Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ-ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ



«ΠEPIKAΛΛEA λίμνη» την ονόμαζε ο Oμηρος. Xιλιοτραγουδισμένη στη δημοτική ποίηση, ονομαστή για την ομορφιά της και τους φυσικούς της πόρους, η μεγάλη λιμνοθάλασσα Mεσολογγίου-Aιτωλικού αποτελεί μαζί με το Δέλτα των ποταμών Aχελώου και Eύηνου έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους υδροβιότοπους της Mεσογείου.

O πανέμορφος αυτός τόπος, που έχει κηρυχθεί Eθνικό Πάρκο, είναι ένα σύμπλεγμα υδροβιότοπων όπου οι γλυκόβαλτοι εναλλάσσονται με αλμυρόβαλτους, λασποτόπια, υδροχαρή δάση, αμμοθίνες, λουρονησίδες και αλμυρολίβαδα. Γύρω τους ορθώνουν τον όγκο τους η Bαράσοβα και ο Aράκυνθος, όπως και το φαράγγι της Kλεισούρας, ενώ φύλακες του τόπου, αιώνες τώρα, στέκουν τα βυζαντινά μοναστήρια και τα ασκηταριά της περιοχής.
Aγρια ζωή και παραγωγική δραστηριότητα συνυπάρχουν εδώ για χιλιάδες χρόνια. Στην περιφέρεια της λιμνοθάλασσας άκμασαν κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους τέσσερις ναυτικές αιτωλικές πόλεις. Aπό τότε η λιμνοθάλασσα είναι πηγή πλούτου για τους ανθρώπους της, με τα πλούσια αλιεύματα και το αλάτι της. Oι ντόπιοι θα αξιοποιήσουν αυτόν τον πλούτο· θα επινοήσουν δικούς τους τρόπους αλιείας, προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες της λιμνοθάλασσας, τα περίφημα διβάρια και τα σταφνοκάρια, και θα αναπτύξουν πρώτοι, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ναυπηγική και ναυτεμπορική δράση.

H πρώτη αναφορά στο Aιτωλικό, ως «Nατολικό», εμφανίζεται τον 12ο αι. Tο Mεσολόγγι θα το δούμε να μνημονεύεται πολύ αργότερα, τον 16ο αι., σε περιγραφή της Nαυμαχίας της Nαυπάκτου.

Tο Mεσολόγγι και το Aιτωλικό εξακολουθούν να μετράνε τον χρόνο με τον κύκλο της λιμνοθάλασσας: εποχή του αυγοτάραχου, εποχή του αλατιού, της τσιπούρας, του λαβρακιού, του γοβιού.

Oι βάλτοι, τα λασποτόπια και οι αλυκές είναι τόποι ιδανικοί για τα μεταναστευτικά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά, ενώ στα παρόχθια μέρη φυτρώνουν ορισμένα σπάνια φυτά.

Παρά τις ανθρώπινες επεμβάσεις και τις αδυναμίες των αρμοδίων φορέων που είχαν ως αποτέλεσμα την περιβαλλοντική υποβάθμιση της λιμνοθάλασσας Mεσολογγίου-Aιτωλικού, τα «νερά της λίμνης τ' άβαθα» διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση· το ψάρι είναι ακόμη άφθονο και καλό, η αλιεία παραμένει πυλώνας της οικονομικής ζωής του τόπου και η περιοχή διασώζει την ομορφιά της κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των επισκεπτών.

Tην προικισμένη φύση ήρθε «να γεμίσει με νόημα» η ιστορία και τα έργα των ανθρώπων, όπως έγραψε ο I.M. Παναγιωτόπουλος. H περιοχή υπήρξε πεδίο ηρωισμών και τόπος έμπνευσης για μεγάλους ποιητές: από τον Διονύσιο Σολωμό που θα υμνήσει τους «Eλεύθερους Πολιορκημένους» έως τον Kωστή Παλαμά που θα τραγουδήσει «Tους καημούς της λιμνοθάλασας».

Homer called it "PEPIKALLEA lake". Praised in folk poetry, renowned for its beauty and its natural resources, the large lagoon of Messolonghi-Aitolikos constitutes, together with the Delta of the Achelous and Evinos rivers, one of the largest and most important wetlands in the Mediterranean. This beautiful place, which has been declared a National Park, is a complex of wetlands where sweet marshes alternate with salt marshes, mudflats, waterlogged forests, sand dunes, salt marshes and salt meadows. Around them, Barasova and Arakynthos, as well as the gorge of Kleisoura, rise up, while the Byzantine monasteries and hermitages of the area stand as guardians of the place, for centuries now. Wildlife and productive activity have coexisted here for thousands of years. Four maritime Aetolian cities flourished in the vicinity of the lagoon during Mycenaean times. Since then the lagoon has been a source of wealth for its people, with its rich catches and salt. The locals will take advantage of this wealth; they will invent their own ways of fishing, adapted to the particularities of the lagoon, the famous bivaria and stafnokaria, and they will be the first to develop, in the years of the Turkish rule, shipbuilding and maritime activity. The first reference to Aitoliko, as "Natoliko", appears in the 12th century. We will see Messolonghi mentioned much later, in the 16th century, in a description of the Battle of Nafpaktos. Mesolongi and Aitoliko still measure time with the cycle of the lagoon: roe season, salt, bream, sea bass, gobies season. The swamps, mudflats and salt flats are ideal places for migratory water and waterfowl, while some rare plants grow in the riparian areas. Despite the human interventions and the weaknesses of the competent bodies that resulted in the environmental degradation of the Messolonghi-Aitoliko lagoon, the "waters of the bottomless lake" are kept in a satisfactory condition; the fish are still plentiful and good, fishing remains a pillar of economic life of the place and the area saves its beauty by stimulating the interest of visitors. Gifted nature came "to fill with meaning" the history and works of people, as I.M. wrote. Panagiotopoulos. The area has been a field of heroism and a place of inspiration for great poets: from Dionysios Solomons who will praise the "Free Besiegers" to Kostis Palamas who will sing "The woes of the lagoon".

Ναζίμ Χικμέτ Το κοριτσάκι της Χιροσίμα

Σαν σήμερα – Nazim Hikmet Ran – 1902 ~ 1963 | ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ
Ναζίμ Χικμέτ Το κοριτσάκι της Χιροσίμα

Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δε μπορεί νάιδει.

Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Ολη- όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Ετσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

Μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου

Ο Σίσυφος και το βάρος της Ζωής


πηγή : https://gerasimos-politis.blogspot.com/2011/11/blog-post_18.html#.UAlylpE7c7o

Ο Σίσυφος και το βάρος της Ζωής

Η ελληνική μυθολογία αφηγείται την ιστορία του Σίσυφου, βασιλιά της Κορίνθου, ο οποίος καταδικάστηκε από τους θεούς του Άδη σε αιώνια τιμωρία. Χωρίς σταματημό, θα έπρεπε να σπρώχνει έναν πάρα πολύ βαρύ βράχο μέχρι την κορυφή ενός λόφου, και όταν έφτανε εκεί, να τον αφήνει να κυλήσει και πάλι κάτω. Η προσπάθεια του ήταν να φέρει τον βράχο στην κορυφή του λόφου, μόνο και μόνο για να τον δει να κυλλά και πάλι κάτω, ξανά και ξανά, αιώνια. Όπως όλοι οι μύθοι, η ιστορία αυτή περιέχει μια διδασκαλία. Πώς βλέπουμε τον μύθο; Περί τίνος πρόκειται; Όπως ένα κόαν, έχει πολλές όψεις. Ένα ερώτημα που θα ήθελα να θέσω είναι, τι σημαίνει να κάνω κακό; Έχει ενδιαφέρον ότι κάποιος έκρινε ότι ο Σίσυφος έκανε κάτι κακό, και έτσι καταδικάστηκε σε ένα ειδικό μέρος που λέγεται Άδης. Αν όμως αφήσουμε τέτοιου είδους ερωτήματα στην άκρη και δούμε ότι υπάρχει μόνο η παρούσα στιγμή, τότε το σπρώξιμο του βράχου μέχρι την κορυφή του λόφου και στη συνέχεια το κατρακύλισμα του, είναι με κάποιο τρόπο το ίδιο πράγμα. Η συνηθισμένη ερμηνεία μας είναι ότι η υποχρέωση του Σίσυφου είναι δύσκολη και δυσάρεστη. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει δεν είναι παρά απλά το σπρώξιμο του βράχου και έπειτα η θέα του να κυλάει πάλι πίσω, στιγμή τη στιγμή. Όπως ο Σίσυφος, όλοι μας κάνουμε απλά αυτό που κάνουμε στιγμή τη στιγμή. Όμως, σ’ αυτή τη δραστηριότητα προσθέτουμε κρίσεις και ιδέες. Η κόλαση δεν βρίσκεται στο σπρώξιμο του βράχου, αλλά στη σκέψη γι’ αυτό, στη δημιουργία ιδεών ελπίδας και απογοήτευσης, στον προβληματισμό μας αν τελικά θα καταφέρουμε να τον στερεώσουμε στην κορυφή. «Έχω εργαστεί τόσο σκληρά! Ίσως αυτή τη φορά ο βράχος παραμείνει εκεί πάνω.»

Οι προσπάθειες μας έχουν ως αποτέλεσμα να συμβούν κάποια πράγματα, και κάνοντας τα να συμβούν προχωρούμε στην επόμενη στιγμή. Ίσως ο βράχος να παραμείνει στην κορυφή για λίγο, ίσως όχι. Κανένα από τα δύο δεν είναι από μόνο του καλό ή κακό. Το βάρος του βράχου είναι η σκέψη ότι η ζωή μας είναι μια πάλη, ότι θα έπρεπε να είναι διαφορετική απ’ ότι είναι. Όταν κρίνουμε το βάρος μας ως δυσάρεστο, ψάχνουμε τρόπους για να το αποφύγουμε. Ίσως κάποιος μεθάει για να ξεχάσει το σπρώξιμο του βράχου. Κάποιος άλλος χειρίζεται τους ανθρώπους για να τον βοηθήσουν στο σπρώξιμο. Συχνά προσπαθούμε να μεταθέσουμε το βάρος σε κάποιον άλλον ώστε να αποφύγουμε την εργασία.

