Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Η χήρα του Πειραιά

Η ΧΗΡΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

Η χήρα του Πειραιά

  Στα 1910, η Λάουρα Αλφιέρι-Ρώμα εγκαθίσταται στον Πειραιά, μετά την απώλεια του ανθρώπου που αγάπησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της. Ψάχνει το παρελθόν του, αναζητεί τα ίχνη του σε κάθε μέρος του σπιτιού, νιώθει την αύρα του στον κήπο, ακολουθεί τη σκιά του στους δρόμους του Πασαλιμανιού. Σε μια πόλη όμως μαγική και απρόβλεπτη τα πάντα μπορούν να συμβούν, και η περίφημη "Χήρα του Πειραιά" θα βιώσει μια συναρπαστική περιπέτεια, καθώς η μοίρα θα τη φέρει μπροστά σε αλλεπάλληλες ανατροπές. Κοντά της, άνθρωποι που ζουν τις δικές τους μικρές ή μεγάλες ιστορίες, από τα αρχοντικά της Καστέλας μέχρι τα πορνεία της Τρούμπας: η Ωραία Δαρδανέ, η καλοσυνάτη Μαρία-Βηθλεέμ, ο γιατρός Αλέξανδρος Σινόπουλος, ο εφοπλιστής Νικηφόρος Μάξιμος και άλλοι πολλοί, που συμπληρώνουν αυτή την εντυπωσιακή τοιχογραφία εποχής. Στο νέο και άγνωστο για εκείνη κόσμο, η Λάουρα θα κυνηγήσει τον εαυτό της, αλλά και θα κυνηγηθεί από αυτόν. Θα αναρωτηθεί αν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, θα ταξιδέψει από το σκοτάδι στο φως και, τελικά, θα ανακαλύψει ότι η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η αγάπη για τη ζωή. Η συνέχεια του μπεστ σέλερ "Η ξυπόλυτη των Αθηνών" σε ένα αυτοτελές μυθιστόρημα που μας λυτρώνει.https://www.politeianet.gr

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

 


Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1958 από τέσσερις εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, τους Άγγελο Τερζάκη, Στράτη Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Μ. Καραγάτση.

Εμπνευστής του μυθιστορήματος ήταν ο Γιάννης Μαρής και σύμφωνα με μαρτυρίες οι συγγραφείς πείσθηκαν να συμμετάσχουν στην απόπειρα μετά από αρκετές αμφιβολίες. Όρος της συμφωνίας ήταν να μην υπάρχει καμία συνεννόηση των συγγραφέων σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής: ο κάθε συγγραφέας θα συνέχιζε την αφήγηση από εκεί που την άφησε ο προηγούμενος εκμεταλλευόμενος με όποιον τρόπο ήθελε το υλικό των προηγουμένων ενοτήτων. Η δημοσίευση του έργου θα γινόταν στην εφημερίδα Ακρόπολις σε οκτώ εβδομαδιαίες συνέχειες και η σειρά θα καθοριζόταν με κλήρωση, ενώ ο τίτλος δόθηκε κατόπιν προτάσεων των αναγνωστών της εφημερίδας.

Οι συνέχειες του μυθιστορήματος δημοσιεύθηκαν από τις 2 Μαρτίου 1958 έως τις 26 Απριλίου 1958 και η σειρά των συγγραφέων ήταν η εξής: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης για τον πρώτο κύκλο των τεσσάρων εβδομάδων και αμέσως ακολούθησε ο δεύτερος κύκλος με την ίδια σειρά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Στρατής Μυριβήλης: «…Εμείς οι Έλληνες αγέλη, κύριε λοχαγέ; Είμαστε μόνο ένας φτωχός λαός, φτωχός και περήφανος και τίμιος μέσα σε όλη την ιστορία του, που πολέμησε με τα νύχια και με τα δόντια για την λευτεριά και για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου…»

Μ. Καραγάτσης " Ο άνθρωπος πολλές φορές στη ζωή του, βρίσκεται αναγκασμένος να εκστομίσει την απειλή. Είναι η παρόρμηση, τα αφάρπαγμα της οργισμένης στιγμής, που συσκοτίζει το νου· που εξουδετερώνει το Υπερεγώ, το σφυρηλατημένο από τον αταβισμό αιώνων πολιτισμού, από καλλιέργεια και υποταγή στις κοινωνικές συνθήκες. Και φέρνει στην επιφάνεια το πρωτόγονο Εγώ, που ελλοχεύει ύπουλα στα κύτταρά μας· που μας το μετέδωσε, ανάμεσα από αναρίθμητες γενιές, με τα χρωματοσώματά του, ο απώτατος πρόγονός μας, ο τρωγλοδύτης, ο κτηνάνθρωπος· εκείνος που για να επιβιώσει, ν’ αναπαραχθεί και να κυριαρχήσει, άλλον τρόπο απ’ το φονικό δεν ήξερε. Την εκστομίζουμε την απειλή· κι η πρόθεσή μας είναι, εκείνη τη στιγμή, συνεπής με τα λόγια μας. Εκείνη τη στιγμή… Τις πιότερες φορές το πρόσκαιρα παραμερισμένο Υπερεγώ επανέρχεται και μα ξανατοποθετεί στα πλαίσια της υποκειμενικής και αντικειμενικής ασφάλειας που μας προσφέρει ο πολιτισμός. Κι η απειλή απομένει απειλή…

Α. Τερζάκης: «…Όμως η νεαρή ηλικία, η ηρωική ηλικία, κάποτε περνάει. Και τότε βλέπουμε πως δεσμέψαμε τη ζωή μας, της χαράξαμε την πορεία της σε μια εποχή που έβλεπε τον κόσμο με το δικό της, το ρομαντικό πρίσμα. Αργότερα όλα, ανεπαίσθητα μα σταθερά, αλλάζουν. Και είναι πια αργά να κάνουμε πίσω».

