Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις ανακαλύπτει τον αστεροειδή 15 Ευνομία.

Ritratto di Annibale de Gasparis.jpg

29 Ιουλίου 1851 Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις ανακαλύπτει τον αστεροειδή 15 Ευνομία.

Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις (Annibale de Gasparis, 9 Νοεμβρίου 1819 – 21 Μαρτίου 1892) ήταν Ιταλός αστρονόμος. Από το 1864 μέχρι το 1889 ήταν ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου του Capodimonte στη Νάπολη.

Ο ντε Γκάσπαρις ανακάλυψε συνολικά εννέα αστεροειδείς, με πρώτο ανάμεσά τους την Υγιεία, τον δέκατο αστεροειδή που ανακαλύφθηκε στην Ιστορία, και τελευταίο τη Βεατρίκη.

Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας το 1851.
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο αστεροειδής 4279 Ντε Γκάσπαρις (4279 De Gasparis), που ανακαλύφθηκε το 1982.
Ο κρατήρας Ντε Γκάσπαρις στο νότιο ημισφαίριο της Σελήνης.
Οι Ρηγματώσεις Ντε Γκάσπαρις, ένα σχίσιμο της σεληνιακής επιφάνειας κοντά στον παραπάνω κρατήρα με μήκος 93 χιλιόμετρα.

Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι 29 Ιουλίου 1919

 29 Ιουλίου 1919

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει με τον υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι.

Το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι λεγόμενο και Συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι ήταν μια ειδική συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελ. Βενιζέλου και του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι, εξ ων και η ονομασία, που αφορούσε διμερή "μυστική" συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας και που συνομολογήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στις Σέβρες της Γαλλίας, στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (1919).

Το σύμφωνο αυτό αφορούσε διάφορα θέματα στο χώρο της Μεσογείου καθώς και της Βαλκανικής χερσονήσου. Σύμφωνα μ΄ αυτό συνομολογήθηκαν τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Εκ μέρους της Ιταλίας

1. Η Ιταλία εγκαταλείπει τις επιφυλάξεις της που είχε εγείρει στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (Μάρτιος 1919) και αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει τις ελληνικές αξιώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο καθώς και για την Κορυτσά.
2. Η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα την κυριαρχία των υπ΄ αυτής κατεχομένων νήσων της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου, για την οποία προβλέπεται να διενεργηθεί δημοψήφισμα, όταν η Αγγλία θα εκχωρήσει στην Ελλάδα την Κύπρο.

Εκ μέρους της Ελλάδος

1. Η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση της υποστήριξης των ιταλικών αξιώσεων περί της οριστικής προσάρτησης του Αυλώνα (Αλβανίας) και την αποκατάσταση του ιταλικού προτεκτοράτου επί του συνόλου του αλβανικού εδάφους, υπό τύπο διεθνούς εντολής, καθώς και τη παραχώρηση ελεύθερης ζώνης στον λιμένα της Σμύρνης.
2. Η Ελλάδα παραιτείται επίσης, υπέρ της Ιταλίας, των διεκδικήσεών της επί των Σανζακίων της Μικράς Ασίας του Αϊδινίου και του Μεντεσέ καθώς και επί της κοιλάδας του Μαίανδρου όπου ο ελληνικός στρατός τα κατείχε κατά το ήμισυ. Συγκεκριμένα στο σημείο αυτό καθορίσθηκε μια διαχωριστική χωροταξική γραμμή διεκδικήσεων.

Αμφότερα δε τα μέρη αποφασίζουν την διαρκή ουδετερότητα των Στενών της Κέρκυρας, με όλους τους συνεπαγόμενους επ΄ αυτού, σε βάρος της Ελλάδας, περιορισμούς.

Ειρήνη "Ρένα" Βλαχοπούλου

Η Ειρήνη "Ρένα" Βλαχοπούλου (Κέρκυρα, 20 Φεβρουαρίου 1923 Μαρούσι Αττικής, 29 Ιουλίου 2004) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια.

Η Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του Κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Σε ηλικία 16 χρονών τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 1939. Τότε στο βαριετέ "Όασις" στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, την οποία πάτησε και έπεσε κάτω.

Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα", δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Στη συνέχεια εμφανίζεται στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.

Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1943 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.

Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον", που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944 στην επιθεώρηση Welcome των Σακελλάριου - Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.

Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: ο Σάχης Ρεζά Παχλαβί, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, της χάρισε ένα μενταγιόν. Ιδιαίτερα τη βοηθούσε το γεγονός ότι μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Επανεμφανίστηκε στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου του 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη και τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά.