Ποια θα ήταν η φωτισμένη κατάσταση για τον Βασιλιά Σίσυφο; Εάν έσπρωχνε τον βράχο για μερικές χιλιάδες χρόνια, τι θα συνειδητοποιούσε τελικά; Απλά να σπρώχνει τον βράχο και να εγκαταλείψει την ελπίδα ότι η ζωή του θα γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Οι περισσότεροι από εμάς φαντάζονται ότι η φωτισμένη κατάσταση είναι κάτι πολύ καλύτερο από το σπρώξιμο ενός βράχου! Έχετε ποτέ ξυπνήσει το πρωί γκρινιάζοντας, «Δεν θέλω καν να σκεφτώ τα πράγματα που έχω να κάνω σήμερα»; Όμως η ζωή είναι έτσι όπως είναι. Και η πρακτική μας δεν έχει να κάνει με μια ευχάριστη ζωή, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο αποτελεί μια πολύ ανθρώπινη ελπίδα. Σε όλους μας αρέσουν τα πράγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε ευχάριστα. Μας αρέσουν ιδιαίτερα οι σύντροφοι που μας κάνουν να νοιώθουμε όμορφα. Αν ο σύντροφος μας δεν μας κάνει να νοιώθουμε όμορφα, θεωρούμε ότι τα πράγματα θα πρέπει να αλλάξουν, ότι αυτός ή αυτή θα πρέπει να αλλαχτεί! Επειδή είμαστε άνθρωποι, νομίζουμε ότι το να νοιώθουμε όμορφα αποτελεί τον σκοπό της ζωής. Αν όμως απλά σπρώχνουμε το βράχο μας και ασκούμαστε στην επίγνωση του τι συμβαίνει μέσα μας καθώς σπρώχνουμε, σιγά-σιγά μετασχηματιζόμαστε. Τι σημαίνει ότι μετασχηματιζόμαστε;

Ερ: Σημαίνει περισσότερη αποδοχή, λιγότερη κριτική, περισσότερη χαλάρωση μέσ’ τη ζωή, περισσότερο άνοιγμα απέναντι στη ζωή.

Απ: Άνοιγμα στη ζωή και αποδοχή δεν είναι οι απόλυτα κατάλληλες λέξεις, παρ’ ότι είναι αρκετά δύσκολο να βρούμε τις απόλυτα σωστές.

Ερ: Η Φώτιση έχει σχέση με το να φτάσουμε στο μηδέν, στη «μη-θέση».

Απ: Τι όμως σημαίνει «μη-θέση» για μια ανθρώπινη ύπαρξη; Τι είναι αυτή η «μη-θέση»;

Ερ: Είναι η παρούσα στιγμή.

Απ: Ναι, αλλά πώς την ζούμε; Ας υποθέσουμε ότι σηκώνομαι το πρωί με πονοκέφαλο έχοντας μπροστά μου μια πολύ απαιτητική ημέρα. Όλοι μας έχουμε τέτοιες ημέρες. Τι σημαίνει «να είμαι ένα μηδενικό» σ’ αυτή την περίπτωση;

Ερ: Σημαίνει απλά να είμαι εδώ με όλα τα συναισθήματα και όλες τις σκέψεις μου, απλά να είμαι εδώ χωρίς να προσθέτω τίποτα σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει.

Απ: Ναι, και αν ακόμη προσθέτουμε κάτι, αυτό είναι μέρος του όλου πακέτου, μέρος της ζωής όπως παρουσιάζεται την παρούσα στιγμή. Μέρος του πακέτου είναι το, «Δεν θέλω να το κάνω σήμερα». Όταν αναγνωρίζω ότι αυτή η σκέψη είναι παρούσα, τότε απλά σπρώχνω τον βράχο μου. Περνάω τη δύσκολη ημέρα και πηγαίνω για ύπνο, και τι έχω να κάνω την επόμενη ημέρα; Κατά κάποιο τρόπο ο βράχος κύλησε κάτω όσο κοιμόμουνα, κι έτσι βρίσκομαι στο ίδιο σημείο: σπρώξιμο, σπρώξιμο, σπρώξιμο. «Το μισώ αυτό … ναι, ξέρω ότι το μισώ. Μακάρι να υπήρχε κάποιος τρόπος να το αποφύγω, αλλά δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον δεν βλέπω κάποιο τρόπο διαφυγής αυτή τη στιγμή.» Είναι τέλειο έτσι όπως είναι.

Όταν ζούμε αληθινά κάθε στιγμή, τι συμβαίνει με το βάρος της ζωής; Τι συμβαίνει με τον βράχο μας; Αν είμαστε ολοκληρωτικά αυτό που είμαστε, κάθε στιγμή, αρχίζουμε να βιώνουμε τη ζωή ως χαρά. Εκείνο που στέκεται ανάμεσα σε εμάς και σε μια ζωή γεμάτη χαρά είναι οι σκέψεις μας, οι ιδέες μας, οι προσδοκίες μας, οι ελπίδες και οι φόβοι μας. Δεν είναι απαραίτητο να θέλουμε με όλη μας την καρδιά να σπρώξουμε τον βράχο. Μπορεί να μην το θέλουμε, και ωστόσο αναγνωρίζουμε αυτή την απροθυμία και απλά την νοιώθουμε. Η απροθυμία είναι μια χαρά. Ένα σημαντικό μέρος κάθε σοβαρής πρακτικής είναι το «Δεν θέλω να το κάνω». Και δεν το κάνουμε. Όταν όμως η απροθυμία μας ξεπέφτει σε προσπάθειες διαφυγής, πρόκειται για άλλο θέμα. «Λοιπόν, ας φάω ακόμη ένα κομμάτι κέικ σοκολάτα. Νομίζω ότι έχει μείνει ένα». «Ας τηλεφωνήσω στους φίλους μου να κουβεντιάσουμε για το πόσο χάλια είναι τα πράγματα». «Ας κρυφτώ σε μια γωνιά ώστε να μπορέσω να σκεφτώ πόσο άσχημη είναι η ζωή μου και να νοιώσω αυτολύπηση». Ποιοι είναι άλλοι τρόποι διαφυγής;

Όταν ονοματίζουμε τις σκέψεις μας, αποκτούμε επίγνωση για το πώς διαφεύγουμε. Αρχίζουμε να βλέπουμε τους χίλιους και έναν τρόπους με τους οποίους προσπαθούμε να αποφύγουμε να ζήσουμε την παρούσα στιγμή, να σπρώξουμε τον βράχο μας. Από τη στιγμή που σηκωνόμαστε το πρωί μέχρι την ώρα που πηγαίνουμε για ύπνο το βράδυ, κάτι κάνουμε: όλη την ημέρα σπρώχνουμε τον βράχο μας. Αιτία της δυστυχίας μας είναι η αποδοκιμασία αυτού που κάνουμε. Μπορεί να θεωρούμε τον εαυτό μας θύμα: «Είναι ο τρόπος που με μεταχειρίζονται». «Εργάζομαι με κάποιον που δεν είναι δίκαιος μαζί μου». «Δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου».

Η πρακτική μας συνίσταται στο να βλέπουμε ότι απλά σπρώχνουμε, στο να αντιλαμβανόμαστε αυτό το βασικό γεγονός. Δεν υπάρχει κανείς που να το κάνει αυτό συνεχώς, ούτε εγώ. Όμως, παρατηρώ ότι οι άνθρωποι που έχουν ασκηθεί για κάποιο διάστημα αρχίζουν να έχουν μια αίσθηση χιούμορ για το βάρος τους. Στο κάτω-κάτω, η σκέψη ότι η ζωή είναι ένα βάρος δεν είναι παρά μια σκέψη. Κάνουμε απλά αυτό που κάνουμε, στιγμή τη στιγμή. Το μέτρο της γόνιμης πρακτικής είναι ότι νοιώθουμε τη ζωή λιγότερο ως βάρος και περισσότερο ως χαρά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει λύπη, αλλά ότι η βίωση της λύπης είναι ακριβώς η χαρά. Αν δεν διαπιστώνουμε με τον καιρό να συμβαίνει μια τέτοια αλλαγή, τότε δεν έχουμε κατανοήσει τι ακριβώς είναι η πρακτική. Η αλλαγή αυτή αποτελεί ένα πολύ αξιόπιστο βαρόμετρο.

Τα βάρη κάνουν πάντοτε την εμφάνιση τους στη ζωή μας. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι πρέπει να περάσω λίγο χρόνο με κάποιον που δεν συμπαθώ, αυτό γίνεται αισθητό σαν βάρος. Ή αν έχω μπροστά μου μια δύσκολη εβδομάδα και αυτό με αποθαρρύνει. Ή αν η τάξη στην οποία διδάσκω αυτό το εξάμηνο περιέχει πολλούς αδιάβαστους μαθητές. Το μεγάλωμα των παιδιών μπορεί να γίνεται αισθητό σαν βάρος. Η αρρώστια, τα ατυχήματα, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε μπορούν να γίνουν αισθητές σαν βάρη. Δεν μπορούμε να ζούμε ως ανθρώπινες υπάρξεις χωρίς να αντιμετωπίζουμε δυσκολίες, τις οποίες αποφασίζουμε να αποκαλούμε «βάρη». Τότε η ζωή γίνεται πάρα πολύ βαριά.

Ερ: Μου ήρθε στο μυαλό μια έννοια της ψυχολογίας σχετικά με «το προσφιλές βάρος».

Απ: Ναι, παρ’ ότι «το προσφιλές βάρος» δεν μπορεί να παραμείνει μόνο στο κεφάλι μας. Πρέπει να μετασχηματιστεί σ’ αυτό που είμαστε. Υπάρχουν πολλές ωραίες έννοιες και ιδέες, αν όμως δεν γίνουν αυτό που είμαστε, μπορεί να καταστούν τα πιο ανυπόφορα βάρη. Το να καταλαβαίνουμε κάτι διανοητικά δεν φτάνει. Μερικές φορές είναι χειρότερα απ’ το να μην καταλαβαίνουμε καθόλου.

Ερ: Έχω πρόβλημα με την σκέψη ότι σπρώχνουμε πάντοτε τον βράχο μας προς την κορυφή του λόφου. Ίσως γιατί αυτόν τον καιρό όλα μοιάζουν να πάνε όπως τα θέλω.

Απ: Αυτό μπορεί να συμβεί. Μερικές φορές τα πράγματα πηγαίνουν όπως τα θέλουμε. Μπορεί να βρισκόμαστε μέσα σε μια υπέροχη νέα σχέση. Ένα καινούργιο επάγγελμα είναι πάντοτε συναρπαστικό. Όμως, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να πάνε τα πράγματα όπως τα θέλουμε και στην αληθινή χαρά. Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια απ’ αυτές τις ωραίες περιόδους, όπως όταν έχουμε μια καλή σχέση ή μια καλή δουλειά, και είναι όλα υπέροχα. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το ωραίο συναίσθημα, το οποίο βασίζεται στις περιστάσεις, και στη χαρά; Πώς μπορούμε να ξέρουμε;

Ερ: Φοβόμαστε ότι θα τελειώσει.

Απ: Και πώς εκδηλώνεται αυτός ο φόβος;

Ερ: Με κάποια ένταση στο σώμα.

