Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

«Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι»

 

«Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι»

Η Φιλία και ο Έλεος - Κορνήλιος Καστοριάδης

Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στο εξαιρετικό βιβλίο «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι» (εκδ. «Κριτική. Επιστημονική Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)

Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.

Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.

Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία... Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.

Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει...

Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.

Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ' άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως - ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ' αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]

Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική - θα επανέλθω επ' αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.

Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.

Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.

Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.

Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.

Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους - πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.

Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ' όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.

Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ' όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.

Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο... επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.

Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.

Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.

Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα - αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. - και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.

Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ' όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.

Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.

Όπως και να 'χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής - ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2012/05/phelia-kai-eleos-kastoriadis.html#ixzz22c6N4mwO

"The Greek specificity, Volume II, The polis and the laws" Friendship and Mercy - Cornelios Kastoriadis The text of the article is an excerpt from a seminar (1983) by Cornelios Kastoriadis, which has been included in the excellent book "The Hellenic Specificity, Volume II, The Polis and the Laws" (published by "Critic. Scientific Library", Athens, 2008, translation: Zoe Kastoriadis.) I would see two very important elements that characterize interpersonal relationships in Greece and are expressed by the words friendship and mercy. Let's start from the first one. Aristotle, who is paradoxically the philosopher par excellence of the classical city, will discuss it at length. We have been accustomed, after the Romans, to translate this word as "amitié" ("friendly relationship"), a rendering not at all tentative. Friendship comes from the verb filo, which means to love. No I love romantically, although that meaning is also possible. Friendship is the genus, which, as its individual species, has the various forms of feelings that can connect individuals. And in the Greek city, friendship has very important institutional aspects. Of course, it is mainly about the friendly relationship between men, often based on informal political bonds called companies, while Plato, like Aristotle, would rightly say that friendship is the type of relationship par excellence that can thrive and developed in a free community and that such a community presupposes it. As a rule, tyranny cannot tolerate friendship (Plato, "Politeia", I, 576a, Aristotle, "Nicomachean Ethics", I, 1161a 30-35, 1161b 1-10). The tyrant has every interest in preventing, independently of himself, the creation of strong bonds between men, which could favor the struggle against his authority and, in any case, the establishment within society of a center of reference that eludes him. his control. We can look at it from a Machiavellian point of view - I do not say Machiavellian - by asking the question of how the tyrant must act in order to rule. Answer: it must destroy friendly relations. Let us shift the question to our time: what does a totalitarian regime need to secure its position? To break through in every way all independent relationships within society, to succeed in pulverizing the people and making the power itself the only center of reference and unification for them. It is no coincidence that, very often, the narratives of tyrant killers bring friends to the fore, as in the famous example of Armodius and Aristogeiton in Athens, who killed Hipparchus, son of the tyrant Peisistratus. We will find others in southern Italy... Therefore, the first interpersonal relationship that counts in the political life of the community is friendship, I will return to. The second element, to use Aristotle's term in the definition of tragedy, is mercy - we could also say sympathy - it is not pity or some kind of tearful compassion, but the fact that one puts himself in his place another and sympathizes, that is, metaphorically, he suffers what makes the other suffer, he does not remain indifferent to his misery. We thus find the passage in a speech by Demosthenes ("Against Timocrates", 171.1), where he says that according to the general confession, the sick should be shown mercy, mercy should be shown towards the weak, what happens to them should be taken into account... The idea, of course, is already in the Iliad. I remind you of the scene, at the end of the epic, between Achilles and Priam. We find there all the mercy of the world, each one taking the other's place, and indeed in various ways. So we can hold on the one hand friendship, and on the other hand, mercy, as typical feelings, concerning the relations between individuals. I repeat, we are dealing here, of course, with an informal institution, something like a custom, but in the strong sense of the term, that is, that which is generally applied in the city. A digression is necessary here. When we talk about emotions, we are faced with a fundamental fact, which is also a platitude – and platitudes we don't think much about; emotions don't work on demand. We can, up to a point, direct our outward behavior and master our emotions. But it is not possible to change them by imposing our will or by simple moral duty. The most we can do is to shape them during our lives, as Aristotle says at the beginning of the second book of the "Nicomachean Ethics": , finished by virtue". [Virtues do not exist in us by nature - nor is their genesis in us contrary to our nature? nature made us susceptible to the virtues, but we become perfect in them through the process of ethics ys (1103a 25).] And here is a very nice anecdote: some friends of Socrates met a famous physiognomy, showed him Socrates from afar and asked him to describe his character. He, after looking at him well, replied that he is quick-tempered and incapable of self-control, covetous, a liar, etc.. The friends were astonished and laughed, who conveyed all this to Socrates. That is exactly how I was, he answers them; since then I have changed myself, but these defects remained engraved on my face (Cicero, Tusculanes, IV, 37). We must not forget that in the Greek perception - and Aristotle mentions it explicitly - friendship can only exist between equals. This, moreover, reduces her to the preeminently democratic sentiment, it would be ridiculous, she says, to imagine that ties of friendship can bind a mortal to Jupiter. On the other hand, this feeling is addressed to what we evaluate positively in the other. This may seem obvious, but don't forget that the Christian position is completely different - I'll come back to that. So you see, friendship depends, in a sense, on the political establishment of the city, since the city itself sets individuals up as equals, thereby creating the conditions for this type of bond. And at the same time the city certainly gives each of its members the opportunity to elevate themselves to become worthy of friendship. Now suppose that the fundamental moral exhortation in a community is love, not tolerance or pity, but the love of all regardless of what each one is, and that this love should be displayed all the more when the person is not morally worthy. This, as we know, is precisely the content of the Christian exhortation regarding individual relationships. The real Christian hero is he, who can kiss the wounds of the lepers, or the Christ of Dostoevsky's parable, who kisses on the mouth the Grand Inquisitor, who has just explained to him the rational horrors, you know. Of course, there is nothing like it in the Greek world. Friendship is addressed to the other insofar as he embodies a value, insofar as he is a good good, i.e. a being "good and beautiful." As for mercy, it is for the whole world, but it is not about love. It is the fact that the other person is taken into account, his misery counts and dictates the corresponding action. One can show mercy to a leper and help him without loving him or feeling obliged to kiss his wounds. It is true that we find in the Greek spiritual world something that marks both a limit and a change, and which has been said - wrongly - to have heralded Christianity. This is of course the position that Plato attributes to Socrates, which probably originates from Socrates as a historical person and consists of his admonition not to return evil with evil. It is better to endure injustice than to commit it. But it is different to say: don't return evil with evil, something that concerns our behavior and depends on us, is, as Aristotle says, "ef'imin". And it is another thing to say: to love the one who harms you. This admonition is not about behavior, but about emotion and it is absurd in itself, because no one can dominate their emotions. I'm not even debating whether or not we should love those who do evil. But if we consider what this entails, we will come to the conclusion that the more so-and-so has suffered in Auschwitz, the more he should be loved! Absolutely unacceptable proposal. Herein lies the duplicity or fundamental hypocrisy of Christianity. Hypocrisy not in the current, but in the ontological sense. What is proposed here is a kind of false absolute, since it is an absolutely unrealizable and therefore non-existent absolute. And we have been living precisely under the monstrous rule of this impossible morality for almost seventeen centuries, which brings, of course, disastrous results, such as the essential division in the inner world of individuals, which Hegel had so clearly seen. When he speaks of the unhappy conscience, he refers in a sense to Christianity, which imposes on the individual a rule which he can never obey. In short, there is a fundamental difference between an ethics which says that he who does evil (what I consider, what we consider evil) must nevertheless be treated as a person, who is not entirely reduced to the evil he commits, as a person, which can develop other possibilities - this exhortation has content, applicability, and concerns a behavior, not feelings - and another that says that the one who does evil should be loved equally, and even more from others - which results in an ethics which would, quite literally, urge us to love Hitler and Stalin. I shape of course, but this alternative  solution is clearly present. The second morality, the Christian one, the forerunners of which we could otherwise trace in the Old Testament - the New is in this respect less restorative than it would like - ends up therefore transforming the individual into an eternal sinner, who remains always insufficient against the norm. It is therefore doomed to constantly conform to this rule, to live in conformism and duplicity, relativizing, as it should not, things. As for the social and political level, Christianity begins by ignoring the obvious: it does not concern us, say the gospels, all authority from God, that of Caesar to Caesar (it is the Epistle to the Romans), etc.. Thus we necessarily end up in a fission, in a split. On the one hand a public space, institutionalized, where Caesar does what he has to do and where, for all the talk about it, we do not see how the rules of morality could be applied: the king's confessor can certainly to impose a penance on him for ordering the slaughter of a few thousand of his subjects, but this does not change the legitimacy of the king in any way. On the other hand, a private space, where this unrealizable exhortation to love your neighbor, whoever he may be, more than yourself applies. Of course, after its establishment, Christianity acquired extraordinary intellectual breadth, appropriating a large part of ancient philosophy and its methods, so that problems appear more elaborate, including political ones, and a whole sophistry is activated. We find all this, from a certain point on, in the Fathers of the Church and then in the theologians of the Middle Ages. And the arguments are thrown in all directions: to condemn the king's murder, or to justify it, or both... because something like divine natural law has been reintroduced into the public sphere, which the monarch is nonetheless bound to respect. But an agreement, an unequivocal doctrine is never reached. In the final analysis, there remains this duality of the establishment, between a politics that comes from simple reality and an ethics that is limited to people's private lives. But the important thing - and this is also the reason why I insisted on this digression - is that in the ancient Greek world there is no duplicity, the integrated lie in the real functioning of society and in the representation that it creates for itself and which still exists from the Middle Ages to our modern world. We could even say that it is absent from all historical societies, with the exception of monotheistic ones. The Asian despots will not say one thing and do another. In Greece, in Rome, they will not say that all human beings are equal to then validate the existing hierarchies. They will not claim that justice should prevail in relations between cities, they will say that what prevails in relations between cities, if they are not equal, is violence. But we will not find these extreme situations, in which we have on the one hand an international law, which is supposed to ensure justice in relations between States, and on the other hand interventions in Nicaragua, the Falkland Islands, Afghanistan, etc., situations in which law plays absolutely no role. I draw your attention to this capital fact: one of the conditions of existence of what we call ideology - in the true sense of the term and not in the sense that sticks everywhere, as with the Althusserians or others, who speak of the ideology of the Greeks or of the Papuans - it is exactly this division between saying and doing. Such a distance between illusory discourse and the reality of social action has important ramifications. A true morality can only be referred to in the eff'imin, in what depends on us. And it is essential to recognize this very area of ​​mental life, which man does not control - moreover, we cannot see in this particular case what control would mean. We can control the behavior that comes from the emotions, but not the emotions themselves. Consequently, any moral exhortation addressed to the emotions is irrational. Even greater absurdity is the attempt to impose impossible or contradictory feelings. He who loves the whole world naturally loves no one. And he who loves what he hates hates nothing - but he who hates nothing invests nothing emotionally. Something that is marginally possible, but is by definition exclusive to certain individuals, Christian deserters or followers of Buddhism. And the existence of these marginal individuals, hermits or saints simultaneously allows society to justify and blame itself by giving itself the imperfect proof of the possibility of realizing the proclaimed ideal. Saint So-and-so succeeds, so our morality is not unreasonable; but we do not have the required stature, so we must atone, kneel, contribute to the fundraisers for the rebuilding of the holy temple, etc. - and at the same time, no doubt, learn to cheat. Perhaps there was a time in the history of Christianity when this duplicity had not yet appeared: I am referring to the first two centuries of its spread (the 2nd and 3rd centuries A.D.) a period of which one has the impression to a great extent , that these Christians had indeed renounced the worldly life and were waiting at all times for the Second Coming, the return of Christ on earth. Therefore, earthly life - including of course the life of political institutions - lost all meaning, since the Messiah would appear at any moment. Under these conditions, when individuals live a life, which is only in name, life, in full readiness and with baggage in hand for the journey to the other world, it is possible to imagine an application of Christian ethics that is not permanent duplicity. But from the moment when Christians settle permanently in the life of society, and therefore from the moment when Christianity is recognized (in 313 AD, under Constantine) and then becomes the obligatory religion for all the inhabitants of the Empire under penalty persecutions (384, resolution of Theodosius), duplicity is at the heart of the Christian establishment of society and this situation extends to our days with the dissociation between a justifying reason and reality. In conclusion, let us return to two elements of the informal establishment of society in ancient Greece, namely mercy and friendship. Read about it or re-read this wonderful passage in the Nicomachean Ethics (I, 1155a 23-29), where Aristotle says that this is the most important virtue, even more important than justice, inasmuch as legislators rightly concern themselves more with friendship, rather than justice. A very strange phrase, which should be analyzed in depth, both in relation to the historical reference, which Aristotle has in mind, and to understand its meaning. Be that as it may, he takes a negative view of the fact that tyrants are not reconciled to friendship between citizens and adds that if friendship reigned everywhere in the city, there would be no need for justice, because, as the saying goes, "the they are always common among friends" ("Nicomachean Ethics", H, 1159 b 30). It thus carves out a kind of perspective - a limit, an ideal, within which, in particular, the great question of distributive justice (what should be given to whom?) would not even be posed, given that there would be no one who would want to protect his own goods nor would he have a view to the goods of another, and where even the terms "mine" and "yours" would have fallen into disuse.

