Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

 

12 Ιουλίου 1994  εκοιμήθη Άγιος Παΐσιος

Εικόνα του Άγιου Παΐσιου στον ρωσικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στην Ουάσινγκτον

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.


Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλαμπίας Εζνεπίδη. Είχε άλλα οκτώ αδέλφια, ενώ ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού. Στις 7 Αυγούστου του μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1988. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.

Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.

Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος

Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.

Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχή|ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.

Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β', ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του

To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος

Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, που ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού μέχρι το θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ το Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι' αυτόν.

Tο 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.


Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σαν μοναχός είχε την αγάπη και την ταπείνωση στο μέγιστο βαθμό. Βοηθούσε με απλά λόγια τους επισκέπτες του, να μεταβαίνουν από την επιφανειακή θρησκοληψία, στην οντολογική βίωση του γεγονότος της Εκκλησίας. Προσεύχονταν για όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους νέους.

Υπήρξε μια αβάσιμη φήμη ότι στο κελί του ζούσαν πολλά ήμερα φίδια, και ότι αυτό μάλλον ήταν ένας μύθος που καλλιέργησε ο ίδιος για να αποφεύγει τις οχλήσεις επισκεπτών. Σύμφωνα με μια φιλοσοφική ανάλυση για την αντίληψη της φύσης στον χριστιανισμό, αυτό είναι μέρος μιας ορθόδοξης αγιολογικής παράδοσης όπου οι άγιοι έχουν επικοινωνία με ζώα. Θεωρείται ότι αυτό το επίπεδο αντίληψης της φύσης που είναι εμπεδωμένο στη δυτική κουλτούρα, είναι κάτι που διαφεύγει από τη μονοδιάστατη ιστορικο-αναλυτική αφήγηση πολλών σύγχρονων δυτικών φιλοσόφων.

Το 1966 ο Γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο Γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε. Ο Γέροντας συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της υγείας του.

Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.

Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης . Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Ο Γέροντας Παΐσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτής Θεσσαλονίκης. Τα βιβλία αυτά τιτλοφορούνται
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1975)
Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)
Επιστολές (1994)

Ήδη πριν το θάνατο του Αγίου Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μύθος γύρω από το όνομά του. Στη μοναστική κοινότητα του Άθω κάποιοι παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του ασκούσαν κριτική. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960. Στην Ελλάδα και στο Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και θεραπευτής.

H θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου είναι θαμμένος, η οποία είναι γνωστή και με το όνομά του. Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες του και προφητείες του ίδιου, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από το τέλος του κόσμου ως την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα,(συγκεκριμένα της Βόρειας Ηπείρου) και την διάλυση της Τουρκίας καθώς και των Σκοπίων. Το ενδιαφέρον για τον Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Ο άγιος τιμήθηκε με εκδηλώσεις και σε ορθόδοξους οργανισμούς της Ρωσίας, και βιβλίο σχετικό με τη ζωή του μεταφράστηκε στα ρωσικά.

Το 2016 δημιουργήθηκε ντοκιμαντέρ για την ζωή του Αγίου Παϊσίου από το POKROV Film Studio, το οποίο έχει έδρα τη Μόσχα, και το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών. Οικονομικός αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια υπήρξε το Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ απαθανατίζονται επίσκοποι, μοναχοί και λαϊκοί, να καταθέτουν τις εμπειρίες τους σχετικά με τον Άγιο Παΐσιο.

 

 


Γέροντας Παΐσιος Έλληνας μοναχός

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο Ιταλός ζωγράφος

 


11 Ιουλίου 1593  πέθανε:

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο Ιταλός ζωγράφος

Ο Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο ή Αρτσιμπόλντι (Giuseppe Arcimboldo ή Arcimboldi, 5 Απριλίου 1526 - 11 Ιουλίου 1593) ήταν Ιταλός ζωγράφος περισσότερο γνωστός για τη δημιουργία φανταστικών πορτραίτων αποτελούμενων εξ ολοκλήρου από αντικείμενα όπως φρούτα, λαχανικά, λουλούδια, ψάρια και βιβλία.
Βιογραφία


Εκπρόσωπος του ιταλικού μανιερισμού, θεωρείται ένας από τους πλέον ασυνήθεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Τον 20ό αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από την ομάδα των υπερρεαλιστών.

Ξεκίνησε να εργάζεται ως ζωγράφος στον Καθεδρικό Ναό του Μιλάνου (1549-58). Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πράγα, ως ένας από τους ευνοούμενους ζωγράφους της Αυλής των Αψβούργων (1562-87).

Παναγιώτης Κονδύλης

 

 


Ο Παναγιώτης Κονδύλης (γνωστός και στα γερμανικά ως Panajotis Kondylis· 17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.