Απ: Η ένταση στο σώμα θα είναι πάντοτε παρούσα όσο το ωραίο συναίσθημα δεν είναι παρά συνηθισμένη, εγωκεντρική ευχαρίστηση. Η χαρά δεν έχει ένταση μέσα της, γιατί η χαρά αποδέχεται τα πάντα ως έχουν. Μερικές φορές στο σπρώξιμο του βράχου μας μπορεί να διανύουμε μια ευχάριστη περίοδο. Πώς αποδέχεται η χαρά αυτό το ευχάριστο συναίσθημα;

Ερ: Απλά ως έχει.

Απ: Ναι. Όταν βρισκόμαστε σε μια ευχάριστη περίοδο της ζωής μας θα πρέπει να την απολαύσουμε με κάθε τρόπο, αλλά και χωρίς να προσκολλούμαστε σ’ αυτή. Συνήθως τείνουμε να ανησυχούμε ότι θα τη χάσουμε και προσπαθούμε να την συγκρατήσουμε.

Ερ: Ναι, παρατηρώ ότι όσο την ζω και την απολαμβάνω, είμαι μια χαρά. Όταν όμως σταματώ και σκέφτομαι, «Είναι υπέροχα», αρχίζω να ανησυχώ, «Πόσο πρόκειται να κρατήσει;»

Απ: Κανείς μας δεν θα διάλεγε να γίνει σαν τον Σίσυφο. Ωστόσο, κατά κάποια έννοια, όλοι μας είμαστε σαν κι αυτόν.

Ερ: Έχουμε βράχους μέσα στο κεφάλι μας.

Απ: Ναι. Όταν τρέφουμε τον βράχο μέσα στο κεφάλι μας, ο βράχος της ζωής φαίνεται βαρύς. Στην αντίθετη περίπτωση η ζωή μας είναι απλά οτιδήποτε κάνουμε. Ο τρόπος για να γίνουμε πιο ικανοποιημένοι με το να ζούμε τη ζωή μας όπως έρχεται, με το να σηκώνουμε το βάρος κάθε ημέρα, είναι το να γίνουμε η ίδια η εμπειρία αυτού του σηκώματος, ξανά και ξανά. Αυτή είναι η εμπειρική γνώση, και η διανοητική κατανόηση μπορεί να προκύψει απ’ αυτή.

Ερ: Αν ήξερα ότι ο βράχος επρόκειτο να κυλήσει κάτω κάθε φορά, θα σκεφτόμουνα, «Ας δω πόσο γρήγορα μπορώ να τον ανεβάσω αυτήν την φορά. Ίσως μπορώ να βελτιώσω τον χρόνο». Θα το μετέτρεπα σε παιχνίδι, ή σε κάτι που έχει κάποιο νόημα μέσα στο μυαλό μου.

Απ: Αν όμως αυτό συμβαίνει αιωνίως, ή έστω για τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής, τι θα συνέβαινε στο νόημα που δημιουργώ; Ένα τέτοιο δημιούργημα είναι καθαρά νοητικό, και αργά ή γρήγορα θα καταπέσει. Αυτό είναι και το πρόβλημα με την «θετική σκέψη» και τις αυτό-επιβεβαιώσεις: δεν μπορούμε να τις διατηρήσουμε για πάντα. Τέτοιες προσπάθειες δεν μπορούν ποτέ να αποτελέσουν τον δρόμο προς την ελευθερία. Στην πραγματικότητα, είμαστε ήδη ελεύθεροι. Ο Σίσυφος δεν ήταν φυλακισμένος στον Άδη, υφιστάμενος μια αιώνια τιμωρία. Ήταν ήδη ελεύθερος, γιατί έκανε απλά αυτό που έκανε.

Πηγή: open-mind.name

Sisyphus and the burden of Life Greek mythology tells the story of Sisyphus, king of Corinth, who was condemned by the gods of Hades to eternal punishment. Without stopping, he would have to push a very heavy rock to the top of a hill, and when he got there, let it roll back down. His effort was to bring the rock to the top of the hill, only to see it roll down again, again and again, forever. Like all fables, this story contains a teaching. How do we see the myth? What is it; Like a koan, it has many faces. A question I would like to ask is, what does it mean to do harm? It is interesting that someone judged Sisyphus to have done something bad, so he was condemned to a special place called Hades. But if we put such questions aside and see that there is only the present moment, then pushing the rock to the top of the hill and then rolling it down is somehow the same thing. Our usual interpretation is that Sisyphus' duty is difficult and unpleasant. However, what happens is nothing more than the pushing of the rock and then the sight of it rolling back again, moment by moment. Like Sisyphus, we are all just doing what we do moment to moment. But to this activity we add judgments and ideas. Hell is not in pushing the rock, but in thinking about it, in creating ideas of hope and disappointment, in wondering if we will finally succeed in fixing it to the top. “I've worked so hard! Maybe this time the rock will stay up there.” Our efforts result in certain things happening, and by making them happen we move on to the next moment. Maybe the rock will stay on top for a while, maybe not. Neither is inherently good or bad. The weight of the rock is the thought that our life is a struggle, that it should be different than it is. When we judge our weight as unpleasant, we look for ways to avoid it. Maybe someone gets drunk to forget about pushing the rock. Someone else manipulates people to help push him. We often try to shift the burden to someone else to avoid the work. What would the enlightened state be for King Sisyphus? If he pushed the rock for a few thousand years, what would he eventually realize? Just push the rock and give up hope that his life will become something other than what it is. Most of us imagine that the enlightened state is something much better than pushing a rock! Have you ever woken up in the morning grumbling, "I don't even want to think about the things I have to do today"? But life is what it is. And our practice has nothing to do with a pleasant life, even though such a thing is a very human hope. We all like things that make us feel good. We especially like partners who make us feel good. If our partner doesn't make us feel good, we think that things have to change, that he or she has to change! Because we are human, we think that feeling good is the purpose of life. But if we simply push our rock and practice awareness of what is happening inside us as we push, we are slowly transformed. What does it mean to be transformed? Q: It means more acceptance, less criticism, more relaxation in life, more openness to life. A: Openness to life and acceptance are not the right words, although it is quite difficult to find the right words. Q: Enlightenment has to do with reaching zero, the "no-place". A: But what does "non-position" mean for a human being? What is this "non-position"? Q: It is the present moment. A: Yes, but how do we live it? Let's say I wake up in the morning with a headache having a very demanding day ahead of me. We all have days like this. What does "being a zero" mean in this case? Q: It means just being here with all my feelings and all my thoughts, just being here without adding anything to what is really there. A: Yes, and if we still add something, that is part of the whole package, part of life as it presents itself in the present moment. Part of the package is, "I don't want to do it today." When I recognize that this thought is present, then I simply push my rock. I get through the rough day and go to bed, and what do I have to do the next day? Somehow the rock rolled down while I slept, so here I am: push, push, push. “I hate this… yes, I know I hate it. I wish there was some way to avoid it, but there isn't, or at least I don't see any at the moment." It's perfect the way it is. When gwe truly love each moment, what happens to the weight of life? What is happening to our rock? If we are completely who we are, in each moment, we begin to experience life as joy. What stands between us and a life full of joy are our thoughts, our ideas, our expectations, our hopes and our fears. It is not necessary that we want with all our hearts to push away the rock. We may not want to, and yet we recognize this reluctance and simply feel it. Reluctance is fine. An important part of any serious practice is "I don't want to do it." And we don't. But when our reluctance turns into attempts to escape, it is another matter. “Well, let me have another piece of chocolate cake. I think there's one left." "Let's call my friends and chat about how bad things are." "Let's hide in a corner so I can think about how bad my life is and feel sorry for myself." What are other ways to escape? When we name our thoughts, we become aware of how we escape. We begin to see the thousand and one ways we try to avoid living in the present moment, to push our rock. From the moment we get up in the morning until the time we go to bed at night, we are doing something: all day long we are pushing our rock. The cause of our unhappiness is the disapproval of what we do. We may think of ourselves as a victim: "It's the way I'm being treated." "I work with someone who is not fair to me." "I can't defend myself." Our practice is to see that we are simply pushing, to realize this basic fact. There is no one who does this all the time, not even me. But I notice that people who have been exercising for a while start to have a sense of humor about their weight. After all, the thought that life is a burden is just a thought. We just do what we do, moment by moment. The measure of fruitful practice is that we feel life less as a burden and more as a joy. This does not mean that there is no sorrow, but that the experience of sorrow is precisely the joy. If we do not find over time that such a change occurs, then we have not understood what exactly the practice is. This change is a very reliable barometer. Burdens always make their appearance in our lives. For example, suppose I have to spend some time with someone I don't like, it feels like a burden. Or if I have a tough week ahead of me and it discourages me. Or if the class I'm teaching this semester contains many illiterate students. Raising children can feel like a burden. Illness, accidents, difficulties we face can feel like burdens. We cannot live as human beings without facing difficulties, which we decide to call "burdens". Then life becomes very heavy. Q: I was reminded of a concept from psychology about "preferred weight". A: Yes, although "the beloved burden" cannot remain only in our heads. It must be transformed into who we are. There are many beautiful concepts and ideas, but if they do not become who we are, they can become the most unbearable burdens. Understanding something intellectually is not enough. Sometimes it's worse than not understanding at all. Q: I have a problem with thinking that we always push our rock to the top of the hill. Maybe because at this time everything seems to go the way I want it to. A: This can happen. Sometimes things go our way. We may be in a wonderful new relationship. A new profession is always exciting. But there is a difference between having things go our way and true joy. Let's say we're in one of those good times, like when we have a good relationship or a good job, and everything is great. What is the difference between this nice feeling, which is based on circumstances, and joy? How can we know? Q: We fear it will end. A: And how does this fear manifest itself? Q: With some tension in the body. Ans: Tension in the body will always be present as long as the good feeling is nothing more than ordinary, self-centered pleasure. Joy has no tension in it, because joy accepts everything as it is. Sometimes in pushing our rock we may go through a pleasant time. How does joy accept this pleasant feeling? Q: Just as it is. A: Yes. When we are in a pleasant period of our life we ​​should enjoy it in every way, but also without getting attached to it. We usually tend to worry about losing it and try to hold it back. Q: Yes, I notice that as long as I live and enjoy it, I I'm fine. But when I stop and think, "They're great," I start to worry, "How long is it going to last?" A: None of us would choose to become like Sisyphus. Yet in some sense we are all like him. Q: We have rocks inside our heads. A: Yes. When we feed the rock inside our head, the rock of life seems heavy. Otherwise our life is simply whatever we do. The way to become more content with living life as it comes, with lifting the weight each day, is to become the very experience of that lifting, over and over again. This is empirical knowledge, and intellectual understanding can be derived from it. Q: If I knew the rock was going to roll down every time, I would think, “Let's see how fast I can get it up this time. Maybe I can improve the timing." I would turn it into a game, or something that has some meaning in my mind. A: But if this happens eternally, or even for a lifetime, what would happen to the meaning I create? Such a creation is purely mental, and sooner or later it will fail. That's the problem with "positive thinking" and self-affirmations: we can't keep them up forever. Such efforts can never be the road to freedom. In fact, we are already free. Sisyphus was not imprisoned in Hades, subject to eternal punishment. He was already free, because he just did what he did.

