Η Βολιβία (με την επίσημη ονομασία «Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας» από τις 4 Μαΐου 2009) είναι χώρα στη Νότια Αμερική. Συνορεύει βορειοανατολικά με τη Βραζιλία, νοτιοανατολικά με την Παραγουάη, νότια με την Αργεντινή, νοτιοδυτικά με τη Χιλή και δυτικά με το Περού. Έχει έκταση 1.098.580 τ.χλμ. και πληθυσμό 11.841.955 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021. Πρόεδρος της χώρας είναι, από το 2020, ο Λουίς Άρσε.
Πριν από τον Ευρωπαϊκό αποικισμό της, η περιοχή της σημερινής Βολιβίας αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Κατακτήθηκε από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα και για το μεγαλύτερο διάστημα της ισπανικής κατάκτησης ονομαζόταν ως Άνω Περού ή Τσάρκας, ενώ διοικητικά υπαγόταν στην Αντιβασιλεία του Περού, κάτω από την κυριαρχία της οποίας βρισκόταν και οι περισσότερες ισπανικές κτήσεις της Νότιας Αμερικής. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1809, ακολούθησαν 16 έτη συνεχών πολέμων μέχρι την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας από τον Σιμόν Μπολίβαρ, στις 6 Αυγούστου του 1825.
Η Βολιβία σήμερα είναι ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο διαιρείται διοικητικά σε 9 διαμερίσματα. Η γεωγραφία της ποικίλλει καθώς περιλαμβάνει την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά, και πεδινές εκτάσεις στα ανατολικά, μέρος της λεκάνης του Αμαζονίου. Κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία, η δασοκομία, η αλιεία, τα ορυχεία και η μεταποίηση σε υφάσματα, ρουχισμό, επεξεργασμένα μέταλλα και η άντληση και διύλιση πετρελαίου.
Η περιοχή της σημερινής Βολιβίας κατοικείται συνεχώς τις τελευταίες δύο χιλιετηρίδες, με πρώτους κατοίκους τους ιθαγενείς Αϊμάρα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική Βολιβία, το νότιο (σημερινό) Περού και τη βόρεια (σημερινή) Χιλή. Οι Αϊμάρα σχετίζονται με έναν προηγμένο πολιτισμό της περιοχής, γνωστό με την ονομασία Τιγουανάκου, ο οποίος αναπτύχθηκε στα δυτικά τμήματα της χώρας. Η ομώνυμη πρωτεύουσα του κράτους του Τιγουανάκου πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1500 π.Χ., ως ένας μικρός γεωργικός οικισμός. Η κοινότητά του αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε πόλη μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα μ.Χ., αποτελώντας παράλληλα μία σημαντική δύναμη στην περιοχή των νότιων Άνδεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πόλη στην ακμή της εκτείνονταν σε 6,5 τετρ. χλμ. και είχε πληθυσμό μεταξύ 15.000 και 30.000 κατοίκων.
Γύρω στο 400 μ.Χ., το κράτος του Τιγουανάκου εξελίχθηκε από τοπική δύναμη σε ολοκληρωμένη πολιτεία και επεκτάθηκε στη γειτονική φυλή των Γιούνγκας, καθώς και σε άλλες τοπικές κοινότητες του Περού, της Βολιβίας και της Χιλής, διαδίδοντας και επιβάλλοντος την πολιτιστική δομή του. Η επέκταση έγινε κατά βάση με την ίδρυση αποικιών, εμπορικές συμφωνίες και διάδοση της γλώσσας και της κουλτούρας, ενώ η χρήση των όπλων δεν φαίνεται να ήταν διαδεδομένη.
Το κράτος του Τιγουανάκου επεκτείνονταν συνεχώς, αφομοιώνοντας γειτονικούς πολιτισμούς και φυλές, χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει κάποιον σημαντικό ανταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Η αφθονία της τροφής από καλλιέργειες και την κτηνοτροφία των λάμα, χρησιμοποιούταν για να ανατροφοδοτήσει φτωχότερες περιοχές μέσω ενός δικτύου συνεχούς εμπορίου. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε με αυτό τον τρόπο απρόσκοπτα μέχρι και το 950 μ.Χ., περίοδος που το κράτος του Τιγουανάκου είχε φτάσει στη μέγιστη επικράτειά του.
