Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Λικέρ Σταφύλι

Λικέρ Σταφύλι (απο μαυρη σταφιδα).

Τι χρειαζόμαστε:

1000 γρ ζάχαρη
1000 γρ ρώγες σταφύλι (σταφιδα μαύρη)
700 γρ ρακί

Πως το κάνουμε:

Διαβάστε περισότερο: Λικέρ Σταφύλι
 
Grape Liqueur (from black currant). What we need: 1000 g of sugar 1000 g grape stalks (black currants) 700 g raki How do we do it: Read more: Λικέρ Σταφύλι
 
Licéar fíonchaor (ó currant dubh). Cad is gá dúinn: 1000 g siúcra 1000 g gais fíonchaor (cuiríní dubha) 700 g ruán Conas a dhéanaimid é: Léigh níos mó: Λικέρ Σταφύλι
 
Traubenlikör (aus schwarzer Johannisbeere). Was wir brauchen: 1000 g Zucker 1000 g Traubenstiele (schwarze Johannisbeeren) 700 g Raki Wie machen wir es: Λικέρ Σταφύλι
 
Üzüm Likörü (siyah frenk üzümünden). İhtiyacımız olan: 1000 gr şeker 1000 gr üzüm sapı (siyah kuş üzümü) 700 gr rakı Bunu nasıl yaparız: Devamını oku: Λικέρ Σταφύλι

Με κομμένη την ανάσα (ταινία 1960)

 

Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας.

Το Με κομμένη την ανάσα (πρωτότυπος τίτλος: À bout de souffle, αγγλ. Breathless) είναι περιπέτεια παραγωγής 1960 σε σκηνοθεσία και σενάριο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Ζαν Πολ Μπελμοντό και Τζιν Σίμπεργκ. Πρόκειται για την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε ο Γκοντάρ στην οποία ο Μπελμοντό έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός.
Η ταινία αποτελεί πρώιμο δείγμα του γαλλικού νέου κύματος και μαζί με τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups) του Τρυφώ και το Χιροσίμα, αγάπη μου (Hiroshima, Mon Amour), που γυρίστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα επέφερε παγκόσμια αναγνώριση αυτού του νέου είδους κινηματογράφησης.

Πλοκή Ένας απατεώνας, Ο Μισέλ Πουακάρ (Ζαν Πολ Μπελμοντό) κλέβει ένα αμερικανικό αυτοκίνητο στη Μασσαλία και ξεκινά για το Παρίσι. Μέσα στο αμάξι ανακαλύπτει ένα πιστόλι και διασκεδάζει παίζοντας και σκοπεύοντας τα αυτοκίνητα με τα οποία διασταυρώνεται. Μέχρι τη στιγμή που πέφτει σε ένα μπλοκ αστυνομικών και για να το αποφύγει πατάει γκάζι, αλλά οι μοτοσικλετιστές τον ακολουθούν. Στρίβει σ' ένα παράπλευρο δρόμο, νομίζοντας ότι ξέφυγε, αλλά πέφτει πάνω σ' έναν αστυνομικό και χωρίς να σκεφτεί, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Και φεύγει τρέχοντας, πεζός, φορώντας μονάχα το πουκάμισό του. Κάποτε φτάνει απελπισμένος και κυνηγημένος μέχρι το Παρίσι και συναντά μια πανέμορφη Αμερικανίδα την Πατρίτσια (Τζιν Σίμπεργκ), με την οποία είχε σχέση στο παρελθόν, που πουλά φύλλα της «Χεράλντ Τριμπιούν, στα Ηλύσια πεδία. Ενώ ο Μισέλ καταζητείται από την αστυνομία, προσπαθεί να κάνει την Πατρίτσια να τον αγαπήσει και να το σκάσει μαζί του για την Ιταλία.

Το έργο

Στο Παρίσι, ένας νεαρός γκάνγκστερ προδίδεται στην αστυνομία από την Αμερικανίδα φίλη του. Μια συνηθισμένη γκανγκστερική ιστορία μετατρέπεται σε μια πρωτότυπη, επαναστατική ταινία, από τις πιο αντιπροσωπευτικές που μας έδωσε η γαλλική νουβέλ βαγκ.

Η ταινία που έσπασε τους περισσότερους κανόνες της μέχρι τότε κινηματογραφικής γλώσσας, ορόσημο στη δημιουργία ενός μετα-μοντέρνου κινηματογράφου, που επέβαλε με το ανατρεπτικό, άναρχο στιλ της η «νουβέλ βαγκ», μια ομάδα κριτικών γύρω από το γαλλικό περιοδικό «Κινηματογραφικά τετράδια», στην οποία συμμετείχαν οι Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ και Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Η ιστορία της ταινίας ήταν βασισμένη σε μια αληθινή είδηση των εφημερίδων, που έγραψε για τον Γκοντάρ ο Τριφό, όπου ένας ασήμαντος γκάνγκστερ πυροβολεί έναν αστυνομικό και κρύβεται στο σπίτι μιας φίλης του, η οποία τελικά τον προδίδει.

Πρόκειται για μια απλή συνηθισμένη ιστορία, που ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για να φτιάξει μια ταινία-φόρο τιμής στις αμερικανικές γκανγκστερικές, χαμηλού κόστους, ταινίες (η ταινία είναι αφιερωμένη στην ειδικευμένη στα B-movies εταιρεία Monogram), με ένα νεαρό Ζαν-Πολ Μπελμοντό να συνθέτει το ρόλο του με βάση εκείνο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη με κοντά μαλλιά και αγορίστικη εμφάνιση βαμπ της Τζιν Σίμπεργκ, στο ρόλο της Αμερικανίδας φιλενάδας του που πουλά το New York Herald Tribune στο Σαν Ελιζέ, να συμβολίζει μια πλευρά της αμερικανικής κουλτούρας του 20ού αιώνα.

Με την πρώτη του αυτή κιόλας ταινία, ο Γκοντάρ κατάφερε να φτιάξει ένα εντελώς πρωτότυπο, δοσμένο με φαντασία έργο, χρησιμοποιώντας ένα προσωπικό, ελλειπτικό στιλ, που ανέτρεπε τη μέχρι τότε γνωστή κινηματογραφική γλώσσα.

Ένα στιλ με αυτοσχέδιες σκηνές, γυρισμένες με την κάμερα στο χέρι (με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ να συλλαμβάνει την υφή του σύγχρονου κόσμου μας), με γρήγορες, ανακόλουθες αλλαγές πλάνων, με πρωτότυπο μοντάζ και επικαλυπτόμενο διάλογο, που έδιναν στην ταινία έναν απότομο ρυθμό, συγγενικό μ' εκείνο της μουσικής τζαζ ή του κολάζ στη ζωγραφική.

Ταυτόχρονα μια ταινία που σχολιάζει τον κόσμο μας (σε μια σκηνή βλέπουμε την παρέλαση Ντε Γκολ - Αϊζενχάουερ στα Ηλύσια Πεδία), αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με τα μελό και τα θρίλερ του, και μας δείχνει πώς, τόσο από τη δεκαετία του '60 ως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, τα πάντα περνούν και, συχνά διαμορφώνονται, μέσα από την εικόνα: η πολιτική, η λογοτεχνία, και η ίδια η ζωή.

