Σε απόκρημνους κάβους, σε θαλασσοδαρμένα ερημονήσια, σε ακτές στην άκρη
του πουθενά, στέκονται αγέρωχοι και επιβλητικοί. Το φως τους, πολύτιμος
σύμμαχος των ναυτικών, αλλά και σημάδι ζωής. Οι φάροι, από τα πανάρχαια
χρόνια μέχρι σήμερα, σε κάθε τους μορφή, είναι άρρηκτα δεμένοι με την
ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, καράβια κι
εμπορεύματα έχουν σωθεί χάρη σ’ αυτούς. Και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι και
πλεούμενα χάθηκαν για πάντα στα σκοτεινά νερά των θαλασσών από την
απουσία ή την πλημμελή λειτουργία φάρων.
Οι πυρσοί στη μυθολογία
Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν πυρσούς ως ναυτιλιακά βοηθήματα,
πιστεύεται ότι ήταν οι Φοίνικες και οι ναυτικοί της Λιβύης, οι οποίοι
είχαν οργανώσει πλήρες φωτιστικό δίκτυο στις όχθες του Νείλου για τις
ανάγκες της ποταμοπλοΐας.
Οι κυλινδρικοί πύργοι που χτίζονταν κοντά σε παραλιακές πόλεις ή στις κορυφές λόφων, ονομάζονταν στα λιβυκά Τιθ.
Στα ομηρικά έπη, υπάρχουν αναφορές για τη χρήση πυρσών ως
ναυτιλιακών βοηθημάτων. Στην “Ιλιάδα” αναφέρονται προσπάθειες
επικοινωνίας των πλοίων με την ξηρά τη νύχτα, με χρήση φωτεινών σημάτων,
ενώ στην “Οδύσσεια”υπάρχουν πολλές
“ναυτιλιακές οδηγίες” για τη Μεσόγειο, που πιθανότατα είχαν αντληθεί από παρατηρήσεις Φοινίκων θαλασσοπόρων.
Πυρσοί στην αρχαιότητα
Είναι γνωστές από την αρχαιότητα οι
φρυκτωρίες. Ήταν μια μέθοδος επικοινωνίας με ρυκτούς (πυρσούς). Όταν
ήθελαν να μεταδώσουν άμεσα κάποιο σημαντικό μήνυμα σε μεγάλη απόσταση,
άναβαν φωτιές σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η
φωτιά και τη μέρα ο καπνός.
Όπως γράφει ο Θουκυδίδης, όταν σ’
ένα στρατόπεδο έρχονταν φιλικά στρατεύματα, υψώνονταν απλά οι αναμμένοι
πυρσοί (φίλιοι φρύκτοι), ενώ όταν πλησίαζαν εχθροί, οι πυρσοί ανέμιζαν
αριστερά – δεξιά (πολέμιοι φρύκτοι). Κατά την παράδοση, με φρυκτωρίες
έφτασε μέχρι το παλάτι των Μυκηνών το μήνυμα της άλωσης της Τροίας.
Οι
πρόγονοί μας, είχαν προχωρήσει στον φωτισμό των ακτών ανάβοντας φωτιές
σε πύργους κάποιου ύψους. Ερείπια από πολύ λίγους τέτοιους πύργους,
διασώθηκαν και μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έτσι
υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτούς από κείμενα αρχαίων συγγραφέων,
απεικονίσεις σε νομίσματα ή άλλες παραστάσεις. Σύμφωνα με τον Στυλιανό
Λυκούδη, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενώς στη συνέχεια, πυρσοί των
οποίων η ύπαρξη εξακριβώθηκε από πηγές, βρίσκονταν:
1) Στο ακρωτήριο του Σιγείου στην Τροία, 2) στον λόφο της Τιμαίας
στον Θρακικό Βόσπορο, 3) στην ακτή της Χρυσόπολης απέναντι από το
Βυζάντιο, 4) πάνω στον πύργο της Ηρούς στην Σηστό, 5)πάνω στον πύργο του
Λέανδρου στην Άβυδο, 6)στην ακτή του Πειραιά απέναντι από την
Ψυττάλεια, 7) στην άκρη της δυτικής ακτής του Πειραιά απέναντι από την
Ψυττάλεια, 8) στο στόμιο του Τουρκολίμανου, 9) στην Κόρινθο, 10)στη
Σμύρνη, 11) στην Καισάρεια, 12) στις Αιγαιές της Κιλικίας, 13) στην
Πέργη της Παμφυλίας, 14) στην Τύρρα στις εκβολές του Δνείστερου και 15)
στη νησίδα Φάρο έξω από την Αλεξάνδρεια.
