
Ο Φιλίπ ντε Σαμπέν (Philippe de Champaigne, 26 Μαΐου 1602 - 12 Αυγούστου 1674), ήταν μείζων Γάλλος ζωγράφος του 17ου αιώνα γεννημένος στη Φλάνδρα.
Γειά σας και χαρά σας! ......... Λίγο πολύ όλοι την έχουμε την δόση μας και εγώ λίγο παραπάνω και επιπλέον μια δόση αυτοσαρκασμού ......... Ελπίζω να σας αρέσει το περιεχόμενο που δημιουργώ εδώ κάθε μέρα ...... Σας ευχαριστώ!
12 agosto 1612 Morto: Giovanni Gabrieli compositore italiano
Giovanni Gabrieli (Giovanni Gabrieli, 1557 – 12 agosto 1612) è stato un compositore e organista italiano. Ha lavorato durante il passaggio dal Rinascimento al Barocco, influenzando molti compositori con la sua musica. È considerato il più importante rappresentante della Scuola Veneta, a cui appartengono Claudio Monteverdi, Adrian Villart, Claudio Merulo e altri.
Dati biografici
Probabilmente è nato a Venezia, dove ha studiato musica con lo zio e compositore Andrea Gabrieli. In seguito continuò i suoi studi a Monaco con Orlando di Lasso, dove rimase fino al 1579. Questi anni giocarono un ruolo decisivo nel plasmare lo stile della sua musica, come si può vedere soprattutto nei suoi primi lavori.
Ritornato a Venezia, nel 1585 succedette a Claudio Merulo come organista della Basilica di San Marco, carica per l'epoca di più alta onorificenza. L'anno successivo muore lo zio Andrea Gabrieli che assume l'incarico di composizione. Allo stesso tempo, raccoglie e cura le opere del suo predecessore, salvandone così buona parte.
Un grande passaggio artistico è l'assunzione della carica di organista presso la Scuola Grande di San Rocco; da questa posizione di rilievo ha l'opportunità di scrivere musica profana, che viene eseguita dai più famosi cantanti e musicisti dell'epoca. Inoltre, lo standard musicale della Cattedrale di San Marco è sempre stato alto, e Gabrieli gode della stima dei più importanti compositori europei del suo tempo.
Nel 1597 pubblicò un volume delle "Sinfonie Sacre" (Symphoniae Sacrae), opera che lo avrebbe reso famoso in tutta Europa. Molti compositori, principalmente tedeschi, accorsero con lui per imparare non solo la musica sacra, ma anche il madrigale italiano. Con il loro ritorno si diffuse lo stile "policoro", in cui due cori cantano alternativamente - noto con il termine musicale cori spezzati. Notevole allievo di Gabrieli fu anche Heinrich Sütz, che, tornato in Germania, sviluppò lo stile italiano, portando all'affermazione del barocco.
Intorno al 1606 la salute di Gabrieli peggiora; muore nel 1612, probabilmente di nefrolitiasi.
12 Αυγούστου 1955 πέθανε: Τόμας Μαν Γερμανός συγγραφέας
Ο Πάουλ Τόμας Μαν (Γερμανικά: [paʊ̯l toːmas man] Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 – Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955) ήταν γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές
συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης
και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού
αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του
της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά
του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν, το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933-1943), ο Δόκτωρ Φάουστους (1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).
Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιος τού —Χανσεατικής καταγωγής— γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρουνς.
Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών
του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του
τελευταίου. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης —η οποία
αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής— ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο
Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και
τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο.
Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα
εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας,
οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν τότε που
έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
(1914-1918) ο Μαν, παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του
καλλιτεχνική δραστηριότητα, καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις
ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των
ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη
φορά στους Στοχασμούς ενός απολιτικού (1918). Ακολουθούν η έκδοση του
Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929
Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη
με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιου του, Κλάους, δεν
επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 τού αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και έναν χρόνο μετά τού αφαιρέθηκε και ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης]. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκεπτόταν την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.
Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960
12. August 1955 Gestorben: Thomas Mann deutscher Schriftsteller
Paul Thomas Mann (deutsch: [paʊ̯l toːmas man] Lübeck, 6. Juni 1875 – Zürich, 12. August 1955) war ein deutscher Schriftsteller, Literaturnobelpreisträger (1929). Stark beeinflusst von Arthur Schopenhauer, Sigmund Freud, Johann Wolfgang von Goethe und Friedrich Nietzsche war Thomas Mann einer der größten Schriftsteller des 20. Jahrhunderts. Seine Schriften sind geprägt von präzisem Realismus, umgeben von tiefen Symbolnoten, Ironie, facettenreichen Kontrasten sowie einer tiefgründigen und beharrlichen Suche nach dem Wesen der westlichen urbanen Kultur, in der sein zersetzendes Bewusstsein der eigenen Verdorbenheit der zärtlichen Dankbarkeit für sein Spirituelles gegenübersteht Erfolge. Manns Hauptwerke Buddenbrock (1901), Tod in Venedig (1913), Der Zauberberg (1924), Joseph und seine Brüder (1933-1943), Doktor Faustus (1947) sowie der Essay für Schiller (1955).
Er wurde am 6. Juni 1875 in Lübeck geboren. Er war der zweite Sohn des hanseatischen Senators und Getreidehändlers Thomas Johann Heinrich Mann und der in Rio de Janeiro geborenen Schriftstellerin Julia da Silva Bruns. Mann sollte ursprünglich eine aktive Rolle in der Getreideplantage seines Vaters übernehmen, ein Plan, der durch dessen plötzlichen Tod zunichte gemacht wurde. Nach der Liquidation des rund hundertjährigen Geschäfts blieb der damals jugendliche Mann in Lübeck, um die Schule zu beenden, und folgte dann seiner Mutter und den jüngeren Geschwistern nach München. Dort arbeitete er als Versicherungskaufmann, eine Stelle, die er bald verließ, um an der Universität München Vorlesungen in Geschichte, Volkswirtschaft und Literatur zu besuchen. Damals schrieb er seinen ersten Erzählband mit dem Titel Der kleine Herr Friedemann (1898). Seitdem widmete er sich dem Schreiben, während er 1905 Katia Pringsheim heiratete, mit der er sechs Kinder hatte, drei Mädchen und drei Jungen
Während des Ersten Weltkriegs (1914-1918) stellte Mann, obwohl er selbst kein Teilnehmer war, jegliche künstlerische Tätigkeit ein, da er gezwungen war, grundlegende Ideen und Annahmen zu revidieren, die in ihm über die Jahre kultiviert worden waren. Diese innere intellektuelle Suche manifestierte sich erstmals schriftlich in Reflections of an Apolitical (1918). Es folgten 1924 die Veröffentlichung von Der Zauberberg und 1929 die Verleihung des Literaturnobelpreises
Als die Nazis 1933 an die Macht kamen, war Thomas Mann mit seiner Frau in Zürich. Auf Drängen seines Sohnes Klaus kehrte er wegen seiner starken Kritik am Nationalsozialismus in den Vorjahren nicht nach Deutschland zurück. 1936 wurde ihm die deutsche Staatsbürgerschaft und ein Jahr später auch der Ehrendoktortitel der Universität Bonn aberkannt]. 1939 reiste er in die USA, wo er an der Princeton University lehrte. Von 1941 bis 1952 lebte er in Santa Monica, Kalifornien, während er nach dem Untergang des Dritten Reiches regelmäßig Europa besuchte. 1947 erschien sein Roman Doktor Faustus.
1952 kehrte er nach Europa zurück und ließ sich in Kilchberg bei Zürich nieder, wo er 1955 starb. Das Gesamtwerk Thomas Manns erschien in zwölf Bänden 1956 in Berlin und 1960 in Frankfurt
![]() |
η τέχνη πάει Κουφονήσι Ιεράπετρας (φ.Μ.Κυμάκη) |
11 Αυγούστου 1956 πέθανε: Τζάκσον Πόλοκ Αμερικανός ζωγράφος
Ο Τζάκσον Πόλοκ (Paul Jackson Pollock, 28 Ιανουαρίου 1912 – 11 Αυγούστου 1956) ήταν Αμερικανός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Αποτελεί έναν από τους μείζονες αλλά και δημοφιλέστερους ζωγράφους της Αμερικής.
Ο Πόλοκ γεννήθηκε στο Κόντυ του Ουαϊόμινγκ και μεγάλωσε στην Αριζόνα. Η οικογενειακή του κατάσταση κατά τα νεανικά του χρόνια περιγράφεται ως ιδιαίτερα περίπλοκη, με συχνές μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις και πολιτείες της Αμερικής.