Γεννήθηκε το 1943 στο Δρούβα Ηλείας στην Αρχαία Ολυμπία. Όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του μετακόμησε στην περιοχή της πρωτεύουσας και ο Κονδύλης πήγε στο δημοτικό σχολείο της Νέας Ερυθραίας και στη συνέχεια στο γυμνάσιο της Κηφισιάς. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και φιλοσοφία της μεσαιωνικής και σύγχρονης και νεότερης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης. Το 1977 του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης για την - υπό την επίβλεψη του Ντίτερ Χένριχ - διδακτορική διατριβή του με τίτλο Η γένεση της διαλεκτικής. Μια ανάλυση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της πνευματικής ανάπτυξης των Χαίλντερλιν, Σέλλινγκ και Χέγκελ έως το 1802 (γερμ. Die Entstehung der Dialektik. Eine Analyse der europäischen Aufklärung und der geistigen Entwicklung von Hölderlin, Schelling und Hegel bis 1802). Η διατριβή (που κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1979, από τον οίκο Klett-Cotta της Στουτγάρδης, με τίτλο Die Entstehung der Dialektik: Eine Analyse den geistigen Entwicklung von Holderlin, Schelling und Hegel bis 1802), θεωρήθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της, καινοτόμα και ρηξικέλευθη, ενώ συνάμα διαφώτισε την προϊστορία του μαρξισμού και των κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας Εξαιρετικοί Γερμανοί ιστορικοί όπως ο Βέρνερ Κόνζε και ο Ράινχαρτ Κόσελεκ, υπήρξαν σημαντικές καθοδηγητικές επιρροές κατά την περίοδο διαμόρφωσης της σκέψης του στην Χαϊδελβέργη.Στην συνέχεια, ο Παναγιώτης Κονδύλης επικεντρώθηκε στις Διεθνείς Σχέσεις και την Στρατηγική Σκέψη και την κοινωνική φιλοσοφία.

Στις 21 Μαρτίου 1991 του απονεμήθηκε το «Μετάλλιο Γκαίτε» (Goethe-Medaille), καθώς και το βραβείο του «Ιδρύματος Χούμπολτ» (Humboldt-Stiftung) την ίδια χρονιά. Από το Σεπτέμβριο του 1994 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1995 υπήρξε Wissenschaftskollege στο Βερολίνο, υπότροφος και εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών. Ο Κονδύλης συνέγραψε βιβλία και στα ελληνικά και στα γερμανικά. Τα περισσότερα βιβλία είχαν εκδοθεί πρώτα στα γερμανικά και στη συνέχεια στα ελληνικά, σε δική του μετάφραση. Ήταν τακτικός συνεργάτης του feuilleton της εφημερίδας Frankfurter Αllgemeine Ζeitung. , και ως τον θάνατό του υπήρξε επιμελητής και υπεύθυνος σειρών σε εκδοτικούς οίκους. Απεβίωσε από ιατρικό λάθος στην Αθήνα στο Απολλώνιο θεραπευτήριο, όπου είχε εισαχθεί για καρδιολογικό πρόβλημα.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης ήταν από τους λίγους πρωτότυπους διανοούμενους-στοχαστές της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Κονδύλης με το έργο του προσπάθησε να δώσει, εκτός των άλλων, ορισμένα ερμηνευτικά κλειδιά για να κατανοήσουμε την ελληνική κοινωνία.

11 Ιουλίου 1895

11 Ιουλίου 1895
Οι αδελφοί Ωγκύστ και Λουί Λυμιέρ παρουσιάζουν την τεχνολογία της κινηματογραφικής ταινίας σε επιστήμονες.

Οι αδελφοί Λυμιέρ, Λουί Ζαν (5 Οκτωβρίου 1864 – 6 Ιουνίου 1948) και Ωγκύστ Μαρί Λουί Νικολά (19 Οκτωβρίου 1862 – 10 Απριλίου 1954), ήταν Γάλλοι κινηματογραφιστές και εφευρέτες, δημιουργοί του κινηματογράφου (cinematographe), μίας μηχανής λήψης, εκτύπωσης και προβολής του φιλμ.

Γεννήθηκαν στην Μπεζανσόν της Γαλλίας ενώ μεγάλωσαν στην πόλη της Λυών. Ο πατέρας τους ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου, το οποίο κατασκεύαζε φωτογραφικές πλάκες και άλλα φωτογραφικά είδη, στο οποίο εργάστηκαν και οι δύο: ο Λουί Λυμιέρ ως φυσικός και ο Ωγκύστ Λυμιέρ με την ιδιότητα του διευθυντή. Μετά την απομάκρυνση του πατέρα τους το 1892, ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους πάνω στην εξέλιξη του κινηματογράφου και κατοχύρωσαν αρκετές ευρεσιτεχνίες, μεταξύ αυτών το διάτρητο φιλμ, το οποίο έδινε την δυνατότητα να ενσωματωθεί σε μία μηχανή προβολής

Βασιζόμενοι στην εφεύρεση του κινητοσκοπίου, κατασκεύασαν την φορητή συσκευή του κινηματογράφου, την οποία κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, στις 13 Φεβρουαρίου του 1894. ]Ο κινηματογράφος των αδελφών Λυμιέρ, αποτελούσε ταυτόχρονα μηχανή λήψεως και προβολής, καθώς επίσης και εκτύπωσης του φιλμ. Η πρώτη ταινία που δημιούργησαν ήταν η Έξοδος από το εργοστάσιο Λυμιέρ (La sortie des usines Lumière), στις 19 Μαρτίου του 1895 και αποτύπωνε την έξοδο των εργατών από το εργοστάσιό τους.