Παλαιότερος όλων, θεωρείται
ο πυρσός του Σιγείου της Τροίας, ενώ υπάρχει η εκδοχή να προϋπήρξαν οι
πυρσοί του Πειραιά απέναντι από την Ψυττάλεια (Γήσης Παπαγεωργίου,
“ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΦΑΡΟΙ”).
Ο Κολοσσός της Ρόδου, είναι πιθανότατα ο
παλαιότερος αναγνωρισμένος πυρσός που συνδυάζει σημείο – μνημείο και
φωτιά – καπνό για ημερήσια και νυχτερινή αναγνώριση.
Βέβαια, ο
μεγαλύτερος και διασημότερος φάρος της αρχαιότητας, ήταν ο περίφημος
Φάρος της Αλεξάνδρειας, πάνω στην ομώνυμη νησίδα (Φάρος). Άρχισε να
χτίζεται το 296 π.Χ. επί Πτολεμαίου του Σωτήρος και η κατασκευή του
ολοκληρώθηκε το 280 π.Χ., επί Πτολεμαίου του Φιλάδελφου. Ο πύργος του
είχε ύψος 156,9 μέτρα και τον αποτελούσαν τρεις όροφοι. Σύμφωνα με τον
Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, η οικοδόμησή του στοίχισε 800 αργυρά τάλαντα ή
35.000.000 μεταλλικά φράγκα (αξιολόγηση 1918).
Το κτίριο του Φάρου δεινοπαθούσε από τους σφοδρούς βόρειους
ανέμους και τα μεγάλα κύματα. Έτσι, συχνά γίνονταν διάφορες επισκευές
του.
Οι Άραβες που κατέλαβαν την Αίγυπτο το 641, σεβάστηκαν τον Φάρο
και μάλιστα επιδιόρθωσαν κάποιες φθορές του. Το 955, ισχυρός σεισμός
κατέστρεψε το πάνω τμήμα του. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν γρήγορα και το
1274, έγινε η τελευταία ανακαίνιση του Φάρου από τον σουλτάνο Μελίκ
Ζεχέρ Μπεϊμπάρ. Όμως το 1303 ισχυρότατος σεισμός “…διήνοιξε τούτον
παυσάσης έκτοτε εσαεί της λειτουργίας του”. Το 1325 ο Φάρος περιγράφεται
με τελείως κατεστραμμένη πρόσοψη και το 1349, ως ερείπια συσσωρευμένα
γύρω από τη βάση του. Η δε ομώνυμη νησίδα, είχε μεταβληθεί σε χερσόνησο
(Rasel Tin). Το 1479, στη θέση που κατείχε άλλοτε ο Φάρος, ολοκληρώθηκε η
ανέγερση του φρουρίου Bourdj-az-Zafar.
Ρωμαϊκοί πυρσοί
Από
ερείπια φάρων και από πληροφορίες διαφόρων συγγραφέων, γνωρίζουμε ότι
υπήρχε οργανωμένο φωτιστικό δίκτυο στα παράλια της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Υπολείμματα ρωμαϊκών φάρων υπάρχουν στο Ντόβερ του Κεντ
στη ΝΑ Αγγλία, στις βορειότερες ακτές της Γαλλίας, στα δυτικά, κυρίως,
παράλια της Ιταλίας, στις ακτές της Αδριατικής και της Βόρειας Αφρικής.
Το σημαντικότερο δείγμα φάρου εκείνης της εποχής, το οποίο είναι το μόνο
που σώζεται μέχρι σήμερα, διατηρώντας μάλιστα και την αρχαία ονομασία
του, βρίσκεται στις ΒΔ ακτές της Ισπανίας, σε μια βραχώδη χερσόνησο
κοντά στη σημερινή LaCoruna(αρχ. Βριγάντιον). Πρόκειται για τον Πύργο
του Ηρακλέους (Torre de Hercules), που κατά τον Λυκούδη κατασκευάστηκε
από τους Φοίνικες, ενώ σύμφωνα με άλλους, από τον Γάιο Σέβιο Λούπο.