Την περίοδο εκείνη σημειώθηκε όμως μία έντονη αλλαγή στο κλίμα της περιοχής, καθώς η βροχόπτωση στη λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα έπεσε σημαντικά. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι επήλθε μία ξαφνική περίοδος ξηρασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πόλεις της περιοχής της Τιτικάκα να παράγουν όλο και λιγότερη τροφή, με συνέπεια την έλλειψη πλεονάσματος, το οποίο διαχειριζόταν η αριστοκρατία του κράτους. Με τη σειρά της, η αριστοκρατία έχασε τη δημοτικότητά της καθώς ήταν υπεύθυνη για την αναδιανομή του πλεονάσματος. Η πρωτεύουσα παρέμεινε η μόνη σημαντική παραγωγική περιοχή, αλλά ακόμα και ο τεχνικά έξυπνος σχεδιασμός των καλλιεργειών της, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ξηρασία. Το κράτος του Τιγουανάκου εξαλείφθηκε σταδιακά μέσα σε 50 χρόνια μέχρι το 1000 μ.Χ., με βασική αιτία την έλλειψη τροφής, που ήταν και η δύναμή του. Η ευρύτερη περιοχή παρέμεινε ερημωμένη με όλο και λιγότερους κατοίκους σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία πλέον κρατική δομή ή κεντρική διοίκηση και πολιτισμό.
Μεταξύ του 1438 και του 1527, η αυτοκρατορία των Ίνκας προσάρτησε το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα της Βολιβίας. Οι εσωτερικές αδυναμίες όμως της αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της κυριαρχίας, και ακολούθησε η κατάκτηση από τους Ισπανούς, παράλληλα με την πτώση των Ίνκας.
Η κατάκτηση των περιοχών της Βολιβίας ξεκίνησε το 1524 με τη σταδιακή αποδυνάμωση και τελική πτώση του πολιτισμού των Ίνκας από τους Ισπανούς, ενώ μέχρι το 1533 η κυριαρχία του Ισπανικού στέμματος στην περιοχή είχε εδραιωθεί. Η Βολιβία, με τα σημερινά της όρια, αποκαλούταν ως Άνω Περού και βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Αντιβασιλείας του Περού με έδρα τη Λίμα. Η τοπική διακυβέρνηση της περιοχής, γνωστή με την ονομασία Αουδιένσια ντε Τσάρκας (Audiencia de Charcas - Κοινό των Τσάρκας), είχε έδρα την Τσουκισάκα, που ταυτίζεται με τη σύγχρονη πρωτεύουσα Σούκρε στην περιοχή Λα Πλάτα.
Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, σημαντική πηγή πλούτου για τους αποικιοκράτες ήταν τα τοπικά κοιτάσματα αργύρου, τα οποία θεωρούταν φημισμένα στο σύνολο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Για την εξόρυξη, αλλά και για σχεδόν το σύνολο των εργατικών δραστηριοτήτων, οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς, υιοθετώντας ένα προκολομβιανό τοπικό σύστημα εργασίας με την ονομασία μίτα. Το Άνω Περού, ως ευρύτερη περιοχή, μετατέθηκε στην επικράτεια της Αντιβασιλείας του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Αργεντινή το 1776. Στη συνέχεια, με τη σταδιακή εξασθένηση της ισχύος του Ισπανικού θρόνου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενισχύθηκαν οι αντιδράσεις και η δυσμένεια απέναντι στην αποικιοκρατία σε όλη την περιοχή, αλλά και γενικότερα σε όλες τις κτήσεις του στέμματος στη Νότια Αμερική.
Ο αγώνας της Βολιβίας για πλήρη ανεξαρτησία από την Ισπανία ξεκίνησε ουσιαστικά το 1809 και διήρκεσε σχεδόν 16 χρόνια. Το ανεξάρτητο κράτος της δημοκρατίας της Βολιβίας ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου του 1825 από τον Σιμόν Μπολίβαρ.
