|
οι κόκκινες φράουλες της Μαρίας (φ.Μ.Κυμάκη) |
πηγή : http://www.onestory.gr/post/27152765494
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
της Νιόβης .
Ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη για την ακρίβεια. Δεν μπορούσε κανείς να την
ξεχωρίσει εύκολα από τη χρυσή ανατολή και από το μωβ δειλινό. Είχε
μακριά μαλλιά, πολύ μακριά που τα ζήλευαν όλοι. Το χρώμα τους ήτανε
μαύρο αλλά όχι το κορακί μα ούτε και το ξεβαμμένο. Είχε ένα χρώμα που
κανείς δεν είχε, που δύσκολα μπορούσες να το βρεις πάνω σε κοπέλα. Γιατί
αυτό ήταν, μια κοπέλα. Νέα, όμορφη και ξεχωριστή. Φευγαλέα σαν τον
άνεμο, πιο πολύ σαν τα πουλιά. Άπιαστη. Άφταστη.
Τόσο ψηλά που
φοβόσουν να την φτάσεις, να την προσπεράσεις αλλά ακόμη και να είσαι
μαζί της. Σε μαγνήτιζε με έναν τρόπο αλλιώτικο, μοναδικό. Ρεαλίστρια την
χαρακτήριζαν πολλοί και είχαν δίκιο γιατί έλεγε πάντα την αλήθεια. Δεν
πίστευε στα παραμύθια αν και αυτό ήταν ειρωνεία γιατί η ίδια ζούσε σε
ένα παραμύθι. Σε ένα δικό της παραμύθι, σε έναν κόσμο διαφορετικό, σαν
κι εκείνη.
Φορούσε πάντα τα καινούρια της παπούτσια. Κόκκινα στο
χρώμα της φωτιάς. Αυτά μπορούσες εύκολα να τα ξεχωρίσεις όπου κι αν
πήγαινε. Ανάμεσα στον πιο εξωτικό κόσμο, στα πιο σημαντικά πρόσωπα
εκείνη θα ξεχώριζες, μόνο και μόνο από τα παπούτσια που κοσμούσαν τα
πόδια της. Δεν ήθελε να κεντρίσει, όχι. Δεν αποζητούσε την προσοχή, απλά
της άρεσαν αυτά τα συγκεκριμένα παπούτσια. Της θύμιζαν παλιές ιστορίες
της γιαγιάς της. Το παρελθόν. Στο οποίο ζούσε και συνεχίζει να ζει μέχρι
και τώρα.
Κάθε φορά που φορούσε αυτά τα παπούτσια άλλαζε. Γινόταν
ένας άλλος εαυτός. Ξέφευγε από την πραγματικότητα του εαυτού της και του
κόσμου γύρω της και έπαιρνε μορφές. Αέναες μορφές χαρακτήρων μυθικών,
ανύπαρκτων και όμως συνάμα υπαρκτών χάρη στη δική της φαντασία. Στο δικό
της μυαλό που οι στροφές του θύμιζαν σβούρα που δεν σταμάταγε ποτέ.
Οι μορφές που έπαιρνε λοιπόν κατείχαν ένα ξεχωριστό στοιχείο. Μια
συνήθεια, καλή ή κακή, ένα ελάττωμα, μια ιδιαιτερότητα που τους έδινε
μια ταυτότητα για να αρχίσει η ιστορία. Φορώντας τα παπούτσια αυτά
μεταμορφωμένη σε έναν ολότελα καινούριο χαρακτήρα τη κάθε φορά,
περπατούσε τους έρημους ή γεμάτους δρόμους της πόλης ψάχνοντας για
‘τροφή’. Και όταν λέμε τροφή εννοούμε τα επιλεγόμενα θύματα της γοητείας
της ή ακόμα πολλές φορές και τα πρόσωπα τα οποία της έβγαζαν θυμό με
αποτέλεσμα να τσαλακώσει τον καινούριο της χαρακτήρα και να ξεσπάσει.
Γιατί εκείνη δεν είχε φίλους. Θα ήθελε να έχει μα ο σκοπός της ύπαρξης
της δεν της το επέτρεπε. Είχε κάθε φορά έναν στόχο, μια ιστορία να πει,
έναν δρόμο να διασχίσει. Δεν μπορούσε να παρεκκλίνει, δεν είχε το
δικαίωμα αυτό. Όμως δεν ήτανε δυστυχισμένη. Κάθε άλλο, χαιρόταν τη ζωή
της. Το χαμόγελο της, στόλιζε πάντα το ατημέλητο πρόσωπο της, γεμάτο
άτσαλες κόκκινες φακίδες.
Ποτέ μου δε κατάφερα να της μιλήσω.
Άπιαστο όνειρο, σαν κι εκείνη. Δεν το επέτρεπε η διαγωγή μου, ο τρόπος
ζωής μου και ο πατέρας μου. Δεν ζούσαμε στον ίδιο κόσμο μα πολλές φορές
τη συναντούσα μπροστά μου λες και η μοίρα ήθελε να μας φέρει κοντά. Κάθε
φορά ολοένα και πιο κοντά όπως τότε στο ποτάμι. Όμως τελικά ποτέ μου δε
βρήκα το κουράγιο να της μιλήσω, να της πιάσω το χέρι, να την κάνω να
χαμογελάσει, να δω το πρόσωπο της στον ήλιο. Μετάνιωνα και μετανιώνω.
Δύσκολο πράγμα να θες κάτι και να μην μπορείς να το έχεις μου έλεγαν
παλιά και δεν έδινα σημασία.
Τα μεγάλα σαλόνια, γεμάτα φαγητά,
εξαίσιους καθρέφτες που αιχμαλώτιζαν τη θωριά σου και το ψεύτικο
κοστούμι σου δεν έφταναν για να τη βγάλω από το μυαλό μου. Η σκέψη μου,
στους δρόμους, όπου διέμενε εκείνη. Πάντα ελεύθερη. Πετούμενο μυαλό,
άπιαστος αιθέρας..
. Η Νιόβη γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα. Έχει
παρακολουθήσει σεμινάριο δημοσιογραφίας και έχει κερδίσει σε νεανικό
διαγωνισμό δημιουργικής γραφής. Ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας και
δημοσιογράφος. Ο ιστότοπος της είναι http://tigerlily95.blogspot.gr/