Ο
Πύργος του Ηρακλέους, αναφέρεται σε χάρτη του 1285. Το 1682,
επαναλειτούργησε από τους Ισπανούς και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι
σήμερα!
Βυζαντινοί πυρσοί
Υπάρχουν ακλόνητα ιστορικά στοιχεία για
το ενδιαφέρον των Βυζαντινών σχετικά με την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.
Επιβεβαιωμένα στοιχεία για την ύπαρξη φάρων στο Βυζάντιο, έχουμε για τα
χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α’ (491-518). Τότε
λειτουργούσαν δύο φάροι. Ο ένας στην ευρωπαϊκή ακτή του στομίου του
Βοσπόρου προς τον Εύξεινο Πόντο, απέναντι από τις αρχαίες Συμπληγάδες
Πέτρες, περίπου στη σημερινή θέση “Φαναράκι”. Πιθανότατα συμπίπτει με
τον υπάρχοντα στις μέρες μας φάρο Rumili. Ο δεύτερος φάρος που
λειτουργούσε τότε, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, δίπλα στην εκκλησία
της Παναγίας του Φάρου. Τα ερείπιά του σώζονται μέχρι σήμερα.
Με την
εμφάνιση της πειρατείας στη Μεσόγειο, προείχε πλέον η ασφάλεια των
άμαχων κατοίκων των νησιών και των παράκτιων περιοχών. Πόλεις
μεταφέρονταν από τις ακτές στην ενδοχώρα, σε ασφαλέστερα και περισσότερο
προστατευμένα μέρη. Τα φωτεινά σημεία νυχτερινής αναγνώρισης έπαψαν
τότε όχι μόνο να χρησιμοποιούνται, αλλά και να υπάρχουν!
Κάτι
ανάλογο έγινε στα δυτικά και βόρεια παράλια της Ευρώπης μετά την πτώση
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας με την εμφάνιση των Βίκινγκς.
Ως τον 12ο αιώνα, υπήρχε μια “σκοτεινή” κατάσταση. Στα αγγλικά παράλια, οι φάροι ήταν άγνωστοι μέχρι, περίπου, το 1600.
Η εξέλιξη του φωτιστικού μηχανισμού των φάρων
Ως
το τέλος του 18ου αιώνα οι πυρσοί ανοιχτής φλόγας παρέμεναν τα μόνα
“τεχνητά” βοηθήματα των ναυτικών τις νύχτες, καίγοντας ξύλα, κάρβουνα ή
ρητίνες στις επίπεδες κορυφές τους.
Τα μειονεκτήματα αυτών των
πυρσών, οδήγησαν στη χρήση της λυχνίας με ανακλαστήρα. Η παλαιότερη
αναφορά για τέτοια λυχνία, είναι για τον φάρο Landsort της Σουηδίας
(μεταξύ 1669 και 1677). Ο τελευταίος φάρος ανοιχτής φλόγας, ήταν ο
νορβηγικός του Rundoy που λειτούργησε ως το 1858.
Η ανάγκη δυνατού σήματος φωτός μεγάλης εμβέλειας οδήγησε στην
εφεύρεση του λαμπτήρα Argand(1780) και του οπτικού συστήματος των
κατόπτρων Fresnel. Η ανάγκη, η σήμανση κάθε φάρου να είναι μοναδική και
να ταυτοποιεί τη θέση του στη Γη, απαιτήθηκαν ωρολογιακοί μηχανισμοί,
όπως ο περιστροφικός μηχανισμός του Carcel (1800), που ενσωματώθηκαν στο
σύστημα φωτισμού.
Ακολούθησε (μετά το 1859), η χρήση του πετρελαίου
και ως φωτιστικού καυσίμου των φάρων. Το 1890, εμφανίστηκαν οι
αστραπιαίοι φάροι, ενώ οι πλήρης αυτοματοποίηση των φάρων έγινε μετά την
επινόηση από τον Σουηδό Gustaf Dallen (Νόμπελ Φυσικής 1912), ιδρυτή της
εταιρείας A.G.A., μεθόδου αυτόματης αφής (ανάμματος) των φάρων με
ηλιοβαλβίδα ασετιλίνης, μέσω της οποίας άναβαν αυτόματα οι φάροι μετά τη
δύση του ήλιου (1905).
Το ελληνικό φαρικό δίκτυο
Ως το 1827, στα ελληνικά παράλια υπήρχε απόλυτη συσκότιση.
