Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Γεώργιος Αβέρωφ

Averof George by P. Prosalentis.jpg

Ο Γεώργιος Αβέρωφ (γεννημένος ως Γεώργιος Αυγέρου Αποστολάκας) (Μέτσοβο, 15 Αυγούστου 1815 - Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 15 Ιουλίου 1899) ήταν Έλληνας Βλάχος επιχειρηματίας, και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες. Κατά τη συνήθεια της εποχής καθιέρωσε ως επώνυμο το όνομα του πατέρα του, Αυγερινού (Αυγέρου), το οποίο μετατράπηκε σε Αβέρωφ.[1]

Από το Μέτσοβο μετέβηκε το 1837 στο Κάιρο της Αιγύπτου για να εργαστεί στο εμπορικό κατάστημα του αδελφού του Αναστασίου. Χάρη στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την τόλμη του, εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο έμπορο της Αιγύπτου και σημαντικό μέλος των Ελλήνων της Αιγύπτου. Παράλληλα ασχολήθηκε με τραπεζικές εργασίες, την αγορά και εκμίσθωση κτημάτων ενώ με τα ποταμόπλοιά του στον Νείλο κυριάρχησε στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο της Αιγύπτου. Από αυτές τις δραστηριότητες απόκτησε μία τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε για εθνικούς και κοινωφελείς σκοπούς. Η πολυεπίπεδη ευεργετική του δράση εκδηλώνεται μέσα από δωρεές σημαντικών ποσών για φιλανθρωπίες, κοινωφελή έργα και δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων υποδομών, στην ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας, το Μέτσοβο, την Αθήνα αλλά και γενικότερα προς το ελληνικό κράτος. Μεταξύ αυτών, την ίδρυση Γεωργικής Σχολής στη Λάρισα, την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τη δωρεά προς το Ωδείο των Αθηνών, τη δωρεά για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού σταδίου, όπου τελέστηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι ολυμπιακοί αγώνες, την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου των Αθηνών και τη δωρεά για την ναυπήγηση σύγχρονου θωρηκτού με το οποίο η Ελλάδα κυριάρχησε στο Αιγαίο πέλαγος.

συνέχεια https://el.wikipedia.org/wiki/

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Χαθίντο Μπεναβέντε ι Μαρτίνεθ

Jacinto Benavente.jpg

12 Αυγούστου 1866  γεννήθηκε: Χαθίντο Μπεναβέντε Ισπανός συγγραφέας

Ο Χαθίντο Μπεναβέντε ι Μαρτίνεθ (Jacinto Benavente y Martínez, 12 Αυγούστου 1866 - 14 Ιουλίου 1954) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Ισπανούς δραματουργούς του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στη Μαδρίτη, γιος ενός διάσημου παιδιάτρου. Επέστρεψε το θέατρο στην πραγματικότητα μέσω της κοινωνικής κριτικής. Ο στομφώδης και δημαγωγικός στίχος έδωσε τη θέση του στην πρόζα, το μελόδραμα στην κωμωδία, η τυπική φόρμα στην εμπειρία, η παρορμητική δράση στον διάλογο και τα εγκεφαλικά παιχνίδια. Ο Μπενεβέντε επέδειξε ενδιαφέρον για την αισθητική και αργότερα για την ηθική.

Το 1922 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας "για τον χαρούμενο τρόπο με τον οποίο συνέχισε τις λαμπρές παραδόσεις της Ισπανικής δραματουργίας."

Υπήρξε φιλελεύθερος μοναρχικός και κριτικός απέναντι στο Σοσιαλισμό. Υποστήριξε διστακτικά το καθεστώς του Φράνκο ως το μόνο βιώσιμο εναλλακτικό σε ό,τι αυτός θεωρούσε το καταστροφικό δημοκρατικό πείραμα της περιόδου 1931 - 1936. Ο Μπεναβέντε πέθανε στο Αλντεαενθάμπο ντε Εσκαλόνα (Τολέδο) στις 14 Ιουλίου 1954, σε ηλικία 87 ετών. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Σύμφωνα με πολλές πηγές ήταν ομοφυλόφιλος.

ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

 

 

 

 

 

 ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ


ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Οι 35 νεκροί Τούρκοι στρατιώτες στην πολιορκία της ομάδας του καπετάν Μητρούση, στο καμπαναριό της εκκλησίας στα Καμενίκια Σερρών, το πρωί της 14ης Ιουλίου 1907, ήταν από μόνο του ένα πολύ σοβαρό γεγονός για να προκαλέσει τη μήνιν της Υψηλής Πύλης.

Όμως τους Τούρκους αξιωματούχους δεν τους εξόργισε τόσο ούτε και η συμπλοκή της τουρκικής στρατο-χωροφυλακής με το 11μελές αντάρτικο σώμα του 25χρονου Στενημαχιώτη καπετάν Μακούλη, την ίδια ημέρα στη Δοβίστα Σερρών,...
που είχε ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση, πλην ενός, των Μακεδονομάχων. Η Υψηλή Πύλη έπνεε τα μένεα, γιατί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διαπιστώθηκε ότι πολλοί κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων και της πόλης των Σερρών εμπλέκονταν στον Μακεδονικό Αγώνα.

Μόνον από τη Δοβίστα συνελήφθησαν περισσότερα από 150 άτομα και άλλα 100 από τα γύρω χωριά, με την κατηγορία της συμμετοχής ή της υπόθαλψης αντάρτικων ομάδων. Ηταν η πρώτη φορά που οι τουρκικές αρχές είχαν απτές αποδείξεις για την εμπλοκή σε τόσο μεγάλη κλίμακα του ελληνικού πληθυσμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 6ου Γραφείου της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στην περιοχή των Σερρών και της Στρώμνιτσας στο ελληνικό δίκτυο άμυνας ήταν 143 οπλίτες και 270 άτομα επιμελητείας.

Οι επιπτώσεις υπήρξαν ραγδαίες σε όλα τα επίπεδα. Ενημερώθηκαν οι πρεσβευτές των «Μεγάλων Δυνάμεων» στην Κωνσταντινούπολη και ζητήθηκε από τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα να προβεί σε αυστηρό διάβημα για την καταστολή της δράσης των Μακεδονικών σωμάτων. Η κατάσταση μύριζε κυριολεκτικά μπαρούτι. Ο Ελληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρος Κορομηλάς, μόλις πληροφορήθηκε για τις συμπλοκές στις Σέρρες και τη Δοβίστα, μπήκε στη διπλωματική άμαξα και έφυγε για το Βόλο, ενώ ο πρόξενος των Σερρών, Αντώνιος Σακτούρης, έψαχνε τρόπους διαφυγής.
«Βιέννη, Τρίτη πρωία – Τηλεγραφήματα εκ Κωνσταντινουπόλεως αναγγέλουσιν ότι τη απαιτήσει των Μεγάλων Δυνάμεων η Τουρκία απηύθυνε προς τον εν Αθήναις πρεσβευτήν αυτής μακρόν τηλεγράφημα προσκαλούσα αυτόν να προβή εις αυστηρά διαβήματα παρά τη Ελληνική κυβερνήσει προς καταστολήν των Μακεδονικών σωμάτων.


»Το τηλεγράφημα τούτο ανακοινωθέν και εις τας Ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις δημοσιεύεται παρ' όλων των εφημερίδων και εμποιεί ζωηροτάτην εντύπωσιν δια τον κατηγορηματικόν τόνον.
»Λέγεται ότι ο πρεσβευτής της Τουρκίας πλην των άλλων αξιώσεων των διατυπουμένων εις το τηλεγράφημα εζήτησεν όπως εντός 24 ωρών ανακληθή ο εν Θεσσαλονίκη Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος κ. Κορομηλάς».

