Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Η Ναυμαχία του Νείλου

The Battle of the Nile.jpg

 2 Αυγούστου 1798

Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης: η ναυμαχία του Νείλου καταλήγει σε νίκη των Βρετανών.

Η Ναυμαχία του Νείλου (γνωστή και ως Ναυμαχία του Κόλπου του Αμπουκίρ, αγγλικά: Battle of Aboukir Bay‎, γαλλικά: Bataille d'Aboukir‎, αραβικά: معركة أبي قير البحرية‎) ήταν μία σημαντική ναυμαχία μεταξύ του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού και του Ναυτικού της Γαλλίας, η οποία έλαβε χώρα στη Μεσόγειο, στον Κόλπο του Αμπουκίρ κοντά στο Δέλτα του Νείλου, μεταξύ 1-3 Αυγούστου του 1798. Η ναυμαχία αποτέλεσε το αποκορύφωμα των ναυτικών επιχειρήσεων, που κλιμακώθηκαν κατά μήκος της Μεσογείου κατά τους τρεις προηγούμενους μήνες, όταν μεγάλη γαλλική νηοπομπή έπλευσε από την Τουλόν στην Αλεξάνδρεια, μεταφέροντας εκστρατευτική δύναμη υπό τον στρατηγό Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη, ενώ ο βρετανικός στόλος τον αναζητούσε. Τελικά οι Βρετανοί, σε ναυμαχία υπό την ηγεσία του υποναυάρχου σερ Οράτιου Νέλσον, κατήγαγαν αποφασιστική νίκη κατά των Γάλλων του αντιναυάρχου Φρανσουά-Πωλ Μπρυαί ντ' Αιγκαλλιέ.

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης επιδίωξε να εισβάλει στην Αίγυπτο ως το πρώτο του βήμα για την εκστρατεία κατά της Βρετανικής Ινδίας, μέρος μιας μεγαλύτερης προσπάθειας απομάκρυνσης της Βρετανίας από την εμπλοκή στους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης. Καθώς ο στόλος του Βοναπάρτη διέσχιζε τη Μεσόγειο, καταδιώχθηκε από βρετανική δύναμη υπό τον Νέλσον, ο οποίος είχε σταλεί από το βρετανικό Ναυαρχείο στον ποταμό Τάγο (αποτελούσε και αγκυροβόλιο του Βασιλικού Ναυτικού), για να εξακριβώσει το σκοπό της γαλλικής εκστρατείας αλλά και για να την αντιμετωπίσει. Καταδίωξε τους Γάλλους για πάνω από δύο μήνες, στις περισσότερες περιπτώσεις χάνοντάς τους για λίγες μόλις ώρες. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης ήταν ενήμερος για την καταδίωξη του Νέλσον και επέβαλε πλήρη μυστικότητα σχετικά με τον προορισμό του. Μπόρεσε να καταλάβει τη Μάλτα και έπειτα να αποβιβαστεί στην Αίγυπτο χωρίς να εμποδιστεί από τις βρετανικές ναυτικές δυνάμεις.

Ενώ ο γαλλικός στρατός ήταν πλέον στην ξηρά, ο γαλλικός στόλος αγκυροβόλησε στον Κόλπο του Αμπουκίρ, 32 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αλεξάνδρειας. Ο διοικητής του, αντιναύαρχος Μπρυαί, θεωρούσε πως κατείχε μια εξαιρετική αμυντική θέση. Ο βρετανικός στόλος έφτασε στα ανοιχτά της Αιγύπτου την 1η Αυγούστου και όταν εντόπισε το γαλλικό του Μπρυαί, ο Νέλσον διέταξε άμεση επίθεση. Τα πλοία του πλησίασαν στη γαλλική γραμμή και διαχωρίστηκαν σε δύο τμήματα καθώς πλησίαζαν. Ένα από αυτά διέσπασε την κεφαλή της γραμμής των γαλλικών πολεμικών και πέρασε διαμέσου των αγκυροβολημένων γαλλικών πλοίων και της ακτής, ενώ τα υπόλοιπα ενεπλάκησαν με την προς το πέλαγος πλευρά του γαλλικού στόλου. Έχοντας παγιδευτεί σε διασταυρούμενα πυρά, τα πιο αξιόμαχα γαλλικά πολεμικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά από βίαιη τρίωρη ναυμαχία, ενώ το κεντρικό τμήμα κατάφερε να αποκρούσει την αρχική βρετανική επίθεση. Όταν έφτασαν βρετανικές ενισχύσεις, το κέντρο των Γάλλων βρέθηκε εν μέσω νέας επίθεσης και στις 22:00 η γαλλική ναυαρχίδα Orient εξερράγη. Το οπίσθιο τμήμα του γαλλικού στόλου προσπάθησε να διαφύγει από τον κόλπο, αλλά ο Μπρυαί σκοτώθηκε, η εμπροσθοφυλακή και το κέντρο ηττήθηκαν, και μόνο δύο πλοία γραμμής και δύο φρεγάτες από τα συνολικά 17 εμπλεκόμενα πλοία της Γαλλίας κατάφεραν να διαφύγουν.

Η ναυμαχία αντέστρεψε τη στρατηγική θέση των δύο κύριων αντιμαχόμενων δυνάμεων στη Μεσόγειο και εδραίωσε το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό σε κυρίαρχη θέση, την οποία και διατήρησε για το υπόλοιπο του πολέμου. Επίσης, ενθάρρυνε και άλλα ευρωπαϊκά έθνη να συνταχθούν εναντίον της Γαλλίας και ήταν ένας από τους παράγοντες του σχηματισμού του Δεύτερου Συνασπισμού εναντίον της. Ο στρατός του Βοναπάρτη παγιδεύτηκε στην Αίγυπτο και η κυριαρχία του Βασιλικού Ναυτικού στα ανοικτά των συριακών ακτών συνέβαλε σημαντικά στην ήττα του στην Πολιορκία της Άκρας το 1799, η οποία προηγήθηκε της επιστροφής του Βοναπάρτη στην Ευρώπη. Ο Νέλσον τραυματίστηκε στη ναυμαχία, αλλά αναγορεύθηκε ήρωας σε όλη την Ευρώπη και στη συνέχεια ονομάστηκε Βαρόνος Νέλσον — αν και ο ίδιος δεν ήταν ικανοποιημένος με τις βραβεύσεις του. Οι πλοίαρχοι του έλαβαν, επίσης, εγκωμιαστικά σχόλια και συνέχισαν με τη δημιουργία του πυρήνα της θρυλικής Αδελφότητας του Νέλσον. Ο θρύλος της μάχης παρέμεινε σε εξέχουσα θέση στη λαϊκή συνείδηση, με πιθανώς πιο γνωστή αναπαράστασή της το ποίημα Casabianca, της Φελίσια Χέμανς, του 1826. 