Αφράτα μπουρεκάκια με τυρί

 

Αφράτα μπουρεκάκια με τυρί
Tι χρειαζόμαστε
•2κεσεδάκια γιαούρτι αγελαδινό
•2 φλυτζάνια τσαγιού σπορέλαιο (ΟΧΙ πολύ γεμάτα)
•2 μπέικιν πάουντερ
•2 κύβους μαγιά
•4 αυγά
•αλεύρι όσο πάρει για να γίνει μια ζύμη μαλακή και εύπλαστη
•500 γρ. τυρί
•2 κρόκοι αυγών αραιωμένοι με λίγο νερό για την επάλειψη

•Χτυπάμε τα αυγά.
•Ανακατεύουμε με τα χέρια μας όλα τα υλικά εκτός από το τυρί.
•Αφήνουμε μισή ώρα την ζύμη να ξεκουραστεί.
•Ανοιγούμε είτε στο χέρι μας ή με τον πλάστη ένα κομμάτι ζύμης σε σχήμα στρόγγυλο. Πατάμε με ένα ποτήρι για να έχουμε ομοιογενές σχήμα.
•Βάζουμε μέσα λίγη γέμιση και το κλείνουμε σε μισοφέγγαρο.
•Αραδιάζουμε τα μπουρεκάκια σε ταψί στο οποίο βάλαμε λαδόκολλα και ψήνουμε σε καλά προθερμασμένο φύρνο για μισή ώρα ή μέχρι να πάρουν χρώμα στους 180 βαθμούς.
https://cooktime.gr/r/43825/%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B1

Ν ΓΚΑΤΣΟΣ "Ο ιππότης και ο θάνατος"

 
Ν ΓΚΑΤΣΟΣ "Ο ιππότης και ο θάνατος"

Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ᾿ αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ᾿ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ᾿ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρῖνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ᾿ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ᾿ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ᾿ ἀναποδογυρίσει τ᾿ ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ᾿ Ἅη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν᾿ ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.

ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ της Φιλίτσας Σοφιανού-Mullen

γραμματόσημο σειρά Αγριολούλουδα της Ελλάδας φ.Μ.Κυμάκη
 

 πηγή : http://www.onestory.gr/post/28818998802
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
της Φιλίτσας Σοφιανού-Mullen * .