 

 

Τζοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα

6 Αυγούστου 1660  πέθανε: Τζοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα Ιταλός αστρονόμος

O Τζοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα (Giovanni Battista Hodierna, Ραγκούζα, 13 Απριλίου 1597 - Πάλμα ντι Μοντετζάρο, 6 Αυγούστου 1660) ήταν Ιταλός φυσιοδίφης, ιερέας και αστρονόμος, ο οποίος ασχολήθηκε με την οπτική και την βοτανική. Ήταν υποστηρικτής του Γαλιλαίου[2] και θεωρείται στην Ιταλία πρωτοπόρος των φυσικών επιστημών.

Σε νεαρή ηλικία παρατήρησε κομήτες από την γενέτηρά του την Ραγκούζα στη νότια Σικελία. Έγινε ιερέας και δίδαξε Μαθηματικά, ενώ αργότερα ασχολήθηκε συστηματικά με τις αστρονομικές παρατηρήσεις.

Το 1654 δημοσίευσε τον κατάλογο νεφελωμάτων με τίτλο De Amirandis Coeli Characteribus στον οποίο κατέγραψε 40 απομακρυσμένα από την Γη αντικείμενα. Επρόκειτο για ένα πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής έργο. Παρόλα αυτά οι παρατηρήσεις και οι πληροφορίες που συγκέντρωσε παρέμειναν σχετικά άγνωστες τους επόμενους αιώνες. Μόλις την δεκαετία του 1980 έγινε ξανά γνωστό το έργο του.

6 agosto 1660 Morto: Giovanni Battista Odierna astronomo italiano Giovanni Battista Hodierna (Giovanni Battista Hodierna, Ragusa, 13 aprile 1597 – Palma di Montejaro, 6 agosto 1660) è stato un naturalista, sacerdote e astronomo italiano, che si occupò di ottica e botanica. Fu un sostenitore di Galileo[2] ed è considerato un pioniere delle scienze naturali in Italia. In giovane età osservò le comete dalla sua città natale di Ragusa, nella Sicilia meridionale. Divenne sacerdote e insegnò matematica, mentre in seguito si dedicò sistematicamente alle osservazioni astronomiche. Nel 1654 pubblicò il suo catalogo di nebulose intitolato De Amirandis Coeli Characteribus in cui elencava 40 oggetti distanti dalla Terra. Era un progetto pionieristico per l'epoca. Tuttavia, le osservazioni e le informazioni che raccolse rimasero relativamente sconosciute nei secoli successivi. Solo negli anni '80 il suo lavoro è tornato a conoscere.

Η ώρα των κατασκόπων

 

Άραγε πόσος καιρός έχει περάσει από την τελευταία φορά που η Υπηρεσία οργάνωσε μια επιχείρηση; Πάρα πολύς. Τώρα, όμως, έχει στα χέρια της μια υπόθεση.
Ανεπιβεβαίωτα στοιχεία υποδεικνύουν ότι σοβιετικοί πύραυλοι εγκαταστάθηκαν κοντά στα δυτικογερμανικά σύνορα, ενώ παράλληλα ένα ζωτικής σημασίας φωτογραφικό φιλμ χάνεται και ένας αγγελιαφόρος βρίσκεται νεκρός. Η Υπηρεσία αναζητά κάποιον βετεράνο για να ξεμπλέξει το κουβάρι. Ο Φρεντ Λάιζερ, ένας γερμανόφωνος Πολωνός, πολιτογραφημένος Βρετανός, άλλοτε ικανός ασυρματιστής που τώρα ασχολείται με αυτοκίνητα, καλείται να υπηρετήσει ξανά το καθήκον και να σταλεί ανατολικά. Μόνο που τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά από ό,τι σχεδιάζει η Υπηρεσία, και ο Λάιζερ θα βρεθεί εγκλωβισμένος σε ένα παιχνίδι χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.

Βολιβία

 
6 Αυγούστου 1825 : Η Βολιβία αποκτά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία.

Η Βολιβία (με την επίσημη ονομασία «Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας» από τις 4 Μαΐου 2009) είναι χώρα στη Νότια Αμερική. Συνορεύει βορειοανατολικά με τη Βραζιλία, νοτιοανατολικά με την Παραγουάη, νότια με την Αργεντινή, νοτιοδυτικά με τη Χιλή και δυτικά με το Περού. Έχει έκταση 1.098.580 τ.χλμ. και πληθυσμό 11.841.955 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021. Πρόεδρος της χώρας είναι, από το 2020, ο Λουίς Άρσε.

Πριν από τον Ευρωπαϊκό αποικισμό της, η περιοχή της σημερινής Βολιβίας αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Κατακτήθηκε από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα και για το μεγαλύτερο διάστημα της ισπανικής κατάκτησης ονομαζόταν ως Άνω Περού ή Τσάρκας, ενώ διοικητικά υπαγόταν στην Αντιβασιλεία του Περού, κάτω από την κυριαρχία της οποίας βρισκόταν και οι περισσότερες ισπανικές κτήσεις της Νότιας Αμερικής. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1809, ακολούθησαν 16 έτη συνεχών πολέμων μέχρι την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας από τον Σιμόν Μπολίβαρ, στις 6 Αυγούστου του 1825.

Η Βολιβία σήμερα είναι ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο διαιρείται διοικητικά σε 9 διαμερίσματα. Η γεωγραφία της ποικίλλει καθώς περιλαμβάνει την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά, και πεδινές εκτάσεις στα ανατολικά, μέρος της λεκάνης του Αμαζονίου. Κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία, η δασοκομία, η αλιεία, τα ορυχεία και η μεταποίηση σε υφάσματα, ρουχισμό, επεξεργασμένα μέταλλα και η άντληση και διύλιση πετρελαίου.

Η περιοχή της σημερινής Βολιβίας κατοικείται συνεχώς τις τελευταίες δύο χιλιετηρίδες, με πρώτους κατοίκους τους ιθαγενείς Αϊμάρα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική Βολιβία, το νότιο (σημερινό) Περού και τη βόρεια (σημερινή) Χιλή. Οι Αϊμάρα σχετίζονται με έναν προηγμένο πολιτισμό της περιοχής, γνωστό με την ονομασία Τιγουανάκου, ο οποίος αναπτύχθηκε στα δυτικά τμήματα της χώρας. Η ομώνυμη πρωτεύουσα του κράτους του Τιγουανάκου πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1500 π.Χ., ως ένας μικρός γεωργικός οικισμός. Η κοινότητά του αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε πόλη μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα μ.Χ., αποτελώντας παράλληλα μία σημαντική δύναμη στην περιοχή των νότιων Άνδεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πόλη στην ακμή της εκτείνονταν σε 6,5 τετρ. χλμ. και είχε πληθυσμό μεταξύ 15.000 και 30.000 κατοίκων.

Γύρω στο 400 μ.Χ., το κράτος του Τιγουανάκου εξελίχθηκε από τοπική δύναμη σε ολοκληρωμένη πολιτεία και επεκτάθηκε στη γειτονική φυλή των Γιούνγκας, καθώς και σε άλλες τοπικές κοινότητες του Περού, της Βολιβίας και της Χιλής, διαδίδοντας και επιβάλλοντος την πολιτιστική δομή του. Η επέκταση έγινε κατά βάση με την ίδρυση αποικιών, εμπορικές συμφωνίες και διάδοση της γλώσσας και της κουλτούρας, ενώ η χρήση των όπλων δεν φαίνεται να ήταν διαδεδομένη.

Το κράτος του Τιγουανάκου επεκτείνονταν συνεχώς, αφομοιώνοντας γειτονικούς πολιτισμούς και φυλές, χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει κάποιον σημαντικό ανταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Η αφθονία της τροφής από καλλιέργειες και την κτηνοτροφία των λάμα, χρησιμοποιούταν για να ανατροφοδοτήσει φτωχότερες περιοχές μέσω ενός δικτύου συνεχούς εμπορίου. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε με αυτό τον τρόπο απρόσκοπτα μέχρι και το 950 μ.Χ., περίοδος που το κράτος του Τιγουανάκου είχε φτάσει στη μέγιστη επικράτειά του.

Την περίοδο εκείνη σημειώθηκε όμως μία έντονη αλλαγή στο κλίμα της περιοχής, καθώς η βροχόπτωση στη λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα έπεσε σημαντικά. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι επήλθε μία ξαφνική περίοδος ξηρασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πόλεις της περιοχής της Τιτικάκα να παράγουν όλο και λιγότερη τροφή, με συνέπεια την έλλειψη πλεονάσματος, το οποίο διαχειριζόταν η αριστοκρατία του κράτους. Με τη σειρά της, η αριστοκρατία έχασε τη δημοτικότητά της καθώς ήταν υπεύθυνη για την αναδιανομή του πλεονάσματος. Η πρωτεύουσα παρέμεινε η μόνη σημαντική παραγωγική περιοχή, αλλά ακόμα και ο τεχνικά έξυπνος σχεδιασμός των καλλιεργειών της, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ξηρασία. Το κράτος του Τιγουανάκου εξαλείφθηκε σταδιακά μέσα σε 50 χρόνια μέχρι το 1000 μ.Χ., με βασική αιτία την έλλειψη τροφής, που ήταν και η δύναμή του. Η ευρύτερη περιοχή παρέμεινε ερημωμένη με όλο και λιγότερους κατοίκους σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία πλέον κρατική δομή ή κεντρική διοίκηση και πολιτισμό.

Μεταξύ του 1438 και του 1527, η αυτοκρατορία των Ίνκας προσάρτησε το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα της Βολιβίας. Οι εσωτερικές αδυναμίες όμως της αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της κυριαρχίας, και ακολούθησε η κατάκτηση από τους Ισπανούς, παράλληλα με την πτώση των Ίνκας.

Η κατάκτηση των περιοχών της Βολιβίας ξεκίνησε το 1524 με τη σταδιακή αποδυνάμωση και τελική πτώση του πολιτισμού των Ίνκας από τους Ισπανούς, ενώ μέχρι το 1533 η κυριαρχία του Ισπανικού στέμματος στην περιοχή είχε εδραιωθεί. Η Βολιβία, με τα σημερινά της όρια, αποκαλούταν ως Άνω Περού και βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Αντιβασιλείας του Περού με έδρα τη Λίμα. Η τοπική διακυβέρνηση της περιοχής, γνωστή με την ονομασία Αουδιένσια ντε Τσάρκας (Audiencia de Charcas - Κοινό των Τσάρκας), είχε έδρα την Τσουκισάκα, που ταυτίζεται με τη σύγχρονη πρωτεύουσα Σούκρε στην περιοχή Λα Πλάτα.

Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, σημαντική πηγή πλούτου για τους αποικιοκράτες ήταν τα τοπικά κοιτάσματα αργύρου, τα οποία θεωρούταν φημισμένα στο σύνολο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Για την εξόρυξη, αλλά και για σχεδόν το σύνολο των εργατικών δραστηριοτήτων, οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς, υιοθετώντας ένα προκολομβιανό τοπικό σύστημα εργασίας με την ονομασία μίτα. Το Άνω Περού, ως ευρύτερη περιοχή, μετατέθηκε στην επικράτεια της Αντιβασιλείας του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Αργεντινή το 1776. Στη συνέχεια, με τη σταδιακή εξασθένηση της ισχύος του Ισπανικού θρόνου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενισχύθηκαν οι αντιδράσεις και η δυσμένεια απέναντι στην αποικιοκρατία σε όλη την περιοχή, αλλά και γενικότερα σε όλες τις κτήσεις του στέμματος στη Νότια Αμερική.

Ο αγώνας της Βολιβίας για πλήρη ανεξαρτησία από την Ισπανία ξεκίνησε ουσιαστικά το 1809 και διήρκεσε σχεδόν 16 χρόνια. Το ανεξάρτητο κράτος της δημοκρατίας της Βολιβίας ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου του 1825 από τον Σιμόν Μπολίβαρ.

Το 1836, η Βολιβία, με την ηγεσία του στρατηγού Αντρές ντε Σάντα Κρους, εισέβαλε στο Περού για να υποστηρίξει τον απερχόμενο πρόεδρο της χώρας στρατηγό Λουίς Ορμπεγκόσο. Με την επαναφορά του στην εξουσία, οι δύο χώρες συνενώθηκαν στο σχήμα της Βολιβιοπερουβιανής Συνομοσπονδίας, με προκαθήμενο τον Σάντα Κρους με τον τίτλο του Ανώτατου Προστάτη. Μετά από διαδοχικές εντάσεις μεταξύ της Συνομοσπονδίας και της Χιλής, η Χιλή κήρυξε πόλεμο στις δύο χώρες το 1836. Η Αργεντινή, σύμμαχος της Χιλής, κήρυξε με τη σειρά της πόλεμο στη Συνομοσπονδία μερικούς μήνες αργότερα. Οι δυνάμεις του Περού και της Βολιβίας κατάφεραν σημαντικές και αρκετές νίκες κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, η οποία είναι πλέον γνωστή ως ο Πόλεμος της Συνομοσπονδίας. Η ήττα των Αργεντινών και στη συνέχεια των Χιλιανών εκστρατευτικών σωμάτων στην περιοχή της Παουκαρπάτα και την πόλη της Αρεκίπα, είναι τα σημαντικά ορόσημα του πολέμου αυτού. Η συνθήκη της Παουκαρπάτα επιβεβαίωσε την άνευ όρων παράδοση των στρατευμάτων της Χιλής και των Περουβιανών επαναστατών που ήταν αντίθετοι στη Συνομοσπονδία και τον πρόεδρο Ορμπεγόσο. Με βάση τη συνθήκη αυτή, η Χιλή ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα εδάφη της Συνομοσπονδίας, να επιστρέψει πολεμικά σκάφη που είχε συλλάβει, και να δεχθεί την εξισορρόπηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών με την πληρωμή του Περουβιανού χρέους στη Χιλή από τη Συνομοσπονδία. Η λαϊκή βούληση όμως δεν δέχθηκε τους όρους της συνθήκης και η Χιλιανή κυβέρνηση την απέρριψε. Τα χιλιανά στρατεύματα οργάνωσαν μία δεύτερη επίθεση και νίκησαν τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στη μάχη του Γιουνγκάι. Μετά από αυτή την ήττα, ο Σάντα Κρους διέφυγε στο Εκουαδόρ και η Συνομοσπονδία οδηγήθηκε σε διάλυση.

Μετά τη διάλυση και με την ηγεσία του νέου πρόεδρου στρατηγού Αγουστίν Γκαμάρρα, το Περού εισέβαλε στη Βολιβία. Ο Περουβιανός στρατός ηττήθηκε στην αποφασιστική μάχη του Ινγκαβί το 1841, όπου και σκοτώθηκε ο Γκαμάρρα. Αυτό είχε ως συνέπεια, το Περού να μην μπορέσει να αντισταθεί στην Βολιβιανή αντεπίθεση και οι δυνάμεις της Βολιβίας κατέλαβαν το Περουβιανό λιμάνι της Αρίκα. Το 1842, οι δύο χώρες υπέγραψαν την οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ τους, η οποία και έβαλε τέλος στη σύρραξη.

Ακολούθησε μία περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαλε τη Βολιβία. Ο επακόλουθος Πόλεμος του Ειρηνικού από το 1879 ως το 1883 ενάντια στη Χιλή, είχε ως συνέπεια την απώλεια της πρόσβασης της χώρας στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και την παραχώρηση στη Χιλή των περιοχών Σαλίτρε και των λιμανιών της Αντοφαγάστα και της Αρίκα.

Από την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια, η Βολιβία έχασε σχεδόν τη μισή έκτασή της σε πολέμους με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτεία του Άκρε, γνωστή για την παραγωγή γομαλάκας, προσχώρησε το 1903 με τη σειρά της στη Βραζιλία, αποχωρώντας από το Βολιβιανό κράτος.

Με το τέλος του 19ου αιώνα και την άνοδο των παγκόσμιων τιμών αργύρου, η Βολιβία πέρασε σε μία περίοδο σχετικής οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Με την αλλαγή του αιώνα, σταδιακά ο βωξίτης αντικατέστησε τον άργυρο ως πρώτη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ενώ μέχρι το 1930 οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τα καπιταλιστικά πρότυπα, καθώς ελέγχονταν από την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Οι συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρέμειναν ιδιαίτερα δύσκολες. Με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας και πρωτόγονες συνθήκες στα ορυχεία και σε μεγάλα αγροκτήματα που θύμιζαν Ευρωπαϊκή φεουδαρχία, οι ιθαγενείς δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε οικονομικές ευκαιρίες και σε συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Αυτή η κατάσταση, παράλληλα με την ήττα της Βολιβίας από την Παραγουάη στον Πόλεμο του Τσάκο (1932-35), οδήγησαν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής τη χώρα.

Το Εθνικιστικό Επαναστατικό Κίνημα (M.N.R.) ξεκίνησε ως ένα πολιτικό κόμμα με ευρεία βάση. Αν και ακυρώθηκε η νίκη του στις εκλογές του 1951, το MNR πρωτοστάτησε σε μία επιτυχημένη επανάσταση το 1952. Με πρόεδρο τον Βίκτορ Πας Εστενσόρο και με ισχυρό λαϊκό έρεισμα, το κίνημα καθιέρωσε την καθολική ψήφο και πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές προωθώντας την αγροτική εκπαίδευση και την εθνικοποίηση των μεγαλύτερων ορυχείων βωξίτη της χώρας.

Το 1969, ο θάνατος του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος Ορτούνιο, εκλεγμένου πρόεδρου του καθεστώτος το 1966, οδήγησε σε διαδοχικές αδύναμες κυβερνήσεις. Η αναρχία και η λαϊκή δυσμένεια, ο στρατός μαζί με το κίνημα εγκατέστησαν τον συνταγματάρχη (και μετέπειτα στρατηγό) Ούγο Μπανσέρ Σουάρες στη θέση του πρόεδρου το 1971. Ο Μπανσέρ κυβέρνησε με την υποστήριξη του MNR μέχρι το 1974, οπότε και με αυτόνομη απόφασή του αντικατέστησε τους αξιωματούχος με στρατιωτικό προσωπικό και ανέστειλε τις πολιτικές δραστηριότητες. Η οικονομία παρουσίασε έντονη ανάπτυξη σε όλη τη διακυβέρνηση του Μπανσέρ, αλλά υπήρχαν παράλληλα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά οικονομικές κρίσεις που ελάττωσαν την υποστήριξη στο πρόσωπό του. Εξαναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές το 1978, και η Βολιβία μπήκε σε μία περίοδο πολιτικών αναταραχών.
 
 