Ηλίας Βενέζης: Η γη που έχει πρασινίσει παίρνει το φως και το ταξιδεύει απάνω της, κύμα. Οι κολόνες του αρχαίου ναού παίρνουν το φως, και στέλνοντάς το αδιάκοπα πίσω, στη γαλάζια ατμόσφαιρα, το κάνουν δόνηση και διάρκεια. Είναι ένας αέναος ρυθμός, μια μυστική λειτουργία, πράξη οργανική, αναπόδραστη, για την τελείωση της ομορφιάς. Μέσα από τις κολόνες κοιταγμένο, χαμηλά, το πέλαγο, χρυσό απ’ το φως, ταξιδεύει την αιωνιότητά του. Πιο πίσω φαίνεται η Σαλαμίνα, τα βουνά της Πελοποννήσου, ύλη πια αποπνευματωμένη, όπως γίνεται το κάθε τι στην Ελλάδα. …-Θέ μου, μέσα σε τόση ομορφιά γιατί ο άνθρωπος ξεστράτισε τόσο;…».

ΕΛΙΟΨΩΜΟ

ΕΛΙΟΨΩΜΟ

ΥΛΙΚΑ

300γρ αλευρι δυνατο 70%

500γρ αλεύρι ολικής άλεσης

200γρ ελιές μαυρες

30γρ μαγιά

100γρ λάδι (ελαιολαδο)

1 κρεμμύδι

1 κουταλιά της σούπας δυόσμος

1 κουταλιά της σούπας κόλιανδρος

1 κουταλιά της σούπας άνηθος ξερό

1 κουταλιά του γλυκού αλάτι

2 κουταλιές της σούπας σουσάμι

Εκτέλεση

Αναμιγνύουμε τα αλεύρια όλα

στη συνέχεια θερμαίνουμε ελαφρώς 1 φλυτζάνα νερό και διαλύουμε τη μαγιά και αλεύρι όσο να γίνει χυλός και το αφήνουμε να ανέβει 1 ώρα περίπου

έν τω μεταξύ ετοιμάζω τις ελιές σε ένα μπώλ και προσθέτουμε όλα τα υλικά εκτός το αλεύρι και το σουσάμι δηλαδή λάδι, κρεμμύδι ξυσμένο μυρωδικά κ αλάτι

έπειτα ενώνουμε το μίγμα αυτό με το μίγμα της μαγιάς και ανακατεύουμε ελαφρά

προσθέτουμε και το υπόλοιπο αλεύρι και πλάθουμε τη ζύμη και προσθέτουμε αν χρειαστεί νερό ωστε να έχουμε ένα αφράτο ζυμάρι που δεν κολάει στο χέρι

πλάθουμε ψωμάκια και ψήνουμε για μισή ώρα στους 180 βαθμούςκαλή επιτυχία!

Το μυστικό της ηχητικής των αρχαίων θεάτρων

 