August 2, 1798 Wars of the French Revolution: the naval battle of the Nile results in a British victory. The Battle of the Nile (also known as the Battle of Aboukir Bay, English: Battle of Aboukir Bay‎, French: Bataille d'Aboukir‎, Arabic: معرقة ابي قير محرجة‎) was a major naval battle between the British Royal Navy and the Royal Navy of France, which took place in the Mediterranean, in the Gulf of Aboukir near the Nile Delta, between August 1-3, 1798. The naval battle was the culmination of naval operations that had escalated across the Mediterranean during the previous three months, when a large French convoy sailed from Toulon to Alexandria, carrying an expeditionary force under General Napoleon I Bonaparte, while the British fleet searched for him. Finally the British, in a naval battle under the leadership of Vice-Admiral Sir Horace Nelson, won a decisive victory against the French of Vice-Admiral François-Paul Briet d'Aigallier. Napoleon Bonaparte sought to invade Egypt as the first step in his campaign against British India, part of a larger effort to distance Britain from involvement in the Wars of the French Revolution. As Bonaparte's fleet crossed the Mediterranean, it was pursued by a British force under Nelson, who had been sent by the British Admiralty to the River Tagus (also a Royal Navy anchorage), to ascertain the purpose of the French campaign and also to face up. He pursued the French for over two months, in most cases losing them by only a few hours. Napoleon Bonaparte was aware of Nelson's pursuit and imposed complete secrecy regarding his destination. He was able to capture Malta and then land in Egypt unimpeded by British naval forces. While the French army was now ashore, the French fleet anchored in the Gulf of Aboukir, 32 kilometers northeast of Alexandria. Its commander, Vice-Admiral Bruay, considered it to occupy an excellent defensive position. The British fleet arrived off Egypt on 1 August, and when it spotted the French fleet of Bruay, Nelson ordered an immediate attack. His ships approached the French line and separated into two divisions as they approached. One of these broke the head of the French line of battle and passed through the anchored French ships and the shore, while the rest engaged the seaward side of the French fleet. Caught in a crossfire, the most battle-hardened French warships were forced to retreat after a brutal three-hour naval battle, while the center division managed to repulse the initial British attack. When British reinforcements arrived, the French center found itself in the midst of a fresh attack and at 22:00 the French flagship Orient exploded. The rear of the French fleet attempted to escape the bay, but Bruay was killed, the vanguard and center were defeated, and only two ships of the line and two frigates out of a total of 17 French ships engaged managed to escape. The naval battle reversed the strategic position of the two main contending powers in the Mediterranean and established the British Royal Navy in a dominant position, which it maintained for the remainder of the war. He also encouraged other European nations to rally against France and was one of the factors in the formation of the Second Coalition against France. Bonaparte's army was trapped in Egypt and the Royal Navy's dominance off the Syrian coast contributed significantly to his defeat at the Siege of Acre in 1799, which preceded Bonaparte's return to Europe. Nelson was wounded in the naval battle, but was hailed as a hero throughout Europe and was subsequently named Baron Nelson — although he himself was not satisfied with his accolades. His masters also received rave reviews and went on to form the core of Nelson's legendary Brotherhood. The legend of the battle has remained prominent in the popular consciousness, with perhaps its best-known depiction in the 1826 poem Casabianca by Felicia Hemans.

2 août 1798 Guerres de la Révolution française : la bataille navale du Nil se solde par une victoire britannique. La bataille du Nil (également connue sous le nom de bataille de la baie d'Aboukir , anglais : bataille de la baie d'Aboukir , français : bataille d'Aboukir , arabe : معرقة ابي قير محرجة ) était une bataille navale majeure entre la Royal Navy britannique et la Marine royale de France, qui a eu lieu en Méditerranée, dans le golfe d'Aboukir près du delta du Nil, entre le 1er et le 3 août 1798. La bataille navale a été le point culminant des opérations navales qui s'étaient intensifiées à travers la Méditerranée au cours des trois mois, lorsqu'un grand convoi français a navigué de Toulon à Alexandrie, transportant un corps expéditionnaire sous le général Napoléon Ier Bonaparte, tandis que la flotte britannique le recherchait. Enfin, les Britanniques, dans une bataille navale sous la direction du vice-amiral Sir Horace Nelson, remportèrent une victoire décisive contre les Français du vice-amiral François-Paul Briet d'Aigallier. Napoléon Bonaparte a cherché à envahir l'Égypte comme première étape de sa campagne contre l'Inde britannique, dans le cadre d'un effort plus large visant à éloigner la Grande-Bretagne de l'implication dans les guerres de la Révolution française. Alors que la flotte de Bonaparte traversait la Méditerranée, elle fut poursuivie par une force britannique sous Nelson, qui avait été envoyée par l'Amirauté britannique sur le Tage (également un mouillage de la Royal Navy), pour déterminer le but de la campagne française et aussi pour faire face . Il a poursuivi les Français pendant plus de deux mois, les perdant dans la plupart des cas de quelques heures seulement. Napoléon Bonaparte était au courant de la poursuite de Nelson et a imposé un secret complet sur sa destination. Il a pu capturer Malte puis débarquer en Égypte sans être gêné par les forces navales britanniques. Alors que l'armée française est désormais à terre, la flotte française jette l'ancre dans le golfe d'Aboukir, à 32 kilomètres au nord-est d'Alexandrie. Son commandant, le vice-amiral Bruay, le considérait comme une excellente position défensive. La flotte britannique est arrivée au large de l'Égypte le 1er août et lorsqu'elle a repéré la flotte française de Bruay, Nelson a ordonné une attaque immédiate. Ses navires se sont approchés de la ligne française et se sont séparés en deux divisions à leur approche. L'un d'eux a brisé la tête de la ligne de bataille française et a traversé les navires français ancrés et le rivage, tandis que les autres ont engagé le côté mer de la flotte française. Pris dans un feu croisé, les navires de guerre français les plus endurcis au combat ont été contraints de battre en retraite après une bataille navale brutale de trois heures, tandis que la division centrale a réussi à repousser l'attaque britannique initiale. Lorsque les renforts britanniques sont arrivés, le centre français s'est retrouvé au milieu d'une nouvelle attaque et à 22h00, le vaisseau amiral français Orient a explosé. L'arrière de la flotte française a tenté de s'échapper de la baie, mais Bruay a été tué, l'avant-garde et le centre ont été vaincus, et seuls deux navires de ligne et deux frégates sur un total de 17 navires français engagés ont réussi à s'échapper. La bataille navale a inversé la position stratégique des deux principales puissances rivales en Méditerranée et a établi la Royal Navy britannique dans une position dominante, qu'elle a maintenue pour le reste de la guerre. Il a également encouragé d'autres nations européennes à se rallier contre la France et a été l'un des facteurs de la formation de la deuxième coalition contre la France. L'armée de Bonaparte a été piégée en Égypte et la domination de la Royal Navy au large des côtes syriennes a contribué de manière significative à sa défaite au siège d'Acre en 1799, qui a précédé le retour de Bonaparte en Europe. Nelson a été blessé dans la bataille navale, mais a été salué comme un héros dans toute l'Europe et a ensuite été nommé baron Nelson - bien qu'il n'ait pas été lui-même satisfait de ses distinctions. Ses maîtres ont également reçu des critiques élogieuses et ont continué à former le noyau de la légendaire Brotherhood de Nelson. La légende de la bataille est restée importante dans la conscience populaire, avec peut-être sa représentation la plus connue dans le poème de 1826 Casabianca de Felicia Hemans. 