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895, πραγματοποίησαν την πρώτη δημόσια προβολή ταινιών, επί πληρωμή, στο Παρίσι, ενώ τον επόμενο χρόνο, προώθησαν την εφεύρεση τους στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, όπου έτυχαν θερμής υποδοχής. Οι ίδιοι θεώρησαν πως ο κινηματογράφος ήταν ήσσονος σημασίας και πούλησαν την εφεύρεσή τους στον Ζωρζ Μελιέ. Αργότερα στράφηκαν στην έγχρωμη φωτογραφία και το 1903 επινόησαν την πρώτη έγχρωμη φωτογραφική διαδικασία (Autochrome Lumière), η οποία άρχισε να διατίθεται εμπορικά το 1907.

Η επιχείρηση των αδελφών Λυμιέρ υπήρξε από τις μεγαλύτερες εταιρείες φωτογραφικών ειδών στην Ευρώπη, μέχρι την συγχώνευσή της με την εταιρεία Ilford.

11 Ιουλίου 1921

 

11 Ιουλίου 1921 (100 χρόνια πριν):

Τερματίζεται ο Ιρλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας μετά την υπογραφή εκεχειρίας μεταξύ των εμπολέμων.

Ο Ιρλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας ή Αγγλο-Ιρλανδικός πόλεμος ήταν μια στρατιωτική σύγκρουση από το 1919 έως το 1921 ανάμεσα στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (Ι.Ρ.Α.) και τις Βρετανικές δυνάμεις ασφαλείας της Ιρλανδίας. Ήταν η κατάληξη του αγώνα των Ιρλανδών για την επίτευξη ανεξαρτησίας από τη Βρετανία, ο οποίος μετατράπηκε στο τελευταίο του στάδιο, σε μια καθαρά ένοπλη σύρραξη. Το Δεκέμβριο του 1918 το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιρλανδίας Σιν Φέιν (Sinn Fein) κέρδισε τις εκλογές στη χώρα και στις 21 Ιανουαρίου 1919 τα στελέχη του σύστησαν μια επαναστατική κυβέρνηση και κήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Την ίδια μέρα, μέλη του ΙΡΑ τα οποία έδρασαν αυτοβούλως, σκότωσαν δυο άνδρες της αστυνομίας στην Κομητεία Tipperary, ενέργεια η οποία σηματοδότησε την αρχή του πολέμου.

Ιρλανδοί επαναστάτες

Κατά την εξέλιξη της σύγκρουσης, περίπου 300 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους έως και τα τέλη του επόμενου έτους (1920). Ωστόσο, το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς υπήρξε μια έξαρση των μαχών με αποκορύφωμα τη μαζική δολοφονία Ιρλανδών πολιτών από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στο Δουβλίνο την Κυριακή 21 Νοεμβρίου (Bloody Sunday) σαν αντίποινα για την εκτέλεση, το ίδιο πρωί, από τον ΙΡΑ, δεκατεσσάρων Άγγλων κατασκόπων.

Στις 11 Ιουλίου του 1921 οι δυο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου και ακολούθως ιδρύθηκε η ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, στην επικράτεια της οποίας περιήλθε όλη η χώρα, πλην του βορειοανατολικού τμήματός της, το οποίο συνέχισε να ανήκει στη Μεγάλη Βρετανία. Η Αγγλο-Ιρλανδική συνθήκη υπογράφτηκε τελικά, στις 6 Δεκεμβρίου του 1921. Ακολούθως, ξέσπασαν ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία, μεταξύ καθολικών (που ήταν οπαδοί της ένωσης με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας) και προτεσταντών (που υποστήριζαν την παραμονή στη Μεγάλη Βρετανία)

Το καλοκαίρι του 1922 οι διαφωνίες μεταξύ των μελών της προσωρινής κυβέρνησης της Ιρλανδίας οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο, θύματα του οποίου υπήρξαν κορυφαίοι πρωταγωνιστές του αγώνα της ανεξαρτησίας, όπως ο Μάικλ Κόλινς.

World Population Day

 




Η 11η Ιουλίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Πληθυσμών το 1990 για να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό τα προγράμματα του «Ταμείου για τον Πληθυσμό» (UNFPA), ενός οργανισμού του ΟΗΕ που προωθεί το δικαίωμα κάθε άνδρα, γυναίκας και παιδιού στην υγεία και τις ίσες ευκαιρίες.



https://www.youtube.com/watch?v=YxgXEDwVt_Y



Το «Ταμείο» σχεδιάζει και υλοποιεί πολιτικές και προγράμματα περιορισμού της φτώχειας, αντισύλληψης, ασφαλούς κύησης, πρόληψης και αντιμετώπισης του AIDS και ισότητας των δύο φύλων.