Το 1929 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Τόμας Χαρτ Μπένσον. Τα πρώτα έργα του Πόλοκ θεωρούνται επηρεασμένα από τους Μεξικανούς ζωγράφους Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος και Ντιέγο Ριβέρα, ωστόσο μετά από την πρώτη του επαφή με έργα του Πικάσο και των υπερρεαλιστών, οι πίνακες γίνονται περισσότερο συμβολικοί. Επιπλέον – πιθανά και λόγω του γεγονότος ότι έπασχε από κατάθλιψη την οποία προσπαθούσε να αντιμετωπίσει μέσω της ψυχανάλυσης – είναι επηρεασμένος από τις ψυχολογικές θεωρίες του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Τα έργα του της περιόδου 1938-1944 είναι βασισμένα σε αυτές, αν και δεν τυγχάνουν θετικής κριτικής.
Το 1944 παντρεύεται την – επίσης ζωγράφο – Λη Κράσνερ και ένα χρόνο αργότερα μετακομίζουν στο Λονγκ Άιλαντ. Η Κράσνερ εργάζεται για τη συντήρησή τους, ενώ ο Πόλοκ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Την περίοδο αυτή, η οποία θεωρείται από τις δημιουργικότερες για τον Πόλοκ, επινοεί την τεχνική του dripping. Οι τεχνικές που αναπτύσσει καλούνται συχνά και με τον ευρύτερο όρο action painting. Παρά τον φαινομενικά τυχαίο χαρακτήρα που εμπεριέχεται στην τεχνική του, ο Πόλοκ επεξεργάζεται σχολαστικά τους πίνακές του, οι οποίοι αποτελούν ως επί το πλείστον αφηρημένες συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων (murals).
Οι πρώτοι πίνακες που ακολουθούν την τεχνική του dripping εκτίθενται για πρώτη φορά το 1948, στην Betty Friedman Gallery και τυγχάνουν καθολικής καλλιτεχνικής αναγνώρισης, αλλά και μεγάλης εμπορικής επιτυχίας. Το περιοδικό Time φιλοξενεί εκτενές άρθρο για τον Πόλοκ το 1951, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον "μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικανό καλλιτέχνη". Οι πίνακες του Πόλοκ μετά το 1951 διαφοροποιούνται και χαρακτηρίζονται από περισσότερο σκοτεινά χρώματα.
Η καλλιτεχνική πορεία του Τζάκσον Πόλοκ διακόπηκε απότομα, καθώς σκοτώθηκε το 1956 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ενώ, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, οδηγούσε μεθυσμένος.
Η τεχνική ντρίπινγκ
Κατά την τεχνική αυτή ο Πόλοκ τοποθετούσε στο έδαφος τον καμβά και έσταζε με χαοτικό τρόπο τη μπογιά πάνω του. Λόγω της ιδιαιτερότητας του ζωγράφου, τα δημιουργήματά του αποκτούσαν φράκταλ δομή και θεωρείται σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθούν από μιμητές, καθώς αντανακλούν την ιδιαίτερη εσωτερική δομή του Πόλοκ. Ο βαθμός πολυπλοκότητας μάλιστα των έργων του, που εμφανίζουν αυτή την ιδιαίτερη συμμετρία κλίμακας, μετράται με τη φράκταλ διάσταση (κατόπιν επεξεργασίας με υπολογιστή) η οποία αυξάνει συνεχώς από κάθε έργο του στο επόμενο, αντικατοπτρίζοντας την ίδια την εξέλιξη του καλλιτέχνη.
Διαφωνίες για τα φράκταλ
Η άποψη ότι ο Πόλοκ με τον τρόπο που ζωγράφιζε είχε τη δυνατότητα να δημιουργεί πίνακες με δομή φράκταλ, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1999 από ερευνητές του Πανεπιστημίου του South Wales της Αυστραλίας. Δουλεύοντας πάνω στο Νο. 11, 1952, κατάφεραν να απομονώσουν τα διαφορετικά στρώματα χρώματος και έδειξαν ότι το κάθε στρώμα αντιστοιχεί σε ένα σχήμα φράκταλ, και ως τούτου όσο αυξάνουν τα στρώματα, τόσο αυξάνει και ο βαθμός πολυπλοκότητας του έργου. Έκτοτε πολλές ερευνητικές ομάδες έχουν ασχοληθεί με το θέμα, ενώ έχει υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει έλεγχος αυθεντικότητας των έργων του Πόλοκ με τη χρήση ανάλυσης φράκταλ. Πρόσφατα, εφαρμόστηκε με επιτυχία η διάκριση αυθεντικών Πόλοκ από έργα δημιουργών που έχουν εμπνευστεί από αυτόν με ποσοστό επιτυχίας 93% (σε σύνολο 26 πινάκων), ωστόσο τα φράκταλ δεν αποτέλεσαν το μόνο στοιχείο διαφοροποίησης.