Ενρίκο Καρούζο

Enrico Caruso tenor.jpg 

2 Αυγούστου 1921  πέθανε: Ενρίκο Καρούζο Ιταλός τενόρος

Ο Ενρίκο Καρούζο (Enrico Caruso, 25 Φεβρουαρίου 1873 - 2 Αυγούστου 1921) ήταν Ιταλός τενόρος της Όπερας. Τραγούδησε με μεγάλη επιτυχία στις μεγάλες όπερες της Ευρώπης και της Αμερικής, ερμηνεύοντας ευρεία ποικιλία ρόλων από ιταλικές και γαλλικές όπερες, ρεπερτόριο που κυμαινόταν από λυρικό ως δραματικό. Ο Καρούζο πραγματοποίησε επίσης περίπου 290 ηχογραφήσεις από το 1902 έως το 1920. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, είναι διαθέσιμες σήμερα σε CD και ψηφιακές λήψεις.

Ο Καρούζο καταγόταν από φτωχή, αλλά όχι άπορη οικογένεια. Γεννήθηκε στη Νάπολη, στη οδό Via San Giovannello agli Ottocalli αριθ. 7 στις 25 Φεβρουαρίου 1873. Βαπτίστηκε την επόμενη μέρα στην παρακείμενη εκκλησία του San Giovanni e Paolo. Έλαβε το όνομα "Errico" σύμφωνα με τη ναπολιτάνικη διάλεκτο, αλλά αργότερα υιοθέτησε την επίσημη ιταλική λέξη για το όνομα, Enrico . Αυτή η αλλαγή έγινε μετά από υπόδειξη του δασκάλου του στο τραγούδι, Γκουλιέλμο Βέρτζινε (Guglielmo Vergine), με τον οποίο ξεκίνησε μαθήματα σε ηλικία 16 ετών.

Ο Ενρίκο ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά και ένα από τα μόλις τρία που επιβίωσαν μετά τη νηπιακή ηλικία. Σύμφωνα με κάποια εκδοχή, οι γονείς του είχαν αποκτήσει συνολικά 21 παιδιά, 18 από τα οποίους απεβίωσαν σε νηπιακή ηλικία. Ωστόσο, βάσει των γενεαλογικών ερευνών (πολλές από τις οποίες διενεργήθηκαν από τον οικογενειακό φίλο των Καρούζο Γκουίντο ντ'Ονοφόριο (Guido D'Onoforio), οι βιογράφοι Pierre Key, Francis Robinson και τον Ενρίκο Καρούζο τον νεότερο και τον Άντριου Φάρκας (Andrew Farkas) έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για αστικό μύθο. Πιθανότατα προήλθε από τον ίδιο τον Καρούζο και τον αδελφό του Τζιοβάννι. Η χήρα του Καρούζο, Ντόροθυ (Dorothy) περιέλαβε επίσης την ιστορία σε απομνημονεύματα που έγραψε για τον σύζυγό της. Αναφέρει ότι ο σύζυγός της, μιλώντας για τη μητέρα του, Άννα Καρούζο (το γένος Baldini): "... Είχε είκοσι ένα παιδιά: Είκοσι αγόρια και ένα κορίτσι - πάρα πολλά, είμαι το δέκατο ένατο αγόρι".

Ο πατέρας του Ενρίκο, Μαρτσελλίνο (Marcellino), ήταν μηχανικός και εργαζόταν σε χυτήριο. Αρχικά, ο Μαρτσελλίνο πίστευε ότι ο γιος του θα πρέπει να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα και σε ηλικία 11 ετών, το αγόρι μαθήτευσε ως μηχανολόγος μηχανικός στον τεχνικό Παλμιέρι (Palmieri), που κατασκεύαζε δημόσιες κρήνες νερού. (Κάθε φορά που θα επισκέπτεται τη Νάπολη στο μέλλον, ο Καρούζο αρεσκόταν να επισημαίνει μια κρήνη, στην εγκατάσταση της οποίας είχε βοηθήσει.) Αργότερα εργάστηκε μαζί με τον πατέρα του στο εργοστάσιο "Meuricoffre" στη Νάπολη. Ύστερα από επιμονή της μητέρας του, παρακολούθησε επίσης το σχολείο για ένα χρόνο, λαμβάνοντας βασική εκπαίδευση κάτω από την κηδεμονία ενός τοπικού ιερέα. Έμαθε να γράφει με όμορφο γραφικό χαρακτήρα και μελέτησε τεχνικό σχέδιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τραγουδούσε στην εκκλησία χορωδία, και η φωνή του έδειξε αρκετές υποσχέσεις, ώστε να εξετάσει μια πιθανή καριέρα στη μουσική.

Ο Ενρίκο ενθαρρύνθηκε στις αρχικές μουσικές φιλοδοξίες του από τη μητέρα του, η οποία όμως απεβίωσε το 1888. Για να αυξήσει τα έσοδα της οικογενείας του, βρήκε δουλειά ως τραγουδιστής του δρόμου στη Νάπολη και έδινε παραστάσεις σε καφετέριες και μουσικές βραδιές. Σε ηλικία 18 ετών χρησιμοποίησε τα χρήματα τα οποία είχε κερδίσει με το τραγούδι σε ένα ιταλικό θέρετρο για να αγοράσει το πρώτο του ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Η πρόοδός του ως διασκεδαστή διακόπηκε, ωστόσο, κατά 45 ημέρες, από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Την ολοκλήρωσε το 1894, συνεχίζοντας τα μαθήματα φωνητικής με τον Βέρτζινε μετά την απόλυσή του από τον στρατό.