 
Η αναπαραγωγική υγεία είναι στο επίκεντρο της ανάπτυξης και της σημασίας για την επίτευξη του οράματος UNFPA - ένας κόσμος όπου κάθε εγκυμοσύνη είναι επιθυμητή, κάθε τοκετός είναι ασφαλής, και οι δυνατότητες κάθε νέου έχουν εκπληρωθεί.
Η καθολική πρόσβαση στην αναπαραγωγική υγεία μέχρι το 2015 είναι επίσης ένας από τους στόχους των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας. Αλλά έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε.



Τα αναπαραγωγικά προβλήματα υγείας παραμένουν η κύρια αιτία της ασθένειας και θανάτου για τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία σε παγκόσμιο επίπεδο. 222 εκατομμύρια γυναίκες που θα ήθελαν να αποφύγουν ή να καθυστερήσουν την εγκυμοσύνη δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες οικογενειακού προγραμματισμού. Σχεδόν 800 γυναίκες πεθαίνουν κάθε μέρα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού. Περίπου 1,8 δισ. των νέων που εισέρχονται στην αναπαραγωγική τους ηλικία, δεν έχουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις υπηρεσίες που χρειάζονται για να προστατεύουν τον εαυτό τους. 


 
Στις 11 Ιουλίου - Παγκόσμια Ημέρα Πληθυσμού - πολλές δραστηριότητες και εκστρατείες θα επιστήσουν την προσοχή στο ουσιαστικό μέρος ότι η αναπαραγωγική υγεία παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός δίκαιου και ίσου κόσμου. Βοηθήστε μας να παράγουμε μεγαλύτερη δέσμευση στην ιδέα ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην αναπαραγωγική υγεία.
Πηγή:http://www.unfpa.org

Περ Λάγκερκβιστ

 

Lagerkvist.jpg


Ο Περ Λάγκερκβιστ (Pär Fabian Lagerkvist, 23 Μαΐου 1891 - 11 Ιουλίου 1974) ήταν Σουηδός μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, από τους μεγαλύτερους Σουηδούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Το 1951 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά μιας θρησκευόμενης, παραδοσιακών αρχών και όχι ιδιαίτερα εύπορης, οικογένειας. Παρά τις αρχές με τις οποίες ανατράφηκε, ήδη στα πρώτα του έργα φαίνεται η απομάκρυνσή του απ’ αυτές και η υιοθέτηση του σοσιαλιστικού και του λογοτεχνικού ριζοσπαστισμού.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η βαθιά απαισιοδοξία που τον διέκρινε (Αγωνία, 1916) υποχώρησε και στον Θρίαμβο πάνω στη ζωή (1927) διακήρυξε την πίστη του στον άνθρωπο. Την δεκαετία του 1930 κατέκρινε στα έργα του την πολιτική βία που κυριαρχούσε στην Ευρώπη και το 1949 δημοσίευσε το Ζήσε, Άνθρωπε, μια καταγγελία της ανθρώπινης βαρβαρότητας και της θανατικής καταδίκης.

Τελευταία, και από πολλούς θεωρούμενα ως καλύτερα, έργα του ήταν ο Νάνος και ο Βαραββάς. Αξιοπρόσεκτη είναι η χρησιμοποίηση θρησκευτικών θεμάτων (Βαραββάς, Περιπλανώμενος Ιουδαίος) από τον Λάγκερκβιστ, ο οποίος είχε απορρίψει τα χριστιανικά δόγματα.

Σέρ Άρθουρ Τζον Έβανς,

Ο Σέρ Άρθουρ Τζον Έβανς, (Sir Arthur John Evans, 8 Ιουλίου, 1851 - 11 Ιουλίου, 1941), ήταν Άγγλος αρχαιολόγος.

Αποκάλυψε στο σύνολό του τον πολιτισμό που ονόμασε "Μινωικό", ο οποίος ήταν στην εποχή του μόνο μια αμυδρή μυθική ανάμνηση. Ήταν γιος του Τζον Έβανς, ενός χαρτοβιομηχάνου και ερασιτέχνη αρχαιολόγου ουαλικής καταγωγής. Έλαβε την εκπαίδευσή του στο Σχολείο Χάροου (Harrow), στο κολέγιο Μπρέ ιζνοουζ του και το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Ενστερνιζόμενος το ενδιαφέρον του πατέρα του στην αρχαιολογία ο Άρθουρ εργάστηκε στο μουσείο Άσμολ, στην Οξφόρδη κατά την περίοδο 1884 - 1908.
O Έβανς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Κρήτη ως πηγή σφραγίδων που περιείχαν πρώιμες επιγραφές μη αποκρυπτογραφημένες. Η αρχαία πόλη του Κεφαλά (Κνωσός) στη βόρεια ακτή της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, ήταν γνωστή στους ντόπιους, που ξέθαβαν αρχαία κεραμικά και νομισματικά τέχνεργα, καθώς καλλιεργούσαν τους αγρούς.