Το 1836, η Βολιβία, με την ηγεσία του στρατηγού Αντρές ντε Σάντα Κρους, εισέβαλε στο Περού για να υποστηρίξει τον απερχόμενο πρόεδρο της χώρας στρατηγό Λουίς Ορμπεγκόσο. Με την επαναφορά του στην εξουσία, οι δύο χώρες συνενώθηκαν στο σχήμα της Βολιβιοπερουβιανής Συνομοσπονδίας, με προκαθήμενο τον Σάντα Κρους με τον τίτλο του Ανώτατου Προστάτη. Μετά από διαδοχικές εντάσεις μεταξύ της Συνομοσπονδίας και της Χιλής, η Χιλή κήρυξε πόλεμο στις δύο χώρες το 1836. Η Αργεντινή, σύμμαχος της Χιλής, κήρυξε με τη σειρά της πόλεμο στη Συνομοσπονδία μερικούς μήνες αργότερα. Οι δυνάμεις του Περού και της Βολιβίας κατάφεραν σημαντικές και αρκετές νίκες κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, η οποία είναι πλέον γνωστή ως ο Πόλεμος της Συνομοσπονδίας. Η ήττα των Αργεντινών και στη συνέχεια των Χιλιανών εκστρατευτικών σωμάτων στην περιοχή της Παουκαρπάτα και την πόλη της Αρεκίπα, είναι τα σημαντικά ορόσημα του πολέμου αυτού. Η συνθήκη της Παουκαρπάτα επιβεβαίωσε την άνευ όρων παράδοση των στρατευμάτων της Χιλής και των Περουβιανών επαναστατών που ήταν αντίθετοι στη Συνομοσπονδία και τον πρόεδρο Ορμπεγόσο. Με βάση τη συνθήκη αυτή, η Χιλή ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα εδάφη της Συνομοσπονδίας, να επιστρέψει πολεμικά σκάφη που είχε συλλάβει, και να δεχθεί την εξισορρόπηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών με την πληρωμή του Περουβιανού χρέους στη Χιλή από τη Συνομοσπονδία. Η λαϊκή βούληση όμως δεν δέχθηκε τους όρους της συνθήκης και η Χιλιανή κυβέρνηση την απέρριψε. Τα χιλιανά στρατεύματα οργάνωσαν μία δεύτερη επίθεση και νίκησαν τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στη μάχη του Γιουνγκάι. Μετά από αυτή την ήττα, ο Σάντα Κρους διέφυγε στο Εκουαδόρ και η Συνομοσπονδία οδηγήθηκε σε διάλυση.
Μετά τη διάλυση και με την ηγεσία του νέου πρόεδρου στρατηγού Αγουστίν Γκαμάρρα, το Περού εισέβαλε στη Βολιβία. Ο Περουβιανός στρατός ηττήθηκε στην αποφασιστική μάχη του Ινγκαβί το 1841, όπου και σκοτώθηκε ο Γκαμάρρα. Αυτό είχε ως συνέπεια, το Περού να μην μπορέσει να αντισταθεί στην Βολιβιανή αντεπίθεση και οι δυνάμεις της Βολιβίας κατέλαβαν το Περουβιανό λιμάνι της Αρίκα. Το 1842, οι δύο χώρες υπέγραψαν την οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ τους, η οποία και έβαλε τέλος στη σύρραξη.
Ακολούθησε μία περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαλε τη Βολιβία. Ο επακόλουθος Πόλεμος του Ειρηνικού από το 1879 ως το 1883 ενάντια στη Χιλή, είχε ως συνέπεια την απώλεια της πρόσβασης της χώρας στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και την παραχώρηση στη Χιλή των περιοχών Σαλίτρε και των λιμανιών της Αντοφαγάστα και της Αρίκα.
Από την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια, η Βολιβία έχασε σχεδόν τη μισή έκτασή της σε πολέμους με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτεία του Άκρε, γνωστή για την παραγωγή γομαλάκας, προσχώρησε το 1903 με τη σειρά της στη Βραζιλία, αποχωρώντας από το Βολιβιανό κράτος.
Με το τέλος του 19ου αιώνα και την άνοδο των παγκόσμιων τιμών αργύρου, η Βολιβία πέρασε σε μία περίοδο σχετικής οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Με την αλλαγή του αιώνα, σταδιακά ο βωξίτης αντικατέστησε τον άργυρο ως πρώτη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ενώ μέχρι το 1930 οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τα καπιταλιστικά πρότυπα, καθώς ελέγχονταν από την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Οι συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρέμειναν ιδιαίτερα δύσκολες. Με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας και πρωτόγονες συνθήκες στα ορυχεία και σε μεγάλα αγροκτήματα που θύμιζαν Ευρωπαϊκή φεουδαρχία, οι ιθαγενείς δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε οικονομικές ευκαιρίες και σε συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Αυτή η κατάσταση, παράλληλα με την ήττα της Βολιβίας από την Παραγουάη στον Πόλεμο του Τσάκο (1932-35), οδήγησαν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής τη χώρα.