2 agosto 1921 Morto: Enrico Caruso tenore italiano Enrico Caruso (25 febbraio 1873 - 2 agosto 1921) è stato un tenore lirico italiano. Ha cantato con grande successo nei maggiori teatri d'opera d'Europa e d'America, interpretando un'ampia varietà di ruoli di opere italiane e francesi, un repertorio che spaziava dal lirico al drammatico. Caruso realizzò anche circa 290 registrazioni dal 1902 al 1920. Tutte queste registrazioni, che coprono la maggior parte della sua carriera, sono oggi disponibili su CD e download digitali. Caruso proveniva da una famiglia povera, ma non indigente. Nacque a Napoli, in Via San Giovannello agli Ottocalli n. 7 il 25 febbraio 1873. Fu battezzato il giorno successivo nell'attigua chiesa di San Giovanni e Paolo. Gli fu dato il nome "Errico" secondo il dialetto napoletano, ma in seguito adottò la parola italiana ufficiale per il nome, Enrico. Questa modifica fu apportata su suggerimento del suo maestro di canto, Guglielmo Vergine, con il quale iniziò le lezioni all'età di 16 anni. Enrico era il terzo di sette figli e uno dei soli tre sopravvissuti alla passata infanzia. Secondo una versione, i suoi genitori avevano un totale di 21 figli, 18 dei quali morirono durante l'infanzia. Tuttavia, sulla base di ricerche genealogiche (molte delle quali condotte dall'amico di famiglia Caruso Guido D'Onoforio), i biografi Pierre Key, Francis Robinson ed Enrico Caruso Jr. e Andrew Farkas hanno dimostrato che si tratta di una leggenda metropolitana.Probabilmente proveniva da Caruso stesso e suo fratello Giovanni. Anche la vedova di Caruso, Dorothy, ha incluso la storia in un libro di memorie che scrisse sul marito. Afferma che suo marito, parlando della madre, Anna Caruso (nata Baldini): "...Aveva vent'anni un figlio: venti maschi e una femmina - troppi, io sono il diciannovesimo ragazzo". Il padre di Enrico, Marcellino, era un ingegnere e lavorava in una fonderia. Inizialmente Marcellino riteneva che il figlio dovesse svolgere la stessa professione, e all'età di 11 anni il ragazzo fu apprendista come ingegnere meccanico dal tecnico Palmieri (Palmieri), che realizzava fontanelle pubbliche. (Ogni volta che visitava Napoli in futuro, Caruso amava indicare una fontana che aveva aiutato a installare.) In seguito lavorò con suo padre presso la fabbrica "Meuricoffre" di Napoli. Su insistenza della madre, frequentò anche la scuola per un anno, ricevendo l'istruzione di base sotto la guida di un prete locale. Ha imparato a scrivere con una bella calligrafia e ha studiato disegno tecnico. Durante questo periodo ha cantato nel coro della chiesa e la sua voce ha mostrato abbastanza promesse per lui da considerare una possibile carriera nella musica. Enrico fu incoraggiato nelle sue prime aspirazioni musicali dalla madre, ma lei morì nel 1888. Per integrare il reddito della sua famiglia, trovò lavoro come cantante di strada a Napoli, esibendosi in caffè e serate di musica. All'età di 18 anni ha usato i soldi guadagnati cantando in un resort italiano per comprare il suo primo paio di scarpe nuove. I suoi progressi come intrattenitore furono però interrotti per 45 giorni dal servizio militare obbligatorio. Lo completò nel 1894, continuando le lezioni di canto con Vergine dopo il congedo dall'esercito.

Βελγική μους σοκολάτας


Τι χρειαζόμαστε:

2 αυγά
250 γρ. σοκολάτα κουβερτούρα
250 γρ. κρέμα γάλακτος
50 - 70 γρ. ζάχαρη

Πως το κάνουμε:
Διαβάστε περισότερο: 

Γουίλιαμ Μπάροουζ

 

2 Αυγούστου 1997  πέθανε: Γουίλιαμ Μπάροουζ Αμερικανός συγγραφέας

O Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ ΙΙ (William Seward Burroughs II, 5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997) ήταν Aμερικανός συγγραφέας, ζωγράφος και σεναριογράφος. Το περισσότερο έργο του είναι αυτοβιογραφικό, βασιζόμενο στις προσωπικές του εμπειρίες από τον εθισμό του στο όπιο, γεγονός που σημάδεψε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του. Καθοριστική παρουσία της Μπητ γενιάς, ήταν ένας αβάν-γκαρντ συγγραφέας που επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα αλλά και τη λογοτεχνία. Το 1984 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.

Ο Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 και ήταν ο νεώτερος από τους δύο γιους του Μόρτιμερ Π. Μπάροουζ και της Λάουρα Χάμμον Λι. Ο παππούς του ίδρυσε εταιρεία με καινοτόμους αριθμητικούς υπολογιστές που είχε εφεύρει ο ίδιος. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερέα και ο πατέρας του είχε κατάστημα με αντίκες και είδη δώρου.

Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Τζον Μπάροουζ, στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Εκεί έγραψε το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο "προσωπικός μαγνητισμός", το οποίο εκδόθηκε στην εφημερίδα του σχολείου το 1929. Μετά γράφτηκε στο σχολείο Λος Άλαμος Ραντς, στο Νέο Μεξικό, το οποίο ήταν πιεστικό γι' αυτόν. Ήταν ένα σχολείο για πλούσιους όπου «οι ανώριμοι γιοί των πλουσίων μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ευγενείς κύριους». Εκεί ένιωσε ερωτική επιθυμία για ένα συμφοιτητή του και κράτησε κρυφό ημερολόγιο για το γεγονός το οποίο απέκρυψε, σε όλη την εφηβεία του αλλά και ως ενήλικος, μέχρι την έκδοση του βιβλίου Γυμνό Γεύμα, με το οποίο θεωρήθηκε από το κοινό ομοφυλόφιλος συγγραφέας. Τελικά αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω ενός καυγά με συμμαθητή του.

Μάχη των Καννών.



2 Αυγούστου 216 π.Χ. :
Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος: Μάχη των Καννών. Ο καρχηδονιακός στρατός με επικεφαλής τον Αννίβα νικά τον αριθμητικά ανώτερο ρωμαϊκό στρατό.

Η Μάχη των Καννών (λατ. Cannensis pugna, ιτα. Battaglia di Canne, γαλλ. Bataille de Cannes, ισπ. Batalla de Cannas), σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μάχες του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου και διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π. Χ., στις Κάννες της περιφέρειας Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία. Ο στρατός της Καρχηδόνας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αννίβα Βάρκα νίκησε σε αποφασιστική σύγκρουση τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία των υπάτων Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου και Γάιου Τερέντιου Βάρρωνος. Θεωρείται μια από τις πιο ένδοξες μάχες εκείνης της περιόδου, καθώς αποτελεί και τη δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία (μετά τη ήττα στο Αραούζιο (Οράγγη) το 105 π. Χ).

Μετά από τις ήττες στη μάχη του ποταμού Τρεβία και στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης (λατ. Thrasymenne ή Trasimenne), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μετωπικά τον Αννίβα στις Κάννες, έχοντας στη διάθεσή τους συνολικά 87.000 στρατιώτες. Το ρωμαϊκό πεζικό στη μάχη είχε βαθύτερο σχηματισμό από ό,τι συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και ο Αννίβας αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας την τακτική της διπλής υπερκέρασης. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του ρωμαϊκού στρατού στη μάχη, καθώς επίσης και την υποταγή μερικών σύμμαχων της Ρώμης στον Αννίβα.