Ωστόσο, ο πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν ένας Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους[1]. Η καταγραφή του έργου του Καλοκαιρινού από τον Γουίλιαμ Στίλμαν (William Stillman), πρόξενο των Η.Π.Α. στην Κρήτη εκείνη την εποχή, υποδεικνύει ότι τα ευρήματα ανήκαν στην δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκτός από τις αποθήκες ο Καλοκαιρινός ανέσκαψε και ένα τμήμα των θεμελίων της "αίθουσας του θρόνου".

Οι [Τουρκία|Τούρκοι]ιδιοκτήτες της περιοχής, όμως, σύντομα σταμάτησαν τις έρευνες του Καλοκαιρινού. Λίγο μετά ο Γερμανός και ήδη διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), προσπάθησε να αγοράσει τον 'λόφο του Κεφαλά' στην πραγματικότητα "τούμπα" δηλαδή τεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από αλλεπάλληλες κατοικήσεις της Κνωσού ήδη από την Νεολιθική. Εγκατέλειψε, όμως την προσπάθεια, γιατί θεώρησε τις τιμές που του πρόσφεραν εξοργιστικές. Το 1894 επισκέπτεται την Κρήτη ο Έβανς, για να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης γραφής που εμφανίζονταν σε κρητικές σφραγίδες. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκδοση του μουσείου Άσμολ με τίτλο Κρητικά εικονογράμματα και προ-Φοινικική γραφή (Evans 1895), αναγνωρίζοντας τα μινωικά ιερόγλυφα ως εικονογράμματα (πικτογράμματα) και τις συλλαβικές ή προαλφαβητικές ("προ-Φοινικικές") γραφές, που ονομάζονται πλέον [Γραμμική Α] και [Γραμμική Β].
Οι πολιτικές αλλαγές ευνόησαν την πρόσθεση του Έβανς να ξεκινήσει ανασκαφές στην Κρήτη μετά την Κρητική Επανάσταση. Το 1899, χρησιμοποίησε τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς για να αγοράσει την περιοχή στον Κεφαλά. Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο για την εποχή δυναμικό, ο Έβανς ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας συστηματική ανασκαφή. Στο τέλος του 1903 είχε αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος των θεμελίων ενός εκτεταμένου συμπλέγματος, το οποίο προσδιόρισε ως Ανάκτορο της Κνωσού κέντρο του Μινωικού πολιτισμού. Όχι μόνο αποκάλυψε τα θαμμένα ερείπια και τα δημοσίευσε σε 4εις τόμους στο Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό, (1921 - 1935), κλασικό έργο της αρχαιολογίας, αλλά τα συντήρησε ουσιαστικά με τις μεθόδους της εποχής του και τα αναστήλωσε εν μέρει.

Στην προσπάθεια της αναστήλωσης χρησιμοποίησε ξένα υλικά, σαν το τσιμέντο. Όπως είναι φυσικό, ασκήθηκε κριτική εναντίον του από εκείνους που πίστευαν ότι η αναστήλωση έπρεπε να γίνει με τα μέσα και τις τεχνικές εκείνης της εποχής, αλλά με την προσπάθειά του ο Έβανς βοήθησε και βοηθά ακόμη και σήμερα τον μέσο επισκέπτη να "διαβάσει" τον αρχαιολογικό τόπο. Έτσι, αν και τα αποτελέσματα για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ερευνητές είναι ενοχλητικά, τα κίνητρά του στην προκειμένη περίπτωση είναι δικαιολογημένα. Θα πρέπει να μη λησμονείται, άλλωστε, ότι όταν ο Έβανς εργαζόταν στην Κνωσό στην περίοδο 1899 - 1935, πολλοί από τους συγχρόνους του ασχολούνταν μόνο με την αφαίρεση ευρημάτων από τους αρχαιολογικούς τόπους που ανέσκαπταν.

Εκτός από το πρωτοποριακό για την εποχή ανασκαφικό του έργο στην περιοχή του ανακτόρου, σημαντική ανακάλυψη του Έβανς θεωρείται η αποκάλυψη περίπου 3.000 πινακίδων Γραμμικής Α και Γραμμικής Β[1]. Η Γραμμική Β αποδείχθηκε ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας από την Υπομινωική περίοδο. Η Γραμμική Α, η γλώσσα των Μινωιτών παραμένει έως σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της μη αποκρυπτογραφημένη.