Βίνσεντ βαν Γκογκ Ολλανδός ζωγράφος

 


Βίνσεντ βαν Γκογκ Ολλανδός ζωγράφος

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Φίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ζωή και έργο

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Τ ο 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στομάχι στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πυροβολήθηκε από δύο έφηβους. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Αναστάσιος Μανάκης –Μιχάλογλου

27 Ιουλίου 1864 πέθανε:
Αναστάσιος Μανάκης Έλληνας αγωνιστής

Ο Αναστάσιος Μανάκης –Μιχάλογλου (1790 - 27 Ιουλίου 1864) ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821.

Βιογραφία

Γεννήθηκε περί το 1790. Καταγόταν από το Ανήλιο Μέτσοβου αλλά εργαζόταν ως ζωέμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης του είχε αναθέσει την αποστολή να απελευθερώσει ή να δολοφονήσει το φιλικό Αριστείδη Παπά (Πωπ), ο οποίος είχε σταλεί στην Σερβία για να ξεσηκώσει τους Σέρβους ενάντια στους Οθωμανούς και κατείχε μυστικά έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας. Η αποστολή του απέτυχε. Στη συνέχεια επιτίθεται με το σώμα του Διαμαντή Σερδάρη και του Ιωάννη Σολομώντα κατά του Γιοβάνη Ρογκομπέτση, σκοτώνοντάς τον. Επίσης σε άλλη περίπτωση μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο έσωσαν τους εναπομείναντες Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι ήταν από τους λίγους επιβιώσαντες της Μάχης του Δραγατσανίου.

Ακολούθως, πολιορκήθηκε από τους Τούρκους στη Μονή Τισμάνης. Μετά την υποταγή των άλλων οπλαρχηγών, κατέφυγε μεταμφιεσμένος στην Αυστρία. Αν και φυλακίστηκε επειδή παραβίασε την ουδετερότητα της Αυστροουγγαρίας κατόρθωσε να δραπετεύσει και να μεταβεί στην Πελοπόννησο (1825). Πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Μεσολόγγι. Στη συνέχεια, διέφυγε στο Βελιγράδι επιστρέφοντας το 1826 στην Ελλάδα όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Ιωάννη Κωλέττη. Μετά την απελευθέρωση ίδρυσε σχολεία και βιβλιοθήκες στην Αθήνα και την επαρχία, και εφοδίασε με στολές και οπλισμό την αστυνομία της Αθήνας και του Πειραιά. Το 1844 ανέλαβε πρόξενος της Ελλάδας στο Βελιγράδι έως το 1849. Απεβίωσε το 1864. 

///////////////////////

27 July 1864 died: Anastasios Manakis Greek fighter 

 Anastasios Manakis-Mihaloglou (1790 - July 27, 1864) was a Greek fighter of 1821.

 Biography He was born around 1790. He came from Anilio Metsovou but worked as an animal dealer in Constantinople. In 1818 he was initiated into the Philiki Etairia. In 1820, Alexandros Ypsilantis had assigned him the mission to free or kill the friendly Aristides Papa (Pop), who had been sent to Serbia to incite the Serbs against the Ottomans and was in possession of secret documents of the Friendly Society. His mission failed. He then attacks with the body of Diamantis Serdaris and Ioannis Solomonas against Yovanis Rogobetsis, killing him. Also on another occasion, together with Georgakis Olympios, they saved the remaining Hierolochites in Dragatsani, they were among the few survivors of the Battle of Dragatsani. Subsequently, he was besieged by the Turks in the Tismanis Monastery. After the submission of the other chieftains, he fled in disguise to Austria. Although he was imprisoned for violating the neutrality of Austria-Hungary, he managed to escape and move to the Peloponnese (1825). He fought in Dervenakia and Messolongi. Then, he fled to Belgrade returning in 1826 to Greece where he entered the service of Ioannis Kolettis. After the liberation he established schools and libraries in Athens and the countryside, and supplied the police of Athens and Piraeus with uniforms and weapons. In 1844 he assumed consulship of Greece in Belgrade until 1849. He died in 1864.


///////////////////////

27 juillet 1864 décédé :Anastasios Manakis combattant grec 

Anastasios Manakis-Mihaloglou (1790 - 27 juillet 1864) était un combattant grec de 1821.