Το Εθνικιστικό Επαναστατικό Κίνημα (M.N.R.) ξεκίνησε ως ένα πολιτικό κόμμα με ευρεία βάση. Αν και ακυρώθηκε η νίκη του στις εκλογές του 1951, το MNR πρωτοστάτησε σε μία επιτυχημένη επανάσταση το 1952. Με πρόεδρο τον Βίκτορ Πας Εστενσόρο και με ισχυρό λαϊκό έρεισμα, το κίνημα καθιέρωσε την καθολική ψήφο και πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές προωθώντας την αγροτική εκπαίδευση και την εθνικοποίηση των μεγαλύτερων ορυχείων βωξίτη της χώρας.
Το 1969, ο θάνατος του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος Ορτούνιο, εκλεγμένου πρόεδρου του καθεστώτος το 1966, οδήγησε σε διαδοχικές αδύναμες κυβερνήσεις. Η αναρχία και η λαϊκή δυσμένεια, ο στρατός μαζί με το κίνημα εγκατέστησαν τον συνταγματάρχη (και μετέπειτα στρατηγό) Ούγο Μπανσέρ Σουάρες στη θέση του πρόεδρου το 1971. Ο Μπανσέρ κυβέρνησε με την υποστήριξη του MNR μέχρι το 1974, οπότε και με αυτόνομη απόφασή του αντικατέστησε τους αξιωματούχος με στρατιωτικό προσωπικό και ανέστειλε τις πολιτικές δραστηριότητες. Η οικονομία παρουσίασε έντονη ανάπτυξη σε όλη τη διακυβέρνηση του Μπανσέρ, αλλά υπήρχαν παράλληλα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά οικονομικές κρίσεις που ελάττωσαν την υποστήριξη στο πρόσωπό του. Εξαναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές το 1978, και η Βολιβία μπήκε σε μία περίοδο πολιτικών αναταραχών.
6 de agosto de 1825: Bolivia obtiene su independencia de España. Bolivia (conocido oficialmente como el "Estado Pluriétnico de Bolivia" desde el 4 de mayo de 2009) es un país de América del Sur. Limita al noreste con Brasil, al sureste con Paraguay, al sur con Argentina, al suroeste con Chile y al oeste con Perú. Tiene una superficie de 1.098.580 km2. y una población de 11.841.955 habitantes, según estimación oficial para 2021. El presidente del país es, a partir de 2020, Luis Arce. Antes de su colonización europea, la zona de la actual Bolivia formaba parte del imperio Inca. Fue conquistada por los españoles en el siglo XVI y durante la mayor parte de la conquista española se la llamó Alto Perú o Charcas, mientras que administrativamente estaba bajo la Regencia del Perú, bajo cuyo dominio estaban la mayoría de las posesiones españolas en América del Sur. Luego de su declaración de independencia en 1809, siguieron 16 años de guerras continuas hasta el establecimiento de la república por Simón Bolívar el 6 de agosto de 1825. Bolivia hoy es un estado democrático, que se encuentra dividido administrativamente en 9 departamentos. Su geografía es variada ya que incluye la cordillera de los Andes en el oeste y las tierras bajas en el este, parte de la cuenca del Amazonas. Las principales actividades económicas son la agricultura, la silvicultura, la pesca, la minería y la transformación en textiles, prendas de vestir, metales procesados y extracción y refinación de petróleo. El área de la actual Bolivia ha estado habitada continuamente durante los últimos dos milenios, siendo los primeros habitantes el pueblo indígena aymara, que se asentó en el occidente de Bolivia, el sur (actual) de Perú y el norte (actual) Chile. Los aimaras están emparentados con una civilización avanzada de la región conocida como Tiguanaku, que se desarrolló en el occidente del país. La capital homónima del estado de Tiguanaco debió ser fundada hacia el año 1500 aC, como un pequeño asentamiento agrícola. Su comunidad se desarrolló y se convirtió en una ciudad entre los siglos V y VII dC, convirtiéndose en una gran potencia en la región sur de los Andes. Según estimaciones, la ciudad en su apogeo ocupaba 6,5 metros cuadrados. Km. y tenía una población entre 15.000 y 30.000 habitantes. Alrededor del año 400 d. C., el estado de Tiguanaku evolucionó de un poder local a un estado de pleno derecho y se expandió a la tribu vecina de los Yungas, así como a otras comunidades locales en Perú, Bolivia y Chile, difundiendo e imponiendo su estructura cultural. La expansión se produjo principalmente a través del establecimiento de colonias, acuerdos comerciales y la difusión de la lengua y la