Affiche du film du film. Breathless (titre original : À bout de souffle, anglais : Breathless) est un film d'aventure de 1960 réalisé et écrit par Jean-Luc Godard. Les protagonistes du film sont Jean-Paul Belmondo et Jeanne Schiberg. C'est le premier long métrage réalisé par Godard dans lequel Belmondo fait ses débuts d'acteur. Le film est un des premiers exemples de la Nouvelle Vague française et, avec Les Quatre Cents Coups de Truffaut et Hiroshima, Mon Amour, tourné un an plus tôt, a apporté une reconnaissance mondiale à ce nouveau type de cinématographie. Intrigue Un escroc, Michel Poicard (Jean Paul Belmonteau) vole une voiture américaine à Marseille et part pour Paris. A l'intérieur de la voiture, il découvre une arme à feu et s'amuse à jouer et à viser les voitures qu'il croise. Jusqu'à ce qu'il percute un bloc de police et pour l'éviter, il appuie sur l'accélérateur, mais les motards le suivent. Il tourne dans une rue latérale, pensant qu'il s'est échappé, mais se heurte à un policier et sans réfléchir, lui tire dessus et le tue. Et il s'enfuit, à pied, vêtu seulement de sa chemise. Désespéré et pourchassé, il arrive une fois à Paris et rencontre une belle Américaine, Patricia (Jean Shiberg), avec qui il a eu une relation dans le passé, qui vend des journaux du "Herald Tribune" sur les Champs Elysées. Alors que Michel est recherché par la police, il tente de se faire aimer de Patricia et s'enfuit avec lui en Italie. Le jeu A Paris, un jeune gangster est dénoncé à la police par sa petite amie américaine. Une banale histoire de gangster se transforme en un film original, révolutionnaire, l'un des plus représentatifs que la nouvelle vague française nous ait donné. Le film qui a jusqu'alors enfreint la plupart des règles du langage cinématographique, un jalon dans la création d'un cinéma post-moderne, imposé avec son style subversif et anarchique par la "nouvelle vag", un groupe de critiques autour du magazine français "Cinema Carnets", auxquels ont participé François Truffaut, Claude Chabrol, Eric Rohmer, Jacques Rivette et Jean-Luc Godard. L'histoire du film était basée sur une histoire de journal vraie, écrite pour Godard par Truffaut, dans laquelle un petit gangster tire sur un policier et se cache dans la maison d'une petite amie, qui finit par le trahir. C'est une histoire simple, banale, dont Godard se sert pour rendre hommage aux films de gangsters américains à petit budget (le film est dédié au spécialiste de la série B Monogram), avec un jeune Jean-Paul Belmonteau il construit son rôle à partir de celui de Humphrey Bogart et la vamp boyish aux cheveux courts de Jeanne Schiberg, en tant que sa petite amie américaine qui vend le New York Herald Tribune sur le Saint-Elysée, symbolisent une facette de la culture américaine du XXe siècle. Avec ce tout premier film, Godard a réussi à créer une œuvre totalement originale et imaginative, utilisant un style personnel et elliptique qui bouleversait le langage cinématographique connu jusqu'alors. Un style de scènes improvisées à main levée (avec la photographie en noir et blanc de Raoul Coutard capturant la texture de notre monde moderne), des plans rapides et séquentiels, un montage original et des dialogues qui se chevauchent qui ont donné au film un rythme aigu, semblable à celui de la musique jazz ou du collage en peinture. A la fois un film qui commente notre monde (on voit dans une scène le défilé de Gaulle - Eisenhower sur les Champs Elysées), mais aussi le cinéma lui-même avec son mélodrame et ses polars, et nous montre comment, aussi bien des années 60 à Dans la première décennie du XXIe siècle, tout passe par et est souvent façonné par l'image : la politique, la littérature et la vie elle-même.

Póstaer scannán an scannáin. Scannán eachtraíochta 1960 a stiúraigh agus a scríobh Jean-Luc Godard is ea Breathless (bunteideal: À bout de souffle, Béarla: Breathless). Is iad Jean-Paul Belmondo agus Jeanne Schiberg príomhphearsana an scannáin. Is é an chéad ghnéscannán a stiúraigh Godard ina ndearna Belmondo a chéad aisteoireacht. Is sampla luath é an scannán de Thonn Nua na Fraince, agus in éineacht le Les Quatre Cents Coups le Truffaut agus Hiroshima, lámhaigh Mon Amour, a lámhaigh bliain roimhe sin, thug sé aitheantas domhanda don chineál nua cineamatagrafaíochta seo. Plot A swindler, ghoid Michel Poicard (Jean Paul Belmonteau) carr Meiriceánach i Marseille agus téann sé go Páras. Laistigh den charr aimsíonn sé gunna agus bíonn spraoi aige ag imirt agus ag díriú ar na gluaisteáin a dtrasnaíonn sé cosáin leo. Go dtí go dtiteann sé isteach i mbloc póilíní agus chun é a sheachaint téann sé ar an ngás, ach leanann na gluaisrothaithe é. Casann sé síos taobhshráid, ag ceapadh go bhfuil sé tar éis éalú, ach ritheann isteach i bpóilín agus gan smaoineamh, scaoileann sé agus maraíonn sé é. Agus ritheann sé ar shiúl, ar scór, ag caitheamh a léine amháin. Nuair a bhíonn sé éadóchasach agus sa tóir air, sroicheann sé Páras uair amháin agus buaileann sé le bean álainn Meiriceánach, Patricia (Jean Shiberg), a raibh caidreamh aige léi roimhe seo, a dhíolann páipéir ón "Herald Tribune" ar na Champs Elysées. Cé go bhfuil Michel ag teastáil ó na póilíní, déanann sé iarracht grá a thabhairt do Phádraig dó agus rith leis go dtí an Iodáil. An dráma I bPáras, gealltar gangster óg do na póilíní ag a chailín Meiriceánach. Casann gnáthscéal gangster ina scannán bunaidh, réabhlóideach, ceann de na cinn is ionadaí a thug an nouvelle vague Francach dúinn. An scannán a bhris an chuid is mó de na rialacha teanga cinematic go dtí sin, cloch mhíle i gcruthú phictiúrlann iar-nua-aimseartha, a fhorchuirtear lena stíl treascracha, anarchic ag an "nouvelle vag", grúpa léirmheastóirí ar fud an iris Fraincis "Cinema. Leabhair Nótaí", inar ghlac Francois Truffaut, Claude Chabrol, Eric Rohmer, Jacques Rivette agus Jean-Luc Godard páirt. Bhí scéal an scannáin bunaithe ar fhíorscéal nuachtáin, a scríobh Truffaut do Godard do Godard, ina scaoileann maighniteoir póilín agus cuireann sé i bhfolach i dteach leannán cailín a dhéanann feall air sa deireadh. Is gnáthscéal simplí é, a úsáideann Godard chun ómós a thabhairt do scannáin gangster ar bhuiséad íseal Mheiriceá (tá an scannán tiomnaithe don Monogram speisialtóir B-scannáin), le Jean-Paul Belmonteau óg a dhéanann sé a ról bunaithe ar ról an B-scannáin. Siombail de chultúr Mheiriceá an 20ú haois é Humphrey Bogart agus an vamp buachailleach gearr-haired Jeanne Schiberg, mar a chailín Meiriceánach a dhíolann an New York Herald Tribune ar an St. Elysee. Leis an gcéad scannán seo, d’éirigh le Godard saothar samhlaíoch iomlán bunaidh a chruthú, ag baint úsáide as stíl phearsanta, éilipseach a d’iompaigh an teanga chineamatach a raibh aithne uirthi roimhe seo. Stíl radharcanna seiftithe láimhe (le grianghrafadóireacht dubh-agus-bán Raoul Coutard ag gabháil d’uigeacht ár ndomhan nua-aimseartha), seatanna gasta, seicheamhacha, eagarthóireacht bhunaidh, agus idirphlé forluiteach a thug rithim ghéar don scannán, cosúil leis sin. de cheol snagcheoil nó colláis sa phéinteáil. Ag an am céanna scannán a dhéanann trácht ar ár ndomhan (i radharc amháin a fheicimid an pharáid de Gaulle - Eisenhower ar an Champs Elysées), ach freisin ar an phictiúrlann féin lena melodrama agus thrillers, agus léiríonn dúinn conas, araon ó na 60í go dtí an chéad deich mbliana den 21ú haois, téann gach rud tríd agus is minic a mhúnlaíonn an íomhá: an pholaitíocht, an litríocht, agus an saol féin.

Movie poster of the movie. Breathless (original title: À bout de souffle, English: Breathless) is a 1960 adventure film directed and written by Jean-Luc Godard. The protagonists of the film are Jean-Paul Belmondo and Jeanne Schiberg. It is the first feature film directed by Godard in which Belmondo made his acting debut. The film is an early example of the French New Wave, and along with Truffaut's Les Quatre Cents Coups and Hiroshima, Mon Amour, shot a year earlier, brought worldwide recognition to this new kind of cinematography. Plot A swindler, Michel Poicard (Jean Paul Belmonteau) steals an American car in Marseilles and sets off for Paris. Inside the car he discovers a gun and has fun playing and aiming at the cars he crosses paths with. Until he crashes into a police block and to avoid it he steps on the gas, but the motorcyclists follow him. He turns down a side street, thinking he has escaped, but runs into a policeman and without thinking, shoots and kills him. And he runs away, on foot, wearing only his shirt. Desperate and chased, he once arrives in Paris and meets a beautiful American woman, Patricia (Jean Shiberg), with whom he had a relationship in the past, who sells papers from the "Herald Tribune" on the Champs Elysees. While Michel is wanted by the police, he tries to make Patricia love him and run away with him to Italy. The play In Paris, a young gangster is betrayed to the police by his American girlfriend. An ordinary gangster story turns into an original, revolutionary film, one of the most representative that the French nouvelle vague gave us. The film that broke most of the rules of cinematic language until then, a milestone in the creation of a post-modern cinema, imposed with its subversive, anarchic style by the "nouvelle vag", a group of critics around the French magazine "Cinema Notebooks", in which Francois Truffaut, Claude Chabrol, Eric Rohmer, Jacques Rivette and Jean-Luc Godard participated. The story of the film was based on a true newspaper story, written for Godard by Truffaut, in which a petty gangster shoots a policeman and hides in the house of a girlfriend, who eventually betrays him. It's a simple, ordinary story, which Godard uses to make a tribute to American low-budget gangster films (the film is dedicated to the B-movie specialist Monogram), with a young Jean-Paul Belmonteau he constructs his role based on that of Humphrey Bogart and the short-haired, boyish vamp of Jeanne Schiberg, as his American girlfriend who sells the New York Herald Tribune on the St. Elysee, symbolizes a side of 20th-century American culture . With this very first film, Godard managed to create a completely original, imaginative work, using a personal, elliptical style that overturned the previously known cinematic language. A style of improvised, hand-held scenes (with Raoul Coutard's black-and-white photography capturing the texture of our modern world), quick, sequential shots, original editing, and overlapping dialogue that gave the film a sharp rhythm, akin to that of jazz music or collage in painting. At the same time a film that comments on our world (in one scene we see the de Gaulle - Eisenhower parade on the Champs Elysees), but also on cinema itself with its melodrama and thrillers, and shows us how, both from the 60s until the first decade of the 21st century, everything passes through and is often shaped by the image: politics, literature, and life itself.  

