το σπίτι με τα ροζ ρόδα (φ.Μ.Κυμάκη) |
πηγή : http://www.onestory.gr/post/27436756805
ΤΑ ΕΞΙ ΣΠΙΤΙΑ
της Δέσποινας Σωτηρίου
.
Μεγάλωσε σε εκείνο το δρόμο. Στο σπίτι με τον αριθμό 35 και την
εσωτερική αυλή που η μάνα της φύτευε βασιλικό και γεράνια στους
μεταλλικούς ντενεκέδες. Το σπίτι επεκτεινόταν πέρα από τα κλειστά όρια
των τοίχων, έξω στο πεζοδρόμιο, στο προαύλιο της εκκλησίας και στην αυλή
του γείτονα.
Την εποχή της «εργολαβικής άνοιξης» έδωσαν το σπίτι
«αντιπαροχή», για δύο διαμερίσματα ρετιρέ, στον 5ο και τον 6ο όροφο. Ένα
για κάθε κορίτσι. Αφού ο πατέρας προίκισε τις κόρες του, πέθανε ήσυχος
με ένα χαμόγελο στο στόμα που είχε μείνει μόνιμο μετά από ένα
εγκεφαλικό.
Στα τελευταία της, η μάνα της έβλεπε γυμνές γυναίκες
στο απέναντι χωράφι να χαριεντίζονται με άντρες. Την καλούσαν και αυτή,
μα η ηθική της αστικής ανατροφής της, της επέτρεπε μόνο να κοιτά από το
μπαλκόνι.
Μετά έφυγε κι εκείνη, με τον καημό ότι οι κόρες της θα
έμεναν στο ράφι. «Μεγαλοκοπέλες είστε πια, βρείτε ένα καλό παλικάρι.
Πότε θα κάνετε επιτέλους παιδιά;» Στην κηδεία της παραβρέθηκαν λίγοι.
Εκείνη, η αδερφή της και κάτι θειάδες που έδιναν και την ψυχή τους για
κηδείες. Θα νόμιζες ότι περιμένουν πάνω από το τηλέφωνο να ακούσουν για
τον επόμενο θάνατο και να φρεσκάρουν το μαύρο τους ταγιέρ. Εκτός βέβαια
εάν ο θάνατος ήταν ο δικός τους, οπότε κάποιος άλλος θα πήγαινε το
ταγιέρ στο καθαριστήριο.
Έπειτα από μερικά χρόνια παντρεύτηκε η
αδερφή της ένα καλό παλικάρι με μεγάλη περιουσία στην Εκάλη και πήγε στα
βόρεια προάστια να μεγαλώσει τα δύο στρουμπουλά μωρά της που έμοιαζαν
στο καλό παλικάρι και να περνάει τις ημέρες της με έντονες ημικρανίες
μέσα σε μια μεζονέτα 550 τετραγωνικών.
Το ένα ρετιρέ πουλήθηκε και
στο δικό της μπαινόβγαιναν άγνωστοι άντρες, αρχικά σε συχνά διαστήματα,
αλλά μετά αραίωσαν ώσπου την ξέχασαν και αυτοί. Βαρέθηκε κι εκείνη να
τους περιμένει και η ησυχία γύρω της μεγάλωσε.
Κλείδωσε λοιπόν την
πόρτα και άρχισε να μετακινεί τα έπιπλα μέσα στο σπίτι, για χρόνια.
Ξεκίνησε από απλές μετακινήσεις και κατέληξε να μεταφέρει ολόκληρη την
τραπεζαρία στο μπάνιο, την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο και κοιμόταν κάτω από
τον απορροφητήρα.
Αφού εξάντλησε όλους τους συνδυασμούς επίπλων
και δωματίων συνέχισε αλλάζοντας θέση στα κουφώματα, κλείνοντας τις
παλιές τρύπες και ανοίγοντας νέες. Και αφού έστρεψε ολόκληρο το άνοιγμα
του σπιτιού προς τη μεσοτοιχία με τη διπλανή πολυκατοικία, με
προσανατολισμό δυτικο μεσημβρινό μετακόμισε στο μπαλκόνι, παίρνοντας τα
απαραίτητα αναμνηστικά και άφησε το σπίτι σύξυλο.
