http://www.antifono.gr
Αντί- γραφή V : Η αγία Ανέμη
Βαγγέλης Σταυρόπουλος
΄΄Αγία Ανέμη δεν φέρεται εν τω μηνολογίω΄ και όμως της αγίας ταύτης υπήρχεν εν Σαμοθράκη σεβάσμιον εκκλησίδιον εσχάτως ερημωθέν, διότι επιστεύετο ότι αυτή επροστάτευε την νήσον από των ορμητικώς εμπιπτόντων ανέμων΄΄. Φ. Κουκουλές
ΣΑΛΑΡΙΝΟΣ: ο νους σου δέρνεται στον ωκεανόν, εκεί που
τα πλοία σου με αγέρωχα πανιά- σαν άρχοντες
και πλούσιοι αστοί, πάνω στον πόντο, ή σαν να΄ναι
θαλασσινά θεάματα- θωρούν από ψηλά
τα μικροκάικα που τους κάνουν τεμενάδες
καθώς περνάνε πλάι τους με τα υφαντά φτερά τους.
(…)
Το φύσημα να κρυώσω το ζουμί μου, θα μου φύσαε
κρυάδες, τι θα σκεφτόμουν τι κακό μπορεί να κάνει
άνεμος δυνατός στο πέλαγος΄ δε θα΄βλεπα
να τρέχει στ΄αμμογυάλι η ώρα, παρά ο νους μου
θα΄τρεχε και ρηχά και ξέρες και θα εθώρουν
την πλούσιαν Αντριάνα μου στην άμμο πλευρισμένη
να΄χει χαμηλωμένο τον αψηλό της πύργο
πιο κάτω κι απ΄τα παγίδια της για να φιλήσει
τον τάφο της. Αν πήγαινα στην εκκλησία
κι έβλεπα τ΄άγιο οικοδόμημα το πέτρινο,
αμέσως θα σκεφτόμουν βράχους επικίνδυνους,
που μόνο αγγίζοντας του ωραίου σκαριού μου το πλευρό
θα σκόρπαε τα μπαχάρια του στον πόντο, θα΄ντυνε
τα μουγκριστά νερά , με τα μεταξωτά μου.
Περπατώντας σε ένα σοκάκι της Βενετίας, προσπαθεί ο Σαλαρίνος κι ο Σολάνιος να ερμηνεύσουν την ανησυχία που΄ναι μαζεμένη στην όψη του καλού τους φίλου Αντωνίου (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ο Έμπορος της Βενετίας, μετ. Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου, Εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1997, σελ. 19- 20). Θα΄ναι σίγουρα λένε οι δυο τους, οι τόσες του έννοιες για τα πλοία του, που πλέουν σε πελάγη άγρια κάτω απ΄ατίθασους ανέμους. Κι είναι αρκετό αυτό, για να γίνει κι η ψυχή του φίλου τους κι αυτή σαν ένα μαύρο πέλαγος, όπου η ανησυχία κι ο φόβος χαράζουν και τραβούν τη δική τους ρότα.
Την δύναμη της παραστατικότητας του ίδιου εικονολογικού παραδείγματος, καιρό πολύ πριν τον Σαίξπηρ επικαλείται ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επιχειρώντας να αποδώσει τους ψυχικούς κλύδωνες των βιωτικών μελημάτων: είναι η ψυχή σα τη βαρκούλα που πλέει μες το πέλαγος της ζωής, έτοιμη να συντριφτεί στις ξέρες και τα κύματα των πειρασμών, έτοιμη να καρφωθεί στις εσχατιές της ποντικής αβύσσου.
Η εικόνα αυτή που ο ιερός πατήρ μας δίνει, έχει βεβαίως με την σειρά της το οντολογικό της προηγούμενο στην σκέψη των αρχαίων: η ατομικότητα- η προσωπικότητα- καταχτιέται σαν μέσα από ένα ατέλειωτο καβαφικό ταξίδι, τέτοιο που να αρμόζει το υλικό και τον σκοπό του τραγουδιού του παντοπόρου άπορου ανθρώπου:
Τον άντρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια
παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ’ άγιο κάστρο,
κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τους τόπους και τη γνώμη
κι έπαθε πλήθος συμφορές στα πέλαγα, ζητώντας
πώς στην πατρίδα του άβλαβος να πάει με τους συντρόφους.