2 août 216 avant JC : Seconde guerre carthaginoise : Bataille de Cannae. L'armée carthaginoise dirigée par Hannibal bat l'armée romaine numériquement supérieure. La bataille de Cannes (latin Cannensis pugna, italien Battaglia di Canne, français Bataille de Cannes, espagnol Batalla de Cannas), selon les historiens modernes, est l'une des batailles les plus importantes de la Seconde Guerre carthaginoise et s'est déroulée le 2 août 216 av. , à Cannes dans la région des Pouilles, dans le sud-est de l'Italie. L'armée de Carthage, sous la direction du général Hannibal Varkas, a vaincu dans un conflit décisif l'armée numériquement plus importante de la République romaine, sous la direction des généraux Leucius Aemilius Paulus et Gaius Terentius Varronus. Elle est considérée comme l'une des batailles les plus glorieuses de cette période, car c'est aussi la deuxième plus grande défaite des Romains dans leur histoire militaire (après la défaite d'Arauzio (Orange) en 105 avant JC). Après les défaites à la bataille de la rivière Trebia et à la bataille du lac Trasimenne (lat. Thrasymenne ou Trasimenne), les Romains ont décidé d'affronter Hannibal de front à Cannae, avec un total de 87 000 soldats à leur disposition. L'infanterie romaine dans la bataille était en formation plus profonde que ce qui était courant à l'époque, et Hannibal décida de les engager en utilisant la tactique du double superhorn. Cette tactique a entraîné la décimation de l'armée romaine au combat, ainsi que la soumission de certains des alliés de Rome à Hannibal.

2 agosto 216 a.C : Seconda Guerra Cartaginese: Battaglia di Canne. L'esercito cartaginese guidato da Annibale sconfigge l'esercito romano numericamente superiore. La battaglia di Cannes (latino Cannensis pugna, italiano Battaglia di Canne, francese Bataille de Cannes, spagnolo Batalla de Cannas), secondo gli storici moderni, è una delle battaglie più importanti della seconda guerra cartaginese e fu combattuta il 2 agosto 216 a.C. , a Cannes nella regione Puglia, nell'Italia sudorientale. L'esercito di Cartagine, sotto la guida del generale Annibale Varkas, sconfisse in un conflitto decisivo l'esercito numericamente più grande della Repubblica Romana, sotto la guida dei generali Leucio Emilio Paolo e Gaio Terenzio Varrone. È considerata una delle battaglie più gloriose dell'epoca, in quanto è anche la seconda più grande sconfitta dei Romani nella loro storia militare (dopo quella di Arauzio (Arancione) nel 105 aC). Dopo le sconfitte nella battaglia del fiume Trebia e nella battaglia del lago Trasimeno (lat. Thrasymenne o Trasienne), i romani decisero di affrontare Annibale frontalmente a Canne, avendo a disposizione un totale di 87.000 soldati. La fanteria romana nella battaglia era in formazione più profonda di quella comune all'epoca e Annibale decise di ingaggiarla usando la tattica del doppio supercorno. Questa tattica portò alla decimazione dell'esercito romano in battaglia, nonché alla sottomissione di alcuni alleati di Roma ad Annibale. 

Ιζαμπέλ Αλιέντε Γιόνα


Η Ιζαμπέλ Αλιέντε Γιόνα (Ισπανικά: Isabel Allende Llona, προφέρεται: [isaˈβel aˈʝende] (γενν. Λίμα, Περού, 2 Αυγούστου 1942) είναι Χιλιανή μυθιστοριογράφος. Η Αλιέντε αποτελεί μια από τις πρώτες λατινοαμερικανίδες συγγραφείς που γνώρισαν διεθνή επιτυχία. Είναι διάσημη για την προσφορά της στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και τα μυθιστορήματα «Το Σπίτι των Πνευμάτων» (1982) και «Η Πόλη των Θηρίων» (2002). Τα μυθιστορήματά της συχνά περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έμφαση στη γυναικεία οπτική, αναμειγνύοντας μύθο και ρεαλισμό.

Είναι ανιψιά του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον θείο της, πήρε το δρόμο της εξορίας και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου και εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

Έργα της έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από 51 εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει κάνει πολλές διαλέξεις και μεγάλες περιοδείες προώθησης των βιβλίων της, ενώ έχει διδάξει σε δέκα κολέγια των Η.Π.Α. Τον Σεπτέμβριο του 2010 της απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της χώρας της. Το 2012 της απονεμήθηκε επίσης το Λογοτεχνικό βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Έχοντας λάβει την αμερικανική υπηκοότητα το 2003, σήμερα διαμένει με τον σύζυγό της στην Καλιφόρνια. 

Isabel Allende Llona (en español: Isabel Allende Llona, ​​pronunciado: [isaˈβel aˈʝende] (nacida en Lima, Perú, 2 de agosto de 1942) es una novelista chilena. Allende es una de las primeras escritoras latinoamericanas en alcanzar el éxito internacional. famosa por su contribución a la literatura latinoamericana y las novelas La casa de los espíritus (1982) y La ciudad de las bestias (2002). Sus novelas suelen contener elementos autobiográficos, con énfasis en la perspectiva femenina, mezclando mito y realismo. Es sobrina del presidente Salvador Allende. Luego del golpe militar que derrocó a su tío, se exilió y se instaló con su familia en Caracas, Venezuela, donde trabajó como periodista. Sus obras han sido traducidas a 30 idiomas y han vendido más de 51 millones de copias. Ha dado numerosas conferencias y realizado numerosas giras para promocionar sus libros, y ha enseñado en diez universidades de los EE. UU. En septiembre de 2010 recibió el Premio Nacional de Literatura de su país. En 2012 también recibió el Premio Literario Hans Christian Andersen. Habiendo recibido la ciudadanía estadounidense en 2003, actualmente reside con su esposo en California.

Εξέγερση του Ίλιντεν

 

Χάρτης των Βαλκανίων μετά τη συνθήκη του Βερολίνου (1878).
Η Εξέγερση του Ίλιντεν (πλήρης ονομασία στα βουλγαρικά: Илинденско-Преображенско въстание: Εξέγερση του Προφήτη Ηλία-Μεταμορφώσεως) ήταν μία επανάσταση σλαβοφώνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από την αυτονομιστική οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση το 1903. Το όνομα της εξέγερσης αναφέρεται στο Ίλιντεν (Илинден), όπως αποκαλούν οι Σλαβομακεδόνες και οι Βούλγαροι την ημέρα εορτής του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/2 Αυγούστου) και στο Πρεομπραζένιε (Преображение), το οποίο σημαίνει την ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/19 Αυγούστου).