 Biographie Il est né vers 1790. Il est originaire d'Anilio Metsovou mais a travaillé comme marchand d'animaux à Constantinople. En 1818, il fut initié à la Philiki Etairia. En 1820, Alexandros Ypsilantis lui avait confié la mission de libérer ou d'assassiner le sympathique Aristides Papa (Pop), qui avait été envoyé en Serbie pour inciter les Serbes contre les Ottomans et était en possession de documents secrets de la Friendly Society. Sa mission a échoué. Il attaque ensuite avec le corps de Diamantis Serdaris et Ioannis Solomonas contre Yovanis Rogobetsis, le tuant. Également à une autre occasion, avec Georgakis Olympios, ils ont sauvé les Hierolochites restants à Dragatsani. Ils étaient parmi les rares survivants de la bataille de Dragatsani. Par la suite, il fut assiégé par les Turcs dans le monastère de Tismanis. Après la soumission des autres chefs, il s'enfuit déguisé en Autriche. Bien qu'il ait été emprisonné pour avoir violé la neutralité de l'Autriche-Hongrie, il réussit à s'évader et à s'installer dans le Péloponnèse (1825). Il a combattu à Dervenakia et Messolonghi. Puis, il s'enfuit à Belgrade et retourna en 1826 en Grèce où il entra au service de Ioannis Kolettis. Après la libération, il a créé des écoles et des bibliothèques à Athènes et dans la campagne, et a fourni à la police d'Athènes et du Pirée des uniformes et des armes. En 1844, il assuma le consulat de Grèce à Belgrade jusqu'en 1849. Il mourut en 1864. 

//////////////////////// 

27 июля 1864 г. умерли: Греческий боец ​​Анастасиос Манакис 

Анастасиос Манакис-Михалоглу (1790 — 27 июля 1864) — греческий боец ​​1821 года.

 биография Он родился около 1790 года. Он происходил из Анилио Метсовоу, но работал торговцем животными в Константинополе. В 1818 году он был посвящен в Philiki Etairia. В 1820 году Александрос Ипсилантис поручил ему освободить или убить дружественного папу Аристида (Попа), который был отправлен в Сербию, чтобы настроить сербов против османов, и обладал секретными документами Дружественного общества. Его миссия провалилась. Затем он атакует с корпусом Диамантиса Сердариса и Иоанниса Соломонаса против Йованиса Рогобециса, убивая его. Также в другой раз вместе с Георгакисом Олимпиосом они спасли оставшихся иеролохов в Драгацани, они были среди немногих выживших в битве при Драгацани. Впоследствии он был осажден турками в монастыре Тисманис. После подчинения других вождей он переодетым бежал в Австрию. Хотя он был заключен в тюрьму за нарушение нейтралитета Австро-Венгрии, ему удалось бежать и перебраться на Пелопоннес (1825 г.). Он сражался в Дервенакии и Месолонги. Затем он бежал в Белград, вернувшись в 1826 году в Грецию, где поступил на службу к Иоаннису Колеттису. После освобождения он основал школы и библиотеки в Афинах и сельской местности, а также снабдил полицию Афин и Пирея униформой и оружием. В 1844 г. он стал консульством Греции в Белграде до 1849 г. Он умер в 1864 г.

////////////////////////////

27 Iúil 1864 fuair sé bás: Anastasios Manakis trodaire Gréagach 

Anastasios Manakis-Mihaloglou (1790 – 27 Iúil, 1864) trodaire Gréagach a bhí ann sa bhliain 1821. Beathaisnéis Rugadh é timpeall 1790. Tháinig sé ó Anilio Metsovou ach d'oibrigh sé mar dhéileálaí ainmhithe i Constantinople. Sa bhliain 1818 cuireadh isteach sa Philiki Etairia é. Sa bhliain 1820, thug Alexandros Ypsilantis misean dó an Pápa cairdiúil Aristides (Pop) a shaoradh nó a fheallmharú, a cuireadh go dtí an tSeirbia chun na Seirbiaigh a ghríosú i gcoinne na nOtamánach agus a bhí i seilbh doiciméid rúnda an Chairde Chumainn. Theip ar a mhisean. Ionsaíonn sé ansin leis an gcór Diamantis Serdaris agus Ioannis Solomonas i gcoinne Yovanis Rogobetsis, á mharú. Chomh maith leis sin ar ócáid ​​​​eile, mar aon le Georgakis Olympios, shábháil siad na Hierolochites fágtha i Dragatsani, bhí siad i measc an cúpla marthanóirí Cath Dragatsani. Ina dhiaidh sin, cuireadh faoi léigear é ag na Turcaigh i Mainistir Tismanis. Tar éis na taoisigh eile a chur isteach, theith sé faoi cheilt go dtí an Ostair. Cé gur cuireadh i bpríosún é mar gheall ar neodracht na hOstaire-Ungáir a shárú, d’éirigh leis éalú agus bogadh go dtí na Peloponnese (1825). Throid sé i Dervenakia agus Messolonghi. Ansin, theith sé go Béalgrád ag filleadh ar ais sa bhliain 1826 go dtí an Ghréig áit a ndeachaigh sé i seirbhís Ioannis Kolettis. Tar éis na saoirse bhunaigh sé scoileanna agus leabharlanna san Aithin agus faoin tuath, agus sholáthair sé éide agus airm do phóilíní na hAithne agus Piraeus. Sa bhliain 1844 ghlac sé le comhairleoireacht na Gréige i mBéalgrád go dtí 1849. Fuair ​​sé bás sa bhliain 1864.

Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ

 

27 Ιουλίου 1841  Μιχαήλ Λέρμοντοφ Ρώσος συγγραφέας

Ο Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ (Михаил Юрьевич Лермонтов, Μόσχα, 15 Οκτωβρίου 1814 – Πιατιγκόρσκ, 27 Ιουλίου 1841) ήταν σημαντικός Ρώσος ποιητής, γνωστός και ως «ποιητής του Καυκάσου». Αποτέλεσε την πιο σημαντική παρουσία στη ρωσική ποίηση από τον θάνατο του Αλεξάντρ Πούσκιν μέχρι και τον δικό του, τέσσερα χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 26 χρονών. Όπως και ο Πούσκιν, έτσι και ο ίδιος έχασε τη ζωή του σε μια μονομαχία. Σ' ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του, που γράφτηκε την Πρωτοχρονιά του 1840, περιέγραψε την ποίησή του σαν «ατσαλένιο στίχο ποτισμένο με πικρία και μίσος».

Γιος απόστρατου αξιωματικού, έχασε τους γονείς του σε νεαρή ηλικία και μεγάλωσε με τη γιαγιά του, Αρσένιεβα. Υπήρξε μαθητής σε σχολείο ευγενών και εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το οποίο εγκατέλειψε για να γραφτεί στη Σχολή Αξιωματικών της Αγίας Πετρούπολης. Το 1834 πήρε το βαθμό του ανθυπιλάρχου και υπηρέτησε στο σύνταγμα των Ουσάρων της φρουράς του Τσάρου. Φιλελεύθερος και πολέμιος της απολυταρχίας, προκάλεσε την αντίδραση των αυλικών κύκλων με το ποίημά του «Ο θάνατος του ποιητή» για τον θάνατο του Πούσκιν σε μονομαχία, και μετατέθηκε στον Καύκασο. Το 1838 επανήλθε στην Πετρούπολη και απέκτησε σημαίνουσα θέση στους συγγραφικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Αλλά το 1840 πέρασε από στρατοδικείο γιατί μονομάχησε με τον γιο του Γάλλου πρεσβευτή και στάλθηκε πάλι στον Καύκασο, σε μονάδα μάχης της πρώτης γραμμής. Διακρίθηκε στη μάχη του ποταμού Βαλέρικ και πήρε εύφημο μνεία για το θάρρος και την ετοιμότητά του. Τον Ιούλιο του 1841, στην κωμόπολη Πιατιγκόρσκ όπου είχε πάει για θεραπεία, βρήκε κι αυτός τον θάνατο σε μονομαχία.

Μερικά από τα έργα του είναι Μασκαράντ, Μποροντίνο, Μτσίρο, Σάσκα, Βαλέρικ. 

Περιφημότερο έργο του είναι το Ένας ήρωας του καιρού μας (ελλην.μετάφρ.Ανδρέας Σαραντόπουλος, "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")  που άσκησε μεγάλη επίδραση στην πορεία της ρωσικής πεζογραφίας.