Το μυστικό της ηχητικής των αρχαίων θεάτρων
Η ηχητική των αρχαίων θεάτρων που θαυμάζουμε σήμερα εξασφαλιζόταν με τα αντηχούντα αγγεία που βρίσκονταν κάτω από τα σκαλιά του κοίλου και τα σκηνικά άλλαζαν σχεδόν αυτόματα, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου.
Η τεχνολογία του Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου, και ιδιαιτέρως το Θέατρο του Δίου, έχει απασχολήσει τον αρχιτέκτονα, καθηγητή του ΑΠΘ Γιώργο Καραδέδο. Ο ίδιος μας είπε ότι «τα αντηχούντα αγγεία τοποθετούνταν σύμφωνα με έναν μαθηματικό υπολογισμό σε κόγχες κάτω από τα σκαλιά του κοίλου, διηρημένα σε αγγεία τέταρτης, πέμπτης, όγδοης και διπλής όγδοης, σύμφωνα με τις αντηχήσεις τους στις διάφορες νότες. Όταν η φωνή των ηθοποιών, περιβάλλοντας τα αγγεία, που είναι στον ίδιο τόνο με αυτήν, προκαλεί την αντήχησή τους, γίνεται πιο δυνατή, πιο καθαρή και πιο μεγαλεπήβολη».
Όλα ξεκίνησαν όπως φαίνεται από την εισαγωγή των μαθηματικών και της θεωρίας των αριθμών από τους Πυθαγόρειους στην αρχιτεκτονική. Τότε χρησιμοποίησαν γεωμετρικές χαράξεις στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των κτιρίων και ειδικότερα των θεάτρων. «Ειδικά ο σχεδιασμός των θεάτρων επηρεάστηκε σημαντικά από την ακουστική, η οποία διαμορφώνεται σε επιστήμη από τον Αριστόξενο τον Ταραντίνο.
Ο Βιτρούβιος στο πέμπτο βιβλίο του αναλύει την αρμονική θεωρία του Αριστόξενου και παραθέτει μουσικό διάγραμμα του Αριστόξενου. Το διάγραμμα αυτό δεν έχει σωθεί. Είναι όμως εύκολο να το αναπαραστήσουμε με βάση τις περιγραφές του Βιτρούβιου. Ο Αριστόξενος μας δίνει τις ακριβείς θέσεις και τις προδιαγραφές των "ηχείων", δηλαδή των αντηχούντων αγγείων».
Εκτός από τις αρχαίες πηγές, «σύγχρονες ακουστικές έρευνες αποδεικνύουν ότι στα αρχαία θέατρα έχουν εφαρμοστεί βασικές αρχές σχεδιασμού που εξασφαλίζουν ηχοπροστασία, ακουστική ζωντάνια, διαύγεια και καταληπτότητα του θεατρικού λόγου. Μια από τις βασικότερες αρχές είναι η ενίσχυση της φωνής με έγκαιρες, θετικές ηχοανακλάσεις επάνω σε στοιχεία του θεάτρου (δάπεδο ορχήστρας, πρόσοψη κτιρίου σκηνής, λογείο), για την εξασφάλιση ενός φυσικού, αυτοδύναμου (παθητικού) μεγαφώνου, που αναπληρώνει τις ενεργειακές απώλειες, κυρίως στα υψηλότερα καθίσματα του κοίλου».
Το θέατρο ως λόγος και τέχνη εξελίχθηκε μαζί με το κτίριο της σκηνής, τη σκηνογραφία και την τεχνολογική υποστήριξή της. Οι «σκηνικοί αγώνες» απαιτούσαν τέσσερις έως πέντε παραστάσεις την ημέρα. Έπρεπε λοιπόν τα σκηνικά να αλλάζουν γρήγορα και εύκολα. Τα θέατρα διέθεταν «θύρες», μεγάλα ανοίγματα στο κτίριο της σκηνής, τα οποία καλύπτονται με ζωγραφισμένους ξύλινους πίνακες ή υφασμάτινα πετάσματα. Για την αυτόματη αλλαγή των σκηνικών αναφέρεται πως είχαν την «περίακτο», μια πρισματική περιστρεφόμενη κατασκευή.
Είχαν επίσης το «εκκύκλημα» το «ημικύκλιο» και το «στροφείο», κυλιόμενες εξέδρες, τη «μηχανή» ή «κράδη» και την «γέρανο» για τη μεταφορά στον αέρα ανθρώπων ή των «από μηχανής θεών» και το «θεολογείο», εξέδρα στην οποία κάθονταν οι θεοί για να μιλήσουν με τους θνητούς. Για την αναπαράσταση καιρικών φαινομένων είχαν το «κεραυνοσκοπείο» και το «βρονείο», καθώς και τη «χαρώνεια κλίμακα», υπόγειο διάδρομο για την άνοδο και κάθοδο στον κάτω κόσμο των χθόνιων θεών και των φαντασμάτων.
Η σύγχρονη έρευνα για τον αρχαίο μηχανολογικό εξοπλισμό των θεάτρων καταλήγει σε αντικρουόμενες απόψεις, υποστηρίζει ο κ. Καραδέδος, γιατί βασίζεται σε ελλιπή δεδομένα. «Στο πρόσφατα ανασκαμμένο Θέατρο του Δίου, όμως, παρά την κακή κατάσταση διατήρησής του, σώθηκαν αρκετά στοιχεία, τα οποία τεκμηριώνουν τη θέση και εν μέρει τη λειτουργία αρκετών από τους θεατρικούς μηχανισμούς, όπως των "περιάκτων", του"θεολογείου", της "γέρανου", της "χαρώνειας κλίμακας", του "κεραυνοσκοπείου", καθώς και ανασυρόμενης αυλαίας χωρισμένης σε τρία τμήματα».

arxaia-ellinika

ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΙΤΤΑ

 

ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΙΤΤΑ

ΥΛΙΚΑ
Αυγά: 6 μεγάλα, χωριστά οι κρόκοι από τα ασπράδια
Βούτυρο: 230 γρ.
Σπασμένη ημίγλυκη σοκολάτα: 250 γρ.
Ζάχαρη: 200 γρ.
1 βανιλια

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
1. Λιώνετε τη σοκολάτα με το βούτυρο σε μπεν μαρί. Τα αφήνετε να πέσει λίγο η θερμοκρασία τους.
2. Χτυπάτε τα ασπράδια, προσθέτοντας τη μισή ζάχαρη, σε σφιχτή μαρέγκα.
Τα κρατάτε κατά μέρος.
3. Χτυπάτε τους κρόκους με την υπόλοιπη ζάχαρη, να αφρατέψουν καλά και
προσθέτετε τη βανίλια και το μείγμα της λιωμένης σοκολάτας. Προσθέτετε τη
μαρέγκα, ενώ ανακατεύετε απαλά, μέχρι να ομογενοποιηθεί.
4. Αδειάζετε σε βουτυρωμένο ταψάκι με σούστα και ψήνετε σε προθερμασμένο
φούρνο στους 180 βαθμούς για 55 - 60 λεπτά. Την βγάζετε και την ξεφορμάρετε.
Την αφήνετε να κρυώσει.
5. Η πίτα όσο ψήνεται θα φουσκώσει και θα σκληρύνει η επιφάνειά της. Όταν
βγει θα βουλιάξει και η επιφάνεια της θα σπάσει.
6. Κόβετε σε κομμάτια και σερβίρετε με μισοχτυπημένη κρέμα γάλακτος.
ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!