«Έρωτας είναι χάρη που σου κάνει κάποιος.»
Γύρισα και τον κοίταξα ξαφνιασμένος. Πρώτη φορά έβγαιναν τέτοια λόγια, αποφθεγματικά από το στόμα του. Ψαράς ήταν, απλός άνθρωπος, που σπάνια έλεγε μια πρόταση σωστή.
Συνέχιζε να κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα τη θάλασσα τη μεσημεριανή. Το ένα χέρι, μισό κρεμόταν στο πλάι. Το άλλο το αριστερό κρατούσε με τέσσερα δάχτυλα σφιχτά το ποτήρι—κρύο νερό και δυο σταγόνες τσίπουρο, ίσα-ίσα να πάρει τη γλυκιά καυτή γεύση του καλοκαιριού.
Η αλήθεια είναι πως ήθελα συμβουλή. Για δεύτερη φορά χαλούσα αρραβώνα και είχα πιάσει πάτο. Το πτυχίο κορνιζαρισμένο στον τοίχο εδώ και οχτώ χρόνια κι εγώ να μπαλώνω δίχτυα και να χωρίζω τη μαρίδα απ’ τη σαρδέλα με το θείο Νότη. Δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μου και πριν τον χρειαστώ είχα καμιά δεκαπενταριά χρόνια να τον δω. Παλιά περνούσαμε κάθε Πάσχα και Φώτα μαζί, με άλλους θείους και ξαδέρφια, ο θείος Νότης πίσω-πίσω στις φωτογραφίες για να μη φαίνεται η αναπηρία. Η γυναίκα του σινιαρισμένη με μαλλιά φουσκωτά από το κομμωτήριο πάντα μπροστά.
Δε θυμάμαι ποιά ήταν η πρώτη μου παιδική αντίδραση στην αφύσικη απουσία δεξιού χεριού και αριστερού αντίχειρα. Θυμάμαι όμως τη μάνα μου να λέει πως όταν ήταν έντεκα-δώδεκα χρονών είχε βρει με την τσακαλοπαρέα μια άσκαστη βόμβα κάτω στα τσαίρια. Την παίδεψαν με ξύλα και με πέτρες ώσπου έσκασε και πήρε ετεροχρονισμένα την εκδίκησή της: ένα άλλο – για μένα ανώνυμο – μικρό, χίλια κομμάτια, κι ο Νότης ξαφνικά να νιώθει τη σάρκα να χωρίζεται από τον εαυτό της. «Τυχερός ήταν μέσα στην ατυχία του,» μου έλεγε στο τέλος κάθε εξιστόρησης. «Γι’ αυτό να προσέχεις κι εσύ, και να μ’ ακούς, και να μη τρέχεις έτσι σαν να σ’ έχουν βάλει νέφτι στον κώλο.» Απαραίτητο το άσχετο δίδαγμα.
«Χάρη είναι ο έρωτας,» ξανάπε. «Χάρη που κάνουμε ο ένας στον άλλο. Με βλέπεις και με ξέρεις. Ποια γυναίκα θα ερχόταν μαζί μου; Ποια γυναίκα θα μού ‘κανε τη χάρη αυτή να νιώσω κι εγώ σαν τους άλλους, αν δεν της έκανα χάρη κι εγώ;»
Πολλές φορές το είχα απορήσει αυτό για το Νότη. Τί έκανε τη θεία Λέλα να τον αγαπήσει; Το μάτι της έλαμπε από αισθησιασμό και το στόμα της μόνιμα μισάνοιχτο σε ένα πονηρό χαμόγελο, ακόμη και στις παλιές φωτογραφίες απ’ το Πάσχα του ’73.
«Όταν μου την προξένεψαν ήταν γκαστρωμένη επτά μηνώνε. Αγνώστου πατρός. Υποσχέθηκε θα τό ‘δινε το παιδί, αρκεί να την έπαιρνα από κει που ήταν δαχτυλοδειχτούμενη. Το έκανα. Ήταν νέα και σπαρταριστή και λάγνα, παρά τη γκοιλιά και τις μπρησμένες πατούσες. Τί μάνα θα γινότανε στο δικό μου παιδί σκέφτηκα αν τόσ’ εύκολα άφηνε τούτο; Τι γυναίκα θα ‘ταν για μένα αν άλλαζε έτσι εύκολα για να γλυτώσει; Είχα αμφιβόλιες. Όχι για πολύ. Το αίμα μου έβραζε. Τραβούσα το παλαμάρι με το ένα χέρι πιο γρήγορα απ’ τους άλλους με τα δυό. Ήθελα γυναίκα. Κι εκείνη ήθελε τη ζωή της. Η χάρη που σου έλεγα. Η χάρη που σε δροσίζει το καλοκαίρι και σε ζεσταίνει το χειμώνα. Κλείνεις τα μάτια και δε βλέπεις τίποτα—ούτε πίστη, ούτε απιστία, ούτε χέρια, ούτε δάχτυλα, ούτε λάμψεις, ούτε μωρά, ίσως μόνο τις γρίλιες στο πεντζούρι με λίγο μεσημεριανό ήλιο. Το άλλο κορμί σου κάνει τη χάρη. Κι εσύ του κάνεις τη χάρη. Αυτή είναι η μπαλάντζα.»
Ποτέ δεν το είχα δει έτσι το μεγάλο αυτό θέμα του έρωτα. Να περιμένεις τόσα από τον άλλο, να φοβάσαι να δοθείς, να μετράς και να αντισταθμίζεις, να διυλίζεις τον κώνωπα μα άξονα πάντα τον εαυτό σου, το κέντρο σου το κέντρο του κόσμου. Και η άλλη; Μάλλον τα ίδια, γι’ αυτό δεν υπήρχε η τέλεια σύγκλιση, με το χρόνο μάλλον απόκλιση, σαν αστέρια που συναντώνται για μια στιγμή στο σύμπαν και χωρίζουν.
Του Νότη ο ορισμός για τον έρωτα ήταν απρόσμενος στη ζέστη του Αυγούστου, απρόσμενος γιατί ήταν του Νότη, του ήσυχου, του αγαθού, του λιγομίλητου. Έκλεισα για λίγο τα μάτια, κι είδα κι εγώ τις γρίλιες που έλεγε, σαν να ήταν το σταθερό ταμπλό κάθε ερωτικής πράξης. Λίγο φως και δυο κορμιά να κάνουν χάρη το ένα στο άλλο. Πως δεν το είχα σκεφτεί έτσι ποτέ; Τόσο απλό και αρχέτυπο, σαν την ουσία του σύμπαντος;
Ακούμπησα το χέρι στην πίσω τσέπη του τζιν, ένιωσα το κινητό μου, δίστασα.
«Κανόνισε,» μου είπε, «κανόνισε.»
Πριν ακολουθήσω κι εγώ το βλέμμα του στην αχνάδα του ορίζοντα, είδα ένα μικρό χαμόγελο να πάλλεται στο μαυρισμένο πρόσωπο του ψαρά.

Η Φιλίτσα Σοφιανού-Mullen διδάσκει γραφή και λογοτεχνία εδώ και 28 χρόνια. Από την Αμερική και πάλι στη Ελλάδα και τώρα στη Βουλγαρία. Γράφει από ανάγκη (όταν η νύχτα σκεπάζει τα ασιδέρωτα και μένει μόνο η λάμψη της οθόνης). Μα η γλώσσα της διχάζεται (Αγγλικά ή Ελληνικά;) και πολλές φορές σιωπά. Κι ύστερα έρχονται οι οπτασίες που απαιτούν να γίνουν λέξεις και πιάνει πάλι την παλιά της τέχνη.
[ facebook ] [ e-mail ]

τα «Μυστήρια της Αγίας Σοφίας»



Του ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ
Δημοσιογράφου –Συγγραφέα-Τουρκολόγου

Από την πρώτη στιγμή που η Κωνσταντινούπολη έπεσε στους Οθωμανούς και ο Μωάμεθ ο Φατίχ εισήρθε καβάλα στο άσπρο άλογό του στην Αγία Σοφία, (όπου επί αρκετή ώρα, σύμφωνα με τουρκικές πηγές, έμεινε ακίνητος να κοιτάζει με έκσταση τον Παντοκράτορα στον τρούλο ενώ η εντυπωσιακή αυτή σκηνή έχει αποθανατιστεί και σε μια τουρκική ιστορική κινηματογραφική ταινία), ο μεγάλος αυτός ναός της Ορθοδοξίας έγινε το επίκεντρο διαφόρων μύθων και θρύλων που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους κατακτητές..προκαλώντας ένα έντονο δέος για το μεγαλούργημα αυτό της Ορθοδοξίας που τώρα το είχαν περικυκλώσει οι τέσσερις οθωμανικοί μιναρέδες….

Τα τελευταία χρόνια όμως ορισμένα γεγονότα με επίκεντρο την Αγία Σοφία και με αποκορύφωμα την απροσδόκητη εμφάνιση το καλοκαίρι του 2008 του Άγγελου στον Τρούλο, έχουν δημιουργήσει στους Τούρκους ένα έντονο κλίμα καχυποψίας και φόβου για τα μελλούμενα. Παράλληλα επανήλθαν στην επιφάνεια όλοι εκείνοι οι θρύλοι που κατά καιρούς είχαν συγκλονίσει και είχαν προκαλέσει στους μουσουλμάνους μια χαρακτηριστική φοβία για την εκ νέου ανάδυση της ορθόδοξης χριστιανικής ταυτότητας του ναού και τις κοσμογονικές συνέπειες αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος, παρά του ότι λειτουργούσε μέχρι το 1934 σαν μουσουλμανικό τέμενος.

Έτσι τον περασμένο Ιανουάριο, (20/1/2012), η μεγάλης κυκλοφορίας τουρκική εφημερίδα, Σαμπάχ, παρουσίασε ένα πραγματικά καταπληκτικό αφιέρωμα για τα «Μυστήρια της Αγίας Σοφίας», (Ayasofya’ nın gizlemleri), όπου αποτυπώνεται με γλαφυρό τρόπο αυτό το κλίμα φοβίας που έχει καταβάλει τελευταία τους Τούρκους για τα όσα υπάρχουν κρυμμένα μέσα στον Ιερό Ναό και τα όσα προμηνύονται να συμβούν τα επόμενα χρόνια.

Το πρώτο σημαντικό στοιχείο από αυτό το αφιέρωμα, είναι μια αδιόρατη φοβία που διακρίνεται από τους Τούρκους στους κρυμμένους σταυρούς, συμβολικούς και μη, που υπάρχουν στο εσωτερικό του ναού, αλλά και στην κάτοψη όπως αυτή μπορεί κάποιος να την διακρίνει από ψηλά. Έτσι μεγάλο δέος παρατηρείται για τον λεγόμενο, (όπως τον αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Τούρκοι ), «Σταυρό του αποστόλου αγίου Ανδρέα», ο οποίος όπως είναι γνωστό είναι ο ιδρυτής της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα λοιπόν με την Σαμπάχ, στην οροφή του ναού υπάρχει ο Σταυρός του Αγίου Ανδρέα σε διαγώνιο μορφή, ένα σημαντικό σύμβολο που όχι μόνο δεν χάθηκε στους αιώνες της οθωμανικής κατοχής αλλά δεσπόζει με όλη την συμβολική σημασία του. Παράλληλα και ο «Σταυρός του Ιουστινιανού» τρομάζει τους Τούρκους καθώς οι θρύλοι αναφέρουν για ένα πανάρχαιο κειμήλιο που βρίσκεται μυστικό στην Αγία Σοφία και μάλιστα προέρχεται από την Αίγυπτο και έχει τρομακτική δύναμη. Γενικότερα η κατασκευή του μεγάλου αυτού ορθοδόξου αρχιτεκτονικού αριστουργήματος, σύμφωνα με τις ίδιες τις τουρκικές πηγές, βασίστηκε στο χριστιανικό σύμβολο του Σταυρού και το γεγονός αυτό εμπνέει το δέος αλλά και μια αδιόρατη φοβία για την μελλοντική επάνοδο της Αγίας Σοφίας στον φυσικό της κάτοχο, δηλαδή στην Ελληνορθόδοξη λατρεία.