Ο Λάμπρος Κορομηλάς υπήρξε ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη και ψυχή του

Μακεδονικού Αγώνα έως και τον Ιούλιο του 1907, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Προξενείο μετά τα γεγονότα στις Σέρρες και τη Δοβίστα

Η μη ανάκληση
Μπορεί σήμερα οι ενέργειες της τότε ελληνικής κυβέρνησης να δείχνουν διπλωματικό επαρχιωτισμό, αλλά έπρεπε με κάθε θυσία να μην ικανοποιηθεί η τουρκική απαίτηση για ανάκληση του Κορομηλά, αλλά και ο Ελληνας πρόξενος να μην ξαναπατήσει το πόδι του στη Θεσσαλονίκη!

Η ελληνική κυβέρνηση, λοιπόν, αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της Υψηλής Πύλης ότι ο Ελληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης οργάνωνε τη δράση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία και δεν έδωσε απάντηση στο αίτημα για ανάκλησή του από το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Ο Κορομηλάς βρισκόταν από τετραημέρου στην Αθήνα και «είτε οσφρανθέντος την απειλήν της Τουρκίας, είτε τυχαίως επανελθόντος λύει ευκόλως το ζήτημα, αφού πρόκειται περί εκτελέσεως γεγονότος τετελεσμένου ήδη». Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε!

Οι τουρκικές αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν τη μορφή τελεσιγράφου με την έμμεση απειλή πολέμου που διατυπώθηκε:
«Εν αντιθέσει προς τας υφισταμένας συνθήκας και προς τας διαβεβαιώσεις τας δοθείσας υπό του υπουργού των Εξωτερικών και του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της Ελλάδος ο αριθμός των ενόπλων ελληνικών ομάδων εν Μακεδονία αυξάνει από ημέρας εις ημέραν… Οι Ελληνες υπουργοί είνε αρκούντως συνετοί δια να μη αγνοώσι πού θα φέρη η κατάστασις αύτη εν τέλει από της απόψεως των δύο χωρών».

Το δράμα του Σακτούρη
Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε απλώς ότι έληξε η θητεία του Λάμπρου Κορομηλά και συνεπώς δεν επρόκειτο να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη. Και ναι μεν ο Κορομηλάς τη γλίτωσε, ο Σακτούρης όμως πέρασε εφιαλτικές στιγμές, καθώς μέχρι το Νοέμβριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη η μεγάλη δίκη των συλληφθέντων –παραπέμφθηκαν τελικά περίπου 150 άτομα– οι ανακριτικές αρχές διέρρεαν σταγόνα σταγόνα τα στοιχεία της προανάκρισης. Ολοι γνώριζαν ότι ο Σακτούρης ήταν ο ιθύνων νους του «όλου πράγματος» στην ανατολική Μακεδονία.

Εγραψε ο Σακτούρης στα απομνημονεύματά του:
«Οι Τούρκοι προέβησαν εις αθρόας συλλήψεις των ομογενών κατοίκων των παρά τας Σέρρας Ελληνικωτάτων χωρίων, Νταρνακοχωρίων. Η δίωξις ήτο αγριοτάτη. Εις πλέον των 150 ανήλθον οι συλληφθέντες. Και μεταξύ αυτών ήσαν οι πρόκριτοι, οι οποίοι υπεβλήθησαν εις φρικώδη βασανιστήρια δια να μαρτυρήσουν… Ολόκληρος η περιφέρεια υπεβλήθη εις μαρτύρια και ενομίσαμεν ότι ολόκληρος η εκεί οργάνωσις της αμύνης εξηφανίσθη».

Ο Σακτούρης αναγκάστηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για να παραπονεθεί στον «περιφερειάρχη», στον ευφυέστατο Χιλμή πασά, ο οποίος του είπε το μνημειώδες: «Κύριε Σακτούρη, τα μεγάλα ζητήματα, απαιτούν μεγάλας θυσίας. Πώς θέλετε να πάρετε την Μακεδονίαν, χωρίς θυσίας;».