Η προσπάθεια να αναδειχθούν τα φράκταλ σε κυρίαρχο στοιχείο της ζωγραφικής του Πόλοκ έχει συναντήσει αρκετή δυσπιστία από τους ερευνητές, καθώς πολλές καθόλα συνηθισμένες φυσικές διεργασίες όπως η απλή πτώση ενός υγρού είναι φράκταλ. Το 2007, ερευνητές από το Case Western Reserve University έδειξαν ότι ακόμα και ερασιτεχνικά ελεύθερα σκίτσα μπορούν να αποτελούν φράκταλ σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν από προηγούμενους ερευνητές, χωρίς ωστόσο να έχουν καμία καλλιτεχνική αξία.
Η Σφίγγα των Ναξίων - The Naxian Sphinx
Η σφίγγα ήταν ανάθημα των Ναξίων και δέσποζε στο ιερό του Απόλλωνα, πάνω σε ιωνικό κίονα ύψους 12,10 μ.. Η μυθική μορφή, σύμβολο χθόνιας θεότητας και ουράνιας εξουσίας, παριστάνεται με σώμα και πόδια λιονταριού, με στήθος και φτερά πτηνού και κεφάλι κόρης. Τα μαλλιά της είναι μακριά, δένονται με ταινία στο μέτωπο και πέφτουν σε επιμελημένους βοστρύχους, ενώ το πρόσωπό της με τη δαιμονική έκφραση ζωντανεύει με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και το δειλό χαμόγελο, το τυπικό για την εποχή «αρχαϊκό μειδίαμα». Οι λεπτομέρειες της ανατομίας και τα διακοσμητικά στοιχεία στο στήθος και στα φτερά δηλώνονταν με εγχαράξεις και με χρώμα.
Το έργο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ναξιακής γλυπτικής στην περίοδο της ακμής της, τον 6ο αι. π.Χ. Στη βάση της σφίγγας χαράχθηκε το 328-327 π.Χ. ψήφισμα των Δελφών, με το οποίο δινόταν στους Ναξίους το δικαίωμα της προμαντείας, δηλαδή το δικαίωμα να προηγούνται κατά τη λήψη χρησμών από το μαντείο των Δελφών.
Επιγραφή:
ΔΕΛΦΟΙ ΑΠΕΔΩΚΑΝ ΝΑΞΙΟΙΣ ΤΑΝ ΠΡΟΜΑΝΤΗΙΑΝ ΚΑΤΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΧΟΝΤΟΣ
ΘΕΟΛΥΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΟΝΤΟΣ ΕΠΙΓΕΝΕΟΣ
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 560 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: ύψος: 2,92 μ.
Υλικό: Ναξιώτικο μάρμαρο
Αριθμός Ευρετηρίου: 380, 1050
Copyright: Υπουργείο Πολιτισμού
This marble sphinx, an offering from the people of Naxos, dominated Apollo's sanctuary from its position atop a 12.10 meter high Ionic column. This mythical creature, a symbol of earthly divinity and heavenly power, has the body and legs of a lion, the chest and wings of a bird, and the head of a woman. Her long hair is held back by a band and forms neat curls, while the characteristic Archa?c smile enlivens her sublime countenance. She is made of white marble, with engraved and painted details on her chest and wings. This sphinx is a representative example of Naxian sculpture at its zenith in the 6th century BC. The inscription on the base records a decree of 328-327 BC bestowing the Naxians with the right to promanteia, which gave them priority to the Delphic oracle.