Αλλά εκτός από τους σταυρούς, οι Τούρκοι αναφέρουν και άλλα μυστήρια και τρομακτικά για τους ίδιους που υπάρχουν στο εσωτερικό του ναού. Έτσι, όπως αναφέρει ο θρύλος, είναι γνωστό ότι μετά την μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος κτίστηκε το γνωστό Μιχράμπ, (το μουσουλμανικό σημείο της προσευχής), που εμφανίστηκε στην ανατολική πλευρά του ναού προς την κατεύθυνση της Μέκκας. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι σύμφωνα με τους τουρκικούς θρύλους μπροστά από το Μιχράμπ βρίσκεται θαμμένο ένα φέρετρο κατασκευασμένο από επίχρυσο μπρούντζο. Στο φέρετρο αυτό κείτεται η σωρός της βασίλισσας Σοφίας, (προφανώς γίνεται ταύτιση με την αγία Σοφία). Αυτή η βασίλισσα Σοφία και το φέρετρό της συνδέεται, σύμφωνα με τους τουρκικούς θρύλους, με μια «εντολή» που έχει περάσει δια μέσω των αιώνων μέχρι σήμερα. Η εντολή αυτή αναφέρει ότι δεν πρέπει κανένας να πειράξει αυτό το φέρετρο ούτε καν να το ακουμπήσει. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε, σύμφωνα με τον θρύλο αυτό, θα προκληθεί η «έγερση» της βασίλισσας Σοφίας και τότε ένας τρομακτικός θόρυβος θα τραντάξει όλο το οικοδόμημα του ναού προκαλώντας σεισμικά εσχατολογικά γεγονότα που τρομάζουν τους Τούρκους.

Αλλά ο θρύλος της βασίλισσας Σοφίας έχει και συνέχεα. Σύμφωνα λοιπόν με τις τουρκικές αναφορές, το φέρετρο αυτό προστατεύουν τέσσερις αρχάγγελοι που βρίσκονται πάνω στον Θόλο του ναού. Οι αρχάγγελοι αυτοί, όπως αναφέρουν και πιστεύουν οι Τούρκοι, είναι οι Τζεμπραΐλ, Μιχαήλ, Ισραφήλ και Αζραήλ. Σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους, ο Τζεμπραήλ προστατεύει τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ο Μιχαήλ τον ναό από τις εχθρικές επιθέσεις, ενώ οι Τζεμπραήλ και Ισραφήλ ήταν οι αγγελιοφόροι των γεγονότων από τις πολεμικές επιχειρήσεις στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Και οι τέσσερεις αυτοί αρχάγγελοι έχουν ταχτεί μετά την πτώση της Πόλης να προφυλάσσουν το φέρετρο της βασίλισσας Σοφίας από τον κίνδυνο κάποιος βέβηλος να το ανοίξει και να επέλθει η Δευτέρα Παρουσία.

Ένας άλλος σημαντικός μύθος που αναφέρουν οι μουσουλμάνοι είναι ο θρύλος του «Κρυμμένου Πατριάρχη» που μοιάζει με τον ελληνικό θρύλο για τον κρυμμένο παπά. Όπως αναφέρει η τουρκική παράδοση, στο νότιο μέρος του ναού υπάρχει ένας στενός διάδρομος που οδηγεί σε μια παμπάλαια αραχνιασμένη και πολύ μυστήρια πύλη για την οποία ο θρύλος την αναφέρει σαν την «Κλειστή Πύλη». Σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές, όταν ο Μωάμεθ ο Φατίχ μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο τελευταίος ελληνορθόδοξος Πατριάρχης μαζί με τους συνοδούς του τελούσε στο σημείο αυτό Θεία Λειτουργία. Μόλις οι οθωμανικές ορδές εισέβαλαν στον ναό, ο Πατριάρχης και όλη η συνοδεία του εισήλθε μέσα στην πύλη αυτή η οποία έκλεισε και από τότε χάθηκαν ενώ η πύλη έμεινε ερμητικά κλειστή και κανένας δεν τόλμησε ποτέ να την ανοίξει. Κάθε χρόνο στην Ανάσταση των ορθόδοξων χριστιανών μπροστά από την πύλη αυτή, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Σαμπάχ, εμφανίζονται…. κόκκινα αυγά!!! Ο θρύλος συμπληρώνεται από την προφητεία που φοβίζει τους Τούρκους, ότι όταν η πύλη αυτή ανοίξει, στον ναό θα ακουστούν ξανά οι χριστιανικές ελληνορθόδοξες ψαλμωδίες γι’ αυτό και τρομάζουν και μόνο στην ιδέα του ανοίγματος αυτής της μυστήριας πύλης.

Η τουρκική εφημερίδα αναφέρει και το μυστήριο του υπογείου τούνελ που υπάρχει σε κεντρικό σημείο στο εσωτερικό του ναού. Όπως αναφέρεται, από το σημείο αυτό υπάρχει μια δίοδος που οδηγεί σε ένα μεγάλο τούνελ. Το τούνελ αυτό, όπως υποστηρίζει η τουρκική εφημερίδα, οδηγεί μέχρι τα Πριγκηπόννησα και μάλιστα μέχρι την νήσο Πρώτη. Το μυστήριο για τους Τούρκους είναι το πώς κατασκευάστηκε αυτό το τούνελ και τι ρόλο έπαιξε στην μακρά ιστορία του ναού.
Μυστήριο για τους Τούρκους είναι και το μεγάλο αποτύπωμα από πέλμα κάποιου μεγάλου ζώου, ίσως ελέφαντα, που υπάρχει στην νοτιοδυτική πλευρά του θόλου ενώ και εδώ έχουν διαδοθεί κάποιες εσχατολογικές ιστορίες. Σύμφωνα με τους Τούρκους το αποτύπωμα αυτό είναι από το άλογο του Μωάμεθ του Πορθητή, αλλά το ερώτημα είναι πώς το άλογο πάτησε στο σημείο αυτό που βρίσκεται ψηλά προς τον θόλο.

Μεγάλο δέος δημιουργεί στους Τούρκους, όπως αναφέρει η Σαμπάχ και τα διάφορα μωσαϊκά που έχουν αναδυθεί με όλη την μεγαλοπρέπειά τους τις τελευταίες δεκαετίες μέσα στο ιερό ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, παρά του ότι η μουσουλμανική θρησκεία θεωρεί σαν αμάρτημα την απεικόνιση πρόσωπων που σχετίζονται με θρησκευτικά γεγονότα. Ιδιαίτερο δέος τους προκαλεί το γνωστό μωσαϊκό που απεικονίζει τον Ιησού έχοντας την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στα δεξιά και αριστερά Του. Οι Τούρκοι το έχουν ονομάσει χαρακτηριστικά το «Μωσαϊκό της Αποκάλυψης» και ο συμβολισμός αυτός ανάγει στην εσχατολογική σημασία του που είναι έντονη στους μουσουλμάνους Τούρκους.

Επίσης ξεχωριστή αναφορά γίνεται και για τα μωσαϊκά που αναπαριστάνε γνωστούς βυζαντινούς αυτοκράτορες, όπως τον Ιωάννη τον Κομνηνό με τον Ιησού Χριστό και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο με την αυτοκράτειρα Ζωή. Όλες αυτές οι απεικονίσεις προκαλούν έντονο δέος, καθώς όλη αυτή η ελληνορθόδοξη χριστιανική μεγαλοπρέπεια και η εσωτερική δύναμη που αναδύουν αυτά τα ψηφιδωτά, έχουν γεννήσει διάφορους θρύλους για τους εσχατολογικούς τους συμβολισμούς. Οι συμβολισμοί αυτοί σχετίζονται με τις τουρκικές φοβίες για την επάνοδο στην επιφάνεια και στην εξουσία της αγίας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την ευλογία του ίδιου του Ιησού Χριστού.
Read more: http://ofis66.blogspot.com/2012/07/blog-post_25.html#ixzz21ePj2UHN

Η ανεπάρκεια της διανοητικής ανάλυσης και κατανόησης

Η ανεπάρκεια της διανοητικής ανάλυσης και κατανόησης -Η ανεπάρκεια της συναισθηματικής αντίδρασης | Κοινωνία | Πολιτική.