Τότε,
επί Καποδίστρια, στην πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, την
Αίγινα, άναψε ο πρώτος πυρσός στη χώρα μας. Λειτούργησε ως φανός λιμένος
στην άκρη του βόρειου κυματοθραύστη και ήταν τοποθετημένος πάνω στο
εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
Το 1831, λειτούργησαν δύο ακόμα φάροι.
Ο ένας στο στόμιο του λιμανιού των Σπετσών και ο δεύτερος στην Κέα, στο
εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στην αριστερή πλευρά της εισόδου του
λιμανιού.
Την ίδια περίοδο, λειτουργούσαν στον Πειραιά δύο φανοί
λιμένος. Ο ένας στη θέση “Τάφος Θεμιστοκλέους” και ο δεύτερος στη θέση
“Πυροβολείο”.
Στις 25 Ιανουαρίου 1834 θεμελιώθηκε στη νησίδα
Γαϊδουρονήσι, μισό μίλι από το λιμάνι της Σύρου, ο πρώτος “κρατικός”
ελληνικός φάρος. Αρχιτέκτονάς του, ήταν ο Γερμανός Johann Erlacher. Το
ίδιο έτος εκδηλώθηκε η πρώτη μέριμνα του νέου ελληνικού κράτους για το
ζήτημα του φωτισμού των ακτών και των λιμανιών. Τον Ιανουάριο του 1856,
λειτούργησε ο δεύτερος “κρατικός”φάρος, αυτός της Ψυττάλειας. Το 1859,
στάλθηκε στη Γαλλία ο ανθυπασπιστής του Μηχανικού Κ. Ροκάς “ίνα εκμάθει
την λιμενοποιίαν και τα των φάρων”.
Με την ενσωμάτωση των
Επτανήσων στην Ελλάδα (1864), οι φάροι που είχαν κατασκευάσει σ’ αυτά οι
Άγγλοι, εντάχθηκαν στο ελληνικό φαρικό δίκτυο. Παλαιότερος όλων, ο
φάρος της Κέρκυρας (πάνω στο φρούριο της πόλης, στην Κορυφή της
Ακρόπολης), που άναψε το 1822. Η παρουσία του Χαρίλαου Τρικούπη στην
πολιτική ζωή της Ελλάδας είχε σαν αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την
οργάνωση των θαλάσσιων επικοινωνιών και την αναδιοργάνωση του Πολεμικού
Ναυτικού.
Το 1887 ψηφίστηκε ο νόμος “Περί Συστάσεως Ταμείου
Φάρων”. Το φαρικό δίκτυο “πέρασε” εξ ολοκλήρου στο Υπουργείο Ναυτικών. Ο
τότε Τμηματάρχης της Υπηρεσίας Φάρων Ι. Μαρκόπουλος, είχε μεγάλη
συμβολή στην ανάπτυξη της Υπηρεσίας.
Το 1882 το ελληνικό φαρικό δίκτυο είχε 41 φάρους και φανούς, ενώ το 1912 έφτασε τους 149.
Ο Στυλιανός Λυκούδης
Το
1911, τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Φάρων ο τότε Υποπλοίαρχος Στυλιανός
Λυκούδης. Ο Λυκούδης αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία των ελληνικών
φάρων και την επέκταση του φαρικού δικτύου. Το 1912 εξέδωσε τον πρώτο
του φαροδείκτη, ο οποίος επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένος το 1914
περιλαμβάνοντας 208 φάρους και φανούς. Το 1915, με ειδικό νόμο, ο
Λυκούδης έγινε μόνιμος διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων.
Ο πρώτος
ανεπιτήρητος (χωρίς φαροφύλακα) φάρος στην Ελλάδα, λειτούργησε την 1η
Ιανουαρίου 1897 πάνω στον βράχο Τουρλίτη έξω από το λιμάνι της Άνδρου.
Τον Ιανουάριο του 1912, ύστερα από εισήγηση του, τότε Υποπλοίαρχου, Σ.