Filmplakat des Films. Breathless (Originaltitel: À bout de souffle, englisch: Breathless) ist ein Abenteuerfilm aus dem Jahr 1960, der von Jean-Luc Godard inszeniert und geschrieben wurde. Die Protagonisten des Films sind Jean-Paul Belmondo und Jeanne Schiberg. Es ist der erste Spielfilm unter der Regie von Godard, in dem Belmondo sein Schauspieldebüt gab. Der Film ist ein frühes Beispiel der französischen New Wave und brachte zusammen mit Truffauts Les Quatre Cents Coups und Hiroshima, Mon Amour, der ein Jahr zuvor gedreht wurde, weltweite Anerkennung für diese neue Art der Kinematographie. Der Betrüger Michel Poicard (Jean Paul Belmonteau) stiehlt in Marseille ein amerikanisches Auto und macht sich auf den Weg nach Paris. Im Auto entdeckt er eine Waffe und hat Spaß daran zu spielen und auf die Autos zu zielen, die ihm über den Weg laufen. Bis er in eine Polizeiabsperrung kracht und ausweichend aufs Gas tritt, aber die Motorradfahrer folgen ihm. Er biegt in eine Seitenstraße ein und glaubt, er sei entkommen, trifft aber auf einen Polizisten und erschießt ihn, ohne nachzudenken, und tötet ihn. Und er rennt weg, zu Fuß, nur mit seinem Hemd bekleidet. Verzweifelt und gejagt kommt er einmal in Paris an und trifft eine schöne Amerikanerin, Patricia (Jean Shiberg), mit der er in der Vergangenheit eine Beziehung hatte, die Zeitungen der „Herald Tribune“ auf den Champs Elysees verkauft. Während Michel von der Polizei gesucht wird, versucht er, Patricia dazu zu bringen, ihn zu lieben und mit ihm nach Italien zu fliehen. Das Spiel In Paris wird ein junger Gangster von seiner amerikanischen Freundin an die Polizei verraten. Aus einer gewöhnlichen Gangstergeschichte wird ein origineller, revolutionärer Film, einer der repräsentativsten, den uns die französische Nouvelle Vague beschert hat. Der Film, der bis dahin die meisten Regeln der Kinosprache brach, ein Meilenstein in der Schaffung eines postmodernen Kinos, mit seinem subversiven, anarchischen Stil von der „nouvelle vag“, einer Kritikergruppe um das französische Magazin „Cinema Notebooks", an der Francois Truffaut, Claude Chabrol, Eric Rohmer, Jacques Rivette und Jean-Luc Godard teilnahmen. Die Geschichte des Films basiert auf einer wahren Zeitungsgeschichte, die Truffaut für Godard geschrieben hat, in der ein kleiner Gangster einen Polizisten erschießt und sich im Haus einer Freundin versteckt, die ihn schließlich verrät. Es ist eine einfache, gewöhnliche Geschichte, mit der Godard den amerikanischen Low-Budget-Gangsterfilmen Tribut zollt (der Film ist dem B-Movie-Spezialisten Monogram gewidmet), mit einem jungen Jean-Paul Belmonteau baut er seine Rolle auf deren Grundlage auf Humphrey Bogart und der kurzhaarige, jungenhafte Vamp von Jeanne Schiberg symbolisieren als seine amerikanische Freundin, die den New York Herald Tribune auf dem St. Elysee verkauft, eine Seite der amerikanischen Kultur des 20. Jahrhunderts. Mit diesem allerersten Film gelang Godard ein völlig originelles, fantasievolles Werk mit einem persönlichen, elliptischen Stil, der die bisher bekannte Filmsprache auf den Kopf stellte. Ein Stil aus improvisierten, handgehaltenen Szenen (mit Raoul Coutards Schwarz-Weiß-Fotografie, die die Textur unserer modernen Welt einfängt), schnellen, sequentiellen Aufnahmen, Originalbearbeitung und überlappenden Dialogen, die dem Film einen ähnlichen scharfen Rhythmus verliehen von Jazzmusik oder Collage in der Malerei. Zugleich ein Film, der unsere Welt kommentiert (in einer Szene sehen wir die Parade de Gaulle - Eisenhower auf den Champs Elysees), aber auch das Kino selbst mit seinen Melodramen und Thrillern, und uns zeigt, wie, beides von den 60er Jahren bis Im ersten Jahrzehnt des 21. Jahrhunderts geht alles durch das Bild und wird oft von ihm geprägt: Politik, Literatur und das Leben selbst. 

ΤΑ ΕΞΙ ΣΠΙΤΙΑ της Δέσποινας Σωτηρίου

το σπίτι με τα ροζ ρόδα (φ.Μ.Κυμάκη)
το σπίτι με τα ροζ ρόδα (φ.Μ.Κυμάκη)