Ο Έβανς χρίστηκε ιππότης το 1911 για τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία, την Κνωσό και το μουσείο Άσμολ[2]. Η ανασκαφή στην περιοχή της Κνωσού, (την οποία αγόρασε για να μπορεί να τη διατηρήσει από καταστροφές), συνεχίζεται ακόμα και σήμερα από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CF%81%CE%B8%CE%BF%CF%85%CF%81_%CE%88

Σάιμον Νιούκομπ

11 Ιουλίου 1909 πέθανε:

Σάιμον Νιούκομπ Καναδός αστρονόμος και μαθηματικός
Τα πρώτα του χρόνια

Ο Σάιμον Νιούκομπ γεννήθηκε στην κωμόπολη Γουάλας της Νέας Σκωτίας. Οι γονείς του ήταν οι Έμιλυ Πρινς (Emily Prince), κόρη δικαστή, και ο δάσκαλος Τζων Μπάρτον Νιούκομπ (John Burton Newcomb). Ο Τζων δίδασκε σε διάφορα μέρη του Καναδά και ιδιαίτερα σε χωριά της Νέας Σκωτίας. Ο μικρός Σάιμον φαίνεται ότι εκπαιδεύτηκε κυρίως από τον πατέρα του στο σπίτι και από μία σύντομη μαθητεία κοντά σε κάποιον «δρα. Φόσεϊ» (Foshay), ένα πρακτικό γιατρό στο Νιου Μπράνσγουικ, το 1851. Παρόλα αυτά, ο πατέρας του έδωσε στον Σάιμον θαυμάσιες βάσεις για μελλοντικές σπουδές. Η μαθητεία κοντά στον Φόσεϊ πραγματοποιήθηκε μετά από συμφωνία ότι ο Φόσεϊ θα τον μάθαινε επί πενταετία να χρησιμοποιεί βότανα για να γιατρεύει τους ανθρώπους. Αλλά μετά από δύο χρόνια ο έφηβος Σάιμον απογοητεύθηκε από τη μαθητεία του και από την καθόλου επιστημονική προσέγγιση του Φόσεϊ στο επάγγελμά του, αντιλαμβανόμενος ότι ο άνθρωπος ήταν ένας κομπογιαννίτης. Αποφάσισε λοιπόν να φύγει μακριά του, τερματίζοντας έτσι τη συμφωνία. Περπάτησε τα 190 χιλιόμετρα ως το λιμάνι του Καλαί στο Μέιν των ΗΠΑ, όπου ο καπετάνιος ενός πλοίου συμφώνησε να τον πάρει ως το Σάλεμ της Μασαχουσέτης, όπου βρισκόταν ο πατέρας του όπως και έγινε. Στη συνέχεια, ταξίδεψαν μαζί και εγκαταστάθηκαν στο Μέριλανγτ.

Εκεί ο Σάιμον Νιούκομπ μελέτησε μια ποικιλία θεμάτων, όπως Πολιτική Οικονομία και Θεολογία, ενώ δίδασκε παιδιά του δημοτικού για βιοποριστικούς λόγους. Οι βαθύτερες μελέτες του πάντως με τον καιρό επικεντρώθηκαν στα Μαθηματικά και την Αστρονομία. Συγκεκριμένα, διάβασε το έργο Principia Mathematica του Νεύτωνα. Το 1856 διορίσθηκε ως ιδιωτικός εκπαιδευτικός κοντά στην Ουάσινγκτον και συχνά μετέβαινε στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ για να μελετήσει Μαθηματικά στις εκεί βιβλιοθήκες.

Μετά από ένα ακόμα έτος, το 1857, ο Νιούκομπ προσλήφθηκε ως «ανθρώπινος υπολογιστής» στο Γραφείο του Ναυτικού Αλμανάκ, στη Μασαχουσέτη. Τότε εγγράφηκε στη Σχολή Επιστημών Λώρενς (Lawrence Scientific School) του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, από όπου αποφοίτησε το 1858 με πτυχίο Φυσικών Επιστημών.
Σταδιοδρομία

Αστρονομία

Πριν ξεσπάσει ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, πολλοί «συμπαθούντες» των Νοτίων υπέβαλαν την παραίτησή τους από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, οπότε το 1861 ο Νιούκομπ επωφελήθηκε από τις κενώσεις θέσεων και προσλήφθηκε ως καθηγητής πλέον των Μαθηματικών και αστρονόμος στο Ναυτικό Αστεροσκοπείο των ΗΠΑ, στην πρωτεύουσα Ουάσινγκτον. Ο Νιούκομπ άρχισε να εκτελεί ακριβείς μετρήσεις των θέσεων των πλανητών ως βοήθημα στη ναυσιπλοΐα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί πολύ το ενδιαφέρον του για τις θεωρίες των πλανητικών κινήσεων.

Κατάλαβε ότι ο πίνακας σεληνιακών θέσεων του Πέτρου Ανδρέα Χάνσεν έσφαλλε και, όταν επισκέφθηκε το Παρίσι το 1870, ανακάλυψε ότι, εκτός από τα δεδομένα της περιόδου 1750 ως 1838 που είχε χρησιμοποιήσει ο Χάνσεν, υπήρχαν και άλλα, που πήγαιναν πίσω μέχρι το 1672. Δεν είχε, ωστόσο, την απαιτούμενη ηρεμία για επιστημονική δουλειά, καθώς τότε έλαβε χώρα η ήττα του Γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την επακόλουθη αλλαγή καθεστώτος στη Γαλλία. Ο Νιούκομπ κατάφερε να διαφύγει από την πόλη έχοντας πάρει τα πρόσθετα στοιχεία, τα οποία του επέτρεψαν να αναθεωρήσει τους πίνακες του Χάνσεν.

