Η Μάχη της Ραφίας, γνωστή και ως Μάχη της Γάζας, ήταν μία μάχη που διεξήχθη στις 22 Ιουνίου του 217 π.Χ. μεταξύ των δυνάμεων του φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Δ', και του Αντίοχου Γ' της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών κατά τη διάρκεια των Συριακών πολέμων.
Τα γεγονότα πριν τη μάχη
Το 221 π.Χ., δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης και τον διαδέχτηκε ο γιος του Πτολεμαίος Δ'. Τότε το βασίλειο της Αιγύπτου πέρασε από μια περίοδο δυναστικής αστάθειας και εξασθένισης της άμυνάς του. Την κατάσταση θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Αντίοχος Γ', παρά τα δικά του εσωτερικά προβλήματα. Έτσι, την άνοιξη του 219 π.Χ., αφού πρώτα κατέλαβε τη γειτονική Σελεύκεια, εισέβαλλε στην Κοίλη (Νότια) Συρία, η οποία ανήκε στην επικράτεια της Αιγύπτου και κατέλαβε μερικές πόλεις τις οποίες του παρέδωσαν στασιαστές αξιωματικοί του Πτολεμαίου.
Με την εξαίρεση μιας ενδιάμεσης 4μηνης ανακωχής, ο πόλεμος συνεχίστηκε και κατά τον επόμενο χρόνο. Στο μεταξύ, ο Πτολεμαίος είχε μεγαλώσει σημαντικά το στρατό του, φέρνοντας μισθοφόρους από την Ελλάδα και στρατολογώντας μεγάλο αριθμό γηγενών Αιγυπτίων (το ένα τρίτο περίπου του Πτολεμαϊκού στρατού αποτελούνταν από Αιγύπτιους και Λίβυους). Ο Αντίοχος νίκησε σε μια μάχη το στρατό του διοικητή της Νότιας Συρίας Νικόλαου, προκαλώντας του μάλιστα μεγάλες απώλειες. Στη συνέχεια κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Πτολεμαίου δεν είχε πάρει μέρος στη μάχη και παρέμεινε ανέπαφο. Ο Πτολεμαίος περίμενε να τελειώσει η εκγύμναση του στρατού του (ειδικά των ντόπιων, από τους Έλληνες μισθοφόρους) και αναχώρησε (13 Ιουνίου του 217 π.Χ.) προς τη Νότια Συρία, για να αντιμετωπίσει τον Αντίοχο.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Ο Πτολεμαίος διέθετε 70.000 πεζούς (από τους οποίους 20.00 Αιγύπτιοι και 3.000 Λίβυους), 5.000 ιππείς και 73 πολεμικούς ελέφαντες. Ο Αντίοχος παρέταξε 62.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 102 ινδικούς ελέφαντες. Ο στρατός του Πτολεμαίου υστερούσε αριθμητικά σε ιππικό, ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και ελέφαντες, υπερτερούσε όμως στο βαριά οπλισμένο πεζικό της φάλαγγας.
Η μάχηΟι δύο στρατοί συναντήθηκαν 22 Ιουνίου του 217 π.Χ., κοντά στη μικρή πόλη Ραφία (σημερινή Ράφα, στη Λωρίδα της Γάζας).
Ο Αντίοχος ηγήθηκε του δεξιού κέρατος (άκρου) της παράταξής του, με το μεγαλύτερο μέρος του ιππικού (4.000 άνδρες) και 60 ελέφαντες. Απέναντί του, η αριστερή πτέρυγα του αιγυπτιακού στρατού, με επικεφαλής τον Πτολεμαίο, διέθετε μόλις 3.000 ιππείς και 40 ελέφαντες. Χάρις στην τοπική αριθμητική του υπεροχή, ο Αντίοχος άρχισε με νίκη στην αρχή της μάχης, αναγκάζοντας το ιππικό του αντιπάλου του να υποχωρήσει και τον ίδιο τον Πτολεμαίο να μετακινηθεί στο κέντρο της παράταξής του, όπου μάχονταν οι φάλαγγες του πεζικού. Την ίδια στιγμή, ο Θεσσαλός Εχεκράτης, επικεφαλής του αιγυπτιακού ιππικού στο δεξιό άκρο της παράταξης, νικούσε τους ιππείς του Αντιόχου και τους εξανάγκαζε σε υποχώρηση. Έτσι λοιπόν, το δεξιό κέρας κάθε στρατού νικούσε το αριστερό του άλλου και το απωθούσε από το πεδίο της μάχης.
Η αποφασιστική στιγμή, η οποία έκρινε όλη τη μάχη, ήρθε όταν ο Πτολεμαίος, επικεφαλής του πεζικού του στο κέντρο της παράταξης, επιτέθηκε κατά του αντίπαλου πεζικού. Εκεί, η μεγάλη αριθμητική υπεροχή του (45.000 έναντι 30.000), σε συνδυασμό με την καλύτερη εκπαίδευση των Ελλήνων και γηγενών πεζικάριων του Πτολεμαίου, έκριναν τη σύγκρουση. Ο στρατός του Αντιόχου τράπηκε σε φυγή, πριν ο βασιλιάς προλάβει να επιστρέψει από την καταδίωξη του αιγυπτιακού αριστερού κέρατος. Οι απώλειες του σελευκιδικού στρατού έφτασαν τις 10.000 άνδρες και 4.000 αιχμαλώτους, ενώ ο πτολεμαϊκός στρατός έχασε μόνο 2.000 άνδρες.
Μετά την ήττα του και τις μεγάλες απώλειες του στρατού του, ο Αντίοχος Γ' δεν μπορούσε πια να συνεχίσει τον πόλεμο και αποσύρθηκε από τη Νότια Συρία. Στις διαπραγματεύσεις ειρήνης που ακολούθησαν, ο Πτολεμαίος Δ' έδειξε μετριοπάθεια και αρκέστηκε στην αναγνώριση της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στη Νότια Συρία. Μέχρι το θάνατό του (204 π.Χ.), η επαρχία αυτή παρέμεινε υπό αιγυπτιακό έλεγχο.