πηγή : http://www.onestory.gr/post/27436756805

ΤΑ ΕΞΙ ΣΠΙΤΙΑ
της Δέσποινας Σωτηρίου 
.
Μεγάλωσε σε εκείνο το δρόμο. Στο σπίτι με τον αριθμό 35 και την εσωτερική αυλή που η μάνα της φύτευε βασιλικό και γεράνια στους μεταλλικούς ντενεκέδες. Το σπίτι επεκτεινόταν πέρα από τα κλειστά όρια των τοίχων, έξω στο πεζοδρόμιο, στο προαύλιο της εκκλησίας και στην αυλή του γείτονα.
Την εποχή της «εργολαβικής άνοιξης» έδωσαν το σπίτι «αντιπαροχή», για δύο διαμερίσματα ρετιρέ, στον 5ο και τον 6ο όροφο. Ένα για κάθε κορίτσι. Αφού ο πατέρας προίκισε τις κόρες του, πέθανε ήσυχος με ένα χαμόγελο στο στόμα που είχε μείνει μόνιμο μετά από ένα εγκεφαλικό.
Στα τελευταία της, η μάνα της έβλεπε γυμνές γυναίκες στο απέναντι χωράφι να χαριεντίζονται με άντρες. Την καλούσαν και αυτή, μα η ηθική της αστικής ανατροφής της, της επέτρεπε μόνο να κοιτά από το μπαλκόνι.
Μετά έφυγε κι εκείνη, με τον καημό ότι οι κόρες της θα έμεναν στο ράφι. «Μεγαλοκοπέλες είστε πια, βρείτε ένα καλό παλικάρι. Πότε θα κάνετε επιτέλους παιδιά;» Στην κηδεία της παραβρέθηκαν λίγοι. Εκείνη, η αδερφή της και κάτι θειάδες που έδιναν και την ψυχή τους για κηδείες. Θα νόμιζες ότι περιμένουν πάνω από το τηλέφωνο να ακούσουν για τον επόμενο θάνατο και να φρεσκάρουν το μαύρο τους ταγιέρ. Εκτός βέβαια εάν ο θάνατος ήταν ο δικός τους, οπότε κάποιος άλλος θα πήγαινε το ταγιέρ στο καθαριστήριο.
Έπειτα από μερικά χρόνια παντρεύτηκε η αδερφή της ένα καλό παλικάρι με μεγάλη περιουσία στην Εκάλη και πήγε στα βόρεια προάστια να μεγαλώσει τα δύο στρουμπουλά μωρά της που έμοιαζαν στο καλό παλικάρι και να περνάει τις ημέρες της με έντονες ημικρανίες μέσα σε μια μεζονέτα 550 τετραγωνικών.
Το ένα ρετιρέ πουλήθηκε και στο δικό της μπαινόβγαιναν άγνωστοι άντρες, αρχικά σε συχνά διαστήματα, αλλά μετά αραίωσαν ώσπου την ξέχασαν και αυτοί. Βαρέθηκε κι εκείνη να τους περιμένει και η ησυχία γύρω της μεγάλωσε.
Κλείδωσε λοιπόν την πόρτα και άρχισε να μετακινεί τα έπιπλα μέσα στο σπίτι, για χρόνια. Ξεκίνησε από απλές μετακινήσεις και κατέληξε να μεταφέρει ολόκληρη την τραπεζαρία στο μπάνιο, την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο και κοιμόταν κάτω από τον απορροφητήρα.
Αφού εξάντλησε όλους τους συνδυασμούς επίπλων και δωματίων συνέχισε αλλάζοντας θέση στα κουφώματα, κλείνοντας τις παλιές τρύπες και ανοίγοντας νέες. Και αφού έστρεψε ολόκληρο το άνοιγμα του σπιτιού προς τη μεσοτοιχία με τη διπλανή πολυκατοικία, με προσανατολισμό δυτικο μεσημβρινό μετακόμισε στο μπαλκόνι, παίρνοντας τα απαραίτητα αναμνηστικά και άφησε το σπίτι σύξυλο.
Κατοίκησε στο μπαλκόνι για μερικά χρόνια, μπολιάζοντας τα γεράνια με τις λεμονιές μέσα στις γλάστρες που της είχε αφήσει η μάνα της και στόλιζε τη θέα των απέναντι πολυκατοικιών με κάτι κάδρα με φουρτουνιασμένες θάλασσες και εργόχειρα πλεκτά με τριαντάφυλλα, λουλουδάκια της άνοιξης και χαριτωμένα σκυλάκια.
Και μετά μπούχτισε και με το μπαλκόνι και μετοίκησε με μια βαλίτσα ενθύμια και τον πολυέλαιο της τραπεζαρίας στο ασανσέρ που ήταν ευρύχωρο και είχαν πληρώσει και τόσα λεφτά για να το αλλάξουν. Κρέμασε τον πολυέλαιο στην οροφή και πατούσε τα κουμπιά των ορόφων για να νανουρίζεται τα βράδια με τον ήχο από τα διαμαντάκια του πολυελαίου που συγκρούονταν μεταξύ τους. Προσπάθησε για χρόνια να αποφασίσει σε ποιον όροφο θα ήταν προτιμότερο να εγκατασταθεί, μα τελικά βαρέθηκε και το ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο, κάνοντας κατάληψη στη μαρμάρινη σκάλα της εισόδου.
Αρχικά η χαρά της ήταν απερίγραπτη που το καινούργιο της σπίτι είχε 5 επίπεδα. Μαρμάρινα και καλογυαλισμένα. Και μάρμαρο βεροίας, «κατάλευκο, χωρίς νερά και ανθεκτικό», που έλεγε και ο εργολάβος που είχε αναλάβει την κατασκευή της πολυκατοικίας. Κάθε μέρα κοιμόταν και σε διαφορετικό σκαλί και κρέμασε τα ασημένια μαχαιροπίρουνα της προίκας της στους ξύλινους χειρολισθήρες. Και βρήκαν και τα μαχαιροπίρουνα και οι χειρολισθήρες επιτέλους κάποια χρησιμότητα.
Μερικά χρόνια αργότερα όμως αποφάσισε την οριστική της μετακόμιση στο υπαίθριο σπίτι που είχε ζήσει μικρή και εγκαταστάθηκε στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε μια νεραντζιά, που μοσχοβολούσε κάθε άνοιξη. Για αρχή μέτρησε όλα τα τετραγωνάκια των τσιμεντένιων πλακών του πεζοδρομίου γύρω της. Τα βρήκε 85. Μετά στόλισε τα σεμεδάκια που είχε πλέξει στα μαθήματα της ΧΑΝ το πάλαι ποτέ στα παρκαρισμένα μηχανάκια. Όταν τελείωσαν τα σεμεδάκια έβγαλε από τη βαλίτσα της το εικόνισμα κάποιου άγνωστου αγίου στο οποίο είχε χαράξει ο πατέρας της τις ημερομηνίες από τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του, τον γάμο του, τις γεννήσεις των κοριτσιών, την αποφοίτηση τους από το Πανεπιστήμιο και το προσκυνούσε κάθε πρωί.
Και η βαλίτσα, που κουβαλούσε από σπίτι σε σπίτι με τα ενθύμια της ζωής της, κειμήλια πολύτιμα και ανούσια που στόλιζε γύρω της, είχε πια αδειάσει. Μόνο στον πάτο είχε μείνει μια αφίσσα κορνιζαρισμένη σαν να επρόκειτο για κάποιο έργο τέχνης πολύ σημαντικό. Μα ήταν απλά μια φωτογραφία ενός κτιρίου γραφείων με μια τεράστια επιγραφή «TSANTALIS» στην ταράτσα του.
Το ενθύμιο αυτό δεν ήταν δικό της. Δεν ανήκε στην οικογένεια της, ούτε στο σπίτι της. Κοίταξε ολόγυρα να βρει τον ιδιοκτήτη αυτής της ανάμνησης. Κι αφού κανέναν άλλο δεν είδε, παρά μόνο τον μπλε κάδο ανακύκλωσης, σηκώθηκε και άφησε την αφίσσα εκεί δίπλα, να στολίσει το δικό του σπίτι.
Έπειτα πήρε την άδεια της βαλίτσα, αναζητώντας για νέα στέγη.
.
Η Δέσποινα Σωτηρίου γεννήθηκε στην Αθήνα μια μέρα με καύσωνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική γιατί πίστεψε ότι τα κτίρια είναι πιο ρεαλιστικά από τις σκέψεις της. Δεν έχει βγάλει κάποιο συμπέρασμα μέχρι σήμερα. Διαβάζει και γράφει παραμύθια. Δημοσιεύει μικρά διηγήματα της στο blog www.paramesos.gr. [ facebook ] [ e-mail ]

THE SIX HOUSES of Despina Sotiriou . He grew up on that street. In the house number 35 and the inner courtyard where her mother used to plant basil and geraniums in the metal sheds. The house extended beyond the closed confines of the walls, out onto the sidewalk, into the churchyard, and into the neighbor's yard. At the time of the "contracting spring" they gave the house a "compensation", for two penthouse apartments, on the 5th and 6th floors. One for each girl. After the father endowed his daughters, he died peacefully with a smile on his face that had remained permanent after a stroke. In her later years, her mother would see naked women in the opposite field having sex with men. She was also invited, but the ethics of her urban upbringing only allowed her to look from the balcony. Then she left too, regretting that her daughters would be left on the shelf. "You're big girls now, find a good boy. When will you finally have children?' Few people attended her funeral. She, her sister and some aunts who gave their souls for funerals. You'd think they're waiting over the phone to hear about the next death and refresh their black tayer. Unless of course the death was theirs, in which case someone else would take the tayer to the dry cleaners. After a few years her sister married a nice guy with a lot of property in Ekali and went to the northern suburbs to raise her two squirmy babies who looked like the nice guy and spend her days with intense migraines in a 550 square meter maisonette. One of the penthouses was sold, and unknown men came in and out of hers, at first at frequent intervals, but then they thinned out until they forgot her too. She also got tired of waiting for them and the silence around her grew. So he locked the door and started moving the furniture around the house, for years. It started with simple moves and ended up moving the entire dining room into the bathroom, the kitchen into the bedroom and sleeping under the hood. After exhausting all combinations of furniture and rooms, he continued by changing the position of the frames, closing the old holes and opening new ones. And after turning the entire opening of the house towards the partition wall with the adjacent apartment building, with a west meridian orientation, he moved to the balcony, taking the necessary souvenirs and left the house in a state of flux. She lived on the balcony for a few years, grafting geraniums with lemon trees in the pots her mother had left her and decorating the view of the apartment buildings across the street with some frames of stormy seas and hand-knitted roses, spring flowers and cute dogs. And then he got carried away with the balcony and moved in with a suitcase of souvenirs and the dining room chandelier in the elevator that was spacious and they had paid so much money to change it. He hung the chandelier from the ceiling and pressed the floor buttons to be lulled at night to the sound of the chandelier's diamonds colliding with each other. He tried for years to decide which floor would be preferable to settle on, but finally he got tired of the elevator and went down to the ground floor, occupying the marble staircase of the entrance. Initially her joy was indescribable that her new house had 5 levels. Marble and well polished. And veroia marble, "pure white, waterproof and durable", as the contractor who had undertaken the construction of the apartment building said. Each day she also slept on a different step and hung her dowry's silver cutlery on the wooden handrails. And the cutlery and handrails finally found some use. A few years later, however, she decided to permanently move to the open-air house she had lived in as a child and settled on the sidewalk, next to an orange tree, which grew musky every spring. To begin with, she counted all the squares of the concrete pavement around her. She found 85 of them. Then she decorated the little things she had knitted in the HAN classes a long time ago on the parked motorbikes. When the snacks were finished, she took out of her suitcase the icon of some unknown saint on which her father had engraved the dates of the major events of his life, his marriage, the births of his daughters, their graduation from the University, and he worshiped it every morning. And the suitcase, which she carried from house to house with the mementos of her life, precious and meaningless heirlooms that she adorned around her, was now empty. Only at the bottom was a poster framed as if it were some very important work of art. But it was just a picture of an office building with a huge 'TSANTALIS' sign on its roof. This memento was not hers. He did not belong to her family, nor to her home. He looked around to find the owner of this memory. And since he saw no one else but himself the blue recycling bin, got up and left the poster next to it, to decorate his own house. Then she took her empty suitcase, looking for a new roof. . Despina Sotiriou was born in Athens on a hot day. She studied Architecture because she believed that buildings are more realistic than her thoughts. He has not reached a conclusion to date. He reads and writes fairy tales. She publishes her short stories on the blog