/////////////////

27 юли 1841 г. Михаил Лермонтов руски писател 

 Михаил Юриевич Лермонтов (Михаил Юрьевич Лермонтов, Москва, 15 октомври 1814 г. – Пятигорск, 27 юли 1841 г.) е важен руски поет, известен също като „Поетът на Кавказ“. Той беше най-важното присъствие в руската поезия от смъртта на Александър Пушкин до неговата смърт, четири години по-късно, на 26-годишна възраст. Подобно на Пушкин, той също загуби живота си в дуел. В едно от най-известните си стихотворения, написано на Нова година през 1840 г., той описва поезията си като „стоманен стих, напоен с горчивина и омраза“. Син на пенсиониран офицер, той губи родителите си на младини и израства при баба си Арсениева. Той е ученик в благородническо училище и постъпва в Московския университет, който напуска, за да се запише в Офицерската школа в Петербург. През 1834 г. получава чин подпоручик и служи в хусарския полк на царската гвардия. Либерал и противник на абсолютизма, той предизвиква реакцията на придворните кръгове с поемата си "Смъртта на поета" за смъртта на Пушкин на дуел и е преместен в Кавказ. През 1838 г. се завръща в Петербург и заема значителна позиция в столичните литературни среди. Но през 1840 г. той е изправен пред военен съд за дуел със сина на френския посланик и е изпратен обратно в Кавказ, в бойна част на фронтовата линия. Той се отличи в битката при река Валерик и получи почетно споменаване за своята смелост и готовност. През юли 1841 г. в град Пятигорск, където отива на лечение, той също намира смъртта си на дуел. Някои от пиесите му са "Маскарад", "Бородино", "Мчиро", "Сашка", "Валерико". Най-известната му творба е „Герой на нашето време“ (превод на гръцки Андреас Сарантопулос, „S.I. Zacharopoulos“), която оказа голямо влияние върху хода на руската проза.

///////////////////////

27 iulie 1841 Mihail Lermontov scriitor rus 

 Mihail Iurievici Lermontov (Михаил Юрьевич Лермонтов, Moscova, 15 octombrie 1814 – Pyatigorsk, 27 iulie 1841) a fost un poet rus important, cunoscut și sub numele de „Poetul Caucazului”. A fost cea mai importantă prezență în poezia rusă de la moartea lui Alexandru Pușkin până la a lui, patru ani mai târziu, la vârsta de 26 de ani. Ca și Pușkin, și el și-a pierdut viața într-un duel. Într-una dintre cele mai cunoscute poezii ale sale, scrisă în ziua de Anul Nou 1840, el a descris poezia sa drept „vers de oțel udat în amărăciune și ură”. Fiu al unui ofițer pensionar, și-a pierdut părinții la o vârstă fragedă și a crescut alături de bunica sa, Arsenieva. Era student la o școală nobiliară și a intrat la Universitatea din Moscova, pe care a părăsit-o pentru a se înscrie la Școala de Ofițeri din Sankt Petersburg. În 1834 a luat gradul de locotenent și a slujit în regimentul de husari din garda țarului. Liberal și oponent al absolutismului, el a provocat reacția cercurilor curții cu poemul său „Moartea poetului” despre moartea lui Pușkin într-un duel și a fost transferat în Caucaz. În 1838 s-a întors la Petersburg și a dobândit o poziție semnificativă în cercurile literare ale capitalei. Dar în 1840 a fost condamnat la curtea marțială pentru că s-a duel cu fiul ambasadorului francez și a fost trimis înapoi în Caucaz, într-o unitate de luptă din prima linie. S-a remarcat la bătălia de pe râul Valeric și a primit mențiune onorabilă pentru curajul și disponibilitatea sa. În iulie 1841, în orașul Pyatigorsk unde se dusese la tratament, și el și-a întâlnit moartea într-un duel. Unele dintre piesele sale sunt Masquerade, Borodino, Mchiro, Saska, Valerik. Cea mai cunoscută lucrare a sa este A Hero of Our Time (traducere greacă Andreas Sarantopoulos, „S.I. Zacharopoulos”) care a avut un mare impact asupra cursului prozei ruse. 

///////////////////////

27 июля 1841 года Михаил Лермонтов, русский писатель.

 Михаил Юрьевич Лермонтов (Михаил Юрьевич Лермонтов, Москва, 15 октября 1814 г. - Пятигорск, 27 июля 1841 г.) был выдающимся русским поэтом, также известным как «Поэт Кавказа». Он был самым важным персонажем русской поэзии с момента смерти Александра Пушкина до своей собственной, четыре года спустя, в возрасте 26 лет. Как и Пушкин, он тоже погиб на дуэли. В одном из своих самых известных стихотворений, написанном в день Нового 1840 года, он описал свою поэзию как «стальной стих, пропитанный горечью и ненавистью». Сын отставного офицера, он рано потерял родителей и вырос с бабушкой Арсеньевой. Он был учеником дворянского училища и поступил в Московский университет, который оставил, чтобы поступить в Офицерское училище в Петербурге. В 1834 году он получил чин поручика и служил в гусарском полку царской гвардии. Либерал и противник абсолютизма, он вызвал реакцию придворных кругов своим стихотворением «Гибель поэта» о гибели Пушкина на дуэли, и был переведен на Кавказ. В 1838 году он вернулся в Петербург и занял значительное положение в столичных литературных кругах. Но в 1840 году он был отдан под трибунал за дуэль с сыном французского посла и отправлен обратно на Кавказ, в передовую боевую часть. Он отличился в битве на реке Валерик и получил почетное упоминание за храбрость и готовность. В июле 1841 года в городе Пятигорске, куда он отправился на лечение, он тоже встретил свою смерть на дуэли. Одни из его пьес: «Маскарад», «Бородино», «Мчиро», «Саска», «Валерик». Его самое известное произведение - «Герой нашего времени» (греч. пер. Андреас Сарантопулос, «С.И. Захаропулос»), оказавшее большое влияние на ход русской прозы. 