CHOCOLATE PIE MATERIALS Eggs: 6 large, separate the yolks from the whites Butter: 230 g. Broken semi-sweet chocolate: 250 g. Sugar: 200 g. 1 vanilla IMPLEMENTATION 1. Melt the chocolate with the butter in a bain-marie. Let them cool down a bit. 2. Beat the egg whites, adding half the sugar, to a stiff meringue. You keep them aside. 3. Beat the egg yolks with the rest of the sugar until they are well foamed add the vanilla and the melted chocolate mixture. Add the meringue, while mixing gently, until smooth. 4. Pour into a buttered pan with sousta and bake in a preheated oven oven at 180 degrees for 55 - 60 minutes. Take it out and unmold it. You let it cool. 5. As the pie bakes, its surface will swell and harden. When it will sink and its surface will break. 6. Cut into pieces and serve with half-whipped cream. GOOD LUCK!!!

SCHOKOLADENKUCHEN MATERIALIEN Eier: 6 große, das Eigelb vom Eiweiß trennen Butter: 230 g. Gebrochene halbsüße Schokolade: 250 g. Zucker: 200 g. 1 Vanille IMPLEMENTIERUNG 1. Die Schokolade mit der Butter im Wasserbad schmelzen. Lassen Sie sie etwas abkühlen. 2. Das Eiweiß mit der Hälfte des Zuckers zu einem steifen Baiser schlagen. Du hältst sie beiseite. 3. Die Eigelbe mit dem restlichen Zucker schaumig schlagen fügen Sie die Vanille und die geschmolzene Schokoladenmischung hinzu. Ergänzen Sie die Baiser unter vorsichtigem Mischen glatt rühren. 4. In eine gebutterte Pfanne mit Sousta gießen und im vorgeheizten Ofen backen 55 - 60 Minuten bei 180 Grad backen. Nehmen Sie es heraus und entformen Sie es. Du lässt es abkühlen. 5. Während der Kuchen backt, wird seine Oberfläche anschwellen und hart werden. Wann es wird sinken und seine Oberfläche wird brechen. 6. In Stücke schneiden und mit halb geschlagener Sahne servieren. VIEL GLÜCK!!! 

TARTE AU CHOCOLAT MATÉRIAUX Oeufs : 6 gros, séparer les jaunes des blancs Beurre : 230 g. Chocolat mi-sucré cassé : 250 g. Sucre : 200 g. 1 vanille LA MISE EN OEUVRE 1. Faire fondre le chocolat avec le beurre au bain-marie. Laissez-les refroidir un peu. 2. Montez les blancs d'œufs en ajoutant la moitié du sucre jusqu'à l'obtention d'une meringue ferme. Vous les gardez de côté. 3. Battre les jaunes d'œufs avec le reste du sucre jusqu'à ce qu'ils soient bien mousseux ajouter la vanille et le mélange de chocolat fondu. Ajouter le meringue, tout en mélangeant délicatement, jusqu'à consistance lisse. 4. Verser dans un moule beurré avec sousta et cuire dans un four préchauffé four à 180 degrés pendant 55 à 60 minutes. Sortez-le et démoulez-le. Vous laissez refroidir. 5. Au fur et à mesure que la tarte cuit, sa surface gonfle et durcit. Lorsque il coulera et sa surface se brisera. 6. Coupez en morceaux et servez avec de la crème semi-fouettée. BONNE CHANCE!!! 

Επίκτητος - Εγχειρίδιο



Επίκτητος - Εγχειρίδιο. Σύνοψη της στωϊκής φιλοσοφίας και ηθικής
 
Το Εγχειρίδιο αποτελεί απάνθισμα και σύνοψη των Διατριβών και ομιλιών του Επίκτητου. Αποτελείται από πενηντα-τρείς παραγράφους ή κεφάλαια. Συντάχθηκε από τον Φλάβιο Αρριανό, μαθητή του φιλοσόφου, και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και ασφαλέστερες πηγές για την μελέτη της ηθικής φιλοσοφίας της Στοάς.

Μέσα στις σελίδες του Εγχειριδίου γίνεται αμέσως αντιληπτή η θαρραλέα απόπειρα του Επίκτητου να επιβάλλει την φιλοσοφία στην ψυχολογία, να εξηγήσει και να καθοδηγήσει λογικά όλες τις δράσεις και τις εκφάνσεις του ψυχικού κόσμου, ν' αναλύσει με τον ήρεμο και λογικά σκεπτόμενο νου όλα όσα πολύ αργότερα θα προσπαθούσε να διερευνήσει η επιστημονική ψυχολογική ανάλυση, και να προβάλει την απάθεια ως ύψιστη φιλοσοφική αρετή, μια απάθεια που πλησιάζει περισσότερο προς την ψυχική γαλήνη ή την ψυχραιμία ή την αταραξία, παρά προς την παντελή έλλειψη παθών ή την αναισθησία ή την αδιαφορία.