Το 1875 του προσφέρθηκε η θέση του διευθυντή του Αστεροσκοπείου του Χάρβαρντ, αλλά ο Νιούκομπ την αρνήθηκε, έχοντας πια κατασταλάξει ότι τα ενδιαφέροντά του βρίσκονταν στη Μαθηματική και όχι στην Παρατηρησιακή Αστρονομία.
Διευθυντής του Γραφείου του Ναυτικού Αλμανάκ

Το 1877 ο Νιούκομπ έγινε διευθυντής του Γραφείου του Ναυτικού Αλμανάκ, όπου με την επαρκή βοήθεια του Τζωρτζ Γουίλιαμ Χιλ εγκαινίασε ένα πρόγραμμα επανυπολογισμού όλων των σημαντικών αστρονομικών σταθερών. Παρά το γεγονός ότι επιφορτίσθηκε με επιπλέον απαιτητικά καθήκοντα ως καθηγητής των Μαθηματικών και της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς από το 1884, συνέλαβε με τον Ντάουνινγκ (A.M.W. Downing) ένα σχέδιο για να πάψει η διεθνής σύγχυση που επικρατούσε τότε στο θέμα αυτό. Τον Μάιο 1896, όταν παρακολούθησε ένα σχετικό συνέδριο στο Παρίσι, υπήρχε πια διεθνής ομοφωνία πως όλες οι αστρονομικές εφημερίδες και τα αλμανάκ θα έπρεπε να βασίζονται στους υπολογισμούς του Σάιμον Νιούκομπ. Μέχρι και το 1950 ένα συνέδριο επιβεβαίωσε τις σταθερές του Νιούκομπ ως το διεθνές στάνταρντ.
Το έργο του

Η ταχύτητα του φωτός

Το 1878 ο Νιούκομπ είχε αρχίσει να σχεδιάζει μια νέα και ακριβέστερη μέτρηση της ταχύτητας του φωτός που χρειαζόταν για τις ακριβείς τιμές πολλών αστρονομικών σταθερών. Είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσει μια βελτίωση της μεθόδου του Λεόν Φουκώ όταν έλαβε ένα γράμμα από τον νεαρό αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού και φυσικό Άλμπερτ Άμπραχαμ Μάικελσον, ο οποίος σχεδίαζε επίσης μία τέτοια μέτρηση: άρχισε έτσι μία μακρά σχέση συνεργασίας και φιλίας. Το 1880 ο Μάικελσον βοήθησε στην πρώτη μέτρηση που έκανε ο Νιούκομπ, στο Φορτ Μάγιερ και το Ναυτικό Αστεροσκοπείο, που τότε βρισκόταν στον ποταμό Ποτόμακ. Η δεύτερη ομάδα μετρήσεων, μεταξύ του αστεροσκοπείου και του Μνημείου Ουάσινγκτον, έγινε χωρίς τον Μάικελσον, που είχε εγκαινιάσει το δικό του πρόγραμμα μετρήσεων της ταχύτητας του φωτός, για τις οποίες έγινε αργότερα διάσημος. Οι μετρήσεις των δύο επιστημόνων είχαν σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Το 1883 ο Μάικελσον αναθεώρησε τη δική του μέτρηση προς μία τιμή εγγύτερα προς αυτή του Νιούκομπ.

Νόμος του Benford

Το 1881 ο Νιούκομπ συνέβαλε στην ανακάλυψη της στατιστικής αρχής που είναι σήμερα γνωστή ως «Νόμος του Benford», όταν είδε ότι οι πρώτες σελίδες των πινάκων λογαρίθμων, που χρησιμοποιούνταν τότε για την εκτέλεση υπολογισμών, ήταν πολύ πιο φθαρμένες από τη χρήση από ό,τι οι τελευταίες. Αυτό τον οδήγησε στο να διατυπώσει την αρχή ότι σε οποιονδήποτε κατάλογο αριθμών λαμβανόμενων από ένα τυχαίο σύνολο δεδομένων, περισσότεροι αριθμοί αρχίζουν από το ψηφίο 1 παρά από οποιοδήποτε άλλο.
Λίκνιση Chandler

Το 1891, λίγο μόλις καιρό μετά την ανακάλυψη από τον Σηθ Κάρλο Τσάντλερ της ελαφράς διακυμάνσεως του γεωγραφικού πλάτους ανά 14 μήνες, που αναφέρεται σήμερα ως Λίκνιση Chandler, ο Νιούκομπ ερμήνευσε τη φαινομενική ασυμφωνία ανάμεσα στην παρατηρούμενη κίνηση και την προβλεπόμενη περίοδο για τη λίκνιση: η αρχική θεωρία βασιζόταν στην παραδοχή ότι η γη είναι ανένδοτο στερεό σώμα, ενώ στην πραγματικότητα έχει μία ελαστικότητα. Ο Νιούκομπ χρησιμοποίησε τη διακύμανση του πλάτους για να εκτιμήσει την ελαστικότητα της Γης και τη βρήκε λίγο σκληρότερη από το ατσάλι.