Κατοίκησε στο
μπαλκόνι για μερικά χρόνια, μπολιάζοντας τα γεράνια με τις λεμονιές μέσα
στις γλάστρες που της είχε αφήσει η μάνα της και στόλιζε τη θέα των
απέναντι πολυκατοικιών με κάτι κάδρα με φουρτουνιασμένες θάλασσες και
εργόχειρα πλεκτά με τριαντάφυλλα, λουλουδάκια της άνοιξης και χαριτωμένα
σκυλάκια.
Και μετά μπούχτισε και με το μπαλκόνι και μετοίκησε με
μια βαλίτσα ενθύμια και τον πολυέλαιο της τραπεζαρίας στο ασανσέρ που
ήταν ευρύχωρο και είχαν πληρώσει και τόσα λεφτά για να το αλλάξουν.
Κρέμασε τον πολυέλαιο στην οροφή και πατούσε τα κουμπιά των ορόφων για
να νανουρίζεται τα βράδια με τον ήχο από τα διαμαντάκια του πολυελαίου
που συγκρούονταν μεταξύ τους. Προσπάθησε για χρόνια να αποφασίσει σε
ποιον όροφο θα ήταν προτιμότερο να εγκατασταθεί, μα τελικά βαρέθηκε και
το ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο, κάνοντας κατάληψη στη μαρμάρινη
σκάλα της εισόδου.
Αρχικά η χαρά της ήταν απερίγραπτη που το
καινούργιο της σπίτι είχε 5 επίπεδα. Μαρμάρινα και καλογυαλισμένα. Και
μάρμαρο βεροίας, «κατάλευκο, χωρίς νερά και ανθεκτικό», που έλεγε και ο
εργολάβος που είχε αναλάβει την κατασκευή της πολυκατοικίας. Κάθε μέρα
κοιμόταν και σε διαφορετικό σκαλί και κρέμασε τα ασημένια μαχαιροπίρουνα
της προίκας της στους ξύλινους χειρολισθήρες. Και βρήκαν και τα
μαχαιροπίρουνα και οι χειρολισθήρες επιτέλους κάποια χρησιμότητα.
Μερικά χρόνια αργότερα όμως αποφάσισε την οριστική της μετακόμιση στο
υπαίθριο σπίτι που είχε ζήσει μικρή και εγκαταστάθηκε στο πεζοδρόμιο,
δίπλα σε μια νεραντζιά, που μοσχοβολούσε κάθε άνοιξη. Για αρχή μέτρησε
όλα τα τετραγωνάκια των τσιμεντένιων πλακών του πεζοδρομίου γύρω της. Τα
βρήκε 85. Μετά στόλισε τα σεμεδάκια που είχε πλέξει στα μαθήματα της
ΧΑΝ το πάλαι ποτέ στα παρκαρισμένα μηχανάκια. Όταν τελείωσαν τα
σεμεδάκια έβγαλε από τη βαλίτσα της το εικόνισμα κάποιου άγνωστου αγίου
στο οποίο είχε χαράξει ο πατέρας της τις ημερομηνίες από τα μεγάλα
γεγονότα της ζωής του, τον γάμο του, τις γεννήσεις των κοριτσιών, την
αποφοίτηση τους από το Πανεπιστήμιο και το προσκυνούσε κάθε πρωί.
Και η βαλίτσα, που κουβαλούσε από σπίτι σε σπίτι με τα ενθύμια της ζωής
της, κειμήλια πολύτιμα και ανούσια που στόλιζε γύρω της, είχε πια
αδειάσει. Μόνο στον πάτο είχε μείνει μια αφίσσα κορνιζαρισμένη σαν να
επρόκειτο για κάποιο έργο τέχνης πολύ σημαντικό. Μα ήταν απλά μια
φωτογραφία ενός κτιρίου γραφείων με μια τεράστια επιγραφή «TSANTALIS»
στην ταράτσα του.