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Νικόλαος Πλαστήρας – Μαύρος καβαλάρης (1883-1953)



Νικόλαος Πλαστήρας – Μαύρος καβαλάρης (1883-1953)

πηγή: http://www.facebook.com/photo.php?fbid=10150252098305002&set=a.10150428313575002.623681.247295425001&type=1&theater


...
«Όποιος βλέπει την Πατρίδα του να καταστρέφεται και κάθεται αδρανής, είναι το ίδιο σαν να την καταστρέφει ο ίδιος...»
Νικόλαος Πλαστήρας – Μαύρος καβαλάρης (1883-1953)

Αυτή τη ρήση του έκανε πράξη μέχρι την τελευταία ανάσα της ζωής του ο εκ Μορφοβουνίου Καρδίτσας στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης της νεότερης Ελλάδας Νικόλαος Πλαστήρας, που πέθανε σαν σήμερα, 26 Ιουλίου 1953.

Πέθανε φτωχός παρά τη σταδιοδρομία του στα ανώτατα αξιώματα της στρατιωτικής και πολιτικής ιεραρχίας (διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός). Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά φίλου του, ενώ η περιουσία που άφησε κληρονομιά ανερχόταν σε 216 δραχμές και δέκα δολάρια!
Πέθανε όμως πλούσιος από ικανοποίηση της προσφοράς προς την Πατρίδα, από την αγάπη και την εκτίμηση των άδολων Ελλήνων πατριωτών, καθώς και από την αναγνώριση της πολυεπίπεδης και πολυσύνθετης δράσης του σε καιρούς δύσκολους για το Έθνος από την ψυχρή Ιστορία.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν παρών σε όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αγώνες της νεότερης Ελλάδας.
Η τελευταία, ενδοξότερη και τραγικότερη πολεμική του δράση ήταν στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως διοικητής του 5/42 Συντάγματος Πεζικού. Το Σύνταγμα του Πλαστήρα ήταν η μόνη στρατιωτική μονάδα που μέσα στην πανωλεθρία του Αυγούστου του 1922 εφάρμοσε ακριβώς τους κανόνες σύμπτυξης-υποχώρησης με απόλυτα πειθαρχημένο τρόπο. Έσωσε έτσι ελληνικά στρατιωτικά τμήματα από αφανισμό, καθώς και τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό της Μ. Ασίας.
Λεπτομέρειες για την πολεμική και πολιτική δράση του Μαύρου Καβαλάρη μπορείτε να διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο:

http://www.sansimera.gr/biographies/184

Στη φωτογραφία ο Μαύρος Καβαλάρης στην Κεντρική Πλατεία της Καρδίτσας.
Το σύμπλεγμα, απούσης της Πολιτείας, κατασκευάστηκε με έρανο της Ένωσης Επιστημόνων Καρδίτσας τη δεκαετία του ᾿80…

(Το παρόν έχει αναδημοσιευτεί από το μέλος της σελίδας μας Θανάση Διάκο.)

Όθων

Otto of Greece in Oldenburg Castle.jpg

26 Ιουλίου 1867πέθανε: Όθων βασιλιάς της Ελλάδας

Ο Όθων (Γερμανικά: Otto von Wittelsbach, 1 Ιουνίου 1815 - 26 Ιουλίου 1867) ήταν Βαυαρός πρίγκιπας του Οίκου των Βίττελσμπαχ. Έγινε ο πρώτος βασιλιάς του σύγχρονου ελληνικού κράτους] Ήταν ο μοναδικός μονάρχης της Ελλάδος που έφερε τον τίτλο Βασιλεύς της Ελλάδος, δεδομένου ότι οι επόμενοι, του Οίκου των Γλύξμπουργκ, είχαν τον τίτλο Βασιλεύς των Ελλήνων.