6 de agosto de 1825: Bolivia obtiene su independencia de España. Bolivia (conocido oficialmente como el "Estado Pluriétnico de Bolivia" desde el 4 de mayo de 2009) es un país de América del Sur. Limita al noreste con Brasil, al sureste con Paraguay, al sur con Argentina, al suroeste con Chile y al oeste con Perú. Tiene una superficie de 1.098.580 km2. y una población de 11.841.955 habitantes, según estimación oficial para 2021. El presidente del país es, a partir de 2020, Luis Arce. Antes de su colonización europea, la zona de la actual Bolivia formaba parte del imperio Inca. Fue conquistada por los españoles en el siglo XVI y durante la mayor parte de la conquista española se la llamó Alto Perú o Charcas, mientras que administrativamente estaba bajo la Regencia del Perú, bajo cuyo dominio estaban la mayoría de las posesiones españolas en América del Sur. Luego de su declaración de independencia en 1809, siguieron 16 años de guerras continuas hasta el establecimiento de la república por Simón Bolívar el 6 de agosto de 1825. Bolivia hoy es un estado democrático, que se encuentra dividido administrativamente en 9 departamentos. Su geografía es variada ya que incluye la cordillera de los Andes en el oeste y las tierras bajas en el este, parte de la cuenca del Amazonas. Las principales actividades económicas son la agricultura, la silvicultura, la pesca, la minería y la transformación en textiles, prendas de vestir, metales procesados ​​y extracción y refinación de petróleo. El área de la actual Bolivia ha estado habitada continuamente durante los últimos dos milenios, siendo los primeros habitantes el pueblo indígena aymara, que se asentó en el occidente de Bolivia, el sur (actual) de Perú y el norte (actual) Chile. Los aimaras están emparentados con una civilización avanzada de la región conocida como Tiguanaku, que se desarrolló en el occidente del país. La capital homónima del estado de Tiguanaco debió ser fundada hacia el año 1500 aC, como un pequeño asentamiento agrícola. Su comunidad se desarrolló y se convirtió en una ciudad entre los siglos V y VII dC, convirtiéndose en una gran potencia en la región sur de los Andes. Según estimaciones, la ciudad en su apogeo ocupaba 6,5 ​​metros cuadrados. Km. y tenía una población entre 15.000 y 30.000 habitantes. Alrededor del año 400 d. C., el estado de Tiguanaku evolucionó de un poder local a un estado de pleno derecho y se expandió a la tribu vecina de los Yungas, así como a otras comunidades locales en Perú, Bolivia y Chile, difundiendo e imponiendo su estructura cultural. La expansión se produjo principalmente a través del establecimiento de colonias, acuerdos comerciales y la difusión de la lengua y la cultura, mientras que el uso de armas no parece haber sido generalizado. El estado de Tiguanaku estaba en constante expansión, asimilando las culturas y tribus vecinas, sin enfrentarse a ningún competidor importante en la región más amplia. La abundancia de alimentos de los cultivos y el ganado de las llamas se utilizó para alimentar las zonas más pobres a través de una red de comercio continuo. El crecimiento continuó de esta manera ininterrumpida hasta el año 950 dC, cuando el estado de Tiguanaku había alcanzado su máximo territorio. Durante ese período, sin embargo, hubo un marcado cambio en el clima de la región, ya que las precipitaciones en la cuenca del lago Titicaca disminuyeron significativamente. Algunos investigadores creen que ocurrió una sequía repentina. Esto resultó en que las ciudades de la región del Titicaca produjeran cada vez menos alimentos, lo que resultó en una falta de excedentes, que fueron administrados por la aristocracia del estado. A su vez, la aristocracia perdió su popularidad ya que era la encargada de redistribuir el excedente. La capital siguió siendo la única zona de producción importante, pero incluso la planificación técnicamente astuta de sus cultivos no pudo hacer frente a la sequía. El estado de Tiguanaku fue eliminado paulatinamente en 50 años hasta el 1000 dC, siendo la principal causa la falta de alimentos, que también era su poder. El área más amplia permaneció desolada con cada vez menos habitantes en pequeños asentamientos rurales, sin ninguna estructura estatal o administración central y cultura. Entre 1438 y 1527, el imperio Inca anexó la mayor parte de la parte occidental de Bolivia. Sin embargo, las debilidades internas del imperio no permitieron la continuación del dominio, y siguió la conquista por parte de los españoles, junto con la caída de los incas. La conquista de los territorios bolivianos comenzó en 1524 con el debilitamiento gradual y eventual caída de la civilización inca por parte de los españoles, mientras que para 1533 se había establecido el dominio de la corona española en la región. Bolivia, con sus fronteras actuales, se llamaba Alto Perú y estaba bajo la autoridad del Virreinato del Perú con sede en Lima. El Ayuntamiento de la zona, conocido como Audiencia de Charcas (Audien cia de Charcas - Comunidad de Charcas), tenía su sede en Tsukisaka, que se identifica con la moderna capital Sucre en la región de La Plata. A finales del siglo XVI, una importante fuente de riqueza para los colonos eran los yacimientos de plata locales, que se consideraban famosos en todo el imperio español. Para la minería, pero también para casi todas las actividades laborales, los españoles utilizaron indígenas, adoptando un sistema de trabajo local precolombino llamado mita. El Alto Perú, como región más amplia, fue transferido al territorio de la Regencia del Río de la Plata en la actual Argentina en 1776. Luego, con el paulatino debilitamiento del poder del trono español durante las guerras napoleónicas, las reacciones y el resentimiento contra el colonialismo se intensificó en toda la región, pero también de manera más general en todas las posesiones de la corona en América del Sur. La lucha de Bolivia por la plena independencia de España comenzó en 1809 y duró casi 16 años. El estado independiente de la República de Bolivia fue fundado el 6 de agosto de 1825 por Simón Bolívar. En 1836, Bolivia, dirigida por el general Andrés de Santa Cruz, invadió Perú para apoyar al presidente saliente del país, el general Luis Orbegoso. Con su regreso al poder, los dos países quedaron unidos en la forma de la Confederación Peruano-Boliviana, con Santa Cruz a la cabeza con el título de Supremo Protector. Luego de sucesivas tensiones entre la Confederación y Chile, Chile declaró la guerra a los dos países en 1836. Argentina, aliada de Chile, a su vez declaró la guerra a la Confederación unos meses después. Las fuerzas peruanas y bolivianas lograron importantes y varias victorias durante este conflicto, que ahora se conoce como la Guerra de la Confederación. La derrota de las fuerzas expedicionarias argentinas y luego chilenas en la zona de Paukarpata y la ciudad de Arequipa, son los hitos importantes de esta guerra. El Tratado de Paucarpata confirmó la rendición incondicional de las tropas chilenas y los rebeldes peruanos opuestos a la Confederación y al presidente Orbegoso. Sobre la base de este tratado, Chile se vio obligado a retirar sus fuerzas de los territorios de la Confederación, devolver los buques de guerra que había capturado y aceptar la equiparación de las relaciones económicas entre estos países con el pago de la deuda peruana a Chile por parte de la Confederación. Pero la voluntad popular no aceptó los términos del tratado y el gobierno chileno lo rechazó. Las tropas chilenas montaron una segunda ofensiva y derrotaron a las fuerzas confederadas en la Batalla de Yungai. Tras esta derrota, Santa Cruz huyó a Ecuador y la Confederación fue llevada a la disolución. Luego de la disolución y bajo el liderazgo del nuevo presidente General Agustín Gamarra, Perú invadió Bolivia. El ejército peruano fue derrotado en la decisiva batalla de Ingavi en 1841, donde murió Gamarra. Esto resultó en que Perú no pudo resistir el contraataque boliviano y las fuerzas bolivianas capturaron el puerto peruano de Arica. En 1842, los dos países firmaron el tratado de paz final entre ellos, que puso fin al conflicto. Siguió un período de inestabilidad política y económica, que hasta mediados del siglo XIX abrumó a Bolivia. La posterior Guerra del Pacífico de 1879 a 1883 contra Chile resultó en la pérdida del acceso del país al Océano Pacífico, pero también la concesión a Chile de las áreas de Salitre y los puertos de Antofagasta y Arica. Desde la independencia, Bolivia ha perdido casi la mitad de su territorio por las guerras con los países vecinos. El estado de Acre, conocido por la producción de gomalaca, se unió en 1903 a su vez a Brasil, dejando el estado boliviano. Con el final del siglo XIX y el aumento de los precios mundiales de la plata, Bolivia entró en un período de relativa prosperidad económica y estabilidad política. Para el cambio de siglo, la bauxita reemplazó gradualmente a la plata como la principal fuente de riqueza del país, mientras que en 1930 los gobiernos siguieron patrones capitalistas, controlados por la élite social y económica. Las condiciones de vida de los nativos, que constituían el mayor porcentaje de la población, seguían siendo particularmente difíciles. Con oportunidades laborales limitadas y condiciones primitivas en las minas y en grandes fincas que recuerdan al feudalismo europeo, los nativos carecían de acceso a la educación, oportunidades económicas y participación política. Esta situación, junto con la derrota de Bolivia ante Paraguay en la Guerra del Chaco (1932-35), llevó al país a un punto de inflexión crítico. El Movimiento Nacionalista Revolucionario (M.N.R.) nació como un partido político una base Aunque su victoria en las elecciones de 1951 fue anulada, el MNR lideró una revolución exitosa en 1952. Con Víctor Paz Estensor como presidente y una fuerte base popular, el movimiento estableció el sufragio universal e hizo cambios radicales al promover la educación rural y la nacionalización de las mayores ciudades del país. minas de bauxita En 1969, la muerte del presidente René Barrientos Ortunio, presidente electo del régimen en 1966, dio lugar a sucesivos gobiernos débiles. Anarquía y desafección popular, los militares y el movimiento instalaron en la presidencia al Coronel (y luego General) Hugo Banser Suárez en 1971. Banser gobernó con el apoyo del MNR hasta 1974, cuando fue reemplazado por un oficial de decisión autónomo con personal militar y suspendido actividades políticas. La economía experimentó un fuerte crecimiento durante el gobierno de Bansher, pero también hubo abusos contra los derechos humanos y, finalmente, crisis financieras que erosionaron el apoyo para él. Se vio obligado a convocar elecciones en 1978 y Bolivia entró en un período de inestabilidad política.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (ΚΑΙ Η ΖΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ) του Γιώργου Στόγια

στην Επισκοπή Ιεράπετρας Άγ.Χαράλαμπος κ Άγ.Γεώργιος (φ.Μ.Κυμάκη)

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (ΚΑΙ Η ΖΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ) του Γιώργου Στόγια *

πηγή : http://www.onestory.gr/post/28294903707

Έστησαν τη σκηνή και πρόλαβαν να βουτήξουν προτού πέσει ο ήλιος. Στο ταβερνάκι έφαγαν φάβα, χόρτα, μαρίδες και ήπιαν δυο καραφάκια ρετσίνα. Θα ήταν ειδυλλιακά, ακριβώς όπως το είχαν φανταστεί – αν έλειπε μόνο η τηλεόραση! Όλη η οικογένεια του ιδιοκτήτη, η Ρουμάνα που καθάριζε και μερικοί ντόπιοι είχαν μαζευτεί κοντά στο κουτί και κοιτούσαν σιωπηλοί.
Πόσες αναλύσεις επιτέλους για τα νέα μέτρα! «Τον Σεπτέμβριο θα ξαναγίνουν εκλογές» είπε ο Κώστας στην Τζούλια. Θέλοντας και μη, όσο έτρωγαν, παρακολουθούσαν την εκπομπή. Οι πολιτικοί αλληλοκατηγορούνταν, από τη μια οι δωσίλογοι και από την άλλη οι παλαβοί. Ο Κώστας είπε δυνατά ότι οι Ευρωπαίοι τρέμουν μια ελληνική χρεοκοπία, το έχουν βεβαιώσει και οι μεγαλύτεροι οικονομολόγοι. Επέστρεψε στη σκηνή χαλασμένος, με καμία διάθεση για σεξ. Χτύπησε το κινητό της Τζούλιας. Εκείνη βγήκε έξω αλλά καθώς είχαν σβήσει τη λάμπα υγραερίου και ακόμη δεν είχαν συνηθίσει το χώρο, έγδαρε το πρόσωπό της σε ένα κλαδί. Έπιασε το μαλακισμένο το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας της.
«Κούκλα μου, πρέπει να πας αύριο σε ένα Κ.Ε.Π. ή στην Αστυνομία για να μου φτιάξεις μια εξουσιοδότηση. Στείλε μου τη αμέσως με κούριερ, να πάρουμε τα λεφτά σου από την κυπριακή τράπεζα να τα στείλουμε έξω. Κάθε λεπτό που περνάει, μπορεί να τα χάσουμε».
«Άντε ρε μπαμπά, είμαι διακοπές… Καλά θα πάω, μη γκαρίζεις. Φιλάκια».
.
Ο Γιώργος Στόγιας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Ρέθυμνο και στη Λευκωσία. Σκηνοθέτησε, έπαίξε, έγραψε και μετέφρασε θεατρικά έργα για τις ομάδες De Gustimus και Double Bind. Έχει κάνει θέατρο με παιδιά και εφήβους σε σχολεία, ιδρύματα και κατασκηνώσεις. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός και Dj. Αρθρογραφεί για πολιτικά και πολιτιστικά θέματα στην εφημερίδα Πολίτης και στο blog Φελέκι. Το Εαρινό Εξάμηνο είναι το πρώτο του μυθιστόρημα : http://earinoexamino.wordpress.com/ [ facebook ] [ εαρινό εξάμηνο ] [ e-mail ]

Κώστας Βίρβος

 \

6 Αυγούστου 2015  πέθανε: Κώστας Βίρβος Έλληνας στιχουργός

Ο Κώστας Βίρβος (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 29 Μαρτίου 1926 - Παλαιό Φάληρο, 6 Αυγούστου 2015) ήταν Έλληνας στιχουργός.