Το ενθύμιο αυτό δεν ήταν δικό της. Δεν ανήκε στην
οικογένεια της, ούτε στο σπίτι της. Κοίταξε ολόγυρα να βρει τον
ιδιοκτήτη αυτής της ανάμνησης. Κι αφού κανέναν άλλο δεν είδε, παρά μόνο
τον μπλε κάδο ανακύκλωσης, σηκώθηκε και άφησε την αφίσσα εκεί δίπλα, να
στολίσει το δικό του σπίτι.
Έπειτα πήρε την άδεια της βαλίτσα, αναζητώντας για νέα στέγη.
.
Η Δέσποινα Σωτηρίου γεννήθηκε στην Αθήνα μια μέρα με καύσωνα. Σπούδασε
Αρχιτεκτονική γιατί πίστεψε ότι τα κτίρια είναι πιο ρεαλιστικά από τις
σκέψεις της. Δεν έχει βγάλει κάποιο συμπέρασμα μέχρι σήμερα. Διαβάζει
και γράφει παραμύθια. Δημοσιεύει μικρά διηγήματα της στο blog www.paramesos.gr. [ facebook ] [ e-mail ]
THE SIX HOUSES
of Despina Sotiriou
.
He grew up on that street. In the house number 35 and the inner courtyard where her mother used to plant basil and geraniums in the metal sheds. The house extended beyond the closed confines of the walls, out onto the sidewalk, into the churchyard, and into the neighbor's yard.
At the time of the "contracting spring" they gave the house a "compensation", for two penthouse apartments, on the 5th and 6th floors. One for each girl. After the father endowed his daughters, he died peacefully with a smile on his face that had remained permanent after a stroke.
In her later years, her mother would see naked women in the opposite field having sex with men. She was also invited, but the ethics of her urban upbringing only allowed her to look from the balcony.
Then she left too, regretting that her daughters would be left on the shelf. "You're big girls now, find a good boy. When will you finally have children?' Few people attended her funeral. She, her sister and some aunts who gave their souls for funerals. You'd think they're waiting over the phone to hear about the next death and refresh their black tayer. Unless of course the death was theirs, in which case someone else would take the tayer to the dry cleaners.
After a few years her sister married a nice guy with a lot of property in Ekali and went to the northern suburbs to raise her two squirmy babies who looked like the nice guy and spend her days with intense migraines in a 550 square meter maisonette.
One of the penthouses was sold, and unknown men came in and out of hers, at first at frequent intervals, but then they thinned out until they forgot her too. She also got tired of waiting for them and the silence around her grew.
So he locked the door and started moving the furniture around the house, for years. It started with simple moves and ended up moving the entire dining room into the bathroom, the kitchen into the bedroom and sleeping under the hood.
After exhausting all combinations of furniture and rooms, he continued by changing the position of the frames, closing the old holes and opening new ones. And after turning the entire opening of the house towards the partition wall with the adjacent apartment building, with a west meridian orientation, he moved to the balcony, taking the necessary souvenirs and left the house in a state of flux.
She lived on the balcony for a few years, grafting geraniums with lemon trees in the pots her mother had left her and decorating the view of the apartment buildings across the street with some frames of stormy seas and hand-knitted roses, spring flowers and cute dogs.
And then he got carried away with the balcony and moved in with a suitcase of souvenirs and the dining room chandelier in the elevator that was spacious and they had paid so much money to change it. He hung the chandelier from the ceiling and pressed the floor buttons to be lulled at night to the sound of the chandelier's diamonds colliding with each other. He tried for years to decide which floor would be preferable to settle on, but finally he got tired of the elevator and went down to the ground floor, occupying the marble staircase of the entrance.
Initially her joy was indescribable that her new house had 5 levels. Marble and well polished. And veroia marble, "pure white, waterproof and durable", as the contractor who had undertaken the construction of the apartment building said. Each day she also slept on a different step and hung her dowry's silver cutlery on the wooden handrails. And the cutlery and handrails finally found some use.