Η εξέγερση στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, κυρίως στα κεντρικά και νοτιοδυτικά τμήματα του από τους Βούλγαρους των αγροτικών περιοχών και υποστηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό και από τους βλάχους της περιοχής. Μια προσωρινή κυβέρνηση σχηματίστηκε στο Κρούσοβο, όπου οι αντάρτες κήρυξαν τη Δημοκρατία του Κρουσόβου υπό την ηγεσία του δάσκαλου Νίκολα Κάρεφ, η οποία καταλύθηκε μετά από δέκα ημέρες, στις 12 Αυγούστου. Στις 19 Αυγούστου, οι Βούλγαροι χωρικοί, διοργάνωσαν μια συνδεδεμένη εξέγερση στο βιλαέτι της Αδριανούπολης, που οδήγησε στην απελευθέρωση μιας μεγάλης περιοχής στα βουνά της Στράντζας στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών και στη δημιουργία μιας προσωρινής κυβέρνησης στην πόλη Βασιλικό, τη Δημοκρατία της Στράντζας. Αυτή διήρκεσε περίπου είκοσι μέρες πριν καταλυθεί από τους Οθωμανούς.

Σήμερα αυτή η εξέγερση γιορτάζεται στην Βουλγαρία και στη Βόρεια Μακεδονία.

/////////////

Карта на Балканите след Берлинския договор (1878). Илинденското въстание (пълно име на български: Илинденско-Преображенско въстание: Въстание на пророк Илия-Преображение) е славяноезично въстание срещу Османската империя, организирано и проведено от сепаратистката организация Вътрешна македонска революционна организация през 1903 г. Името на въстанието се отнася за Илинден (Илинден), както славяно-македонците и българите наричат ​​празника на пророк Илия (20 юли по Юлианския календар/2 август) и Преображението (Преображение Господне), което означава празникът Преображение Господне. (6 август по Юлианския календар/19 август). Бунтът в по-широкия регион на Македония се провежда във вилает Монастири, главно в централната и югозападната му част от българите от селските райони и е подкрепен до известна степен от власите от региона. В Хрушчов е сформирано временно правителство, където бунтовниците провъзгласяват Хрушчовата република под ръководството на учителя Никола Кареф, която е свалена след десет дни, на 12 август. На 19 август българските селяни организират свързано въстание в Одринския вилает, което води до освобождаването на голяма област в Странджа планина в района на Четиридесетте черкви и установяването на временно правителство в град Василико, република Странджа. Това продължи около двадесет дни, преди да бъде разрушен от османците. Днес това въстание се отбелязва в България и Северна Македония.

Αριστόβουλος Μάνεσης

 

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης (Αργοστόλι, 1922 - Αθήνα, 2 Αυγούστου 2000) ήταν διαπρεπής Έλληνας πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και νομικός. Γεννήθηκε το 1922 στο Αργοστόλι και σπούδασε νομικά στη νομική σχολή του Αριστοτελείου πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη. Μετεκπαιδεύτηκε στο δημόσιο δίκαιο στα πανεπιστήμια της Αμιέν της Γαλλίας και στη Χαϊδελβέργη. Το 1953 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου στο οποίο και σταδιοδρόμησε ως υφηγητής (1957). Το 1961 εκλέχθηκε έκτακτος καθηγητής και τέσσερα χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στην έδρα του συνταγματικού δικαίου.

Στη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας αντιστάθηκε και εντάχθηκε από τους πρώτους στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» στη Θεσσαλονίκη. Η δράση του επέφερε τη δίωξή του από το καθεστώς και από το Πανεπιστήμιο (1968) και τον εκτοπισμό του για ένα διάστημα στο Λιδωρίκι. Στη συνέχεια αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία (1970 – 1974), όπου δίδαξε Δημόσιο Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης. Στο πανεπιστήμιο αυτό αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ το 1981. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και την μεταπολίτευση επέστρεψε και δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης της οποίας διετέλεσε κοσμήτορας κατά τη διετία 1974 - 1975. Δίδαξε ως μετακλητός καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, της οποίας διετέλεσε και κοσμήτορας κατά τα έτη 1982-1983 και 1987-1988. Δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο και στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου (1964-1966 και 1975-1978) και στην έδρα του πανεπιστημίου Αθηνών (εξελέγη τακτικός καθηγητής το 1980). 

Aristovoulos Manesis (Argostoli, 1922 - Athens, August 2, 2000) was a distinguished Greek academic, academic and jurist. He was born in 1922 in Argostoli and studied law at the law school of Aristotle University in Thessaloniki. He was retrained in public law at the universities of Amiens, France, and Heidelberg. In 1953 he was awarded a doctorate in Constitutional Law at the Aristotle Law School where he worked as a lecturer (1957). In 1961 he was elected extraordinary professor and four years later full professor at the chair of constitutional law. During the April Dictatorship he resisted and was one of the first to join the anti-dictatorship organization "Democratic Defense" in Thessaloniki. His action led to his persecution by the regime and the University (1968) and his displacement for a time to Lidoriki. He then went into exile in France (1970 – 1974), where he taught Public Law at the University of Amiens. In this university, he was awarded an honorary doctorate in 1981. After the restoration of democracy in Greece and the post-colonialism, he returned and taught Constitutional Law at the Thessaloniki Law School of which he was dean during the two years 1974 - 1975. He taught as a visiting professor at the Athens Law School, of which he was dean in the years 1982-1983 and 1987-1988. He also taught Constitutional Law at the High School of War (1964-1966 and 1975-1978) and at the headquarters of the University of Athens (he was elected full professor in 1980).

Ο Πόλεμος του Κόλπου

Operation Desert Storm.jpg

 Ο Πόλεμος του Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 - 28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν πολεμική σύρραξη μεταξύ διεθνούς συμμαχίας από τουλάχιστον 31 κράτη υπό την καθοδήγηση των Η.Π.Α. και την εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. κατά του Ιράκ, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ.


Ο πόλεμος αυτός είναι γνωστός και με ποικίλα άλλα ονόματα, ανάλογα με την πολιτική και ιστορική θέση διαφόρων ομάδων αναφοράς όπως: Πόλεμος του Κόλπου, Πόλεμος του Περσικού Κόλπου, Πόλεμος του Κόλπου 1990, Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου, Δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου (για το Ιράκ και το Ιράν), Απελευθέρωση του Κουβέιτ, Ο Πόλεμος για το Κουβέιτ, Η μητέρα όλων των Μαχών, Καταιγίδα της Ερήμου, θεωρούμενα ως τα πιο γνωστά ονόματα.