Ο Κώστας Βίρβος είναι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς χιλιάδων τραγουδιών τα οποία έμειναν διαχρονικά, μελοποιήθηκαν από τους σπουδαιότ τραγουδιστών στο Ελληνικό τραγούδι. Το έργο του καλύπτει μια μεγάλη γκάμα τραγουδιών από το Ρεμπέτικο, Λαϊκό και Έντεχνο, ενώ ασχολήθηκε και με το Παραδοσιακό. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926. Ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος, τον στέλνει στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 κατεβαίνει στην Αθήνα και φοιτά στην Πάντειο. Ο ίδιος σύμφωνα με διηγήσεις του έγραφε στιχάκια από νωρίς, αλλά ήθελε να γίνει σκηνοθέτης μιας και του άρεσε ιδιαίτερα το θέατρο. Στην Ναζιστική Κατοχή βρίσκεται πρωτοετής φοιτητής της Παντείου στην Αθήνα. Το 1943 περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ. Το Μάρτη του '44 συλλαμβάνεται και βασανίζεται, γιατί έγραφε συνθήματα στους τοίχους για την τότε κυβέρνηση του βουνού. Ο πατέρας του με 800 χρυσές λίρες τον απελευθερώνει και έπειτα φεύγει για το βουνό, όπου εκεί συναντά και τον Άρη Βελουχιώτη.

Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών απ' το 1954 έως το 1985 απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Διευθυντή. Ήταν παντρεμένος με την Καίτη Καραντζή και έχει δυο κόρες, την Αναστασία και την Μαρία. Η κόρη του Μαρία Βίρβου είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς και έχει συγγράψει την βιογραφία του με τίτλο "Κώστας Βίρβος- Εγώ δεν ζω γονατιστός" που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Παπαζήση. Το βιβλίο της βιογραφίας 730 σελίδων, αναφέρεται λεπτομερώς στη ζωή και το έργο του λαϊκού ποιητή Κώστα Βίρβου, του οποίου τα ποιήματα έχουν μελοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από το σύνολο σχεδόν των μεγαλύτερων συνθετών του 20ου αιώνα.

Τα πρώτα του στιχάκια τα δίνει στον Απόστολο Καλδάρα, με τον οποίο γνωρίζονταν από μικροί. Το πρώτο στιχούργημα του λέγεται "Ο φαντάρος" {ανέκδοτο τραγούδι του 1947}, που αν και μελοποιήθηκε αρχικά από τον Β. Τσιτσάνη και αργότερα από τον Α. Καλδάρα δε γραμμοφωνήθηκε, λόγω εμφυλίου και παρά το εμφανές μήνυμα της συμφιλίωσης, ("μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται/ κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά/ πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του/ τα χέρια όταν δώσουμε ξανά").

Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ήταν το «Να το βρεις από άλλη» σε μουσική Καλδάρα και ερμηνευτές τους Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκο Βαμβακάρη (1948). Έχει γράψει πάνω από 2000 τραγούδια, λαϊκά, έντεχνα, μέχρι και παραδοσιακού ύφους με κοινωνικό και πολιτικό, άμεσο ή έμμεσο, περιεχόμενο. Ο ίδιος συνδιαμορφώνει το Ελληνικό τραγούδι, καθώς συμπορεύεται διαδοχικά με πολλές γενιές κορυφαίων καλλιτεχνών. Ξεκινά από το Ρεμπέτικο τραγούδι, προχωρά στο Λαϊκό, αλλά και στο Έντεχνο και το Παραδοσιακό. Συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους συνθέτες, από το ρεμπέτικο, λαϊκό, όπως Βασίλη Τσιτσάνη,Απόστολο Καλδάρα, Θεόδωρο Δερβενιώτη, Μπάμπη Μπακάλη, Χρήστο Νικολόπουλο αλλά και έντεχνο τραγούδι, όπως Μίκη Θεοδωράκη, Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Μαρκόπουλο, Χρήστο Λεοντή κ.ά. και με τους κορυφαίους ερμηνευτές, όπως Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Πάνο Γαβαλά, Γιώργο Νταλάρα , Μανώλη Μητσιά, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Μπάμπη Τσετίνη, Βαγγέλη Περπινιάδη, Τόλη Βοσκόπουλο, Γιάννη Πάριο, Γιάννη Καλαντζή, Μαρινέλλα, Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου κ.ά. Άλλα σημαντικά του τραγούδια είναι: «Της γερακίνας γιος» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Το καράβι» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Μια παλιά ιστορία» του Στέλιου Καζαντζίδη, «ο κυρ Θάνος πέθανε», "Ένα όμοφο αμάξι με δυο άλογα", "Στου Μπελαμή το ουζερί" σε μουσική Γρηγόρη Μπιθικώτση, "Ζαϊρα", "Γεννήθηκα για να πονώ" σε μουσική Βασίλη Τσιτσάνη, "Κοιμήσου αγγελούδι μου" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, «Πάρε τα χνάρια μου» , "'Ισως" σε μουσική Θεόδωρου Δερβενιώτη, «Άγια Κυριακή» σε μουσική Μίμη Πλέσσα, «Μακριά μου να φύγεις» σε μουσική Πάνου Γαβαλά, και άλλα. Το πέρασμά του και στους ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών έγινε με το μνημειώδες δισκογραφικό έργο "Καταχνιά" του Χρήστου Λεοντή, με το «Α-Ω», σε μουσική Μπιθικώτση, το «Θάλασσα, πικροθάλασσα», σε μουσική Μίμη Πλέσσα και πλήθος άλλων. Επίσης είναι ο συνθέτης του ύμνου της ποδοσφαιρικής ομάδας του Α.Ο. Τρίκαλα. Ένα σημαντικό έργο του είναι ο Θεσσαλικός Κύκλος σε μουσική τού Γιάννη Μαρκόπουλου.

Ο Κώστας Βίρβος εξέδωσε ανθολογία 300 ποιημάτων του, που περιλαμβάνουν τις μεγάλες ενότητες ποιημάτων που έγραψε ο ίδιος όπως την «ΚΑΤΑΧΝΙΑ» (τα κείμενα της οποίας συνέγραψε με την επιμέλεια του Νικηφόρου Βρεττάκου), «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ», «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ», «ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ», σε ελεύθερη μετάφραση/απόδοση του ιδίου από τον Λουκιανό, «ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ», «ΖΕΙ;», «ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ» «ΟΥΤΟΠΙΑ» και πολλά άλλα, καθώς και ένα βιβλίο ποιημάτων για τη Θεσσαλία «ΠΡΑΣΙΝΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΟΙ ΚΑΜΠΟΙ», αλλά και ποιήματα τα οποία μελοποιήθηκαν μεμονωμένα, όπως το «ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ», «ΤΗΣ ΓΕΡΑΚΙΝΑΣ ΓΙΟΣ» κ.ά. Το έργο του ασχολήθηκε με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα αλλά και τις ηρωικές σελίδες της ιστορίας της Ελλάδας, όπως ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Αντίσταση στο έργο Καταχνιά, το Κιλελέρ στον Θεσσαλικό Κύκλο, τα κύματα μετανάστευσης της δεκαετίας του 50, οι αγώνες ανεξαρτησίας της Κύπρου κ.ά. Το έργο του έχει τύχει ευρύτατης κοινής αλλά και φιλολογικής αποδοχής. Ο ίδιος τιμήθηκε από δύο Προέδρους Δημοκρατίας της Κύπρου και τον Ραδιοτηλεοπτικό Οργανισμό ΡΙΚ της Κύπρου, από τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Ιωαννίνων και Πειραιώς, από τον Φιλολογικό Ιστορικό Λογοτεχνικό Σύνδεσμο (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων ο οποίος έχει καταξιωθεί ως ένα από τα δραστηριότερα πολιτιστικά σωματεία της χώρας μας και έχει τιμηθεί για την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα από την Ακαδημία Αθηνών, από τους πολιτιστικούς φορείς δεκάδων δήμων της χώρας και του εξωτερικού. Στην γενέτειρα πόλη του, των Τρικάλων, ένας δρόμος της πόλης και ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο έχουν λάβει το όνομά του, ως απόδοση τιμής στην προσφορά του, ενώ εκθέματα από τη ζωή και το έργο του εκτίθενται σε τρία μουσεία. Μετά το θάνατό του, η εκπαιδευτική περιφέρεια Θεσσαλίας συνδιοργάνωσε με τον Δήμο Τρικκαίων, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη ζωή και το έργο του με τη συμμετοχή πλήθους Πανεπιστημιακών και εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης Μίκη Θεοδωράκη είχε πει: «Ο Βίρβος είναι ένα από τα μεγάλα κλαριά επάνω στο δέντρο της Ελληνικής μουσικής. Είναι ο λαϊκός ποιητής που έγραψε χιλιάδες τραγούδια. Πολλοί από μας και από σας δεν θα ξέρετε ότι τα τραγούδια που έχετε αγαπήσει και τραγουδήσει και με τα οποία έχετε συγκινηθεί, έχετε κλάψει, έχετε πονέσει, έχετε ελπίσει, τα έχει γράψει εκείνος. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους πιο μεγάλους και κλασικούς συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής».

Έφυγε το βράδυ της Πέμπτης 6 Αυγούστου 2015, ταλαιπωρημένος από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ βρισκόταν διασωληνωμένος στο σπίτι του, στο Παλαιό Φάληρο.

Τα πράγματα είναι όπως θα έπρεπε ...

Η Ψυχολογία της Ευτυχίας: Τα πράγματα είναι όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι... 

Ζητάμε από την καθημερινότητά μας άμεσα αποτελέσματα και γρήγορη ικανοποίηση.

Θέλουμε απαντήσεις πιο γρήγορα, χωρίς να εξετάζουμε εάν είμαστε έτοιμοι να τις πάρουμε..!

