12 Ιουλίου 1994 εκοιμήθη Άγιος Παΐσιος
Εικόνα του Άγιου Παΐσιου στον ρωσικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στην Ουάσινγκτον
Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα,
Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη
Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας
Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον
μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου
Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται
στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε
προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Γεννήθηκε
στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του
Προδρόμου και της Ευλαμπίας Εζνεπίδη. Είχε άλλα οκτώ αδέλφια, ενώ ο
πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού. Στις 7 Αυγούστου του μια εβδομάδα
πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της
ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το
1988. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει
καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε
εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου
του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με
τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου
Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και
τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια
μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε
το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και
διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο
σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς
τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του
χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Στο
διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό, ο Αρσένιος
δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο
φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη
φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος
κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό
εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη
γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το
μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα
του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του
Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας
φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα,
απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής
ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους
προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από
τον στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη
φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του
από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα,
προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο
Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των
Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν
Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα
αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί
τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχή|ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του
που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη
μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την
πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε
εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα
στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και
ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και
κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου
μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών
ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα
του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος»
και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και
«Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β', ο
οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.
Το 1958,
ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί
πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά
περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με
φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά,
με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή
Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της
περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του
To 1962 πήγε στο
Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος
και Επιστήμης Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους
τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που
έφτιαχνε ο ίδιος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη
Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του
Ρώσου μοναχού Τύχωνα, που ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου
Σταυρού μέχρι το θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την
επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο
χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο
Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς
Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό
βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω. Ο Γέροντας Παΐσιος
ευλαβείτο πολύ το Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση
γι' αυτόν.
Tο 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο
"Γεώργιος Παπανικολάου" της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με
αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να
αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό
Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο
Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια,
και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη
Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες,
συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.
Το
1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς
την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως
εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο
Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου
και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που
εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα
τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον
δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους
υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο
γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για
διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά
του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται
ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να
προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει
«σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σαν
μοναχός είχε την αγάπη και την ταπείνωση στο μέγιστο βαθμό. Βοηθούσε με
απλά λόγια τους επισκέπτες του, να μεταβαίνουν από την επιφανειακή
θρησκοληψία, στην οντολογική βίωση του γεγονότος της Εκκλησίας.
Προσεύχονταν για όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους νέους.
Υπήρξε
μια αβάσιμη φήμη ότι στο κελί του ζούσαν πολλά ήμερα φίδια, και ότι
αυτό μάλλον ήταν ένας μύθος που καλλιέργησε ο ίδιος για να αποφεύγει τις
οχλήσεις επισκεπτών. Σύμφωνα με μια φιλοσοφική ανάλυση για την αντίληψη
της φύσης στον χριστιανισμό, αυτό είναι μέρος μιας ορθόδοξης
αγιολογικής παράδοσης όπου οι άγιοι έχουν επικοινωνία με ζώα. Θεωρείται
ότι αυτό το επίπεδο αντίληψης της φύσης που είναι εμπεδωμένο στη δυτική
κουλτούρα, είναι κάτι που διαφεύγει από τη μονοδιάστατη
ιστορικο-αναλυτική αφήγηση πολλών σύγχρονων δυτικών φιλοσόφων.
Το
1966 ο Γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" λόγω
βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της
χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο Γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η
οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ
εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε
να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε
φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή
του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό
Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε. Ο Γέροντας
συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις
χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της
υγείας του.
Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες
αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το
Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και
πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά
Θεσσαλονίκης για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί
έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και
μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο.
Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για
την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.
Παρότι
η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και
στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον
Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον
ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του
ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το
πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για
τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες
της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους
φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου
1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή
Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης . Έκτοτε,
κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία
στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Ο Γέροντας
Παΐσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερό
Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτής Θεσσαλονίκης. Τα
βιβλία αυτά τιτλοφορούνται
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1975)
Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)
Επιστολές (1994)
Ήδη
πριν το θάνατο του Αγίου Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας
μύθος γύρω από το όνομά του. Στη μοναστική κοινότητα του Άθω κάποιοι
παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του
ασκούσαν κριτική. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν
ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος,
που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960. Στην Ελλάδα και στο
Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και
θεραπευτής.
H θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως
αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου
Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου είναι θαμμένος, η οποία είναι γνωστή
και με το όνομά του. Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες
του και προφητείες του ίδιου, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από
το τέλος του κόσμου ως την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και
αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα,(συγκεκριμένα της Βόρειας Ηπείρου) και
την διάλυση της Τουρκίας καθώς και των Σκοπίων. Το ενδιαφέρον για τον
Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής
κρίσης.
Ο άγιος τιμήθηκε με εκδηλώσεις και σε ορθόδοξους
οργανισμούς της Ρωσίας, και βιβλίο σχετικό με τη ζωή του μεταφράστηκε
στα ρωσικά.
Το 2016 δημιουργήθηκε ντοκιμαντέρ για την ζωή του
Αγίου Παϊσίου από το POKROV Film Studio, το οποίο έχει έδρα τη Μόσχα,
και το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών. Οικονομικός αρωγός σε
αυτήν την προσπάθεια υπήρξε το Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Τύπου και Μέσων
Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και
ΜΜΕ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ απαθανατίζονται
επίσκοποι, μοναχοί και λαϊκοί, να καταθέτουν τις εμπειρίες τους σχετικά
με τον Άγιο Παΐσιο.