Inscription:
ΔΕΛΦΟΙ ΑΠΕΔΩΚΑΝ ΝΑΞΙΟΙΣ ΤΑΝ ΠΡΟΜΑΝΤΗΙΑΝ ΚΑΤΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΧΟΝΤΟΣ
ΘΕΟΛΥΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΟΝΤΟΣ ΕΠΙΓΕΝΕΟΣ
Exhibit Features:
Date: Archaic period, 560 BC
Place of discovery: Delphi, Apollon sanctuary
Dimensions: height: 2,92 m
Material: Marble from Naxos
Inventory number: 380, 1050
Copyright: Hellenic Ministry of Culture
Ἡ φωτογραφία ἀνήκει:
This photo belongs to:
http://applebystravels.blogspot.gr/2010/09/tuesday-september-21st.html
11 Αυγούστου 1494 πέθανε: Χανς Μέμλινγκ Γερμανός ζωγράφος
Ο Χανς Μέμλιγκ (Hans Memling, Ζέλιγκενστατ, Γερμανία, περ. 1433-1440 - Μπρυζ, Βέλγιο, 11 Αυγούστου 1494) ήταν Γερμανός ζωγράφος που μετακόμισε στη Φλάνδρα και εργάστηκε στην παράδοση της πρώιμης φλαμανδικής ζωγραφικής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εργαστηρίου της Μπρυζ το 15ο αι. Η γερμανική καταγωγή του, οι μορφολογικές συγγένειες και η υποτιθέμενη ταύτισή του με ένα βοηθό του Βαν ντερ Βάιντεν το 1459 οδηγούν στην υπόθεση ότι διαμορφώθηκε καλλιτεχνικά στο εργαστήριο του Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν.
Ιδιαίτερη μνεία
«Τα τρίπτυχα και δίπτυχα του Μέμλινγκ (αναθηματικά τα περισσότερα), όπου στην μια πλευρά απεικονίζεται η Παναγία με το μικρό Χριστό και στην άλλη ο δωρητής του Πίνακα είχαν ανάλογες απηχήσεις κατά τους επόμενους αιώνες από πολλούς καλλιτέχνης, αλλά και δωρητές. Ιδιαίτερη σημασία έδωσε στην απόδοση των υφασμάτων και των κοσμημάτων, που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο στη φλαμανδική τέχνη. Τα έργα του χαρακτηρίζονται για τη διαυγή και διάχυτη φωτεινότητά τους για τη συνθετική ισορροπία και την ήρεμη ατμόσφαιρα.»
ΘεματογραφίαΣτα θέματά του περιλαμβάνονται απεικονίσεις θρησκευτικών σκηνών και πολλές προσωπογραφίες - στον τομέα αυτό διέπρεψε- καθώς κατόρθωσε να αποδώσει με μοναδική λεπτότητα, ευαισθησία και χάρη την προσωπικότητα και το οικείον περιβάλλον των απεικονιζομένων. Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται: το τρίπτυχο Η Παναγία με το Χριστό ανάμεσα σε αγίους και δωρητές (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), Η προσκύνηση των Μάγων (Μουσείο Μέμλινγκ, Μπρυζ), Ο μυστικός γάμος της αγίας Αικατερίνης (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι) κ.ά.
11. August 1494 gestorben: Hans Memling deutscher Maler
Hans Memling (Zeligenstadt, Deutschland, ca. 1433-1440 - Brügge, Belgien, 11. August 1494) war ein deutscher Maler, der nach Flandern zog und in der Tradition der frühen flämischen Malerei arbeitete. Er gilt als einer der bedeutendsten Vertreter der Brügger Werkstatt im 15. Jahrhundert. Seine deutsche Herkunft, morphologische Verwandtschaft und angebliche Identifizierung mit einem Gehilfen von Van der Weyden im Jahr 1459 lassen vermuten, dass es in der Werkstatt von Rohier van der Weyden künstlerisch geformt wurde.
Besondere Referenz
„Memlings Triptychen und Diptychen (die meisten davon Votivbilder), auf denen auf der einen Seite die Jungfrau Maria mit dem kleinen Christus und auf der anderen Seite der Stifter des Gemäldes abgebildet ist, fanden in den folgenden Jahrhunderten bei vielen Künstlern und Spendern ein ähnliches Echo. Besonderen Wert legte er auf die Aufführung von Textilien und Schmuck, die ein charakteristisches Element der flämischen Kunst sind. Seine Werke zeichnen sich durch ihre klare und diffuse Leuchtkraft, kompositorische Ausgewogenheit und ruhige Atmosphäre aus."
Motive Zu seinen Motiven gehören Darstellungen religiöser Szenen und viele Porträts – auf diesem Gebiet war er hervorragend – da es ihm gelang, mit einzigartiger Subtilität, Sensibilität und Anmut die Persönlichkeit und intime Umgebung der Dargestellten wiederzugeben. Zu seinen wichtigsten Werken gehören: das Triptychon Die Jungfrau und Christus unter Heiligen und Stiftern (National Gallery, London), Die Anbetung der Heiligen Drei Könige (Memling Museum, Brügge), Die geheime Hochzeit der Heiligen Katharina (Louvre Museum, Paris) usw. a.