A few years later, however, she decided to permanently move to the open-air house she had lived in as a child and settled on the sidewalk, next to an orange tree, which grew musky every spring. To begin with, she counted all the squares of the concrete pavement around her. She found 85 of them. Then she decorated the little things she had knitted in the HAN classes a long time ago on the parked motorbikes. When the snacks were finished, she took out of her suitcase the icon of some unknown saint on which her father had engraved the dates of the major events of his life, his marriage, the births of his daughters, their graduation from the University, and he worshiped it every morning.
And the suitcase, which she carried from house to house with the mementos of her life, precious and meaningless heirlooms that she adorned around her, was now empty. Only at the bottom was a poster framed as if it were some very important work of art. But it was just a picture of an office building with a huge 'TSANTALIS' sign on its roof.
This memento was not hers. He did not belong to her family, nor to her home. He looked around to find the owner of this memory. And since he saw no one else but himself the blue recycling bin, got up and left the poster next to it, to decorate his own house.
Then she took her empty suitcase, looking for a new roof.
.
Despina Sotiriou was born in Athens on a hot day. She studied Architecture because she believed that buildings are more realistic than her thoughts. He has not reached a conclusion to date. He reads and writes fairy tales. She publishes her short stories on the blog
NA SÉ THITHE de Despina Sotiriou . D’fhás sé suas ar an tsráid sin. Sa teach uimhir 35 agus sa chlós inmheánach áit a mbíodh a máthair ag cur basil agus geraniums sna botháin miotail. Shín an teach thar theorainneacha dúnta na mballaí, amach ar an gcosán, isteach sa reilig, agus isteach i gclós na comharsan. Ag am an "earrach conarthach" thug siad an teach "cúiteamh", le haghaidh dhá árasán penthouse, ar an 5ú agus 6ú hurlár. Ceann do gach cailín. Tar éis don athair a iníonacha a bhronnadh, fuair sé bás go síochánta le gáire ar a aghaidh a d'fhan buan tar éis stróc. Sna blianta ina dhiaidh sin, d'fheicfeadh a máthair mná naked sa réimse eile ag gnéas le fir. Tugadh cuireadh di freisin, ach níor thug an eitic a bhain lena tógáil uirbeach ach cead di breathnú ón mbalcóin. Ansin d'fhág sí freisin, aiféala go mbeadh a hiníonacha a fhágáil ar an seilf. “Is cailíní móra sibh anois, faigh buachaill maith. Cathain a bheidh leanaí agat faoi dheireadh?' Is beag duine a d’fhreastail ar a sochraide. Sí féin, a deirfiúr agus roinnt aintíní a thug a n-anamacha le haghaidh sochraidí. Shílfeá go bhfuil siad ag fanacht ar an nguthán le cloisteáil faoin gcéad bhás eile agus lena n-athnuachan a dhéanamh. Murab ar ndóigh ba leo féin an bás, agus sa chás sin thabharfadh duine éigin eile an tíogair chuig na tirimghlantóirí. Tar éis cúpla bliain phós a deirfiúr fear deas le go leor maoine in Ekali agus chuaigh sí go dtí na bruachbhailte thuaidh chun a beirt leanbh squirmy a bhí cosúil leis an Guy deas a thógáil agus a laethanta a chaitheamh le migraines dian i maisonette 550 méadar cearnach. Díoladh ceann de na penthouses, agus tháinig fir anaithnide isteach agus amach as a cuid, ar dtús go minic, ach ansin tanaigh siad amach go ndearna siad dearmad uirthi freisin. D'éirigh sí tuirseach freisin ag fanacht leo agus d'fhás an ciúnas timpeall uirthi. Mar sin ghlas sé an doras agus thosaigh sé ag bogadh an troscáin timpeall an