Λυκούδη δόθηκε παραγγελία για δοκιμαστική τοποθέτηση και λειτουργία
αυτόματου “ανεπιτήρητου” φάρου. Το μηχάνημα τοποθετήθηκε στον Ναύσταθμο
της Σαλαμίνας και λειτούργησε δοκιμαστικά από τις 20 Μαρτίου ως τις 3
Αυγούστου 1912. Η λειτουργία του κρίθηκε επιτυχής. Αμέσως δόθηκε
παραγγελία για άλλους οχτώ ίδιους μηχανισμούς. Ο πρώτος, τοποθετήθηκε
την 1η Νοεμβρίου 1913 στον φάρο που βρίσκεται στη νησίδα Φούντι των
Πεταλιών (Νότιος Ευβοϊκός). Πρόκειται για τον πρώτο πραγματικά αυτόματο
φάρο της χώρας μας.
Τα επόμενα χρόνια, με την εδαφική επέκταση της
Ελλάδας, νέοι φάροι προστέθηκαν στο φαρικό δίκτυο της χώρας μας (Κρήτη,
Μακεδονία, Θράκη, νησιά Αιγαίου).
Ο Κουλές, το θαλάσσιο φρούριο του
Χάνδακα όπου πρωτοεμφανίζεται και ο πύργος του φάρου του Ηρακλείου,
χτίστηκε από το 1523 ως το 1540 (επί ενετοκρατίας). Σήμερα διασώζεται η
βάση και ο οκτάγωνος πύργος του. Στα Χανιά, στην άκρη του βόρειου
κυματοθραύστη του λιμανιού, ο φάρος βρίσκεται σε βενετσιάνικο κτίσμα,
κατασκευασμένο πριν το 1593. Αναφέρεται ως “φανάρι” σε σχεδιάγραμμα
κάτοψης της πόλης των Χανίων του V. Coronelli.
Το ελληνικό φαρικό
δίκτυο συνέχισε να επεκτείνεται. Το 1938, υπήρχαν 369 φάροι, φανοί και
φωτοβόλοι σημαντήρες. Το 1941, ο Στυλιανός Λυκούδης αποστρατεύθηκε. Οι
Γερμανοί κατακτητές δεν σεβάστηκαν ούτε τους φάρους. Θεωρούσαν ότι
καταστρέφοντάς τους δυσκολεύουν τους πλόες των συμμαχικών πλοίων στις
ελληνικές θάλασσες. Παράλληλα, η καταστροφή των φάρων ήταν μια αποστολή
εξάσκησης σε βολές κατά σταθερού στόχου, τόσο για τα αεροπλάνα όσο και
για τα πολεμικά πλοία. Έτσι, μετά την απελευθέρωση από τους 400 φάρους
και φανούς που υπήρχαν πριν τον πόλεμο, είχαν μείνει μόνο 28 (!), από
τους οποίους οι 19 επιτηρούμενοι.
Το 1945 ξεκίνησε μια συντονισμένη
προσπάθεια αποκατάστασης του κατεστραμμένου φαρικού δικτύου της χώρας.
Το 1947, με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, άλλοι 18 φάροι και φανοί
προστέθηκαν στο ελληνικό φαρικό δίκτυο.
Το 2015, υπήρχαν στη χώρα μας 1.552 φάροι, φανοί, φωτοσημαντήρες κλπ., οι οποίοι λειτουργούν με ηλεκτρική ενέργεια.
Οι φαροφύλακες
Έργο
των φαροφυλάκων είναι η παρακολούθηση της κανονικής λειτουργίας των
στελεχωμένων φάρων και η εκτέλεση εργασιών επισκευής των εγκαταστάσεων
και μηχανημάτων των φάρων αρμοδιότητας τους ή άλλων πυρσών. Αυτοί, όπως
και οι τεχνίτες φάρων, εντάσσονται στο στρατιωτικό προσωπικό του
Πολεμικού Ναυτικού. Αμέτρητες οι ιστορίες των φαροφυλάκων. Πολλοί
περισσότεροι κατά το παρελθόν, πριν την αυτοματοποίηση της λειτουργίας
των φάρων, λιγότεροι σήμερα, αλλά πάντοτε δεμένοι με τους φάρους και
αφοσιωμένοι στο καθήκον. Μοναδική τους συντροφιά, τις περισσότερες
φορές, τα θαλασσοπούλια. Δυσκολότερη η διαμονή τους στους φάρους τον
χειμώνα. Συχνά λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών είναι υποχρεωμένοι να
περιμένουν τους αντικαταστάτες τους για πολλές μέρες.