Συμβολή στις άλλες επιστήμες

Ο Νιούκομπ ήταν ουσιαστικά ένας αυτοδίδακτος πολυμαθής. Συνέγραψε άρθρα οικονομικών και το βιβλίο του Principles of political economy (Αρχές Πολιτικής Οικονομίας, 1885) χαρακτηρίσθηκε από τον Τζων Κέυνς ως «ένα από εκείνα τα πρωτότυπα έργα που μπορεί να δίνει από καιρού σε καιρό κάποιος νέος επιστημονικός νους, που δεν έχει διαστραφεί από την ανάγνωση υπερβολικά μεγάλων ποσοτήτων των ορθόδοξων κειμένων ενός υπό διαμόρφωση ακόμα πεδίου όπως τα οικονομικά». Ο Νιούκομπ μιλούσε γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και σουηδικά, ήταν ορειβάτης και συγγραφέας εκλαϊκευμένων επιστημονικών βιβλίων και ενός μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας (His Wisdom the Defender, 1900).
Προσωπική ζωή

Ο τάφος του Σάιμον Νιούκομπ στο Εθνικό Κοιμητήριο Άρλινγκτον.

Η κόρη του Νιούκομπ παντρεύτηκε τον Γενικό Αντεισαγγελέα των ΗΠΑ Έντουαρντ Χουίτνυ (Edward Baldwin Whitney), που ήταν γιος του καθηγητή Γουίλιαμ Χουίτνυ και έγινε παππούς του μαθηματικού Χάσλερ Χουΐτνυ.

Ο Νιούκομπ πέθανε στην Ουάσινγκτον από καρκίνο της ουροδόχου κύστεως και τάφηκε με στρατιωτικές τιμές στο Εθνικό Κοιμητήριο Άρλινγκτον. Στην κηδεία του ήταν παρών ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ταφτ.

Η άποψή του για την αεροπορία

Αναφέρεται συχνά ότι ο Νιούκομπ πίστευε ότι ήταν αδύνατη η κατασκευή μιας «πτητικής μηχανής». Αυτό δεν είναι ακριβές. Στο φύλλο της 22ης Οκτωβρίου 1903 της εφημερίδας The Independent, ο Νιούκομπ έγραψε ότι ακόμα και αν ένας άνθρωπος πετούσε, δεν θα μπορούσε να σταματήσει: «Μόλις κόψει ταχύτητα, θα αρχίσει να πέφτει. Μόλις σταματήσει, θα πέσει όπως μία αδρανής μάζα.» Εκτός αυτού, δεν είχε στο μυαλό του την έννοια της αεροδυναμικής πτέρυγας. Το αεροπλάνο γι' αυτόν ήταν μία λεπτή επίπεδη σανίδα υπό κλίση. Επομένως έβγαζε το συμπέρασμα ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να μεταφέρει το βάρος ενός ανθρώπου. Ο Νιούκομπ απέρριπτε ιδιαίτερα τις απόψεις του Σάμιουελ Λάνγκλεϋ (Samuel Pierpont Langley), ο οποίος ισχυριζόταν ότι θα μπορούσε να κατασκευάσει μία πτητική συσκευή κινούμενη με ατμομηχανή και του οποίου οι πρώτες προσπάθειες ήταν δημόσιες αποτυχίες. Ωστόσο, ο Νιούκομπ έγραφε στη συνέχεια: «Πολύ πιθανά ο εικοστός αιώνας θα δει τις φυσικές πηγές δυνάμεως που θα μας καταστήσουν ικανούς να πετάμε από ήπειρο σε ήπειρο με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από εκείνη ενός πουλιού. Αλλά όταν ρωτάμε αν η πτήση είναι δυνατή με το σημερινό επίπεδο γνώσεων, αν με τα σημερινά υλικά μπορεί να γίνει ένας συνδυασμός χάλυβα, υφάσματος και σύρματος, ο οποίος, κινούμενος με τη δύναμη του ηλεκτρισμού ή του ατμού, θα αποτελέσει μία επιτυχή πτητική συσκευή, η πρόγνωση ίσως είναι τελείως διαφορετική.» Ο Νιούκομπ αγνοούσε προφανώς τις προσπάθειες των αδελφών Ράιτ στην ίδια του τη χώρα, των οποίων η δουλειά δεν φωτιζόταν αρχικά από τους προβολείς της δημοσιότητας. Ο Νιούκομπ έκλινε προς την ανάπτυξη περιστρεφόμενης πτέρυγας (ελικόπτερο) και αερόπλοιων («ζέπελιν»), όπως και έγινε