Ο Όθων Φρειδερίκος Λουδοβίκος γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Παλάτι Μιραμπέλ του Σάλτσμπουργκ Ήταν ο δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄ και της Θηρεσίας, κόρης του Φρειδερίκου, Δούκα της Σαξονίας-Αλτεμβούργου. Έλαβε εκπαίδευση πρίγκηπα, που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα, ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία και ανέθεσε τις σπουδές του στο φανατικό καθολικό ιερέα, Αίτελ, που αργότερα έγινε Επίσκοπος του Άιχστετ.

Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, (θεωρείτο ρωσόφιλος), το 1830, η Αγγλία, κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες Δυνάμεις («Προστάτιδες Δυνάμεις») για τη μεταβολή του πολιτειακού σχήματος της χώρας, την επιβολή μοναρχίας και τη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε βασίλειο. Οι ίδιες όρισαν, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1832), το, 17χρονο τότε, Όθωνα ως Βασιλιά της Ελλάδας ύστερα και από την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξονίας, γιου του Φραγκίσκου, Δούκα της Σαξονίας-Κοβούργου-Ζάαλφελντ. Αρχικά. είχε επιλεγεί εκείνος ως Βασιλιάς της Ελλάδας και κατόπιν τέθηκε επικεφαλής του νεοσύστατου Βασιλείου του Βελγίου.

Το πρωτόκολλο εκλογής (25 Απριλίου 1832) του Όθωνα ως βασιλιά υπογράφηκε από τον Υποκόμη Πάλμερστον (Αγγλία) και τους πρίγκιπες Σαρλ Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ (Γαλλία) και Κρίστοπ φον Λίβεν (Ρωσία). Στάλθηκε για έγκριση στο βασιλιά Λουδοβίκο. Αυτός εξέφρασε ορισμένα αιτήματα για την αποδοχή του ελληνικού θρόνου από το γιο του Όθωνα: να επεκταθούν τα όρια του βασιλείου μέχρι το Βόλο και την Άρτα και να προσαρτηθούν η Κρήτη και η Σάμος, να χορηγηθεί δάνειο 60 εκατ. γαλλικών φράγκων, να σταλούν στην Ελλάδα τρία συντάγματα βαυαρικού στρατού (3.500 άντρες), να λειτουργήσει τριμελής αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, να μη θεσπιστεί Σύνταγμα πριν την ανάληψη των καθηκόντων από το βασιλιά (ώστε να μην υποχρεωθεί να το αναστείλει σε περίπτωση κρίσης) και τέλος, ο τίτλος του Όθωνα να είναι «Βασιλεύς της Ελλάδος».

Πορτραίτο του Όθωνα. Έργο του Γιόζεφ Καρλ Στίλερ.

Οι Προστάτιδες Δυνάμεις απέρριψαν την πρώτη αξίωση και δέχτηκαν τους υπόλοιπους όρους, ορίζοντας ότι το αιτούμενο δάνειο θα καταβαλλόταν υπό την εγγύησή τους σε τρεις ισόποσες δόσεις Δύο μήνες αργότερα (17 Ιουνίου 1832), αποφασίστηκαν τα «οριστικά» σύνορα του νεοσύστατου βασιλείου, το οποίο αποκτούσε την Ακαρνανία, την Αιτωλία και τη Φθιώτιδα, με οριοθετική γραμμή που ξεκινούσε από το Κομπότι (Αμβρακικός Κόλπος), περνούσε από τις κορυφές, Όθρυς και Τυμφρηστός, και κατέληγε στο Μαλιακό

Στο διάγγελμα που απηύθυνε ο βασιλιάς Όθων προς τον ελληνικό λαό κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, υπογράμμιζε (αποσπάσματα του λόγου):

«Έλληνες!
Προσκεκλημένος από την εμπιστοσύνην των ενδόξων και μεγαλοψύχων μεσιτών, δια της κραταιάς βοηθείας των οποίων αποπερατώσατε ενδόξως τον της καταστροφής πόλεμον τον υπέρ το δέον παρεκτανθέντα, προσκεκλημένος προσέτι και από την ιδίαν σας ελευθέραν εκλογήν, αναβαίνω εις τον θρόνον της Ελλάδος, δια να εκπληρώσω όσας υποχρεώσεις ανέλαβα δεχθείς το προσφερθέν μοι Βασιλικόν Στέμμα, τόσον προς εσάς, όσον και προς τας μεσιτευούσας Μεγάλας Δυνάμεις.
...
Αναβαίνων τον θρόνον της Ελλάδος, δίδω την πάνδημον βεβαίωσιν του να προστατεύω ευσυνειδότως(sic) την θρησκείαν σας, να διατηρώ πιστώς τους νόμους, να διανέμεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστον, και να διαφυλάττω ακέραια δια της θείας βοηθείας εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίαν σας, τας ελευθερίας σας και τα δικαιώματά σας».