Ο Πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή του Ιράκ στις 2 Αυγούστου 1990, με την δικαιολογία ότι το Κουβέιτ κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και έτσι «κλέβει» ιρακινό πετρέλαιο. Αμέσως μετά την εισβολή υποβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις από τον Ο.Η.Ε. και τελικώς οι εχθροπραξίες άρχισαν τον Ιανουάριο του 1991, οι οποίες και κατέληξαν στην ολοκληρωτική νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.

Λίντα Άλμα


2 Αυγούστου 1999  πέθανε: Λίντα Άλμα Ελληνίδα χορεύτρια και ηθοποιός

Η Λίντα Άλμα (πραγματικό όνομα: Ελένη Μαλιούφα, 1926 - 2 Αυγούστου 1999) ήταν Ελληνίδα χορεύτρια και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν μωρό και τα οικογενειακά χρέη ανέλαβε πλήρως η μητέρα της, φροντίζοντας για τις δύο κόρες της οι οποίες παραδόξως στράφηκαν και οι δυο από νωρίς σε καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Η νεαρή Ελένη επέλεξε το χορό, φροντίζοντας να παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή κλασικού χορού Μαριάνοβ (θα ακολουθούσαν αργότερα σπουδές στη σχολή Πρεομπραζένσκα στο Παρίσι και Γιασβίνσκι και Κέιτον των ΗΠΑ). Η αδελφή της Ιώ επέλεξε αντίστοιχα την υποκριτική, αρχίζοντας την καριέρα της από τη Μάντρα του Αττίκ ως Κίττυ Άλμα, αφού αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο θέλησε να της δώσει ο ίδιος ο Αττίκ. Η πορεία της Κίττυ στο θέατρο θα τελείωνε για οικογενειακούς λόγους νωρίς, το ψευδώνυμο όμως θα το «δανειζόταν» η Ελένη, ακολουθώντας το δικό της καλλιτεχνικό δρόμο ως Λίντα Άλμα.

Στο «Aλκαζάρ»

Το ντεμπούτο της η Λίντα Αλμα το έκανε επί Κατοχής, το 1943, ως χορεύτρια στο βαριετέ του Λάσκου, στο «Αλκαζάρ», χάρη στον Απόλλωνα Γαβριηλίδη. Εκείνος ήταν που την είχε ανακαλύψει βλέποντάς την να χορεύει στη σχολή Μαριάνοβ. Σταθμός στην 30χρονη καριέρα της ήταν, όμως, αναμφισβήτητα η γνωριμία της με τον Γιάννη Φλερύ. Γνωστός χορογράφος και χορευτής εκείνος αποτελούσε καλλιτεχνικό ντουέτο με την Μπέλα Σμάρω. Η τελευταία είχε κάποιο ατύχημα κι έτσι ο Φλερύ άρχισε να ψάχνει για αντικαταστάτρια. «Ο Μίμης Κοκκίνης, ο κωμικός», διηγείτο η ίδια η Αλμα στον Δημήτρη Γκιώνη για τη γνωριμία της με τον Φλερύ, «είχε έρθει ένα βράδυ στο βαριετέ "Παναθήναια" όπου χόρευα. Εκανα ένα ντουέτο με την αδελφή μου. Του άρεσα και είπε στον Γιάννη να έρθει να με δει. Ηρθε κι από τότε δεν χωρίσαμε για 28 ολόκληρα χρόνια».

Μαζί θα τους έβλεπε και η Εντίτ Πιάφ που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1946 για να εμφανιστεί 15 ημέρες στο κέντρο «Μαϊάμι», όπου χόρευε και το ντουέτο Φλερύ-Αλμα. Η Πιαφ τους είδε, ενθουσιάστηκε και τους προσκάλεσε να την ακολουθήσουν σε μία μεγάλη τουρνέ. Τον ίδιο χρόνο, πράγματι, το χορευτικό ζεύγος έκανε το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στο θέατρο «Ετουάλ» του Παρισιού, κοντά στην Πιαφ. Ακολούθησαν 5 υπέροχα χρόνια περιοδειών σε όλα τα μέρη του κόσμου. Σ' αυτά τα 5 δημιουργικότερα χρόνια της ζωής της η Αλμα και ο Φλερύ γνωρίστηκαν και συνεργάστηκαν και με τον Αζναβούρ, τον Ιβ Μοντάν, τον Ζακ Μπρελ, τον Μπουρβίλ και τον Αμερικανό τηλεοπτικό αστέρα Εντ Σάλιβαν.

Το 1952 το καλλιτεχνικό ζεύγος επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε όλα τα μεγάλα μουσικά θέατρα στην Αθήνα και την επαρχία. Παράλληλα εμφανίζονται και σε ταινίες, όπως «Χαρούμενο Ξεκίνημα», «Στουρνάρα 288», «Πώς περνούν οι παντρεμένοι», «Δυο χιλιάδες ναύτες κι ένα κορίτσι» κ.ά.
Η σχέση της με τον Κατράκη

Αν η γνωριμία της με τον Φλερύ και αυτή με την Πιαφ ήταν οι δύο μεγαλύτεροι καλλιτεχνικοί σταθμοί στην καριέρα της, η γνωριμία της το 1955 με τον Μάνο Κατράκη ήταν ασφαλώς ο μεγαλύτερος σταθμός της προσωπικής της ζωής. Γι' αυτή την γνωριμία η ίδια είχε διηγηθεί στον Δημήτρη Γκιώνη: «Τον γνώρισα όταν ίδρυε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, στο Πεδίο του Άρεως. Τον γνώρισα βλέποντας μια παράστασή του. (...) Δεν τον είχα ξαναδεί στο θέατρο. Έπαιζε στο Θέατρο Αθηνών το "Τέλος του ταξιδιού" του Σέριφ, μαζί με τον Κωνσταντάρα, που τον ήξερα πολύ καλά. "Ελα να δεις αυτή την παράσταση", μου είπε. Εκεί τον πρωτοείδα. Μ' εντυπωσίασε πολύ και σαν ηθοποιός και σαν παρουσία και θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Με τα πρώτα λόγια που μου είπε, σαν να χτύπησε η καρδιά μου. Ήταν κάτι καινούργιο για μένα - κι ας είχα γνωρίσει με την Πιαφ τόσους μεγάλους. Έτσι αρχίσαμε...».

Έτσι άρχισε μια ιστορία που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια, με σκαμπανεβάσματα αλλά και με μεγάλη αγάπη και από τις δύο πλευρές, αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους το 1979. «Εγώ από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο», θυμόταν η ίδια στη συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» το 1985, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κατράκη, «άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή. Ως τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένα παιδί. Είχα βέβαια αγωνιστεί πολύ, είχα μάθει πολλά, αλλά όχι στο επίπεδο που με έμαθε ο Μάνος: να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη δουλειά μου, αυτά που κάνω να έχουν κάποιο σκοπό. Το χρέος που είχα απέναντι στον εαυτό μου και στη δουλειά μου, αυτός μου τα 'μαθε».