(01/01/2012) Μεγάλα λόγια, άσκοπες ή ανύπαρκτες πράξεις... Η ανεπάρκεια της συναισθηματικής αντίδρασης: Αυτό είναι ένα σημείο που απαιτεί μεγάλη προσοχή, γιατί συχνά ο άνθρωπος εξαντλεί τη σχέση του με τις έννοιες στο διανοητικό επίπεδο -όσο υψηλού επιπέδου και αν είναι αυτό- ενώ στο ψυχολογικό επίπεδο (πουδεν συμπίπτει με το συναίσθημα ή το νου, αλλά είναι ευρύτερο και περιεκτικότερο) εξακολουθεί να είναι τόσο ξένος προς αυτές όσο και πριν.
Για παράδειγμα, σύμφωνη με αυτή την αλήθεια είναι η «ξύλινη γλώσσα» των πολιτικών, δηλαδή ο άνευ ουσίας λόγος (που συχνά βέβαια είναι και άνευ διανοητικής αντίληψης) ο οποίος δεν έχει καμμία επιρροή στην πράξη τους, υπαρχούσης έτσι μιας ειδεχθούς απόστασης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Αυτή η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη δεν επιτρέπει την ορθή πράξη, την αληθινή πράξη. Ωστόσο, αντίστροφα, και η διανοητική ...
ανάλυση είναι αναγκαία, γιατί αλλοιώς μπορεί κανείς να καταλήξει σε εύκολες και μεγαλόστομες αοριστολογίες συναισθηματικού τύπου, χωρίς τον κόπο της δοκιμασίας της αντίληψης στο πεδίο των φαινομένων.

Και στις δύο τελικά περιπτώσεις ο εαυτός αποξενώνεται από την πράξη, παρά τη λεκτική απαίτηση για «πράξη» που εκφράζεται συνήθως με το θλιβερό ρεφραίν των πολιτικών «ας αφήσουμε τα λόγια και ας πάμε στην πράξη»!, που στο βάθος σημαίνει ότι δεν μπορούν να σκεφθούν ή ότι δεν διαθέτουν χρόνο για κάτι τέτοιο. Μόνον που δεν βλέπουμε πράξη ούτε στο πεδίο της πολιτικής ή της δημόσιας ζωής ούτε της ατομικής ζωής, βλέπουμε μόνον ανθρώπους συρόμενους από τις επιθυμίες τους και τις περιστάσεις.

Καλό θα ήταν να ορίσουμε κάποτε το τι είναι πράξη, στον βαθμό που μας είναι δυνατόν και στο ανώτερο των δυνατοτήτων μας. Τότε ίσως να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε τη θλιβερή έλλειψή μας σε όλα. Εντέχνως και υποσυνείδητα η υπαρκτή πολιτική, παρά τα περί του αντιθέτου λόγια, έχει διαχωρίσει τη θεωρία από την πράξη, ώστε να θεωρείται ως πράξη η απραξία. Έτσι δυστυχώς ως πράξη θεωρείται η προσαρμοστική υποταγή στους ισχυρότερους ως λογική ή η επιβολή της επιθυμίας στους πιο αδύναμους ως «θέληση. Μόνον που συνήθως αυτό δεν ομολογείται. Αλλά το θέμα της πράξης θα απαιτούσε μία σε βάθος ανάλυση και παραδοχές αφοπλιστικές από τον καθένα, πράγμα που θα έπρεπε να αποτελέσει μία ξεχωριστή προσπάθεια κατανόησης και μάλιστα χωρίς αίσθηση αυθεντίας, μια και η αυθεντία καταργεί την πράξη.

Τελικά η μονομέρεια (π.χ. θεωρία ή πράξη) οδηγεί πάντοτε σε διαστρέβλωση και απαξίωση των εννοιών είτε λόγω της αναντιστοιχίας του ορθού λόγου με την πράξη είτε λόγω γενικόλογης επιπολαιότητας που δεν σχετίζεται ούτε με τον ορθό λόγο ούτε με την πράξη.

Με αυτή λοιπόν την ελλιπή κατανόηση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι να απορούμε ούτε που του αποδίδονται περιεχόμενα ασυμβίβαστα με τον σκοπό του ούτε που ακόμη και τα δικαστήρια συχνά δεν μπαίνουν στον κόπο να αποδείξουν τη συνδρομή του δημοσίου συμφέροντος στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, αν και το επικαλούνται.

Ένα πράγμα που θα μπορούσε να φωτίσει τη σκέψη είναι ότι ούτε ο νους μπορεί να γίνει αποτελεσματικός φορέας της αλήθειας, αν δεν συνδυαστεί και με υγιές συναίσθημα, ούτε το συναίσθημα μπορεί να είναι το ίδιο, αν δεν συνδυαστεί με έναν νου ενεργό προς την κατεύθυνση της αλήθειας. Ο κυνισμός, η ναρκισσιστική απόσταση και η αποξένωση του νου από τα πράγματα ή οι σαρωτικές θύελλες του συναισθήματος απέναντι στην αδικία δεν είναι αποτελεσματικά στο πεδίο της πράξης και παράλληλα μπορούν να οδηγήσουν σε αποτρόπαιες καταστάσεις.

Πηγή
Αναρτήθηκε από:

ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΑ SOCIAL MEDIA του Παναγιώτη

ζαρτινιέρα με το στεφάνι του Χριστού στις Μουρνιές (φ.Μ.Κυμάκη)

ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΑ SOCIAL MEDIA του Παναγιώτη 
πηγή : http://www.onestory.gr/post/28683746947/social-media
ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΑ SOCIAL MEDIA
του Παναγιώτη
Ήταν μια συνηθισμένη Τετάρτη για έμενα. Όλη μέρα σε μία δουλεία που δεν αγαπώ καθόλου και το βράδυ χάζευα στο internet και μίλαγα με ανθρώπους που πιθανόν ποτέ δεν θα γνωρίσω.
Άνοιξα το Facebook και σε ένα άσχετο προφίλ, είδα ένα τυπάκο που μ’ άρεσε πολύ. Έψαξα γι’ αυτόν και ανακάλυψα ότι είναι καλλιτέχνης, αλλά όχι γνωστός.
Του έκανα friend request. Εκείνος αποκρίθηκε αμέσως. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απλώς κάναμε poke. Πραγματικά ποτέ δεν κατάλαβα το νόημα του poke, αλλά το έβλεπα σαν ένα παιχνιδάκι. Κάποια μέρα μετά από αρκετό καιρό του
έστειλα μήνυμα εκφράζοντας τον θαυμασμό μου. Εκείνος ανταποκρίθηκε αλλά μετριοπαθέστατα.
Στεναχωρήθηκα αλλά δεν έδωσα σημασία. Για καιρό μιλούσαμε
περί ανέμων και υδάτων, πάντα σε φιλικό τόνο, και ποτέ χωρίς να φλερτάρουμε.
Σταδιακά εγώ όμως ένιωθα ότι τον ερωτευόμουνα. Πολύ μάλιστα. Κοιτούσα τις φωτογραφίες του και χαμογέλαγα σαν χαζοχαρούμενος έφηβος.
Αυνανιζόμουν και σκεφτόμουν το γυμνό του σώμα και ευχόμουν να είναι ακόμα καλύτερο από την εικόνα που έχτιζα σιγά - σιγά.
Αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Σκέφτηκα μέσω υπολογιστή η χυλόπιτα θα τσούξει λιγότερο. ΛΑΘΟΣ.
Όταν έλαβα απάντηση τύπου, είσαι καλό παιδί αλλά δεν ψάχνομαι έσκασα από το κακό μου.
Αλλά δεν το έβαλα κάτω, επέμενα σε μία συνάντηση, σε ένα καφέ, ή ακόμα και σε μία τηλεφωνική επικοινωνία.
Πραγματικά ένιωθα σαν να μη ξέρω αυτό το ανθρωπάκι που είχα γίνει. Παρακαλούσα για την αγάπη ενός ανθρώπου του οποίου, ούτε τη φωνή δεν είχα ακούσει από κοντά. Γιατί σε
κάποια video στο YouTube την είχα ακούσει. Κάποια στιγμή με παρακάλεσε να μην του ξαναστείλω κάποιο ερωτικού περιεχομένου μήνυμα. Επομένως και εγώ σταμάτησα.
Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι ήμουν σε ένα εστιατόριο με την παρέα μου. Έτσι όπως χάζευα τον δρόμο, είδα μια γνωστή φιγούρα να βαδίζει προς το ίδιο εστιατόριο αλλά σε άλλο τραπέζι ασφαλώς. Με είδε και τον είδα. Στιγμιαία ένιωσα ρίγη σε όλο μου το σώμα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και σχεδόν ερεθίστηκα. Επειδή ήταν αρκετά θερμή εκείνη η μέρα δεν μπορούσα να κατανοήσω αν ο ιδρώτας που με έλουσε ήταν από τη ζέστη, ή από το άγχος. Αλλά και εκείνος ταράχτηκε. Αλλά πιστεύω πιο πολύ γιατί μετά τον καταιγισμό από μηνύματα από πλευράς μου μάλλον με είχε περάσει για ψυχάκι.
Δεν μιλήσαμε. Φεύγοντας του έστειλα. Απάντησε. Σε ένα από τα δεκάδες μηνύματα, που ακολούθησαν τις επόμενες ώρες με είπε όμορφο. Το βράδυ πάλι χάζευα τις φωτογραφίες του.
Πέρασαν δύο εβδομάδες, όπου επικράτησε σιωπή και του έστειλα, προτείνοντας του να πιούμε καφέ. Έφαγα άκυρο. Ξανά. Εξήγησα ότι δεν ήθελα συνάντηση με σκοπό να γκομενίσουμε αλλά μια καθαρά φιλική επαφή, αλλά και πάλι δεν ήθελε. Δεν ήταν σε φάση. Έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει.
Είπα μέσα μου πότε ξανά φλερτ μέσω Facebook ή άλλου κοινωνικού δικτύου.
Νιώθεις ότι γνωρίζεις κάποιον μόλις με ελάχιστα μηνύματα, αρχίζεις να αποκτάς μια λαθεμένη οικειότητα, χωρίς να πρέπει και πολύ συχνά παρερμηνεύεις αυτά που λέτε και καταλήγεις μίζερος, νιώθεις παρανοϊκός και με σκατά αυτοπεποίθηση.
Έτσι που λες. Πότε ξανά. Τουλάχιστον μέχρι να μου στείλει ή να του στείλω, ξανά. Για να το πάρουμε πάλι από την αρχή.
Άλλωστε ακόμα κοιτάω τις φωτογραφίες του.