cultura, mientras que el uso de armas no parece haber sido generalizado. El estado de Tiguanaku estaba en constante expansión, asimilando las culturas y tribus vecinas, sin enfrentarse a ningún competidor importante en la región más amplia. La abundancia de alimentos de los cultivos y el ganado de las llamas se utilizó para alimentar las zonas más pobres a través de una red de comercio continuo. El crecimiento continuó de esta manera ininterrumpida hasta el año 950 dC, cuando el estado de Tiguanaku había alcanzado su máximo territorio. Durante ese período, sin embargo, hubo un marcado cambio en el clima de la región, ya que las precipitaciones en la cuenca del lago Titicaca disminuyeron significativamente. Algunos investigadores creen que ocurrió una sequía repentina. Esto resultó en que las ciudades de la región del Titicaca produjeran cada vez menos alimentos, lo que resultó en una falta de excedentes, que fueron administrados por la aristocracia del estado. A su vez, la aristocracia perdió su popularidad ya que era la encargada de redistribuir el excedente. La capital siguió siendo la única zona de producción importante, pero incluso la planificación técnicamente astuta de sus cultivos no pudo hacer frente a la sequía. El estado de Tiguanaku fue eliminado paulatinamente en 50 años hasta el 1000 dC, siendo la principal causa la falta de alimentos, que también era su poder. El área más amplia permaneció desolada con cada vez menos habitantes en pequeños asentamientos rurales, sin ninguna estructura estatal o administración central y cultura. Entre 1438 y 1527, el imperio Inca anexó la mayor parte de la parte occidental de Bolivia. Sin embargo, las debilidades internas del imperio no permitieron la continuación del dominio, y siguió la conquista por parte de los españoles, junto con la caída de los incas. La conquista de los territorios bolivianos comenzó en 1524 con el debilitamiento gradual y eventual caída de la civilización inca por parte de los españoles, mientras que para 1533 se había establecido el dominio de la corona española en la región. Bolivia, con sus fronteras actuales, se llamaba Alto Perú y estaba bajo la autoridad del Virreinato del Perú con sede en Lima. El Ayuntamiento de la zona, conocido como Audiencia de Charcas (Audien cia de Charcas - Comunidad de Charcas), tenía su sede en Tsukisaka, que se identifica con la moderna capital Sucre en la región de La Plata. A finales del siglo XVI, una importante fuente de riqueza para los colonos eran los yacimientos de plata locales, que se consideraban famosos en todo el imperio español. Para la minería, pero también para casi todas las actividades laborales, los españoles utilizaron indígenas, adoptando un sistema de trabajo local precolombino llamado mita. El Alto Perú, como región más amplia, fue transferido al territorio de la Regencia del Río de la Plata en la actual Argentina en 1776. Luego, con el paulatino debilitamiento del poder del trono español durante las guerras napoleónicas, las reacciones y el resentimiento contra el colonialismo se intensificó en toda la región, pero también de manera más general en todas las posesiones de la corona en América del Sur. La lucha de Bolivia por la plena independencia de España comenzó en 1809 y duró casi 16 años. El estado independiente de la República de Bolivia fue fundado el 6 de agosto de 1825 por Simón Bolívar. En 1836, Bolivia, dirigida por el general Andrés de Santa Cruz, invadió Perú para apoyar al presidente saliente del país, el general Luis Orbegoso. Con su regreso al poder, los dos países quedaron unidos en la forma de la Confederación Peruano-Boliviana, con Santa Cruz a la cabeza con el título de Supremo Protector. Luego de sucesivas tensiones entre la Confederación y Chile, Chile declaró la guerra a los dos países en 1836. Argentina, aliada de Chile, a su vez declaró la guerra a la Confederación unos meses después. Las fuerzas peruanas y bolivianas lograron importantes y varias victorias durante este conflicto, que ahora se conoce como la Guerra de