Καραγιώργης Πέτροβιτς

 


26 Ιουλίου 1817 πέθανε: Καραγιώργης Πέτροβιτς Σέρβος επαναστάτης

Ο Τζόρτζε Πέτροβιτς ΤΑΑ (Σερβικά: Ђорђе Петровић), γνωστότερος στην Ελλάδα ως Καραγιώργης (της) Σερβίας αλλά και Μαύρος Γεώργιος ή Καραγιώργης (σερβικά: Карађорђе, 16 Νοεμβρίου (παλαιό ημρλγ. 3 Νοεμβρίου) 1768 - 26 Ιουλίου (παλαιό ημρλγ. 14 Ιουλίου) 1817, ήταν Σέρβος επαναστάτης ηγέτης που πολέμησε για την ανεξαρτησία της χώρας του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την Πρώτη Σερβική Εξέγερση του 1804-1813, ο πρώτος κληρονομικός ηγέτης, Οσποδάρος της Σερβίας και ιδρυτής της δυναστείας Καραγιώργη.

Νικηφόρος Α' (απεβ. 26 Ιουλίου 811)

 


26 Ιουλίου 811 πέθανε: Νικηφόρος Α´ Βυζαντινός αυτοκράτορας

Ο Νικηφόρος Α' (απεβ. 26 Ιουλίου 811) ήταν Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 802 και 811. Η καταγωγή του ήταν κατά πάσα πιθανότητα Γασσανιδική.

Η ανάρρηση

Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης (ή λογοθέτης του γενικού, δηλ. υπουργός των οικονομικών) κατά το τέλος της βασιλείας της Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο ύστερα από συνωμοσία αξιωματούχων που ανέτρεψε την τελευταία.

Πρέπει να αναφερθεί εισαγωγικά, πως ό,τι γνωρίζουμε για τον Νικηφόρο Α΄ προέρχεται από εικονολάτρες χρονογράφους και ειδικά από τον σημαντικότερο εξ αυτών Θεοφάνη, ο οποίος ήκμασε κατά την βασιλεία του. Όλοι τους διάκεινται δυσμενέστατα προς τον Νικηφόρο Α΄ και αυτό επειδή ήρθε σε αντίθεση με τους ακραίους εικονόφιλους μοναχούς, παρ’ όλο ότι δεν ενήργησε κατά των εικόνων και δεν έθιξε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Τη συνωμοσία κατά της Ειρήνης επέσπευσε η αίτηση γάμου τού Καρλομάγνου προς την Αυτοκράτειρα και τα φανερά σχέδια του παντοδύναμου ευνούχου Αέτιου, που προωθούσε στον θρόνο τον αδελφό του.

Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος -κατά τους χρονογράφους πάντοτε- ευημερούσε επί Ειρήνης, δέχθηκε με εχθρότητα την ανάρρηση του Νικηφόρου Α΄ και κατά την στέψη του καταριόταν τόσο τον ίδιο όσο και τον εικονόφιλο πατριάρχη Ταράσιο, που δέχθηκε να τον στέψει.

Μετά την ενθρόνισή του, ο Νικηφόρος Α΄ επισκέφθηκε την Ειρήνη, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, τη διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να τού δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη δέχτηκε υπό τον όρο να της επιτραπεί να παραμείνει στο ανάκτορο τού Ελευθερίου. Ο Νικηφόρος Α΄ συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς και την εξόρισε στην Λέσβο, όπου και πέθανε αυτή τον επόμενο χρόνο (803).

Εκείνο που χαρακτηρίζει προ πάντων την βασιλεία του Νικηφόρου Α΄ είναι η αγωνιώδης αναζήτηση χρημάτων. Κατηγορήθηκε ως φιλάργυρος και πλεονέκτης.Αλλά είναι γνωστό, ότι η Ειρήνη δαπανούσε αφειδώς για να έχει τον λαό με το μέρος της: είχε χαρίσει φόρους και είχε, μεταξύ άλλων, καταργήσει τα τελωνειακά δικαιώματα τού Βοσπόρου και τού Ελλήσποντου.Ο Νικηφόρος Α΄ πέρασε από δίκη όσους πλούτισαν επί Ειρήνης και τους υποχρέωσε να επιστρέψουν τα παρανόμως κτηθέντα, χωρίς όμως να τα αποδώσει στους αδικημένους.