"Aπό τα πράγματα άλλα βρίσκονται στην εξουσία μας και άλλα όχι. Στην εξουσία μας βρίσκονται η αντίληψη, η επιλογή, η επιθυμία, η άρνηση, με ένα λόγο όσα είναι δικά μας έργα. Δεν βρίσκονται στην εξουσία μας το σώμα, η περιουσία, η φήμη, τα αξιώματα, με έναν λόγο όσα δεν είναι δικά μας έργα. Οσα βρίσκονται στην εξουσία μας είναι φύσει ελεύθερα, ακώλυτα και ανεμπόδιστα. Οσα δεν βρίσκονται στην εξουσία μας είναι ασθενή, δουλωμένα, υποκείμενα σε εμπόδια, αλλότρια. Να θυμάσαι πως, αν θεωρήσεις τα φύσει δουλωμένα ως ελεύθερα και τα αλλότρια ως δικά σου, θα πέσεις σε εμπόδια, θλίψεις, ταραχές, θα κατηγορείς θεούς και ανθρώπους. Αν, αντίθετα, θεωρήσεις πως μόνο το δικό σου είναι δικό σου και πως το αλλότριο είναι αλλότριο -όπως πραγματικά είναι -, ποτέ δεν θα σ εξαναγκάσει κανείς, δεν θα σ εμποδίσει κανείς, δεν θα μεμφθείς κανέναν, δεν θα κατηγορήσεις κανένα, δε θα κάνεις τίποτα χωρίς τη θέληση σου, δεν θα σε βλάψει κανείς και δεν θα έχεις έχθρους, αφού ούτε τίποτα βλαβερό να πάθεις θα υπάρχει. Επιθυμώντας, λοιπόν, τόσο σπουδαία πράγματα, να έχεις κατά νου ότι δεν πρέπει να επιδοθείς σ αυτά καταβάλλοντας μέτρια προσπάθεια, αλλά να εγκαταλείψεις τα μεν εντελώς και να αναβάλλεις προς το παρόν τα άλλα. Αν όμως επιθυμείς και τούτα και συνάμα τα αξιώματα και τα πλούτη, θα συμβεί να μην αποκτήσεις ούτε καν τα τελευταία, λόγω του ότι επιθυμείς και τα πρώτα. Σε κάθε περίπτωση θ αποτύχεις όσο αφορά τα πρώτα, με τα οποία - και μόνο με αυτά- αποκτώνται η ελευθερία και η ευδαιμονία. Ν ασκείσαι, λοιπόν, στο ν απαντάς σε κάθε σκληρή εξωτερική παράσταση ως εξής : "Είσαι απλή παράσταση και καθόλου αυτό που παρουσιάζεσαι να είσαι". Στη συνέχεια να την ελέγχεις και να την υποβάλλεις σε δοκιμασία σύμφωνα με τους κανόνες τούτους που έχεις. Πρώτος και σπουδαιότερος είναι ο σχετικός με το αν η παράσταση αφορά τα πράγματα που βρίσκονται ή όχι στην εξουσία μας. Αν αφορά κάποιο από αυτά που δεν βρίσκονται στην εξουσία μας, να έχεις έτοιμη πρός χρήση την απάντηση: "Δεν έχει σχέση με μένα". Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2010/05/blog-post_1823.html#ixzz22OuKp1aa

Για καφέ, γάλα , τσάι... τσουρεκάκια

 
Τσουρεκιάκια αμμωνίας (φ. Μ.Κυμάκη)
Τσουρεκιάκια αμμωνίας (φ. Μ.Κυμάκη)

Μια πολύ εύκολη και νόστιμη συνταγή για τσουρέκια βουτήματα ανεξαρτήτως εορτών ή μή

Υλικά: 1 κούπα λάδι, 1 1/2 κούπα ζάχαρη, 4 αβγά, 1 κούπα γάλα, 1 φακελάκι αμμωνία, ξύσμα 1 λεμονιού, αλεύρι όσο σηκώσει- περίπου 1 κιλό (για όλες τις χρήσεις)

Εκτέλεση: Κτυπάμε το λάδι με τη ζάχαρη αρκετά καλά , προσθέτομε ένα ένα τα αβγά συνεχίζοντας το κτύπημα προσθέτουμε και το ξύσμα . Θερμαίνομε ελαφρώς το γάλα σε ένα ευρύχωρο κατσαρολάκι ρίχνομε την αμμωνία στο γάλα και ανακατεύομε . Καθώς το γάλα φουσκώνει το ρίχνουμε σιγά σιγά στο μίγμα με τα υλικά και ανακατεύομε. Ακολούθως προσθέτουμε το αλεύρι κοσκινισμένο ενώ συνεχώς ανακατεύομε. πλάθουμε μια ζύμη μαλακή που να μή κολάει στα χέρια. Όταν είναι έτοιμη βάζουμε σε ένα ταψί μια λαδόκολλα και πλάθουμε τσουρεκάκια περίπου 10 πόντους μήκος. Όταν τελειώσουμε τα αλείφουμε με κρόκο αβγού και τα ψήνουμε σε φούρνο προθερμασμένο στους 180 βαθμούς για 20 λεπτά περίπου. Καλή επιτυχία!