NA SÉ THITHE de Despina Sotiriou . D’fhás sé suas ar an tsráid sin. Sa teach uimhir 35 agus sa chlós inmheánach áit a mbíodh a máthair ag cur basil agus geraniums sna botháin miotail. Shín an teach thar theorainneacha dúnta na mballaí, amach ar an gcosán, isteach sa reilig, agus isteach i gclós na comharsan. Ag am an "earrach conarthach" thug siad an teach "cúiteamh", le haghaidh dhá árasán penthouse, ar an 5ú agus 6ú hurlár. Ceann do gach cailín. Tar éis don athair a iníonacha a bhronnadh, fuair sé bás go síochánta le gáire ar a aghaidh a d'fhan buan tar éis stróc. Sna blianta ina dhiaidh sin, d'fheicfeadh a máthair mná naked sa réimse eile ag gnéas le fir. Tugadh cuireadh di freisin, ach níor thug an eitic a bhain lena tógáil uirbeach ach cead di breathnú ón mbalcóin. Ansin d'fhág sí freisin, aiféala go mbeadh a hiníonacha a fhágáil ar an seilf. “Is cailíní móra sibh anois, faigh buachaill maith. Cathain a bheidh leanaí agat faoi dheireadh?' Is beag duine a d’fhreastail ar a sochraide. Sí féin, a deirfiúr agus roinnt aintíní a thug a n-anamacha le haghaidh sochraidí. Shílfeá go bhfuil siad ag fanacht ar an nguthán le cloisteáil faoin gcéad bhás eile agus lena n-athnuachan a dhéanamh. Murab ar ndóigh ba leo féin an bás, agus sa chás sin thabharfadh duine éigin eile an tíogair chuig na tirimghlantóirí. Tar éis cúpla bliain phós a deirfiúr fear deas le go leor maoine in Ekali agus chuaigh sí go dtí na bruachbhailte thuaidh chun a beirt leanbh squirmy a bhí cosúil leis an Guy deas a thógáil agus a laethanta a chaitheamh le migraines dian i maisonette 550 méadar cearnach. Díoladh ceann de na penthouses, agus tháinig fir anaithnide isteach agus amach as a cuid, ar dtús go minic, ach ansin tanaigh siad amach go ndearna siad dearmad uirthi freisin. D'éirigh sí tuirseach freisin ag fanacht leo agus d'fhás an ciúnas timpeall uirthi. Mar sin ghlas sé an doras agus thosaigh sé ag bogadh an troscáin timpeall an tí, ar feadh na mblianta. Thosaigh sé le bogann simplí agus chríochnaigh sé ag bogadh an seomra bia ar fad isteach sa seomra folctha, an chistin isteach sa seomra leapa agus codlata faoi na cochall. Tar éis dó gach teaglaim de throscán agus de sheomraí a ídiú, lean sé ar aghaidh ag athrú seasamh na bhfrámaí, ag dúnadh na sean-phoill agus ag oscailt cinn nua. Agus tar éis oscailt iomlán an tí a iompú i dtreo an bhalla deighilte leis an bhfoirgneamh árasán in aice láimhe, le treoshuíomh siar-fhadlíne, bhog sé go dtí an mbalcóin, ag tógáil na cuimhneacháin riachtanacha agus d'fhág sé an teach i stát flux. Bhí cónaí uirthi ar an mbalcóin ar feadh cúpla bliain, ag grafáil geraniums le crainn líomóide sna potaí a d'fhág a máthair í agus ag maisiú radharc na bhfoirgneamh árasán trasna na sráide le roinnt frámaí de fharraigí stoirmeacha agus rósanna lámh-chniotáilte, bláthanna earraigh agus gleoite. madraí. Agus ansin d’éirigh sé leis an mbalcóin agus bhog sé isteach le culaith cuimhneacháin agus an chandelier seomra bia san ardaitheoir a bhí fairsing agus d’íoc siad an oiread sin airgid chun é a athrú. Chroch sé an chandelier ón tsíleáil agus bhrúigh sé na cnaipí urláir le lulled san oíche le fuaim diamaint an chandelier ag bualadh lena chéile. Rinne sé iarracht ar feadh na mblianta cinneadh a dhéanamh ar an urlár ab fhearr socrú air, ach ar deireadh d'éirigh sé tuirseach den ardaitheoir agus chuaigh sé síos go dtí an urlár talún, ag áitiú staighre marmair an bhealaigh isteach. Ar dtús bhí an t-áthas do-thuairiscithe uirthi go raibh 5 leibhéal ag a teach nua. Marmar agus dea-snasta. Agus marmair veroia, "íon bán, uiscedhíonach agus durable", mar a dúirt an conraitheoir a thug faoi thógáil an fhoirgnimh árasán. Gach lá chodail sí freisin ar chéim eile agus crochadh sceanra airgid a spré ar na ráillí láimhe adhmaid. Agus baineadh úsáid as na sceanra agus na ráillí láimhe ar deireadh. Cúpla bliain ina dhiaidh sin, áfach, chinn sí bogadh go buan go dtí an teach faoin aer ina raibh cónaí uirthi mar leanbh agus shocraigh sí ar an gcosán, in aice le crann oráiste, a d'fhás musky gach earrach. Ar dtús, chomhaireamh sí na cearnóga go léir den chosán coincréite timpeall uirthi. D’aimsigh sí 85 acu.Ansin mhaisigh sí na rudaí beaga a bhí cniotáilte aici sna ranganna HAN i bhfad ó shin ar na gluaisrothair pháirceáilte. Nuair a bhí an sneaiceanna críochnaithe, thóg sí amach as a mála íocón naomh éigin anaithnid ar a raibh dátaí imeachtaí móra a shaoil ​​greanta ag a hathair, a phósadh, breitheanna a iníonacha, a gcéimeanna ón Ollscoil, agus adhradh sé é gach maidin. Agus bhí an mhála taistil, a d’iompair sí ó theach go teach le cuimhní cinn a saoil, heirlooms luachmhara gan bhrí a mhaisigh sí timpeall uirthi, folamh anois. Ní raibh ach póstaer frámaithe ag an mbun amhail is dá mba shaothar ealaíne an-tábhachtach é. Ach ní raibh ann ach pictiúr d’fhoirgneamh oifige le comhartha ollmhór ‘TSANTALIS’ ar a dhíon. Ní raibh an memento seo léi. Níor bhain sé lena teaghlach, ná lena baile. D'fhéach sé timpeall chun úinéir an chuimhne seo a fháil. Agus mar ní fhaca sé éinne eile ach é féin an bosca gorm athchúrsála, d’éirigh sé agus d’fhág sé an póstaer in aice leis chun a theach féin a mhaisiú. Ansin thóg sí a culaith folamh, ag lorg díon nua. . Rugadh Despina Sotiriou san Aithin ar lá te. Rinne sí staidéar ar an Ailtireacht mar gur chreid sí go bhfuil foirgnimh níos réadúla ná mar a shíl sí. Níl aon chonclúid bainte amach aige go dtí seo. Léann agus scríobhann sé scéalta fairy. Foilsíonn sí a cuid gearrscéalta ar an mblag 

Μακροβούτια και χλαμύδες

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=466697 Θερμού Μαρία

Μακροβούτια και χλαμύδες
Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων για το νερό και την κολύμβηση. Οι «κολυμβήθρες» (πισίνες), οι «ύφυδροι» Σπαρτιάτες και τα μεικτά λουτρά

Ψηφιδωτό με δελφίνια και τολμηρό αναβάτη από την Οικία των Δελφινιών στη Δήλο (μέσα 2ου αιώνα π.Χ.)