tí, ar feadh na mblianta. Thosaigh sé le bogann simplí agus chríochnaigh sé ag bogadh an seomra bia ar fad isteach sa seomra folctha, an chistin isteach sa seomra leapa agus codlata faoi na cochall. Tar éis dó gach teaglaim de throscán agus de sheomraí a ídiú, lean sé ar aghaidh ag athrú seasamh na bhfrámaí, ag dúnadh na sean-phoill agus ag oscailt cinn nua. Agus tar éis oscailt iomlán an tí a iompú i dtreo an bhalla deighilte leis an bhfoirgneamh árasán in aice láimhe, le treoshuíomh siar-fhadlíne, bhog sé go dtí an mbalcóin, ag tógáil na cuimhneacháin riachtanacha agus d'fhág sé an teach i stát flux. Bhí cónaí uirthi ar an mbalcóin ar feadh cúpla bliain, ag grafáil geraniums le crainn líomóide sna potaí a d'fhág a máthair í agus ag maisiú radharc na bhfoirgneamh árasán trasna na sráide le roinnt frámaí de fharraigí stoirmeacha agus rósanna lámh-chniotáilte, bláthanna earraigh agus gleoite. madraí. Agus ansin d’éirigh sé leis an mbalcóin agus bhog sé isteach le culaith cuimhneacháin agus an chandelier seomra bia san ardaitheoir a bhí fairsing agus d’íoc siad an oiread sin airgid chun é a athrú. Chroch sé an chandelier ón tsíleáil agus bhrúigh sé na cnaipí urláir le lulled san oíche le fuaim diamaint an chandelier ag bualadh lena chéile. Rinne sé iarracht ar feadh na mblianta cinneadh a dhéanamh ar an urlár ab fhearr socrú air, ach ar deireadh d'éirigh sé tuirseach den ardaitheoir agus chuaigh sé síos go dtí an urlár talún, ag áitiú staighre marmair an bhealaigh isteach. Ar dtús bhí an t-áthas do-thuairiscithe uirthi go raibh 5 leibhéal ag a teach nua. Marmar agus dea-snasta. Agus marmair veroia, "íon bán, uiscedhíonach agus durable", mar a dúirt an conraitheoir a thug faoi thógáil an fhoirgnimh árasán. Gach lá chodail sí freisin ar chéim eile agus crochadh sceanra airgid a spré ar na ráillí láimhe adhmaid. Agus baineadh úsáid as na sceanra agus na ráillí láimhe ar deireadh. Cúpla bliain ina dhiaidh sin, áfach, chinn sí bogadh go buan go dtí an teach faoin aer ina raibh cónaí uirthi mar leanbh agus shocraigh sí ar an gcosán, in aice le crann oráiste, a d'fhás musky gach earrach. Ar dtús, chomhaireamh sí na cearnóga go léir den chosán coincréite timpeall uirthi. D’aimsigh sí 85 acu.Ansin mhaisigh sí na rudaí beaga a bhí cniotáilte aici sna ranganna HAN i bhfad ó shin ar na gluaisrothair pháirceáilte. Nuair a bhí an sneaiceanna críochnaithe, thóg sí amach as a mála íocón naomh éigin anaithnid ar a raibh dátaí imeachtaí móra a shaoil greanta ag a hathair, a phósadh, breitheanna a iníonacha, a gcéimeanna ón Ollscoil, agus adhradh sé é gach maidin. Agus bhí an mhála taistil, a d’iompair sí ó theach go teach le cuimhní cinn a saoil, heirlooms luachmhara gan bhrí a mhaisigh sí timpeall uirthi, folamh anois. Ní raibh ach póstaer frámaithe ag an mbun amhail is dá mba shaothar ealaíne an-tábhachtach é. Ach ní raibh ann ach pictiúr d’fhoirgneamh oifige le comhartha ollmhór ‘TSANTALIS’ ar a dhíon. Ní raibh an memento seo léi. Níor bhain sé lena teaghlach, ná lena baile. D'fhéach sé timpeall chun úinéir an chuimhne seo a fháil. Agus mar ní fhaca sé éinne eile ach é féin an bosca gorm athchúrsála, d’éirigh sé agus d’fhág sé an póstaer in aice leis chun a theach féin a mhaisiú. Ansin thóg sí a culaith folamh, ag lorg díon nua. . Rugadh Despina Sotiriou san Aithin ar lá te. Rinne sí staidéar ar an Ailtireacht mar gur chreid sí go bhfuil foirgnimh níos réadúla ná mar a shíl sí. Níl aon chonclúid bainte amach aige go dtí seo. Léann agus scríobhann sé scéalta fairy. Foilsíonn sí a cuid gearrscéalta ar an mblag