Η συνταγή είναι παραδοσιακή από τη μαμά μου

«Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι»

 

«Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι»

Η Φιλία και ο Έλεος - Κορνήλιος Καστοριάδης

Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στο εξαιρετικό βιβλίο «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι» (εκδ. «Κριτική. Επιστημονική Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)

Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.

Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.

Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία... Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.

Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει...

Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.

Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ' άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως - ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ' αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]

Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική - θα επανέλθω επ' αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.

Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.

Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.

Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.

Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.

Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους - πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.

Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ' όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.

Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ' όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.

Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο... επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.

Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.

Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.

Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα - αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. - και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.

Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ' όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.

Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.

Όπως και να 'χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής - ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2012/05/phelia-kai-eleos-kastoriadis.html#ixzz22c6N4mwO

"The Greek specificity, Volume II, The polis and the laws" Friendship and Mercy - Cornelios Kastoriadis The text of the article is an excerpt from a seminar (1983) by Cornelios Kastoriadis, which has been included in the excellent book "The Hellenic Specificity, Volume II, The Polis and the Laws" (published by "Critic. Scientific Library", Athens, 2008, translation: Zoe Kastoriadis.) I would see two very important elements that characterize interpersonal relationships in Greece and are expressed by the words friendship and mercy. Let's start from the first one. Aristotle, who is paradoxically the philosopher par excellence of the classical city, will discuss it at length. We have been accustomed, after the Romans, to translate this word as "amitié" ("friendly relationship"), a rendering not at all tentative. Friendship comes from the verb filo, which means to love. No I love romantically, although that meaning is also possible. Friendship is the genus, which, as its individual species, has the various forms of feelings that can connect individuals. And in the Greek city, friendship has very important institutional aspects. Of course, it is mainly about the friendly relationship between men, often based on informal political bonds called companies, while Plato, like Aristotle, would rightly say that friendship is the type of relationship par excellence that can thrive and developed in a free community and that such a community presupposes it. As a rule, tyranny cannot tolerate friendship (Plato, "Politeia", I, 576a, Aristotle, "Nicomachean Ethics", I, 1161a 30-35, 1161b 1-10). The tyrant has every interest in preventing, independently of himself, the creation of strong bonds between men, which could favor the struggle against his authority and, in any case, the establishment within society of a center of reference that eludes him. his control. We can look at it from a Machiavellian point of view - I do not say Machiavellian - by asking the question of how the tyrant must act in order to rule. Answer: it must destroy friendly relations. Let us shift the question to our time: what does a totalitarian regime need to secure its position? To break through in every way all independent relationships within society, to succeed in pulverizing the people and making the power itself the only center of reference and unification for them. It is no coincidence that, very often, the narratives of tyrant killers bring friends to the fore, as in the famous example of Armodius and Aristogeiton in Athens, who killed Hipparchus, son of the tyrant Peisistratus. We will find others in southern Italy... Therefore, the first interpersonal relationship that counts in the political life of the community is friendship, I will return to. The second element, to use Aristotle's term in the definition of tragedy, is mercy - we could also say sympathy - it is not pity or some kind of tearful compassion, but the fact that one puts himself in his place another and sympathizes, that is, metaphorically, he suffers what makes the other suffer, he does not remain indifferent to his misery. We thus find the passage in a speech by Demosthenes ("Against Timocrates", 171.1), where he says that according to the general confession, the sick should be shown mercy, mercy should be shown towards the weak, what happens to them should be taken into account... The idea, of course, is already in the Iliad. I remind you of the scene, at the end of the epic, between Achilles and Priam. We find there all the mercy of the world, each one taking the other's place, and indeed in various ways. So we can hold on the one hand friendship, and on the other hand, mercy, as typical feelings, concerning the relations between individuals. I repeat, we are dealing here, of course, with an informal institution, something like a custom, but in the strong sense of the term, that is, that which is generally applied in the city. A digression is necessary here. When we talk about emotions, we are faced with a fundamental fact, which is also a platitude – and platitudes we don't think much about; emotions don't work on demand. We can, up to a point, direct our outward behavior and master our emotions. But it is not possible to change them by imposing our will or by simple moral duty. The most we can do is to shape them during our lives, as Aristotle says at the beginning of the second book of the "Nicomachean Ethics": , finished by virtue". [Virtues do not exist in us by nature - nor is their genesis in us contrary to our nature? nature made us susceptible to the virtues, but we become perfect in them through the process of ethics ys (1103a 25).] And here is a very nice anecdote: some friends of Socrates met a famous physiognomy, showed him Socrates from afar and asked him to describe his character. He, after looking at him well, replied that he is quick-tempered and incapable of self-control, covetous, a liar, etc.. The friends were astonished and laughed, who conveyed all this to Socrates. That is exactly how I was, he answers them; since then I have changed myself, but these defects remained engraved on my face (Cicero, Tusculanes, IV, 37). We must not forget that in the Greek perception - and Aristotle mentions it explicitly - friendship can only exist between equals. This, moreover, reduces her to the preeminently democratic sentiment, it would be ridiculous, she says, to imagine that ties of friendship can bind a mortal to Jupiter. On the other hand, this feeling is addressed to what we evaluate positively in the other. This may seem obvious, but don't forget that the Christian position is completely different - I'll come back to that. So you see, friendship depends, in a sense, on the political establishment of the city, since the city itself sets individuals up as equals, thereby creating the conditions for this type of bond. And at the same time the city certainly gives each of its members the opportunity to elevate themselves to become worthy of friendship. Now suppose that the fundamental moral exhortation in a community is love, not tolerance or pity, but the love of all regardless of what each one is, and that this love should be displayed all the more when the person is not morally worthy. This, as we know, is precisely the content of the Christian exhortation regarding individual relationships. The real Christian hero is he, who can kiss the wounds of the lepers, or the Christ of Dostoevsky's parable, who kisses on the mouth the Grand Inquisitor, who has just explained to him the rational horrors, you know. Of course, there is nothing like it in the Greek world. Friendship is addressed to the other insofar as he embodies a value, insofar as he is a good good, i.e. a being "good and beautiful." As for mercy, it is for the whole world, but it is not about love. It is the fact that the other person is taken into account, his misery counts and dictates the corresponding action. One can show mercy to a leper and help him without loving him or feeling obliged to kiss his wounds. It is true that we find in the Greek spiritual world something that marks both a limit and a change, and which has been