δείχνει ότι μάλλον ήταν κληρονομική. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1880, τόσο τα συμπτώματα γίνονταν εντονότερα, ιδιαίτερα στον ψυχολογικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο τη μανία μετακίνησης από το ένα μέρος της Γαλλίας στο άλλο. Ενδεικτικό της κατάστασης πανικού που τον διακατείχε και προφητικό ήταν το διήγημά του Le Horla. Έντονος άλλωστε ήταν ο πεσιμισμός του και φανερή η επίδραση του Σοπενχάουερ.

Το 1889 ο αδελφός του πέθανε σε άσυλο ψυχοπαθών. Η λύπη του Μωπασσάν και ο τρόμος για την δική του μοίρα επιδείνωσαν την κατάστασή του. Το 1892 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική όπου και πέθανε στα 43 του χρόνια.

Λούις Άρμστρονγκ

 Louis Armstrong restored.jpg

4 Αυγούστου 1901 γεννήθηκε:
Λούις Άρμστρονγκ Αμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής

Ο Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong, 4 Αυγούστου 1901 – 6 Ιουλίου 1971) (γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ. Υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής της τζαζ και του μπλουζ.

Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτα συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του. Ακολουθούσε συχνά τις παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.

Αργότερα, συμμετείχε κι ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισίπι. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.