Στην ινδική πόλη Μοχέντζο-Ντάρο, που θάφτηκε περί το 1800 π.Χ. κάτω από τις προσχώσεις του Ινδού ποταμού για να αποκαλυφθεί μόλις το 1922, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν ανάμεσα στα κατάλοιπά της μια δεξαμενή μήκους 17 μ., πλάτους 7 μ. και βάθους 2,5 μ. Πρόκειται για την αρχαιότερη πισίνα της Ιστορίας. Στην Ελλάδα όμως, και συγκεκριμένα στην Αρχαία Ολυμπία, μια άλλη δεξαμενή, που κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. πλησίον του Κλαδέου ποταμού - αποκαλύφθηκε τον 19ο αιώνα από τις ανασκαφές - πλησιάζει με τις διαστάσεις της (μήκος 24 μ., πλάτος 16 μ. και βάθος 1,60 μ.) αυτές μιας σύγχρονης ολυμπιακής πισίνας προπονήσεων.
Αλλωστε όλα τα μεγάλα ελληνικά Γυμνάσια και οι παλαίστρες είχαν τέτοιες δεξαμενές για την άσκηση των νέων, στα Ασκληπιεία υπήρχαν για θεραπευτικούς σκοπούς, ενώ περισσότερες ήταν εκείνες που λειτουργούσαν ως λουτρά. Εκαναν όμως οι αρχαίοι το μικρό βήμα για να περάσουν από την αναγκαιότητα στην ψυχαγωγία ή και στην επίδειξη; Δεδομένου ότι η ανθρώπινη ματαιοδοξία δεν είναι σημερινό φαινόμενο, συνέβη και αυτό.
Σε υψηλή απόλαυση είχαν αναγάγει τα λουτρά οι Ρωμαίοι, οι οποίοι κατασκεύασαν βαλανεία, δημόσια και ιδιωτικά, με πισίνες θερμού και ψυχρού νερού, κόσμησαν τις πόλεις με έργα που τις περισσότερες φορές είχαν να κάνουν με το νερό - τεχνητές λίμνες, πισίνες, σιντριβάνια, κρηναία οικοδομήματα -, ενώ οι επαύλεις τους μπορεί να τα περιελάμβαναν όλα μαζί. Γιατί η χλιδή τους με την παράλληλη συγκέντρωση έργων γλυπτικής και τον περίτεχνο ψηφιδωτό διάκοσμο είναι βέβαιον ότι υπερέβαινε κατά πολύ και τις πλέον υπερβολικές χολιγουντιανές κατασκευές. Μπορεί λοιπόν στην Αρχαιότητα να μην υπήρχαν πισίνες ακριβώς με τη σημερινή έννοια, υπήρχαν όμως για άσκηση και για ψυχοσωματική απόλαυση.

Η κολύμβηση
Ως «κολυμβήθρες» αναφέρονται στις γραπτές πηγές οι πισίνες στην αρχαία Ελλάδα. Γιατί ο προφανής ρόλος τους ήταν η κολύμβηση - αν και οι αρχαίοι προτιμούσαν τις θάλασσες, όπως είναι φυσικό, και δευτερευόντως τα ποτάμια (οι Σπαρτιάτες ιδίως, που κολυμπούσαν στον Ευρώτα). Εκεί έπρεπε να ασκούνται για να σκληραγωγηθούν και να αποκτήσουν ταχύτητα και αντοχή. Εξαιρετικά χρήσιμα και τα δύο, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη ζωή εκείνης της εποχής.
Ο ναυτικός είχε να αντιμετωπίσει την αρκετά συχνή πιθανότητα ενός ναυαγίου, οπότε έπρεπε να έχει την αντοχή να κολυμπήσει ως την ξηρά. Το ίδιο και περισσότερο σθένος εκαλείτο να επιδείξει ο στρατιώτης σε μια ναυμαχία, αν το πλοίο του εμβολιζόταν από ένα εχθρικό και εκείνος έπρεπε να κολυμπήσει για να σωθεί αλλά και να πολεμήσει μέσα στο νερό.
Στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας οι Πέρσες που έπεφταν στο νερό πνίγονταν καθώς δεν γνώριζαν καλά κολύμπι, όπως μας μεταφέρει ο Ηρόδοτος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η μαρτυρία του Θουκυδίδη, ο οποίος αναφερόμενος στα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου κάνει λόγο για «ύφυδρους» κολυμβητές, δύτες δηλαδή των Σπαρτιατών, που μεταφέροντας ασκούς με νερό και σακίδια με τρόφιμα κολύμπησαν υποβρυχίως προκειμένου να τροφοδοτήσουν τους αποκλεισμένους συμπολεμιστές τους.
Μέρος λοιπόν της βασικής εκπαίδευσης των νέων, αλλά και της στρατιωτικής, ήταν στην αρχαία Ελλάδα η κολύμβηση. «Ο μη επισταμένος μήτε νειν μήτε γράμματα απαίδευτος εστί και βάρβαρος» (αυτός που δεν γνωρίζει κολύμπι και γράμματα είναι απαίδευτος και βάρβαρος) έλεγαν εξάλλου οι αρχαίοι Ελληνες. Γραπτές πηγές μάλιστα αναφέρουν ότι κολυμβητές δεν ήταν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες.

Αμιλλα κολύμβου
Από το 1600 π.Χ. χρονολογούνται οι παλαιότερες παραστάσεις κολύμβησης στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν νοούνταν ως άθλημα και δεν περιλαμβανόταν στα επίσημα αγωνίσματα των Ολυμπιακών ή άλλων πανελλήνιων αγώνων. Πληροφορίες υπάρχουν - από τον Παυσανία συγκεκριμένα, τον 2ο αιώνα μ.Χ. - για μία και μόνη περίπτωση κολυμβητικών αγώνων, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, προς τιμήν του Διονύσου του Μελαναίγιδος (από το κατσικίσιο δέρμα που φορούσε ο θεός). Οι αγώνες αυτοί, που ονομάζονταν «άμιλλα κολύμβου», τελούνταν στη θάλασσα. Αγώνες κολύμβησης όμως διοργανώνονταν και στον ποταμό Τίβερη με τη συμμετοχή αξιωματούχων της Ρώμης - άλλωστε και ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν δεινός κολυμβητής.
Στο Δίον οι δεξαμενές των λουτρών διαθέτουν εκπληκτικά ψηφιδωτά και στο βαλανείο της Αρχαίας Αγοράς της Θεσσαλονίκης έχουν αποκαλυφθεί μία θερμαινόμενη πισίνα και μία ψυχρού νερού. Κυκλική πισίνα με διάμετρο 10 μ. και βάθος περί τα 2 μ. βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Και τα λουτρά της Αιδηψού αναφέρονται από την Αρχαιότητα ακόμη, αφού τα προτίμησε και ο ρωμαίος στρατηγός Σύλλας. Αλλά δεν είναι τα μόνα, καθώς ο ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε πραγματική λατρεία για το νερό.

Μπεν μιξτ... με ή χωρίς όργια
Γυμνοί κολυμπούσαν οι αρχαίοι Ελληνες, αν και μερικές φορές μπορεί να φορούσαν τη «λουτρίδα», ένα λεπτό χιτώνιο που χρησίμευε ως μαγιό. Οσον αφορά τον τρόπο κολύμβησης, άνδρες και γυναίκες θα πρέπει να ασκούσαν τη λεγόμενη ελεύθερη κολύμβηση της εποχής μας. Τα χέρια κινούνταν εναλλάξ ακολουθώντας διαδρομή παρόμοια με των κουπιών, ο κορμός ακολουθούσε με στροφές προς τη μία ή την άλλη πλευρά και τα πόδια κτυπούσαν με μικρές κινήσεις το νερό - ή μπορεί και να ήταν ενωμένα. Το κεφάλι όμως ήταν οπωσδήποτε έξω από το νερό.
Τα bains mixed εξάλλου είναι αρχαιοελληνική συνήθεια, την οποία μάλιστα, αφού κατ' αρχάς τους σοκάρισε, εν συνεχεία οι Ρωμαίοι ασπάστηκαν μέχρι υπερβολής. Ετσι, τον 1ο αιώνα μ.Χ. καθιέρωσαν τα mixta ή communia balnea συνοδευόμενα σε κάποιες περιπτώσεις από όργια. (Ακόμη και σήμερα η φράση «ρωμαϊκό μπάνιο» παραπέμπει σε όργιo.) Η συνήθεια πάντως κατόρθωσε να διατηρηθεί και στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, για να ατονήσει από τον 7ο αιώνα με διάταγμα του Ιουστινιανού.