Ο Παναγιώτης γεννήθηκε στην Νέα Πέραμο Αττικής. Σπούδασε Λογιστική στην Πάτρα και εργάζεται σαν λογιστής. Στον ελεύθερο χρόνο του γράφει ιστοριούλες ή καταγράφει σκέψεις. Θέλει να ζήσει έστω και για ένα μήνα στην Ισλανδία.[ blog ] [ tumblr ] [ twitter ] [ e-mail ]

Συνθήκη των Σεβρών

 

Συνθήκη των Σεβρών

Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σέβρ (Sèvres) της Γαλλίας, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις1 μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε αποδεκτή από τον σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ' ο οποίος προσπαθούσε να σώσει τον θρόνο του, αλλά απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων. Το κίνημα υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποίησε αυτή τη διένεξη για να αυτοανακηρυχθεί κυβέρνηση και να καταργήσει την μοναρχία. Τα εδάφη που έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Συνθήκη των Σεβρών.

Οι βασικοί όροι της συνθήκης ήταν: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, την Συρία και τον Λίβανο στην Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.
Η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στο ιδρυόμενο Αλβανικό κράτος, ουσιαστικά προτεκτοράτο της Ιταλίας. Τα Δωδεκάνησα παραδόθηκαν στην Ιταλία η οποία συμφώνησε να τα δώσει εκτός από την Ρόδο και το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, και αν η Βρετανία έδινε την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα έδιναν κι αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε από την Ιταλία το 1922).

Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, και η Θράκη από την οποία η Βουλγαρία παραιτούνταν οριστικά από κάθε δικαίωμά της σε αυτή. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτήθει στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα.
Ο χάρτης της Ελλάδας σύμφωνα με τη συνθήκη των Σεβρών

Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος, καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Η Σοβιετική Ένωση δεν συμμετείχε και έκανε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς. Μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, που μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Άγκυρα, και την Μικρασιατική Καταστροφή, οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν νέα συνθήκη (Συνθήκη της Λωζάνης) το 1922, με ευνοϊκότερους όρους για την (πλέον) Τουρκία

Traité de Sèvres Le traité de Sèvres a été signé le 28 juillet/10 août 1920 à Sèvres, en France, apportant la paix entre l'Empire ottoman et les puissances alliées et alliées1 après la Première Guerre mondiale. Au nom de l'Empire ottoman, il fut accepté par le sultan Mehmet VI qui tentait de sauver son trône, mais fut rejeté par le mouvement indépendant des Jeunes Turcs. Le mouvement dirigé par Mustafa Kemal a profité de ce conflit pour se déclarer gouvernement et abolir la monarchie. Les territoires perdus au profit de l'Empire ottoman lors du traité de Sèvres. Les principaux termes du traité étaient les suivants : l'Empire ottoman a cédé la souveraineté de la Mésopotamie (Irak), de la Palestine et de la Transjordanie à la Grande-Bretagne en tant que protectorat de la Société des Nations, la Syrie et le Liban à la France également en tant que protectorat. Le Hedjaz (qui fait partie de l'actuelle Arabie saoudite), le Kurdistan et l'Arménie deviendraient des États indépendants. L'Épire du Nord a été incorporée à l'État albanais établi, essentiellement un protectorat de l'Italie. Le Dodécanèse a été remis à l'Italie qui a accepté de les donner à l'exception de Rhodes et de Kastellorizo ​​​​à la Grèce, et si la Grande-Bretagne cédait Chypre à la Grèce, alors (après un référendum) elle donnerait également ces îles (l'accord a été annulé par l'Italie en 1922). La Grèce reçut les îles d'Imbros et de Ténédos, et la Thrace, dont la Bulgarie renonça définitivement à tous droits sur elle. La région de Smyrne restait sous la suzeraineté nominale du sultan mais devait être administrée par un commissaire grec par procuration des Alliés, et pouvait être annexée à la Grèce au bout de cinq ans par référendum. La carte de la Grèce selon le traité de Sèvres Le détroit des Dardanelles et la mer de Marmara ont été démilitarisés et sont devenus un territoire international, les Alliés ont pris le contrôle économique de l'Empire ottoman et, enfin, l'égalité et les droits des minorités ont été établis. L'Union soviétique n'a pas participé et a conclu un traité séparé avec les Ottomans. Après la prédominance des Jeunes Turcs, qui ont déplacé la capitale à Ankara, et la catastrophe d'Asie Mineure, les alliés ont été contraints de signer un nouveau traité (Traité de Lausanne) en 1922, avec des conditions plus favorables pour (aujourd'hui) la Turquie.

ΜΠΛΕ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ της Ρίας Σπανού *

ρετρό και κάτι άλλο (φ.Μ.Κυμάκη)
ρετρό και κάτι άλλο (φ.Μ.Κυμάκη)

πηγή: http://www.onestory.gr/post/27510320658
ΜΠΛΕ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
της Ρίας Σπανού *
.
Προχωρημένη η νύχτα ξετυλίγει ακόμα τον χρόνο της σκοτεινό πάνω από την πολιτεία. Είναι η ώρα της λήθης, του μικρού ύπνου και της θεραπείας.
Το ξημέρωμα αργεί, μόνο οι άγγελοι αθέατοι και μη αναγνωρισμένοι από τον έκπτωτο χρόνο, ξαγρυπνούν πάνω από τις ανάσες των ανθρώπων. Με τον αιώνιο έρωτα της αφοσίωσης στα μάτια , παίρνουν στα φτερά τους την κούραση που ελευθερώνουν τα σώματα. Κι όταν καθαρίζει ο ύπνος, συνδέουν χρώματα κι ελπίδες στα μουντά όνειρα, σκιρτήματα χαράς στις κοιμισμένες αισθήσεις κι έπειτα παραμερίζουν ταπεινά μ’ ένα χωρίς τέλος ενδιαφέρον και περιμένουν μ’ αγωνία το ξύπνημα, κάποια θύμηση που γράφτηκαν τα σημάδια τους.
Ο άνδρας και η γυναίκα κοιμούνται γαλήνια στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ένα θρόισμα και τα σκεπάσματα αναδεύονται, το σώμα της αποτραβιέται από την γλυκιά ζέστη του κορμιού του και μετακινείται στο πλάι. Μισοξυπνάει με την όραση μιας άλλης πραγματικότητας. Μπλε στα μάτια της. Ανασηκώνεται αθόρυβα, κάθεται στο κρεβάτι μισή στο δωμάτιο μισή μέσα στο όνειρο. Ο κοιμισμένος άνδρας αντιλαμβάνεται την αποχώρηση του κορμιού, απλώνει το χέρι, την ακουμπά.
“Κοιμήσου,” του λέει.
“Πού πας;”
“Σσσ, μη μιλάς.”
“Γιατί;”
“Είδα ένα μπλε άγγελο.”
“Τί;”
“Κοιμήσου, θα ζωγραφίσω.”
Σιγή. Μη ραγίσει η μνήμη, μη χαθούν τα σχήματα και τα χρώματα.
Ο άνδρας καταλαβαίνει, συμπαραστέκεται σαν άγγελος με την σιωπή του.
Το τραπέζι της ζωγραφικής την υποδέχεται με τα πινέλα του, τις πιτσιλισμένες μπογιές, τα σωληνάρια με τα χρώματα, σαν μαγικό όχημα που περιμένει στο σκοτάδι. Ανάβει το φωτιστικό, το μαγικό όχημα αστράφτει, είναι έτοιμο για το ταξίδι. Τελάρο, σκίτσο. Ήρθε. Ασπρόμαυρος ο άγγελος είναι εδώ, παίρνει την πρώτη ανάσα πάνω στο μουσαμά . Θέλει το χρώμα του. Ανακατεύει μπογιές. Σε λίγο το σώμα του ζωντανεύει μέσα στο μπλε. Κινείται ανεπαίσθητα, μειδιά δείχνοντας την ευχαρίστησή του. Σκιρτήματα χαράς κι ικανοποίησης στην καρδιά της. Τα κατάφερε. Τον κατέβασε. Αύριο θα δουλέψει πτυχές κι αποχρώσεις να στρώσει τ’ όνειρο στην ημέρα. Θα γίνουν πιο ολοκληρωμένοι κι οι δυο.
Κρύος διάδρομος, κρύο πάτωμα. Στα χέρια της μπλε χρώμα. Δεν πλένεται. Είναι το σώμα του.
Ακροπατώντας μπαίνει στο δωμάτιο και ξαπλώνει δίπλα του, τον αγκαλιάζει όσο πιο αθόρυβα μπορεί. Το μπλε σώμα πάνω στα δάχτυλά της ακουμπά το κορμί του που αναπαύεται ήσυχα. Τους ενώνει. Μεταξένια η αύρα τους την τυλίγει, ζεσταίνεται μέσα στην θαλπωρή, είναι ήσυχη, αθώα, εμπιστεύεται. Ανασαίνει μπλε και βυθίζεται στον Παράδεισο.
.
Η Ρία Σπανού γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου κάποιας χρονιάς. Ζει στην Θεσσαλονίκη. Αγαπά τους αγγέλους και τους ανθρώπους που νοιάζονται σαν αυτούς. Αγαπά την αλήθεια, την ελευθερία του πνεύματος και τους ανθρώπους που τα εκφράζουν. [ e-mail ]