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Ιστορικού - ερευνητή

ΠΗΓΕΣ:www.agelioforos.gr
krasodad.blogspot.gr

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου

 

Φώτης Κόντογλου : Προικισμένος και καινοτόμος | in.gr

13 Ιουλίου 1965 πέθανε: 

Φώτης Κόντογλου Έλληνας συγγραφέας και ζωγράφος

Ο Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. 

13 Ιουλίου 1573

 

Veen01.jpg

13 Ιουλίου 1573

Ογδοηκονταετής Πόλεμος: Λήγει η πολιορκία του Χάαρλεμ μετά από επτά μήνες.  

Ο Ογδοηκονταετής πόλεμος ή Ολλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας (1568-1648) ήταν πόλεμος που διεξήχθη ανάμεσα στις 17 επαρχίες των Κάτω Χωρών και στην Ισπανία. Η κατάληξή του ήταν η δημιουργία του Ολλανδικού κράτους.

Το διάστημα 1568-1581 μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη φάση του πολέμου καθώς οδήγησε στην de facto δημιουργία του Ολλανδικού κράτους, ενώ το διάστημα μέχρι το 1648 μπορεί να θεωρηθεί ως ο αγώνας για την διεθνή αναγνώριση του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ολλανδία εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική και οικονομική δύναμη και έθεσε της βάσεις για την δημιουργία της μεγάλης αποικιακής δύναμης των επομένων ετών. Η παραμονή των νοτιότερων επαρχιών σε ισπανικό έλεγχο οδήγησε σε μετακίνηση της οικονομικής και πνευματικής ελίτ του νότου στον βορά συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξή του.

13 Ιουλίου 1913

 


13 Ιουλίου 1913
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Ξάνθη.



Ως γνωστόν η περιοχή της Ροδοπαίας (Δυτικής) Θράκης, κατελήφθει από τους Τούρκους το διάστημα 1360-1385 και έμεινε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, δηλαδή για 530 περίπου χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως ποτέ δεν έχασε ο πληθυσμός την Ελληνική και Χριστιανική ταυτότητα αλλά αντίθετα παρουσίασε ανάπτυξη και άνθιση, κυρίως μετά το 1860.

Τη Θράκη κατέλαβαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα το 1912 (ως σύμμαχοί μας εναντίον των Τούρκων) κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο Ελληνικός Στρατός ξεχύνονταν από την Μελούνα και το Σαραντάπορο προς τα βόρεια.

Έτσι στις 7 Νοεμβρίου του 1912, στρατεύματα της 2ας Βουλγαρικής Μεραρχίας του Κοβάτσεφ αφού κατέλαβαν τη Σταυρούπολη, προήλασαν και εισήλθαν την επομένη 8 Νοεμβρίου στην Ξάνθη μαζί με τμήματα του 21ου Συντάγματος του Σεραφίμοβ. Οι κάτοικοι δέχτηκαν τους Βουλγάρους με αισθήματα χαράς, εφ’ ενός γιατί ήταν Χριστιανοί, αφ’ ετέρου γιατί ήταν σύμμαχοί μας εναντίον του κοινού εχθρού, του Τούρκου.

Δυστυχώς όμως μετά τις πρώτες μέρες το σκηνικό άλλαξε και οι «ελευθερωταί» Βούλγαροι έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις και σκοπούς τους. Προκειμένου η Βουλγαρία να αποδείξει στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι οι περιοχές που κατέλαβε εθνολογικά κατοικούνταν στην συντριπτική τους πλειονότητα από Βουλγάρους ή εξαρχικούς με Βουλγαρική γλώσσα και συνείδηση, μετήλθε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ώστε να εξαναγκάσει τους κατοίκους να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ή δήλωνες Βούλγαρος ή αντιμετώπιζες το θάνατο, την εξορία, ξυλοδαρμούς και βιασμούς. «Το παν πρέπει να εκβουλγαρισθεί» επαναλάμβαναν καθημερινά στρατιωτικοί, παραστρατιωτικοί, υπάλληλοι, κομιτατζήδες, τυχοδιώκτες, ονειρευόμενοι την «Μεγάλη Βουλγαρία».

Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό της δυτικής Θράκης που να μην γεύθηκε τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό των Βουλγάρων. Το μένος τους στράφηκε κυρίως προς τον κλήρο και τους ναούς των ορθοδόξων. Οι ναοί της Ξάνθης του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών, του Ακάθιστου Ύμνου, του Αγίου Γεωργίου των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Κήρυκος, όπως επίσης και τα Μοναστήρια των Ταξιαρχών, της Καλαμούς και της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας υπέστησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις.

Κατά τον Β’ βαλκανικό Πόλεμο, όταν οι μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων διαδέχονταν η μια την άλλη, τμήματα της 8ης Μεραρχίας προελαύνοντα εκ Μπουκίων (Παρανεστίου) και Γενί-κιον (Σταυρουπόλεως) την 12η Ιουλίου 1913 πλησίαζαν την Ξάνθη, ενώ άλλες μονάδες εκ Σαρί-Σαμπάν (Χρυσουπόλεως) μέσω Όξιλαρ (Τοξοτών) έφθαναν στο Νότιο Δυτικό τμήμα της πόλεως. Οι Βούλγαροι κατακτηταί αντιλαμβανόμενοι τη δεινή θέση τους διήρπασαν περιουσίες και ανεχώρησαν «εν μεγίστη αταξία» πριν προλάβουν να πυρπολήσουν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ξανθιωτών.

Η ιστορία αναφέρει ότι: «Την πρωίαν της 12ης Ιουλίου ο Βουλγαρικός Στρατός της Ξάνθης, εκ πεντακοσίων ιππέων και τινών πεζών εγκατέλειψεν την Ξάνθην ομού με τας πολιτικάς αρχάς και τας οικογενείας των». Ο Ντάνεφ και η παρέα του τις νυχτερινές ώρες πυρπόλησαν τις φυλακές της πόλεως (παρά τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας), όπου υπήρχαν έγκλειστοι αρκετοί Ξανθιώτες και Αβδηρίτες, οι οποίοι σώθηκαν χάρη στην επέμβαση ενός Ισραηλίτη Οβαδία και άλλων διερχομένων, οι οποίοι έσπασαν τις πύλες των φυλακών και απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους.

Το πρωί της επόμενης ημέρας, 13 Ιουλίου 1913 εισήλθαν τα Ελληνικά στρατεύματα της 8ης Μεραρχίας με Μέραρχο τον Ματθαιόπουλο στην πόλη της Ξάνθης ως απελευθερωταί, γενόμενα από τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους ενθουσιωδώς δεκτά. Η Ξάνθη έπλεε στα γαλανόλευκα και μετά την άφιξη 22 ομήρων προκρίτων και του Μητροπολίτη Άνθιμου στην πόλη (απελευθερώθηκαν στην Κομοτηνή), εψάλλει δοξολογία και οι εκδηλώσεις χαράς και υποδοχής των στρατευμένων διήρκησαν μέχρι νυκτός.

Χαρακτηριστικό της φιλοπατρίας των Ξανθιωτών είναι το γεγόνος ότι εντός ολίγων ωρών αυθόρμητα συγκεντρώθηκαν 10.000 φράγκα, τα οποία απέστειλαν στον Βασιλέα υπέρ των αναγκών του πολέμου, οι δε κυρίες της πόλεως εγκατέστησαν εντός μιας ημέρας ένα νοσοκομείο 30 κλινών για τις ανάγκες του στρατεύματος.

Δυστυχώς η χαρά των Ξανθιωτών διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες, γιατί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στην ηττημένη Βουλγαρία κι’ έτσι στις 10 Αυγούστου του 1913, όλη η Θράκη έχανε για μια ακόμη φορά την ελευθερία της. Η Ελληνική σημαία που κυμάτιζε από τις 13 Ιουλίου, τώρα υποστέλλεται. Σπαρακτική ακούγεται η φωνή από τον Έβρο μέχρι το Νέστο. «Έρχονται οι Βούλγαροι». Φωνή τρόμου, πανικού και απελπισίας.