Μα κι έτσι αυτούς δε γλίτωσε, μ’ όσον καημό και αν είχε.
Γιατί μονάχοι χάθηκαν από δικό τους κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε τ’ Ουρανοδρόμου Ήλιου
τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού τη μέρα. [ Οδ. Α’ 1-11, Σιδέρης]
Στον Όμηρο και στον Χρυσόστομο, το κατόρθωμα είναι έμμετρα, ένθεα και γενναία ο άνθρωπος να τραβά κουπί και να κουμαντάρει με σοφία το πανί του σε κάθε περίσταση του ανέμου, ώστε αυτίκα και κατά πόδας το βιωτικόν πορθμείον εν τω της συντελείας όρμω ελλιμενίζειν, καταπώς γράφει Λέων ο Διάκονος. Μονάχα των Φαιάκων τα καράβια λέει ο Όμηρος δεν έχουν πηδάλιο, μιας κι είναι αυτοί της θάλασσας οι πιο μεγάλοι μύστες: Γιατί δεν έχουν τα γοργά καράβια των Φαιάκων, σαν τ΄άλλα τα πλεούμενα τιμόνια ή κυβερνήτες. [ Οδ. Θ’ 557-558, Σιδέρης]
Αν είναι ωστόσο να παρατηρήσουμε κάτι κοινό στα γραπτά του Σαίξπηρ και του Χρυσοστόμου- όσο άκομψο ή άβολο κι αν είναι- θα΄πρεπε να κρατήσουμε πως η ψυχή όπως κι η πίστη, παρομοιάζονται με την επικερδέστερη, αλλά και πιο ριψοκίνδυνη μορφή εμπορίου: το θαλάσσιο (Ιωαν. Χρυσοστόμου, Προς Θεόδωρον μοναχόν, PG 47, 309 και Ομιλίαι εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον I, 3, PG 48, 966).
Τα οφέλη και τις ευκαιρίες που το θαλάσσιο εμπόριο προσέφερε, μπόρεσε η εκκλησία νωρίς να διακρίνει, άποψη την οποία κανείς εύκολα σχηματίζει μελετώντας τα αυτοκρατορικά έγγραφα που αφορούν σε υποθέσεις του σεκρέτου της θαλάσσης, ειδικά κατά την περίοδο του ια’ και ιβ’ αιώνος. Το προβάδισμα της εκκλησίας και πιο ειδικά των μοναστηριών στον χώρο του θαλάσσιου εμπορίου, οφείλεται κυρίως στην εμμονικά παραδοσιαρχική άποψη της βυζαντινής αριστοκρατίας, αλλά θεμελιωδώς της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, πως μοναδική ευγενής πηγή πλουτισμού είναι η έγγειος ιδιοκτησία.
Δύο σχετικά πρώιμα, αλλά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του διπολικού σχήματος είναι τα εξής: ο βίος του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος Πατριάρχου Αλεξανδρείας μας πληροφορεί, πέρα από τις τόσες πραγματικά θαυμαστές φιλανθρωπίες, για δεκαπέντε φορτηγά εμπορικά πλοία τα οποία αποτελούσαν μέρος της πατριαρχικής περιουσίας κι αναγκάστηκαν κατά την διάρκεια ταξιδιού τους, να ξεφορτώσουν στα νερά της Αδριατικής φορτίο που αντιστοιχούσε σε 3.200 λίτρες καθαρού χρυσού για να αποφύγουν τον αύτανδρο καταποντισμό.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την περίπτωση του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου. Αντιγράφω το εκκεντρικό περιστατικό, όπως το κατέγραψε στην Επιτομή Ιστοριών του ο Ιωάννης Ζωναράς ( μετ. Ιορδάνη Γρηγοριάδη, Εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1998, τόμος β’, σελ. 127- 129): Kάποτε προσορμίστηκε στο λιμάνι των ανακτόρων ένα φορτηγό πλοίο τόσο παραφορτωμένο με εμπορεύματα, ώστε βυθιζόταν μέχρι την τελευταία ίσαλη γραμμή. Έτυχε λοιπόν να σκύψει από πάνω ο αυτοκράτορας και θαυμάζοντας το πλοίο ρώτησε, μέσω κάποιου αυλικού, να μάθει τίνος ήταν. Όταν πληροφορήθηκε ότι είναι της αυγούστας και πως μόλις είχε φτάσει από εμπορική αποστολή, την οποία οι άνθρωποι της βασίλισσας διεκπεραίωσαν στην περιοχή της Συρίας, διέταξε αμέσως να ξεφορτώσουν όση πραμάτεια ανήκε στο πλήρωμα του πλοίου, ενώ αντιθέτως να μην πειράξουν τίποτα από τα αντικείμενα της αυγούστας. Αφού έγινε αυτό, απομάκρυνε τους άνδρες από την περιοχή και αφού έριξε υγρό πυρ στο καράβι, το έκαψε με όλο του το φορτίο, λοιδορώντας την αυτοκράτειρα: ΄΄Αν και ο Θεός με ανέδειξε βασιλιά, εσύ με πιέζεις να γίνω ναυτικός. Μάθε πως το εμπόριο δόθηκε στους ιδιώτες για να εξασφαλίσουν από εκεί τα προς το ζην. Γιατί αν εμείς κοντά στα βασιλικά πλούτη οικειοποιηθούμε και τα κέρδη από το εμπόριο, από πού θα προμηθευτούν τα απαραίτητα οι κοινοί άνθρωποι;΄΄.