Συνθήκη Βουκουρεστίου 10 Αυγούστου 1913

 



10 Αυγούστου 1913: Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος: Αντιπρόσωποι από τη Βουλγαρία τη Ρουμανία τη Σερβία το Μαυροβούνιο και την Ελλάδα υπογράφουν τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου τερματίζοντας τον πόλεμο.

Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) είναι η συνθήκη ειρήνης που συνομολογήθηκε στις 28 Ιουλίου (π.ημερ) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913 στο Βουκουρέστι, εξ ου και η ονομασία της, μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Με τη συνθήκη αυτή δόθηκε τέλος στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο ακριβώς μετά την ήττα της Βουλγαρίας.

Προηγηθέντα

Η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη με τα κέρδη της στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και ιδιαίτερα με τα κέρδη της Ελλάδας και της Σερβίας στην Μακεδονία, εξαπέλυσε επίθεση στους πρώην συμμάχους της, τον Ιούνιο του 1913. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν , και οι στρατοί της Ελλάδας και της Σερβίας εισέβαλαν σε Βουλγαρικό έδαφος. Την ίδια στιγμή, οι Οθωμανοί προωθήθηκαν στην Ανατολική Θράκη και επανακατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ η Ρουμανία χρησιμοποίησε την ευκαιρία να εισβάλει στην Βουλγαρία από το Βορρά και προέλασε αντιμετωπίζοντας ελάχιστη αντίσταση μέχρι την βουλγαρική πρωτεύουσα, Σόφια. Απομονωμένη και περιβαλλόμενη από ένα πιο ισχυρό συνασπισμό των αντιπάλων, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε μια εκεχειρία και να αρχίσει τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, Βουκουρέστι.

Όλες οι σημαντικές ρυθμίσεις και οι συμβάσεις παραχώρησης που αφορούν τη διόρθωση των διαφωνιών οι διεθνείς οριακές γραμμές είχαν τελειοποιηθεί σε μια σειρά από συνεδριάσεις της επιτροπής, που είχε συσταθεί σε ξεχωριστά πρωτόκολλα, και επικυρώθηκε επισήμως και από τις μεταγενέστερες ενέργειες της γενικής συνέλευσης των αντιπροσώπων. Παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανοί είχαν επίσης συμμετάσχει στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, δεν εκπροσωπούνται σε αυτή τη συνθήκη. Αντ' αυτού, οι διμερείς συνθήκες αργότερα συνάφθηκαν με τη Βουλγαρία (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης) και την Ελλάδα (Συνθήκη των Αθηνών).
Η Συνθήκη

Γενικά η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) με την άμεση σχετικά συνομολόγηση και υπογραφή της υπήρξε πολύ σημαντική ιδιαίτερα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία), δια της οποίας εκτός του ότι ορίσθηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες σύμμαχες και νικήτριες Χώρες, ταυτόχρονα απετράπη και η όποια ανάμιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βαλκανικά πλέον ζητήματα, εκτός από της εκ μέρους της τελευταίας ανακατάληψης της Αδριανούπολης, καθώς και τμημάτων της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο. Πρόσθετα όμως για την Ελλάδα, με τη συνθήκη αυτή άρχισε και να οριστικοποιείται και η ποθητή λύση ενός μεγάλου επίσης ζητήματος του Κρητικού που ακόμα χρονοτριβούσε(¹).

Αν και η συνθήκη αυτή δεν συμπεριέλαβε διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό συνόρων μεταξύ των νικητριών Χωρών εν τούτοις οι κύριες συνέπειες εξ αυτής της ήταν:
Κέρδος της Σερβίας σε έδαφος

Το ανατολικό σύνορο της Σερβίας συντάχθηκε από τη σύνοδο κορυφής της Παταρίκα, στα παλιά σύνορα, και ακολούθησε την καμπή μεταξύ των Βαρδάρη και Στρυμόνα ποτάμια στην ελληνική-βουλγαρική όριο, εκτός από ότι η άνω κοιλάδα του Στρούμιτσα παρέμεινε στην κατοχή της Βουλγαρίας. Το έδαφος που κερδήθηκε συγχωνεύθηκε με τον κεντρικό Βαρδάρη, συμπεριλαμβανομένης της Οχρίδας, Στιπ, Κότσανη και Μπίτολα στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία. Με τη διάταξη αυτή, η Σερβία αύξησε την επικράτειά της από 48.300 σε 87.780 τ.χλμ. και ο πληθυσμός αυξήθηκε περισσότερο από 1,5 εκατ. κατοίκους. 
Κέρδος της Ελλάδας σε έδαφος

Η συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τη Βουλγαρία συντάχθηκε από την κορυφή του Μπέλες στο στόμα του Νέστου, σχετικά με το Αιγαίο. Αυτή η σημαντική εδαφική παραχώρηση, την οποία η Βουλγαρία αμφισβήτησε σημαντικά, σε συμμόρφωση με τις οδηγίες που έλαβε στις σημειώσεις τις οποίες η Ρωσική Αυτοκρατορία και Αυστροουγγαρία παρουσίασαν στο συνέδριο, αύξησε την περιοχή της Ελλάδας από 64.790 σε 108.610 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της έγινε από 2.660.000 σε 4.363.000. 

Στο έδαφος που προσάρτησε η Ελλάδα, συμπεριλαμβάνονται μεγάλα τμήματα της Ηπείρου και της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης. Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μεταφέρθηκαν προς τα ανατολικά μέχρι πέρα ​​από την Καβάλα, περιορίζοντας έτσι τα παράλια της Βουλγαρίας στο Αιγαίο σε αμελητέο ύψος 110 χλμ., με μόνο το Δεδέαγατς (σύγχρονη Αλεξανδρούπολη) ως επίνειο. Επιπλέον, η Κρήτη ενσωματώθηκε οριστικά στην Ελλάδα και επίσημα στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Μέσα σε αυτή την περιοχή ήταν επίσης η Φλώρινα
Κέρδος της Βουλγαρίας σε έδαφος

Το μερίδιο της Βουλγαρίας από τα λάφυρα, αν και μειώθηκε σημαντικά, δεν ήταν εντελώς αμελητέο. Υπήρξαν καθαρά κέρδη της σε ένα τμήμα της Μακεδονίας, Μακεδονία του Πιρίν (ή Βουλγαρική Μακεδονία), συμπεριλαμβανομένης της πόλης της Στρώμνιτσα, Δυτική Θράκη, και 110 χλμ. παράλια του Αιγαίου, ήταν περίπου 25.030 τ.χλμ., και ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 129.490. Επιπλέον, η Βουλγαρία συμφώνησε να καταργήσει όλα τα υπάρχοντα φρούρια και δεσμεύθηκε από μόνο της να μην ξανακατασκευαστούν στο μέλλον φρούρια μεταξύ των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων ή οπουδήποτε σε από το έδαφος μεταξύ των δύο πόλεων, ή μέσα σε μια ακτίνα 20 χιλιομέτρων γύρω από το Μπάλτσικ.
Κέρδος της Ρουμανίας σε έδαφος

Η Βουλγαρία παραχώρησε στη Ρουμανία την Νότια Δοβρουτσά, που βρίσκεται βόρεια της γραμμής που εκτείνεται από το Δούναβη, ακριβώς πάνω απ' το Tutrakan στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, νότια της Νότιας Δοβρουτσάς έχει επιφάνεια περίπου 6.960 τ.χλμ., με πληθυσμό 286.000, και περιλαμβάνει το φρούριο της Σιλίστρα και οι πόλεις της Τουτρακάν στον Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα.
Εκτίμηση

Σύμφωνα με τους Anderson and Hershey, η σοβαρή επιδείνωση των όρων που επιβάλλονται για τη Βουλγαρία αντιπαρέβαλε τις φιλοδοξίες της κυβέρνησής του κατά την έναρξη του Βαλκανικού Πολέμου: το έδαφος τελικά που κέρδισε ήταν σχετικά περιορισμένο; Η Βουλγαρία απέτυχε να κερδίσει την Μακεδονία, η οποία ήταν το μήλον της έριδος του κατά τον πόλεμο και ιδιαίτερα οι περιοχές της Οχρίδας και της Μπίτολα, το οποίο ήταν και το κύριο αίτημα. Με μόνο μια μικρή διέξοδο στο Αιγαίο γύρω από τη μικρή λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, η Βουλγαρία έπρεπε να εγκαταλείψει το σχέδιο της ηγεμονίας των Βαλκανίων.