Macropodia and chlamydia The worship of the ancient Greeks for water and swimming. The "swimming pools" (pools), the "lean" Spartans and the mixed baths Mosaic with dolphins and bold rider from the House of the Dolphins at Delos (mid-2nd century BC) In the Indian city of Mohenjo-Daro, buried around 1800 BC. under the alluvium of the Indus River to be uncovered only in 1922, archaeologists identified among its remains a tank 17 m long, 7 m wide and 2.5 m deep. It is the oldest pool in history. But in Greece, and specifically in Ancient Olympia, another reservoir, built in the 5th century BC. near the Kladeos river - revealed in the 19th century by excavations - it approaches with its dimensions (length 24 m, width 16 m and depth 1.60 m) those of a modern Olympic training pool. Besides, all the large Greek gymnasiums and palaistres had such tanks for the exercise of young people, in Asklepiia they existed for therapeutic purposes, while more were those that functioned as baths. But did the ancients take the small step to go from necessity to entertainment or even display? Since human vanity is not a modern phenomenon, this also happened. Baths had been reduced to high pleasure by the Romans, who built public and private baths with pools of hot and cold water, adorned the cities with works that most often had to do with water - artificial lakes, pools, fountains, fountains edifices -, while their mansions may have included them all together. Because their opulence with the parallel gathering of works of sculpture and the elaborate mosaic decoration is sure to have far exceeded even the most extravagant Hollywood constructions. So it may be that in Antiquity there were no swimming pools exactly in today's sense, but they were there for exercise and for psychosomatic enjoyment. Swimming Swimming pools in ancient Greece are referred to in written sources as "swimming pools". Because their obvious role was swimming - although the ancients preferred the seas, naturally, and secondarily the rivers (the Spartans in particular, who swam in the Eurotas). There they had to train to toughen up and gain speed and endurance. Both extremely useful, in order to cope with the difficult life of that time. The sailor had to deal with the fairly frequent possibility of a shipwreck, so he had to have the stamina to swim to land. The same and more valor was exhorted to be displayed by the soldier in a naval battle, if his ship was rammed by an enemy's and he had to swim to save himself and fight in the water. In the Battle of Salamis, the Persians who fell into the water drowned as they did not know how to swim well, as Herodotus tells us. Of particular interest is the testimony of Thucydides, who, referring to the events of the Peloponnesian War, speaks of "skinny" swimmers, i.e. divers of the Spartans, who, carrying bags of water and backpacks of food, swam underwater in order to feed their stranded comrades. Swimming was therefore part of the basic training of young people, as well as of the military, in ancient Greece. "He who does not know how to swim or write is uneducated and barbaric," the ancient Greeks used to say. Written sources even state that swimmers were not only men but also women. Amilla swimming From 1600 BC dates back to the oldest swimming performances in Greece, which, however, was not understood as a sport and was not included in the official competitions of the Olympics or other Panhellenic competitions. Information exists - from Pausanias in particular, in the 2nd century AD. - for a single instance of swimming competitions, in Ermioni of Argolis, in honor of Dionysus of Melanegidos (from the goat skin worn by the god). These competitions, called "swimming matches", were held in the sea. But swimming competitions were also organized in the Tiber River with the participation of Roman officials - after all, Julius Caesar himself was a keen swimmer. In Dion, the pools of the baths have amazing mosaics and in the balcony of the Ancient Agora of Thessaloniki, a heated pool and a cold water pool have been revealed. A circular pool with a diameter of 10 m and a depth of about 2 m is located in the archaeological site of Delphi. And the baths of Edipsos have been mentioned since Antiquity, since the Roman general Sulla preferred them. But they are not the only ones, as the Greco-Roman world had a real cult of water. Ben mixed... with or without orgies The ancient Greeks swam naked, although sometimes they may have worn the "lutrida", a thin tunic that served as a bathing suit. Regarding Mr while swimming, men and women should have practiced the so-called free swimming of our time. The arms moved alternately in a path similar to oars, the torso followed with turns to one side or the other, and the legs beat the water with small movements - or they may have been joined. But the head was definitely out of the water. After all, mixed baths are an ancient Greek custom, which, in fact, after it shocked them at first, then the Romans embraced it to the point of exaggeration. Thus, in the 1st century AD they established the mixta or communia balnea accompanied in some cases by orgies. (Even today the phrase "Roman bath" refers to an orgy.) However, the habit managed to be preserved in the early years of Christianity, only to fade from the 7th century with a decree of Justinian.

Παραδοσιακή Καρυδόπιτα

 

Παραδοσιακή Καρυδόπιτα

Τι χρειαζόμαστε:
1 κούπα ζαχάρη
1 κούπα γάλα
1/2 κούπα βούτυρο
2 κούπες καρύδια χοντροκοπανισμένα
1 κ.γ κανέλα
1/2 κ.γ γαρύφαλο τριμμένο
1 1/2 κούπα γαλέτα
1 1/2 κούπα αλεύρι
5 αυγά
1 κ.γ σόδα
3 κ.γ μπέικιν
2 κ.σ κονιάκ για το σιρόπι:
3 κούπες ζάχαρη
2 κούπες νερό
1 κ.σ χυμό λεμονιού

Πως το κάνουμε:

 
 Geleneksel Cevizli Turta İhtiyacımız olan: 1 su bardağı şeker 1 su bardağı süt 1/2 su bardağı tereyağı 2 su bardağı iri çekilmiş ceviz 1 tatlı kaşığı tarçın 1/2 çay kaşığı rendelenmiş karanfil 1 1/2 bardak galet 1 1/2 su bardağı un 5 yumurta 1 çay kaşığı soda 3 yemek kaşığı kabartma tozu Şurup için 2 yemek kaşığı konyak: 3 su bardağı şeker 2 su bardağı su 1 yemek kaşığı limon suyu Bunu nasıl yaparız: Devamını oku:www.sintagespareas.gr/sintages/paradosiaki-karidopita.html#ixzz22PVd2a9j
 
Tarte Aux Noix Traditionnelle Ce dont nous avons besoin: 1 tasse de sucre 1 tasse de lait 1/2 tasse de beurre 2 tasses de noix grossièrement moulues 1 cuillère à café de cannelle 1/2 cuillère à café de clous de girofle râpés 1 1/2 tasse de galettes 1 1/2 tasse de farine 5 oeufs 1 cuillère à café de soda 3 cuillères à soupe de levure chimique 2 cuillères à soupe de cognac pour le sirop : 3 tasses de sucre 2 tasses d'eau 1 cuillère à soupe de jus de citron Comment faisons-nous ça: Lire la suite:www.sintagespareas.gr/sintages/paradosiaki-karidopita.html#ixzz22PVd2a9j

Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). 8 Αυγούστου 1967

Association of Southeast Asian Nations (orthographic projection).svg

8 Αυγούστου 1967 Η Ινδονησία η Μαλαισία οι Φιλιππίνες η Σιγκαπούρη και η Ταϊλάνδη ιδρύουν την Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).

Η Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ΕΧΝΑ,[1] αγγλικά: Association of Southeast Asian Nations, ASEAN) είναι διεθνής πολιτικός και οικονομικός οργανισμός χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Δημιουργήθηκε στις 8 Αυγούστου 1967, με πρωτοβουλία της Ινδονησίας, της Σιγκαπούρης, της Μαλαισίας, της Ταϊλάνδης και των Φιλιππινών. Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού είναι, από την 1η Ιανουαρίου του 2018, ο Λιμ Γιοκ Χόι από το Μπρουνέι. Ο ASEAN περιλαμβάνει συνολικά 10 κράτη μέλη. Έδρα του ASEAN είναι η Τζακάρτα της Ινδονησίας.

Ιστορικό
31 Ιανουαρίου 1961 - 1963 Δημιουργία του Οργανισμού Association of Southeast Asia (ASA) (Μαλαισία, Φιλιππίνες και Ταϊλάνδη).
8 Αυγούστου 1967 Δημιουργία του ASEAN.

Agosto 8, 1967 Ang Indonesia, Malaysia, Pilipinas, Singapore, at Thailand ay bumubuo ng Association of Southeast Asian Nations (ASEAN). Ang Association of Southeast Asian Nations (ASEAN, [1] English: Association of Southeast Asian Nations, ASEAN) ay isang pandaigdigang organisasyong pampulitika at pang-ekonomiya ng mga bansa sa Timog Silangang Asya. Ito ay nilikha noong Agosto 8, 1967, sa inisyatiba ng Indonesia, Singapore, Malaysia, Thailand at Pilipinas. Ang Secretary General ng Organisasyon ay, mula noong Enero 1, 2018, si Lim Yok Hoi mula sa Brunei. Kasama sa ASEAN ang kabuuang 10 miyembrong estado. Ang upuan ng ASEAN ay Jakarta, Indonesia. Itala 31 Enero 1961 - 1963 Pagtatatag ng Association of Southeast Asia (ASA) (Malaysia, Philippines at Thailand). 8 Agosto 1967 Paglikha ng ASEAN.