Δικαιοσύνη, που αν μη τι άλλο χάρισε στον Θεόφιλο, παρά την εικονομαχική του πολιτική, μία μεταθανάτια θέση δικαστή ανάμεσα στον Μίνω και στον Αιακό, σύμφωνα με τον Τιμαρίωνα.
Αρχικά λοιπόν τα μοναστήρια φαίνεται πως αποκτούν πλοία, ώστε να διευκολυνθεί η μετακίνηση αγροτικών προϊόντων, από τα κτήματά τους στα κοινόβια προς χρήση ειδικά και μόνο των αδελφοτήτων. Στη συνέχεια όμως οι πηγές μας πληροφορούν, πως ο αριθμός των πλοίων αυξάνεται και πολλές μονές αποκτούν ιδιωτικές σκάλες στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, γεγονότα που μας κάνουν να εκτιμήσουμε πως αυτός ο ΄΄μοναστηριακός στόλος΄΄, ενεργά και δραστήρια συμμετείχε στην εμπορική ζωή της αυτοκρατορίας. Εξκουσσείες από την καταβολή φόρων και διάφορες άλλες ελαφρύνσεις, πρώτος παραχωρεί σε μοναστηριακά πλώιμα, Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός, ώστε να καταλήξουμε στις ιδιαιτέρως γενναιόδωρες παραχωρήσεις του αυτοκράτορα Ισαακίου Α’ του Αγγέλου, προς τα εμπορικά πλοία της Μονής της Πάτμου μαζί με όλες τις προνομίες που ξαναπαραχωρούν μέσα σε μία νύχτα οι Άγγελοι στους εμπορικούς στόλους των Βενετών, των Γενουατών και των Πιζάνων, ως ηθικό αντιστάθμισμα στην ανελέητη εξόντωση του λατινικού πληθυσμού της Βασιλεύουσας μόλις λίγα χρόνια πριν, από τους πραιτοριανούς του Ανδρονίκου Α’ του Κομνηνού και από ένα μέρος του φανατισμένου αγελαίου και σύρφακος όχλου.
Λίγα χρόνια μετά παροπλισμένα αράζουν τα μοναστηρικά πλεούμενα, κι όταν πια ξανανταμώνουμε στ΄ανοιχτά του πέλαγου τη βαρκούλα, είναι ο κυρ- Θεόδωρος Λάσκαρης αυτός που τραβά κουπί με άνεμο εναντιοδρόμο.
Πικραμένος είναι, καθώς κι ο σκοπός της περιπλάνησής του: ΄΄καταιγίς με χειμάζει των συμφορών και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσιν΄΄. Κι εύχεται στην Παναγία Θεοτόκο, έρημος και παντάξενος, που είναι το καραβάκι αυτή, μαζί και το λιμάνι, η ολκάς των θελόντων σωθήναι κι ο λιμήν των του βίου πλωτήρων.
Κι αρμενίζει ακούραστο το σκαρί και χιλιοδαρμένο καλέ μου Λέοντα, ώστε αυτίκα και κατά πόδας το βιωτικόν πορθμείον εν τω της συντελείας όρμω ελλιμενίζειν.
πηγή: Aντίφωνο