Ο Κατράκης σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στον Αλέξη Κομνηνό (συνεντεύξεις που μετά το θάνατο του ηθοποιού βγήκαν σε βιβλίο) αποκαλούσε την Άλμα «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πρόσθετε δε ότι ο ίδιος της έδωσε μάλλον πίκρες. Ίσως γιατί, όπως η ίδια εξηγούσε αργότερα, «πίστευε ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω μια καλύτερη ζωή. Γιατί μαζί του στερήθηκα πολλά πράγματα κι αυτό τον ενοχλούσε. Πίστευε ότι θα μπορούσα να έχω μια καλύτερη καριέρα. Πίστευε πολύ σε μένα, σαν χορεύτρια...».

Η Άλμα θα ταυτιζόταν μαζί του και θα έφτανε η στιγμή που θα συμμεριζόταν και τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, για τις οποίες, όπως είναι γνωστό, ο Κατράκης είχε «ταλαιπωρηθεί» ιδιαίτερα. «Συμμεριζόμουν ό,τι κι αν έκανε, γιατί ήξερα ότι δεν το έκανε από υστεροβουλία. Ήταν ένας ιδεολόγος...», έλεγε εκείνη για το σύντροφό της.

Με προσωπικό κόπο η ίδια μετά το θάνατό του οργάνωσε το αρχείο του. Μία από τις τελευταίες της έγνοιες ήταν μάλιστα η αξιοποίηση όλου αυτού του θεατρικού υλικού που άφησε ο Μάνος Κατράκης (σκηνικά, κοστούμια, αφίσες, μαγνητοταινίες κι άλλα αντικείμενα από τις θεατρικές του παραστάσεις). Κοντά της μέχρι το τέλος η αδερφή της, Ιώ Θεοφίλου και ο ανιψιός της Δημήτρης Θεοφίλου, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Στάδιον», όπου και έμενε η Λίντα Άλμα. Απεβίωσε ξεχασμένη τον Αύγουστο του 1999. Κηδεύτηκε στον ίδιο τάφο με τον Κατράκη, στο Α΄ Νεκροταφείο.

August 2, 1999 died: Linda Alma Greek dancer and actress Linda Alma (real name: Eleni Malioufa, 1926 - August 2, 1999) was a Greek dancer and theater and film actress. He was born in Athens. Her father died when she was a baby and the family debts were fully taken over by her mother, taking care of her two daughters who surprisingly both turned to artistic professions at an early age. Young Eleni chose dance, making sure to attend classes at the Marianov School of Classical Dance (later to be followed by studies at the Preobrazhenska School in Paris and Yasvinsky and Cato in the US). Her sister Io accordingly chose acting, starting her career in Atticus' Mantra as Kitty Alma, after this stage name Atticus himself wanted to give her. Kitty's career in the theater would end early for family reasons, but the nickname would be "borrowed" by Eleni, following her own artistic path as Linda Alma. In "Alcazar" Linda Alma made her debut during the Occupation, in 1943, as a dancer in Laskos' variety show, "Alcazar", thanks to Apollos Gavrielides. He was the one who had discovered her by watching her dance at the Marianov school. A milestone in her 30-year career was, however, undoubtedly her meeting with Yiannis Fleury. A well-known choreographer and dancer, he formed an artistic duo with Bela Smaro. The latter had an accident, so Fleury started looking for a replacement. "Mimis Kokkinis, the comedian," Alma herself told Dimitris Gionis about her acquaintance with Fleury, "had come one night to the variety show "Panathinaia" where I was dancing. I did a duet with my sister. He liked me and told John to come see me. He came and since then we haven't parted for 28 whole years." Edith Piaf, who had come to Greece in 1946 to perform for 15 days at the "Miami" center, where the Fleury-Alma duet also danced, would see them together. Piaf saw them, got excited and invited them to follow her on a grand tour. In the same year, indeed, the dancing couple made their European debut at the Etoile theater in Paris, near Piaf. 5 wonderful years of touring all over the world followed. In these 5 most creative years of her life, Alma and Fleury also met and collaborated with Aznavour, Yves Montand, Jacques Brel, Bourville and the American television star Ed Sullivan. In 1952 the artistic couple returned to Greece and continued their performances in all the major musical theaters in Athens and the countryside. At the same time, they also appear in films, such as "Happy Beginning", "Stournara 288", "How married people spend", "Two thousand sailors and a girl" etc. Her relationship with Katrakis If her meeting with Fleury and that with Piaf were the two biggest artistic milestones in her career, her meeting in 1955 with Manos Katrakis was certainly the biggest milestone in her personal life. About this acquaintance she had told Dimitris Gionis: "I met him when he founded the Hellenic People's Theatre, in the Field of Mars. I met him by watching one of his performances. (...) I had never seen him in the theater before. He was playing in the Athens Theater "The End of the Journey" by Serif, together with Konstandaras, whom I knew very well. "Come see this show," he told me. That's where I first saw him. He impressed me a lot both as an actor and as a presence and I wanted to meet him in person. With the first words he said to me, as if my heart beat. It was something new for me - even though I had met so many adults with Piaf. That's how we started..." Thus began a story that lasted a full 30 years, with ups and downs but also with great love from both sides, a love that was sealed with their marriage in 1979. "Me from the moment I met Manos", she recalled in her interview in "Eleftherotypia" in 1985, a year after the death of Katrakis, "I began to understand life differently. Until then I can say that I was a child. Of course, I had fought a lot, I had learned a lot, but not at the level that Manos taught me: to defend my life and my work, that what I do has a purpose. The debt I had towards myself and my work, he taught me." Katrakis in one of the interviews he gave to Alexis Komnenos (interviews that were published in a book after the actor's death) called Alma "mother, father, lover, wife, girlfriend, servant, master but also victim". He added that he himself gave her rather bitterness. Perhaps because, as she explained later, “she believed that I could lead a better life. Because with him I was deprived of many things and that bothered him. He thought I could have a better career. She believed in me a lot, as a dancer..." Alma would identify with him and the moment would come when she would also share the left ones his political beliefs, for which, as is known, Katrakis had "suffered" particularly. “I shared whatever he was doing, because I knew he wasn't doing it on the spur of the moment. He was an ideologue...", she said of her partner. With personal effort she organized his archive after his death. In fact, one of her last concerns was the utilization of all the theatrical material left by Manos Katrakis (sets, costumes, posters, tapes and other items from his theatrical performances). Her sister, Io Theofilou, and her nephew Dimitris Theofilou, owner of the "Stadium" hotel, where Linda Alma lived, were by her side until the end. She passed away forgotten in August 1999. She was buried in the same grave as Katrakis, in the 1st Cemetery.