8 अगस्त 1967 इंडोनेशिया, मलेशिया, फिलीपींस, सिंगापुर और थाईलैंड ने दक्षिण पूर्व एशियाई राष्ट्र संघ (आसियान) का गठन किया। दक्षिण पूर्व एशियाई राष्ट्रों का संघ (आसियान, [1] अंग्रेजी: दक्षिण पूर्व एशियाई राष्ट्रों का संघ, आसियान) दक्षिण पूर्व एशियाई देशों का एक अंतरराष्ट्रीय राजनीतिक और आर्थिक संगठन है। इसे 8 अगस्त 1967 को इंडोनेशिया, सिंगापुर, मलेशिया, थाईलैंड और फिलीपींस की पहल पर बनाया गया था। संगठन के महासचिव, 1 जनवरी 2018 से, ब्रुनेई से लिम योक होई हैं। आसियान में कुल 10 सदस्य देश शामिल हैं। आसियान की सीट जकार्ता, इंडोनेशिया है। अभिलेख 31 जनवरी 1961 - 1963 दक्षिण पूर्व एशिया संघ (एएसए) (मलेशिया, फिलीपींस और थाईलैंड) की स्थापना। 8 अगस्त 1967 आसियान का निर्माण। 

 

Η Κασσάνδρα και ο Λύκος / Μαργαρίτα Καραπάνου




Η Κασσάνδρα και ο Λύκος / Μαργαρίτα Καραπάνου

Γράφει: The Fotomaton
 
Το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου, «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» πρωτοεκδόθηκε το 1975 και αποτελεί ένα από τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια στην παιδική ηλικία και στην περιπέτεια ενηλικίωσής της μικρής Κασσάνδρας.
Παρότι το θέμα του είναι η παιδική ηλικία μιας κοπέλας, και θα μπορούσε να αποτελεί ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, μας εκπλήσσει ιδιαίτερα με το αντίθετο: Μικρές στιγμές από την ζωή της Κασσάνδρας, ξετυλίγουν την ιδιαίτερη σχέση μάνας και κόρης, σαν μικρό ημερολόγιο που καταγράφει σε ανύποπτο χρόνο ότι συμβαίνει.
Η μικρή Κασσάνδρα είναι μια κοπέλα διαφορετική από αυτές που υπάρχουν τριγύρω μας, που καθ' όλη την αφήγηση κινείται και συμπεριφέρεται με τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα. Μερικές φορές γίνεται τόσο σκληρή και γκροτέσκα που μοιάζει σαν μια ενήλικας, αλλά αυτή είναι η άμυνά της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια κοπέλα με βαθιά ευαισθησία. Μεγαλώνει σε έναν κόσμο που έχει εμμονή με τους σωστούς τρόπους και που δεν της αφιερώνει σχεδόν καθόλου χρόνο.
Το βιβλίο αντιμετωπίζει το θέμα της κρυφής σκληρότητας της παιδικής ηλικίας σαν κανένα άλλο, καθώς και το μείγμα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με έναν τρόπο ανοικτό και ανέλπιστο.
Χαρακτηριστικά, μία μέρα η γιαγιά της Κασσάνδρας, της λέει ότι της έχει ένα δώρο, ένα γατάκι, αλλά θα μπορέσει να το κρατήσει μόνο μια βδομάδα και ότι την Κυριακή θα πρέπει να το επιστρέψει. Η Κασσάνδρα το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και την παρακαλούσε να το κρατήσει μόνιμα αλλά η γιαγιά της δεν της έδωσε σημασία. Έτσι λοιπόν το έπνιξε από αγάπη για να μην το χάσει και την Κυριακή το επέστρεψε όπως έπρεπε να κάνει.
Μάνα και κόρη, βιαιότητα και στοργή, η αγάπη και ο φόβος είναι ένα στο μυαλό της μικρής Κασσάνδρας. Ένα βιβλίο με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία (άλλωστε όπως και τα περισσότερα της Καραπάνου), μητέρα και κόρη, μοιράζονται το ίδιο όνομα όπως και η Καραπάνου με τη μητέρα της, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, και κατά κάποιον τρόπο η ζωή της μικρής Κασσάνδρας αντικατοπτρίζεται στη ιδιαίτερα προβληματική σχέση της ίδιας της Καραπάνου με την μητέρα της. Η Μαργαρίτα Καραπάνου αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές σύγχρονες Ελληνικές φωνές.
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» μπορεί να σας θυμίσει το σκοτεινό ημερολόγιο της Σίλβια Πλαθ.
Για να δείτε μια απο τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντέυξεις της Καραπάνου κάντε κλικ εδώ.
Κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Καστανιώτη. 192 Σελίδες / 10 Ευρώ.

8 Αυγούστου 1918

 

8 Αυγούστου 1918 : Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Αρχίζει η μάχη της Αμιένης.

Με την ονομασία Μάχη της Αμιένης παρέμεινε στη νεότερη παγκόσμια ιστορία η μεγάλη πολεμική προσπάθεια την οποία ανέλαβαν στις 8 Αυγούστου 1918 η 4η Βρετανική Στρατιά και η 1η Γαλλική Στρατιά ως Σύμμαχες Δυνάμεις υπό την γενική αρχηγία του Άγγλου Στρατάρχη Σερ Ντάγκλας Χέιγκ. Η μάχη που επακολούθησε την επίσης μεγάλη επίθεση που είχαν αναλάβει οι Γερμανοί τον Μάρτιο του ίδιου έτους και η οποία είχε ανακοπεί σε απόσταση μόλις 14 χλμ. περίπου από την Αμιένη, εξ ου και το όνομά της, και που εξελίχθηκε μετά από σφοδρούς και αδιάκοπους αγώνες σε γενική προέλαση των συμμαχικών δυνάμεων η οποία και τελικά εξανάγκασε τους Γερμανούς να συνθηκολογήσουν στις 11 Νοεμβρίου του 1918.

Η κυρίως μάχη της Αμιένης διήρκεσε από της 8ης μέχρι της 21ης Αυγούστου, δηλαδή 13 ολόκληρα 24ωρα. Σ΄ αυτήν δε ενεπλάκησαν 32 συμμαχικές και 42 γερμανικές Μεραρχίες. Οι σύμμαχες δυνάμεις πέτυχαν κατ΄ αυτήν προέλαση σε βάθος 10 - 20 χλμ. με συνολικό μήκος μετώπου περίπου 75 χλμ. όπου και συνέλαβαν άνω των 40.000 Γερμανών αιχμαλώτων ενώ κυρίευσαν περί τα 600 πυροβόλα.
Το σημαντικότερο όμως αποτέλεσμα της έκβασης αυτής ήταν ότι είχε δημιουργηθεί τέτοιας έκτασης ρήγμα του γερμανικού μετώπου που συνέπειά του ήταν η συνθηκολόγηση. Δεν ήταν όμως και μικρότερης αξίας ο αντίκτυπος της έκβασης της μάχης αυτής επί του ηθικού των αντιμαχομένων στρατευμάτων. Όλες οι προσπάθειες του γερμανικού Ανωτάτου Αρχηγείου όπως αποκαταστήσει το κλονισμένο ηθικό των Γερμανών στρατιωτών απέβησαν άκαρπες, ενώ αντίθετα οι συμμαχικές δυνάμεις καταχωρούσαν την επιτυχία τους αυτή στη πρώτη σελίδα στην ιστορία της συμμαχικής νίκης του 1918. 

8 août 1918 : Première Guerre mondiale : début de la bataille d'Amiens. Sous le nom de bataille d'Amiens, le grand effort de guerre entrepris le 8 août 1918 par la 4e armée britannique et la 1re armée française en tant que forces alliées sous le commandement général du maréchal anglais Sir Douglas Haig est resté dans l'histoire du monde moderne. La bataille qui suivit l'attaque tout aussi importante entreprise par les Allemands en mars de la même année et qui avait été stoppée à seulement 14 km environ d'Amiens, d'où son nom, et qui se développa après des combats acharnés et continus dans une avancée générale des forces alliées qui forcent finalement les Allemands à capituler le 11 novembre 1918. La bataille principale d'Amiens dura du 8 au 21 août, soit 13 heures entières de 24 heures. 32 divisions alliées et 42 divisions allemandes y participent. Selon cela, les forces alliées ont réalisé une avance à une profondeur de 10 à 20 km avec une longueur totale de front d'environ 75 km où elles ont capturé plus de 40 000 prisonniers allemands et capturé environ 600 canons. Mais le résultat le plus important de ce dénouement était qu'un fossé s'était créé sur le front allemand d'une telle ampleur que la capitulation en était la conséquence. Cependant, l'impact de l'issue de cette bataille sur le moral des troupes adverses n'en fut pas moins précieux. Tous les efforts du haut commandement allemand pour restaurer le moral ébranlé des soldats allemands furent vains, tandis que les forces alliées inscrivirent leur succès sur la première page de l'histoire de la victoire alliée de 1918.