said - wrongly - to have heralded Christianity. This is of course the position that Plato attributes to Socrates, which probably originates from Socrates as a historical person and consists of his admonition not to return evil with evil. It is better to endure injustice than to commit it. But it is different to say: don't return evil with evil, something that concerns our behavior and depends on us, is, as Aristotle says, "ef'imin". And it is another thing to say: to love the one who harms you. This admonition is not about behavior, but about emotion and it is absurd in itself, because no one can dominate their emotions. I'm not even debating whether or not we should love those who do evil. But if we consider what this entails, we will come to the conclusion that the more so-and-so has suffered in Auschwitz, the more he should be loved! Absolutely unacceptable proposal. Herein lies the duplicity or fundamental hypocrisy of Christianity. Hypocrisy not in the current, but in the ontological sense. What is proposed here is a kind of false absolute, since it is an absolutely unrealizable and therefore non-existent absolute. And we have been living precisely under the monstrous rule of this impossible morality for almost seventeen centuries, which brings, of course, disastrous results, such as the essential division in the inner world of individuals, which Hegel had so clearly seen. When he speaks of the unhappy conscience, he refers in a sense to Christianity, which imposes on the individual a rule which he can never obey. In short, there is a fundamental difference between an ethics which says that he who does evil (what I consider, what we consider evil) must nevertheless be treated as a person, who is not entirely reduced to the evil he commits, as a person, which can develop other possibilities - this exhortation has content, applicability, and concerns a behavior, not feelings - and another that says that the one who does evil should be loved equally, and even more from others - which results in an ethics which would, quite literally, urge us to love Hitler and Stalin. I shape of course, but this alternative  solution is clearly present. The second morality, the Christian one, the forerunners of which we could otherwise trace in the Old Testament - the New is in this respect less restorative than it would like - ends up therefore transforming the individual into an eternal sinner, who remains always insufficient against the norm. It is therefore doomed to constantly conform to this rule, to live in conformism and duplicity, relativizing, as it should not, things. As for the social and political level, Christianity begins by ignoring the obvious: it does not concern us, say the gospels, all authority from God, that of Caesar to Caesar (it is the Epistle to the Romans), etc.. Thus we necessarily end up in a fission, in a split. On the one hand a public space, institutionalized, where Caesar does what he has to do and where, for all the talk about it, we do not see how the rules of morality could be applied: the king's confessor can certainly to impose a penance on him for ordering the slaughter of a few thousand of his subjects, but this does not change the legitimacy of the king in any way. On the other hand, a private space, where this unrealizable exhortation to love your neighbor, whoever he may be, more than yourself applies. Of course, after its establishment, Christianity acquired extraordinary intellectual breadth, appropriating a large part of ancient philosophy and its methods, so that problems appear more elaborate, including political ones, and a whole sophistry is activated. We find all this, from a certain point on, in the Fathers of the Church and then in the theologians of the Middle Ages. And the arguments are thrown in all directions: to condemn the king's murder, or to justify it, or both... because something like divine natural law has been reintroduced into the public sphere, which the monarch is nonetheless bound to respect. But an agreement, an unequivocal doctrine is never reached. In the final analysis, there remains this duality of the establishment, between a politics that comes from simple reality and an ethics that is limited to people's private lives. But the important thing - and this is also the reason why I insisted on this digression - is that in the ancient Greek world there is no duplicity, the integrated lie in the real functioning of society and in the representation that it creates for itself and which still exists from the Middle Ages to our modern world. We could even say that it is absent from all historical societies, with the exception of monotheistic ones. The Asian despots will not say one thing and do another. In Greece, in Rome, they will not say that all human beings are equal to then validate the existing hierarchies. They will not claim that justice should prevail in relations between cities, they will say that what prevails in relations between cities, if they are not equal, is violence. But we will not find these extreme situations, in which we have on the one hand an international law, which is supposed to ensure justice in relations between States, and on the other hand interventions in Nicaragua, the Falkland Islands, Afghanistan, etc., situations in which law plays absolutely no role. I draw your attention to this capital fact: one of the conditions of existence of what we call ideology - in the true sense of the term and not in the sense that sticks everywhere, as with the Althusserians or others, who speak of the ideology of the Greeks or of the Papuans - it is exactly this division between saying and doing. Such a distance between illusory discourse and the reality of social action has important ramifications. A true morality can only be referred to in the eff'imin, in what depends on us. And it is essential to recognize this very area of ​​mental life, which man does not control - moreover, we cannot see in this particular case what control would mean. We can control the behavior that comes from the emotions, but not the emotions themselves. Consequently, any moral exhortation addressed to the emotions is irrational. Even greater absurdity is the attempt to impose impossible or contradictory feelings. He who loves the whole world naturally loves no one. And he who loves what he hates hates nothing - but he who hates nothing invests nothing emotionally. Something that is marginally possible, but is by definition exclusive to certain individuals, Christian deserters or followers of Buddhism. And the existence of these marginal individuals, hermits or saints simultaneously allows society to justify and blame itself by giving itself the imperfect proof of the possibility of realizing the proclaimed ideal. Saint So-and-so succeeds, so our morality is not unreasonable; but we do not have the required stature, so we must atone, kneel, contribute to the fundraisers for the rebuilding of the holy temple, etc. - and at the same time, no doubt, learn to cheat. Perhaps there was a time in the history of Christianity when this duplicity had not yet appeared: I am referring to the first two centuries of its spread (the 2nd and 3rd centuries A.D.) a period of which one has the impression to a great extent , that these Christians had indeed renounced the worldly life and were waiting at all times for the Second Coming, the return of Christ on earth. Therefore, earthly life - including of course the life of political institutions - lost all meaning, since the Messiah would appear at any moment. Under these conditions, when individuals live a life, which is only in name, life, in full readiness and with baggage in hand for the journey to the other world, it is possible to imagine an application of Christian ethics that is not permanent duplicity. But from the moment when Christians settle permanently in the life of society, and therefore from the moment when Christianity is recognized (in 313 AD, under Constantine) and then becomes the obligatory religion for all the inhabitants of the Empire under penalty persecutions (384, resolution of Theodosius), duplicity is at the heart of the Christian establishment of society and this situation extends to our days with the dissociation between a justifying reason and reality. In conclusion, let us return to two elements of the informal establishment of society in ancient Greece, namely mercy and friendship. Read about it or re-read this wonderful passage in the Nicomachean Ethics (I, 1155a 23-29), where Aristotle says that this is the most important virtue, even more important than justice, inasmuch as legislators rightly concern themselves more with friendship, rather than justice. A very strange phrase, which should be analyzed in depth, both in relation to the historical reference, which Aristotle has in mind, and to understand its meaning. Be that as it may, he takes a negative view of the fact that tyrants are not reconciled to friendship between citizens and adds that if friendship reigned everywhere in the city, there would be no need for justice, because, as the saying goes, "the they are always common among friends" ("Nicomachean Ethics", H, 1159 b 30). It thus carves out a kind of perspective - a limit, an ideal, within which, in particular, the great question of distributive justice (what should be given to whom?) would not even be posed, given that there would be no one who would want to protect his own goods nor would he have a view to the goods of another, and where even the terms "mine" and "yours" would have fallen into disuse.