Όταν πεινάμε, παραγγέλνουμε delivery και ό,τι φαγητό θέλουμε έρχετε στο χώρο μας. Μέσα από το διαδίκτυο, δεν χρειάζεται ούτε καν να παμε στο βιβλιοπωλείο για να παραγγείλουμε το βιβλίο που μας αρέσει! Δεν χρειάζεται να μετακινηθούμε για βρούμε σπίτι όταν θέλουμε να αγοράσουμε: μπαίνουμε στο internet και εκεί είναι όλα τα σπίτια στη διάθεσή μας προς πώληση.

Από την άλλη, συνεχώς έχουμε την αίσθηση ότι τα πράγματα στην προσωπική, και την κοινωνική μας ζωή δεν είναι όπως έπρεπε να είναι για να είμαστε ευτυχισμένοι. Πάντα σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσε να είναι η σχέση μας με τον σύντροφο μας καλύτερη το πορτοφόλι μας πιο γεμάτο, τα παιδιά μας καλύτεροι μαθητές, ο μπαμπάς μας να μας είχε φερθεί καλύτερα όταν είμασταν μικροί, ο αδερφός μας να νοιαζόταν περισσότερο για μας, οι φίλοι μας να ήταν πιο στοργικοί απέναντί μας, κ.ο.κ.

Μοιάζει να μην ξέρουμε να ζούμε με τα πράγματα έτσι όπως είναι, να ζούμε σε μια κατάσταση έτσι όπως αυτή είναι. Νιώθουμε πως πρέπει να την αλλάξουμε, να την βελτιώσουμε, έχουμε την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν θα είναι εντάξει εάν τα αφήσουμε στην ησυχία τους.

Νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιο «λάθος» σ'αυτό που δεν συμβαίνει αρκετά σύντομα, ή που δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πιστεύουμε εμείς ότι θα έπρεπε να λειτουργούσε. Θεωρούμε δηλαδή την υπόθεσή μας αυτή ως σωστή, και σ'αυτήν μας την κρίση βασίζουμε την ευτυχία μας! Στην πραγματικότητα, μ'αυτόν τον τρόπο, υφαίνουμε την προσωπική μας δυστυχία... Είναι δυνατόν όμως η ανυπομονησία και η συνεχής επικριτική διάθεση να μας δώσει κάτι καλό;

Ένα κλειδί για την ευτυχία είναι η υπομονή.

Κι αυτή κατακτάται με την πεποίθηση -που στην πορεία γίνεται γνώση- ότι όλα θα πάνε καλά, με την πίστη ότι υπάρχει ένα σχέδιο, που πολύ συχνά δεν συμβαδίζει με το σχέδιο που έχουμε σφηνωμένο στο κεφάλι μας ως το «σωστό σχέδιο». Δυστυχώς, αυτό εύκολα το ξεχνάμε, κι έτσι πολλοί από μας προσπαθούμε εναγωνίως να ελέγξουμε καταστάσεις για να λειτουργήσουν έτσι όπως «θα έπρεπε» να λειτουργήσουν, στον «τέλειο» χρόνο, με τον «ιδανικό» τρόπο!...

Ο νους θα επιδιώκει πάντα να αλλάζει τα πράγματα, εμείς απ'την άλλη χρειάζεται συνεχώς να επιεβαιώ-νουμε τον εαυτό μας ότι τα πράγματα εξελίσσονται έτσι ακριβώς όπως πρέπει να εξελιχθούν. Ο νους θέλει να πιστεύει ότι η αλλαγή των συνθηκών θα μας δώσει γαλήνη και ηρεμία. Ο νους θα επιμείνει ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να βελτιώσουμε τα πράγματα.

Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν πρόκειται να μας δοθεί οποιαδήποτε εμπειρία ζωής παρά μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι γι'αυτήν, όταν θα βρούμε μέσα μας την εμπιστοσύνη, και θα αποκτήσουμε την αντίληψη ότι τα πράγματα κυλάνε έτσι όπως θα έπρεπε να κυλήσουν, στο δικό τους χρόνο, με τον δικό τους τρόπο.

Τότε μόνο μπορούμε να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε τη ζωή μας.

Στην πραγματικότητα, όλοι μας είμαστε ικανοί να χαλαρώσουμε με τις συνθήκες αυτές που υπάρχουν τώρα στη ζωή μας, γνωρίζοντας οτι η βαθιά υπομονή και αυτο-αποδοχή θα μας δώσει την γαλήνη και την ψυχο-σωματική ίαση που ζητάμε.

Πηγή: Dr. Γρηγόρης Βασιλειάδης M.Sc. Ph.D. Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, 

The Psychology of Happiness: Things are exactly as they should be... We demand immediate results and quick gratification from our daily lives. We want answers faster, without considering whether we are ready to get them..! When we are hungry, we order delivery and whatever food we want comes to our place. Through the internet, we don't even need to go to the bookstore to order the book we like! We don't have to move to find a house when we want to buy: we go online and there are all the houses available for sale. On the other hand, we constantly have the feeling that things in our personal and social life are not as they should be for us to be happy. We always think that our relationship with our partner could be better, our wallet fuller, our children better students, our dad treated us better when we were young, our brother cared more about us, our friends us to be more affectionate towards us, etc. We don't seem to know how to live with things as they are, to live in a situation as it is. We feel like we have to change it, make it better, we feel like things won't be okay if we leave them alone. We think there is something "wrong" with it not happening soon enough, or not working the way we think it should. In other words, we consider this hypothesis to be correct, and we base our happiness on this judgment! In fact, in this way, we weave our personal unhappiness... But is it possible that impatience and constant criticism can give us something good? A key to happiness is patience. And this is conquered with the belief - which in the process becomes knowledge - that everything will be fine, with the belief that there is a plan, which very often does not go along with the plan we have stuck in our head as the "right plan". Unfortunately, we easily forget this, so many of us eagerly try to control situations to make them work the way they "should" work, at the "perfect" time, in the "ideal" way!... The mind will always seek to change things, we on the other hand constantly need to reassure ourselves that things are evolving exactly as they should evolve. The mind wants to believe that changing circumstances will give us peace and tranquility. The mind will insist that we must do something to make things better. But the truth is that we are not going to be given any life experience until we are ready for it, when we find within ourselves the trust, and we gain the understanding that things are going as they should go, in their time, in their own way. Only then can we relax and enjoy our lives. In fact, all of us are capable of relaxing with these conditions that exist now in our lives, knowing that deep patience and self-acceptance will give us the peace and psycho-physical healing we seek. Source: Dr. Grigoris Vasiliadis M.Sc. Ph.D. Psychologist - Psychotherapist,

Μπεν Τζόνσον

 


6 Αυγούστου 1637  πέθανε  Μπεν Τζόνσον Άγγλος συγγραφέας

Ο Μπεν Τζόνσον (Benjamin Jonson, 11 Ιουνίου 1572 - 6 Αυγούστου 1637) ήταν Άγγλος δραματικός και λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ο σημαντικότερος δραματουργός της Ελισαβετιανής και της Ιακώβειας περιόδου, ύστερα από τον Σαίξπηρ. Υπήρξε ο εισηγητής και ο διαμορφωτής της καθαρόαιμης αγγλικής κωμωδίας της ελισαβετιανής εποχής (city comedy και comedy of humours)

Αν και καταγόταν από φτωχή οικογένεια σπούδασε για ένα διάστημα στο Σχολείο του Γουέστμινστερ, πολέμησε μετά ως εθελοντής στις Κάτω Χώρες και επέστρεψε στην Αγγλία για ν’ ασχοληθεί με το θέατρο ως ηθοποιός και συγγραφέας.

Η πρώτη του επιτυχία ήταν το έργο Ο καθένας με τον χαρακτήρα του, μια προσπάθεια προσαρμογής του πνεύματος της ρωμαϊκής κωμωδίας στην αγγλική σκηνή. Ακολούθησε το Ο καθένας έξω από τον χαρακτήρα του, που ήταν παταγώδης αποτυχία. Έγραψε άλλα δύο έργα αμέσως μετά και ασχολήθηκε επί πολύ με τις «μάσκες», αυλικές παραστάσεις με χορούς, μουσική και φανταχτερά κοστούμια, όπου ο ρόλος του ποιητή αν και μικρός, ήταν σημαντικός.

Φυλακίστηκε αρκετές φορές, για φόνο σε μονομαχία, προσβολή των Σκωτσέζων ευγενών και για χρέη, προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό, υπήρξε πότης, γλεντζές ακατάβλητος και πρωταγωνιστής στις θυελλώδεις «ποιητομαχίες» που διεξήγοντο στις «φιλολογικές» ταβέρνες της εποχής, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχασε την εύνοια της Αυλής. Τα έργα του Βολπόνε και Αλχημιστής κέρδισαν την γενική εκτίμηση και επιζούν μέχρι τις μέρες μας.

Ο Τζόνσον σατιρίζει ανελέητα τα πάθη και ιδίως την απληστία των συγχρόνων του, μαστιγώνει την κοινωνία της εποχής του με όλη την δύναμη του παράφορου χαρακτήρα του. Η πλοκή και οι χαρακτήρες που δημιούργησε αποτέλεσαν πρότυπο για την μετέπειτα αγγλική κωμωδία.

Ο τάφος του βρίσκεται στο αβαείο του Γουέστμινστερ και έχει την επιγραφή «O Rare Ben Johnson» (Ω, σπάνιε Μπεν Τζόνσον). 

August 6, 1637 Ben Jonson English writer died Ben Jonson (Benjamin Jonson, June 11, 1572 - August 6, 1637) was an English dramatist and lyric poet, considered the most important dramatist of the Elizabethan and Jacobean periods, after Shakespeare. He was the introducer and shaper of pure English comedy of the Elizabethan era (city comedy and comedy of humours) Although he came from a poor family, he studied for a time at Westminster School, then fought as a volunteer in the Netherlands and returned to England to work in the theater as an actor and writer. His first success was the play Each with his Character, an attempt to adapt the spirit of Roman comedy to the English stage. It was followed by Everyone Out of Character, which was a colossal failure. He wrote two more works soon after and was engaged for a long time in "masques", court performances with dances, music and fancy costumes, where the role of the poet, although small, was important. He was imprisoned several times, for murder in a duel, for insulting the Scottish nobles and for debt, he converted to Catholicism, he was a drinker, an irrepressible reveler and a protagonist in the stormy "poetry battles" held in the "philological" taverns of the time, but despite all this he did not lose the favor of the Court. Volpone's works and The Alchemist won general acclaim and survive to this day. Johnson mercilessly satirizes the passions and especially the greed of his contemporaries, whips the society of his time with all the force of his insane character. The plot and characters he created became a model for later English comedy. His tomb is in Westminster Abbey and is inscribed 'O Rare Ben Johnson'.