la Confederación. La derrota de las fuerzas expedicionarias argentinas y luego chilenas en la zona de Paukarpata y la ciudad de Arequipa, son los hitos importantes de esta guerra. El Tratado de Paucarpata confirmó la rendición incondicional de las tropas chilenas y los rebeldes peruanos opuestos a la Confederación y al presidente Orbegoso. Sobre la base de este tratado, Chile se vio obligado a retirar sus fuerzas de los territorios de la Confederación, devolver los buques de guerra que había capturado y aceptar la equiparación de las relaciones económicas entre estos países con el pago de la deuda peruana a Chile por parte de la Confederación. Pero la voluntad popular no aceptó los términos del tratado y el gobierno chileno lo rechazó. Las tropas chilenas montaron una segunda ofensiva y derrotaron a las fuerzas confederadas en la Batalla de Yungai. Tras esta derrota, Santa Cruz huyó a Ecuador y la Confederación fue llevada a la disolución. Luego de la disolución y bajo el liderazgo del nuevo presidente General Agustín Gamarra, Perú invadió Bolivia. El ejército peruano fue derrotado en la decisiva batalla de Ingavi en 1841, donde murió Gamarra. Esto resultó en que Perú no pudo resistir el contraataque boliviano y las fuerzas bolivianas capturaron el puerto peruano de Arica. En 1842, los dos países firmaron el tratado de paz final entre ellos, que puso fin al conflicto. Siguió un período de inestabilidad política y económica, que hasta mediados del siglo XIX abrumó a Bolivia. La posterior Guerra del Pacífico de 1879 a 1883 contra Chile resultó en la pérdida del acceso del país al Océano Pacífico, pero también la concesión a Chile de las áreas de Salitre y los puertos de Antofagasta y Arica. Desde la independencia, Bolivia ha perdido casi la mitad de su territorio por las guerras con los países vecinos. El estado de Acre, conocido por la producción de gomalaca, se unió en 1903 a su vez a Brasil, dejando el estado boliviano. Con el final del siglo XIX y el aumento de los precios mundiales de la plata, Bolivia entró en un período de relativa prosperidad económica y estabilidad política. Para el cambio de siglo, la bauxita reemplazó gradualmente a la plata como la principal fuente de riqueza del país, mientras que en 1930 los gobiernos siguieron patrones capitalistas, controlados por la élite social y económica. Las condiciones de vida de los nativos, que constituían el mayor porcentaje de la población, seguían siendo particularmente difíciles. Con oportunidades laborales limitadas y condiciones primitivas en las minas y en grandes fincas que recuerdan al feudalismo europeo, los nativos carecían de acceso a la educación, oportunidades económicas y participación política. Esta situación, junto con la derrota de Bolivia ante Paraguay en la Guerra del Chaco (1932-35), llevó al país a un punto de inflexión crítico. El Movimiento Nacionalista Revolucionario (M.N.R.) nació como un partido político una base Aunque su victoria en las elecciones de 1951 fue anulada, el MNR lideró una revolución exitosa en 1952. Con Víctor Paz Estensor como presidente y una fuerte base popular, el movimiento estableció el sufragio universal e hizo cambios radicales al promover la educación rural y la nacionalización de las mayores ciudades del país. minas de bauxita En 1969, la muerte del presidente René Barrientos Ortunio, presidente electo del régimen en 1966, dio lugar a sucesivos gobiernos débiles. Anarquía y desafección popular, los militares y el movimiento instalaron en la presidencia al Coronel (y luego General) Hugo Banser Suárez en 1971. Banser gobernó con el apoyo del MNR hasta 1974, cuando fue reemplazado por un oficial de decisión autónomo con personal militar y suspendido actividades políticas. La economía experimentó un fuerte crecimiento durante el gobierno de Bansher, pero también hubo abusos contra los derechos humanos y, finalmente, crisis financieras que erosionaron el apoyo para él. Se vio obligado a convocar elecciones en 1978 y Bolivia entró en un período de inestabilidad política.