Αφράτα μπουρεκάκια με τυρί

 

Αφράτα μπουρεκάκια με τυρί
Tι χρειαζόμαστε
•2κεσεδάκια γιαούρτι αγελαδινό
•2 φλυτζάνια τσαγιού σπορέλαιο (ΟΧΙ πολύ γεμάτα)
•2 μπέικιν πάουντερ
•2 κύβους μαγιά
•4 αυγά
•αλεύρι όσο πάρει για να γίνει μια ζύμη μαλακή και εύπλαστη
•500 γρ. τυρί
•2 κρόκοι αυγών αραιωμένοι με λίγο νερό για την επάλειψη

•Χτυπάμε τα αυγά.
•Ανακατεύουμε με τα χέρια μας όλα τα υλικά εκτός από το τυρί.
•Αφήνουμε μισή ώρα την ζύμη να ξεκουραστεί.
•Ανοιγούμε είτε στο χέρι μας ή με τον πλάστη ένα κομμάτι ζύμης σε σχήμα στρόγγυλο. Πατάμε με ένα ποτήρι για να έχουμε ομοιογενές σχήμα.
•Βάζουμε μέσα λίγη γέμιση και το κλείνουμε σε μισοφέγγαρο.
•Αραδιάζουμε τα μπουρεκάκια σε ταψί στο οποίο βάλαμε λαδόκολλα και ψήνουμε σε καλά προθερμασμένο φύρνο για μισή ώρα ή μέχρι να πάρουν χρώμα στους 180 βαθμούς.
https://cooktime.gr/r/43825/%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B1

Ν ΓΚΑΤΣΟΣ "Ο ιππότης και ο θάνατος"

 
Ν ΓΚΑΤΣΟΣ "Ο ιππότης και ο θάνατος"

Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ᾿ αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ᾿ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ᾿ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρῖνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ᾿ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ᾿ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ᾿ ἀναποδογυρίσει τ᾿ ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ᾿ Ἅη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν᾿ ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.