Ο καθηγητής Κυριακίδης έγραψε: «Πρώην ανθούσες πόλεις μένουν κεναί κατοίκων. Οι αγροί έρημοι. Όλοι οι κάτοικοι της Ξάνθης και οι περισσότεροι της Μαρωνείας, Κομοτινής, Μάκρης και Φερρών έσπευδον προς τους λιμένας Δεδέαγατς και Π. Λάγους….Ο καθείς ήρπαζε ότι δύνατο να μεταφέρει.»

Οι Έλληνες της πόλεως και της υπαίθρου, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας Ε. Βενιζέλου, εγκατέλειψαν την πατρώα γη και μετακινήθηκαν στην περιοχή Τοξοτών, Χρυσουπόλεως και άλλα μέρη Δυτικώς του Νέστου, αναμένοντας την έπάνοδό τους . Οι λίγοι εναπομείναντες στην Ξάνθη Έλληνες δοκίμασαν το μίσος και την αγριότητα των βορείων Χριστιανών γειτόνων μας.

Περίμεναν όμως μέχρι την 4η Οκτωβρίου του 1919 «στερούμενοι, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι» όταν κατέλαβαν την πόλη Ελληνικές Δυνάμεις της 9ης Μεραρχίας του Λεοναρδόπουλου, με την έγκριση των συμμάχων.

Αντγος ε.α.

Φωτιάδης Νικόλαος

Επίτιμος Υδκτής Δ΄ΣΣ

https://xanthinews.gr/2014/07/09/13

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

«μίνι»

 Η εμφάνιση της μίνι φούστας (mini-skirt) θεωρήθηκε μία ακόμη ανατρεπτική πράξη, από τις πολλές που έφερε η δεκαετία του '60. Το μίνι εκδημοκρατικοποίησε τη μόδα, απελευθέρωσε τη γυναίκα και προκάλεσε τα πρώτα «εγκεφαλικά» στους άνδρες.




Η ληξιαρχική πράξη γέννησης του μίνι θεωρείται η 10η Ιουλίου 1964, όταν η 30χρονη Κουάντ παρουσίασε την πρώτη της ολοκληρωμένη κολεξιόν με μίνι φούστες και προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στον κόσμο της μόδας. Η ονομασία «μίνι» προέρχεται από το αγαπημένο της αυτοκίνητο, μάρκας Μίνι Κούπερ.



Βέβαια το μίνι δεν είναι ανακάλυψη της δεκαετίας του '60. Γυναίκες οι οποίες φορούσαν μίνι υπήρχαν στην Αρχαία Σπάρτη («φαινομηρίδες»), σε φυλές της Κίνας και της Αφρικής από τα μεσαιωνικά χρόνια. Κάποιοι ιστορικοί της μόδας εντάσσουν και την ένδοξη φουστανέλα στην κατηγορία του μίνι. Το 1926 η Aμερικανίδα τραγουδίστρια Ζοζεφίν Μπέικερ τόλμησε να εμφανισθεί σε κλαμπ του Παρισιού μ’ ένα καυτό μίνι, φτιαγμένο από μπανάνες. Τη δεκαετία του '50 μπορούσε να δει κάποιος γυναίκες με μίνι σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, στα γήπεδα του τένις και στα παγοδρόμια. Μίνι φορούσαν οι χορεύτριες και οι τσιρλίντερς.
συνέχεια
https://www.zougla.gr/politismos/article/i-istoria-tis-mini-foustas

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

 

12 Ιουλίου 1994  εκοιμήθη Άγιος Παΐσιος

Εικόνα του Άγιου Παΐσιου στον ρωσικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στην Ουάσινγκτον

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.


Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλαμπίας Εζνεπίδη. Είχε άλλα οκτώ αδέλφια, ενώ ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού. Στις 7 Αυγούστου του μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1988. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.

Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.

Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος

Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.

Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχή|ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.

Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β', ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του

To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος

Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, που ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού μέχρι το θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ το Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι' αυτόν.

Tο 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.


Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σαν μοναχός είχε την αγάπη και την ταπείνωση στο μέγιστο βαθμό. Βοηθούσε με απλά λόγια τους επισκέπτες του, να μεταβαίνουν από την επιφανειακή θρησκοληψία, στην οντολογική βίωση του γεγονότος της Εκκλησίας. Προσεύχονταν για όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους νέους.

Υπήρξε μια αβάσιμη φήμη ότι στο κελί του ζούσαν πολλά ήμερα φίδια, και ότι αυτό μάλλον ήταν ένας μύθος που καλλιέργησε ο ίδιος για να αποφεύγει τις οχλήσεις επισκεπτών. Σύμφωνα με μια φιλοσοφική ανάλυση για την αντίληψη της φύσης στον χριστιανισμό, αυτό είναι μέρος μιας ορθόδοξης αγιολογικής παράδοσης όπου οι άγιοι έχουν επικοινωνία με ζώα. Θεωρείται ότι αυτό το επίπεδο αντίληψης της φύσης που είναι εμπεδωμένο στη δυτική κουλτούρα, είναι κάτι που διαφεύγει από τη μονοδιάστατη ιστορικο-αναλυτική αφήγηση πολλών σύγχρονων δυτικών φιλοσόφων.

Το 1966 ο Γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο Γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε. Ο Γέροντας συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της υγείας του.

Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.

Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης . Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Ο Γέροντας Παΐσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτής Θεσσαλονίκης. Τα βιβλία αυτά τιτλοφορούνται
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1975)
Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)
Επιστολές (1994)

Ήδη πριν το θάνατο του Αγίου Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μύθος γύρω από το όνομά του. Στη μοναστική κοινότητα του Άθω κάποιοι παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του ασκούσαν κριτική. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960. Στην Ελλάδα και στο Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και θεραπευτής.

H θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου είναι θαμμένος, η οποία είναι γνωστή και με το όνομά του. Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες του και προφητείες του ίδιου, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από το τέλος του κόσμου ως την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα,(συγκεκριμένα της Βόρειας Ηπείρου) και την διάλυση της Τουρκίας καθώς και των Σκοπίων. Το ενδιαφέρον για τον Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Ο άγιος τιμήθηκε με εκδηλώσεις και σε ορθόδοξους οργανισμούς της Ρωσίας, και βιβλίο σχετικό με τη ζωή του μεταφράστηκε στα ρωσικά.

Το 2016 δημιουργήθηκε ντοκιμαντέρ για την ζωή του Αγίου Παϊσίου από το POKROV Film Studio, το οποίο έχει έδρα τη Μόσχα, και το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών. Οικονομικός αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια υπήρξε το Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ απαθανατίζονται επίσκοποι, μοναχοί και λαϊκοί, να καταθέτουν τις εμπειρίες τους σχετικά με τον Άγιο Παΐσιο.

 

 


Γέροντας Παΐσιος Έλληνας μοναχός

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο Ιταλός ζωγράφος

 


11 Ιουλίου 1593  πέθανε:

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο Ιταλός ζωγράφος

Ο Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο ή Αρτσιμπόλντι (Giuseppe Arcimboldo ή Arcimboldi, 5 Απριλίου 1526 - 11 Ιουλίου 1593) ήταν Ιταλός ζωγράφος περισσότερο γνωστός για τη δημιουργία φανταστικών πορτραίτων αποτελούμενων εξ ολοκλήρου από αντικείμενα όπως φρούτα, λαχανικά, λουλούδια, ψάρια και βιβλία.
Βιογραφία


Εκπρόσωπος του ιταλικού μανιερισμού, θεωρείται ένας από τους πλέον ασυνήθεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Τον 20ό αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από την ομάδα των υπερρεαλιστών.

Ξεκίνησε να εργάζεται ως ζωγράφος στον Καθεδρικό Ναό του Μιλάνου (1549-58). Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πράγα, ως ένας από τους ευνοούμενους ζωγράφους της Αυλής των Αψβούργων (1562-87).