Σύμφωνα με τους Anderson and Hershey, η νικήτρια και θριαμβεύτρια μετά την εξαγορά της Θεσσαλονίκης και την περισσότερη από την Μακεδονία μέχρι και το λιμάνι της Καβάλας, η Ελλάδα είχε ακόμη εκκρεμή ζητήματα .  Η Ιταλία ήταν σε αντίθεση με τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Βόρεια Ήπειρο και καθώς επίσης έλεγχε τα ελληνο-κατοικούμενα Δωδεκάνησα. Επιπλέον, το status quo των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, το οποίο η Ελλάδα το είχε λάβει από τους Οθωμανούς, παρέμεινε απροσδιόριστο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1914, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώρισαν την ελληνική κυριαρχία πάνω τους. Οι εντάσεις με τους Οθωμανούς παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, ωστόσο, για την αντιμετώπιση των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολής, που οδήγησε σε μια κρίση και έναν ναυτικό αγώνα το καλοκαίρι του 1914, που σταμάτησε μόνο με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος του πολέμου, η Ελλάδα είχε ακόμη αξιώσεις στα εδάφη εκτός των συνόρων της, που κατά εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν περίπου 3 εκατομμύρια Έλληνες
 
10 august 1913: Al doilea război balcanic: Reprezentanți din Bulgaria, România, Serbia, Muntenegru și Grecia semnează Tratatul de la București care pune capăt războiului. Tratatul de la București (1913) este tratatul de pace încheiat la 28 iulie (P.D.) / 10 august (N.D.) 1913 la București, de unde și denumirea, între Regatele Greciei, României, Serbiei și Muntenegrului pe de o parte și Bulgaria pe de alta. Acest tratat a pus capăt celui de-al doilea război balcanic imediat după înfrângerea Bulgariei. Cele anterioare Bulgaria, nemulțumită de câștigurile obținute în Primul Război Balcanic și în special de câștigurile Greciei și Serbiei în Macedonia, a lansat un atac asupra foștilor săi aliați în iunie 1913. Atacurile au fost respinse, iar armatele Greciei și Serbiei au invadat teritoriul bulgar. . În același timp, otomanii au înaintat în Tracia de Est și au recucerit Adrianopolul, în timp ce România a folosit ocazia pentru a invada Bulgaria dinspre nord și a înaintat cu puțină rezistență până în capitala Bulgariei, Sofia. Izolată și înconjurată de o coaliție mai puternică de rivali, Bulgaria a fost nevoită să accepte un armistițiu și să înceapă negocieri de pace care să aibă loc în capitala României, București. Toate aranjamentele și concesiile importante privind corectarea disputelor pe liniile de hotar internațional fuseseră perfecționate într-o serie de ședințe ale comisiei, stabilite în protocoale separate și ratificate oficial prin acțiunile ulterioare ale adunării generale a delegaților. Deși otomanii au participat și la cel de-al doilea război balcanic, ei nu sunt reprezentați în acest tratat. În schimb, ulterior au fost încheiate tratate bilaterale cu Bulgaria (Tratatul de la Constantinopol) și Grecia (Tratatul de la Atena). Tratatul În general, Tratatul de la București (1913) cu încheierea și semnarea imediată a fost foarte important mai ales pentru Aliați (Grecia, Serbia și România), prin care, pe lângă definirea granițelor Bulgariei învinse cu țările vecine aliate și victorioase , în același timp, a fost împiedicată și orice implicare a Imperiului Otoman în chestiunile balcanice, cu excepția ultimei recuceriri a Adrianopolului, precum și a unor părți din Tracia de Est până la râul Evros. Dar, în plus, pentru Grecia, prin acest tratat, a început să fie finalizată și soluția mult dorită a unei mari probleme cretane care încă amâna (¹). Deși acest tratat nu includea prevederi privind definirea granițelor dintre țările învingătoare, totuși principalele consecințe ale acestuia au fost: Serbia câștigă teren Granița de est a Serbiei era trasă de pe vârful Patarika, pe vechea graniță, și urma cotul dintre râurile Vardar și Strymona la granița greco-bulgară, cu excepția faptului că valea superioară a Strumiței a rămas în posesia bulgărească. Teritoriul câștigat a fost fuzionat cu centrul Vardar, incluzând Ohrid, Stip, Kotsani și Bitola în Macedonia de Nord actuală. Cu această prevedere, Serbia și-a mărit teritoriul de la 48.300 la 87.780 km pătrați. iar populația a crescut cu peste 1,5 milioane de locuitori. Câștigul Greciei în teritoriu Linia de frontieră care desparte Grecia de Bulgaria a fost trasată de la vârful Belesului până la gura Nestosului, în jurul Mării Egee. Această concesiune teritorială importantă, pe care Bulgaria a contestat-o ​​cu fermitate, în conformitate cu instrucțiunile primite în notele pe care Imperiul Rus și Austro-Ungaria le-au prezentat conferinței, a mărit suprafața Greciei de la 64.790 la 108.610 kmp. iar populația sa a crescut de la 2.660.000 la 4.363.000. Teritoriul anexat de Grecia include mari părți din Epir și Macedonia, inclusiv Salonic. Granița greco-bulgară a fost mutată spre est până dincolo de Kavala, limitând astfel coasta Mării Egee a Bulgariei la 110 km neglijabili, având doar Dedeagats (modernul Alexandroupolis) ca port. Mai mult, Creta a fost integrată definitiv în Grecia și oficial pe 14 decembrie a aceluiași an. În cadrul acestei regiuni se afla și Florina. Bulgaria câștigă teren Ponderea Bulgariei din prada, deși redusă semnificativ, nu a fost complet neglijabilă. Câștigurile sale nete într-o parte a Macedoniei, Pirin Macedonia (sau Macedonia bulgară), inclusiv orașul Stromnitsa, Tracia de Vest și 110 km de coasta Mării Egee, a fost de aproximativ 25.030 km pătrați, iar populația sa a crescut cu 129.490. În plus, Bulgaria a fost de acord să desființeze toate cetățile existente și s-a angajat să nu o facă nu se vor construi viitoare cetăți între granița greco-bulgară sau oriunde pe teritoriul dintre cele două orașe, sau pe o rază de 20 de kilometri în jurul Balcicului. România câștigă teren Bulgaria a cedat României Dobrogea de Sud, situată la nord de o linie care merge de la Dunăre, chiar deasupra Tutrakanului pe coasta de vest a Mării Negre, la sud de Dobrogea de Sud are o suprafață de aproximativ 6.960 kmp, cu o populație de 286.000 de locuitori. , și include cetatea Silistra și orașele Tutrakan de pe Dunăre în Marea Neagră. Evaluare Potrivit lui Anderson și Hershey, deteriorarea severă a condițiilor impuse Bulgariei a contrastat cu ambițiile guvernului său la începutul războiului balcanic: a fost terenul câștigat în cele din urmă relativ limitat? Bulgaria nu a reușit să câștige Macedonia, care a fost osul lui de dispută în timpul războiului, și mai ales regiunile Ohrid și Bitola, care a fost, de asemenea, principala cerere. Având doar o mică ieșire în Egee, în jurul micului port Alexandroupolis, Bulgaria a fost nevoită să abandoneze planul de hegemonie asupra Balcanilor. Potrivit lui Anderson și Hershey, victorioși și triumfători după achiziționarea Salonicului și cea mai mare parte a Macedoniei până la portul Kavala, Grecia mai avea probleme restante. Italia s-a opus pretențiilor grecești asupra Epirului de Nord și, de asemenea, controla Dodecanezul locuit de greci. Mai mult, status quo-ul insulelor din nord-estul Egeei, pe care Grecia îl primise de la otomani, a rămas nedeterminat până în februarie 1914, când Marile Puteri au recunoscut suveranitatea grecească asupra lor. Tensiunile cu otomanii au rămas însă mari în privința persecuției grecilor din Orient, ducând la o criză și o bătălie navală în vara anului 1914, care s-a oprit abia odată cu izbucnirea Primului Război Mondial. La sfârșitul războiului, Grecia avea încă pretenții asupra teritoriilor din afara granițelor sale, care numărau la acea vreme aproximativ 3 milioane de greci.