Μερικοί ξεχωριστοί ελληνικοί φάροι
Καπαρέλλι
Κέρκυρας ή Περιστέρες ή Τινιόζο. Ο φάρος κατασκευάστηκε το 1828. Η
προσέγγιση γίνεται με καΐκι από την Κασσιόπη. Αμέσως μετά τις
Περιστέρες, αρχίζουν τα χωρικά ύδατα της Αλβανίας (για να μαθαίνουν
ορισμένοι…).
Λάκκα Παξών. Ο παλαιότερος φάρος, του 1825, καταποντίστηκε, στην
κυριολεξία, το 1913, μέρα μεσημέρι. Οι φαροφύλακες έτρωγαν με τις
οικογένειές τους στις σκιές κοντινών δέντρων και ευτυχώς δεν
τραυματίστηκε κανείς. Η κατασκευή του νέου φάρου, ολοκληρώθηκε το 1919.
Στροφάδες
Ζακύνθου. Κατασκευάστηκε το 1829. Εντυπωσιακός φάρος, που “δένει”
αρχιτεκτονικά με το περίφημο καστρομονάστηρο των Στροφάδων, στο οποίο
μόνασε ο Άγιος Διονύσιος της Ζακύνθου.
Σαπιέντζα (Οινούσσες Ιονίου,
γνωστή και ως Σακιότσα). Βρίσκεται απέναντι από τη Μεθώνη. Ο φάρος της,
είναι από τους ωραιότερους του ελληνικού φαρικού δικτύου. Χτίστηκε το
1885. Στη Σαπιέντζα, υπογράφτηκε το 1209 η ομώνυμη Συνθήκη, για το
μοίρασμα του Μοριά ανάμεσα στη Βενετία και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας
(σχετικό άρθρο μας στο protothema.gr, στις 28/1/2017).
Βελοπούλα
(Μυρτώο Πέλαγος). Ερημονήσι, γνωστό και ως Παραπόλα. Το όνομα αυτό
προήλθε από τη φράση των φαροφυλάκων : “Πας στη Βελοπούλα; Παρ’ απ’
όλα”. Ο εντυπωσιακός φάρος του νησιού, χτίστηκε το 1884.
Μεγάλο
Έμβολο Θερμαϊκού ή Καραμπουρνού. Ο φάρος που κατασκευάστηκε το 1864,
εκπέμπει και ηχητικά σήματα ώστε να συνεργάζεται με τον Ραδιοφάρο Αξιού,
απέναντί του.
Ψαθούρα (Βόρειες Σποράδες). Η πρόσβαση στον φάρο που
κατασκευάστηκε το 1895, γίνεται με καΐκι από το Πατητήρι Αλοννήσου. Το
ταξίδι διαρκεί 4 ώρες!
Τουρλί της Άνδρου. Ο φάρος, που όπως αναφέραμε κατασκευάστηκε το 1897, είναι ο μοναδικός πέτρινος κτισμένος σε βράχο.
Ταίναρο (Κάβο Ματαπάς). Ο φάρος στο νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης, κατασκευάστηκε το 1887.
Αρμενιστής
Μυκόνου. Η κατασκευή του φάρου ξεκίνησε το 1887, μετά το ναυάγιο του
αγγλικού ατμόπλοιου Volta, κατά το οποίο πνίγηκαν 11 μέλη του πληρώματος
και ολοκληρώθηκε το 1890.
Γαύδος. Ο φάρος της κατασκευάστηκε το
1880 και καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Αναστηλώθηκε και επανήλθε στην
αρχική του μορφή το 2002.
Παναγιά Οινουσσών (ή Σπαλματόρι).
Βρίσκεται στο ανατολικότερο από τα νησιά του συμπλέγματος, στα όρια των
ελληνικών χωρικών υδάτων με την Τουρκία. Κατασκευάστηκε το 1863.
Στρογγύλη Δωδεκανήσων. Η πρόσβαση στον φάρο που κατασκευάστηκε το 1910, γίνεται με καΐκι από το Καστελόριζο.
Πηγές: Γήσης Παπαγεωργίου, “ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΦΑΡΟΙ”, Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ 2006
Γιάννης Σκουλάς, “ΦΑΡΟΙ – ΦΩΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ”, εκδόσεις Χριστάκη 2008
Υπηρεσία Φάρων – Επίσημη Ιστοσελίδα (απ’ όπου και οι περισσότερες φωτογραφίες).