Γειά σας και χαρά σας! ......... Λίγο πολύ όλοι την έχουμε την δόση μας και εγώ λίγο παραπάνω και επιπλέον μια δόση αυτοσαρκασμού ......... Ελπίζω να σας αρέσει το περιεχόμενο που δημιουργώ εδώ κάθε μέρα ...... Σας ευχαριστώ!
Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023
Άντι Γουόρχολ
O Άντι Γουόρχολ (Andy Warhol [Andrew Warhola], ορθότερα βάσει προφοράς Άντι Ουόρχολ, 6 Αυγούστου 1928 — 22 Φεβρουαρίου 1987) ήταν Αμερικανός πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης, πρωτοπόρος του κινήματος της Ποπ Αρτ.
Γόνος ρουθήνων μεταναστών από τη Αυστρουγγαρία που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Την περίοδο 1945-9 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών όπου και τον πρόσεξε ο πασίγνωστος τότε γκαλλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και τον προώθησε στο περιοδικό Glamour σαν εικονογράφο. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αρχικά ήταν επηρεασμένη από θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα και την εικονογραφία των κόμικς, δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής της Ποπ Αρτ. Με πίνακες που απεικόνιζαν κουτιά σούπας της εταιρείας Κάμπελ ή μπουκάλια Κόκα Κόλα, απέκτησε μεγαλύτερη φήμη και μέχρι το 1963 παρήγαγε μαζικά τέτοιου τύπου επιτηδευμένα κοινότοπες αναπαραστάσεις καταναλωτικών προϊόντων, καθώς και προσωπογραφίες διασημοτήτων - μεταξύ αυτών και αρκετά πρόσωπα που αποτελούσαν σύμβολα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας - σε φανταχτερά χρώματα και συχνά ως μεταξοτυπίες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γουόρχολ αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες που χαρακτηρίζονταν από τη διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης, το ερωτικό στοιχείο και ενίοτε την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα The Chelsea Girls (1966), Eat (1963), My Hustler (1965) και Blue Movie (1969). Στην ταινία Empire (1964), διάρκειας οκτώ ωρών με πλάνα αποκλειστικά του Empire State Building σε πραγματικό χρόνο, ο Γουόρχολ παρουσίασε στην πιο ακραία μορφή της, τη δική του αισθητική τού βαρετού. Από το 1962 μέχρι το 1968, εργαστήριο του αποτέλεσε ένας χώρος που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και για αυτό ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της αβάν γκαρντ και αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων. Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory από τη Βαλερί Σολάνας, στις 3 Ιουνίου του 1968, ο Γουόρχολ κράτησε αποστάσεις από τον αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με πλούσια μέλη της υψηλής κοινωνίας. Από το έργο του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ξεχωρίζουν οι κατά παραγγελία προσωπογραφίες που τύπωνε ως μεγεθύνσεις φωτογραφιών Polaroid, πολλές από τις οποίες αφορούσαν πολιτικές φυσιογνωμίες και διασημότητες του Χόλυγουντ. Στη δεκαετία του 1980, συνεργάστηκε με τον Φραντσέσκο Κλεμέντε και τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκ νέου με τη ζωγραφική, δίνοντας μια σειρά πινάκων βασισμένων σε θρησκευτικά θέματα της αναγέννησης, όπως ο Μυστικός Δείπνος (1986). Πέθανε το Φεβρουάριου του 1987, στην πόλη της Νέα Υόρκης, μετά από επιπλοκές κατά τη διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του. Ο Γουόρχολ υπήρξε συστηματικός συλλέκτης έργων, κυρίως κοσμημάτων, διακοσμητικής και λαϊκής τέχνης, τα οποία δημοπρατήθηκαν μετά το θάνατό του. Το Μουσείο Άντι Γουόρχολ, με πλούσια συλλογή έργων του, εγκαινιάστηκε το 1994 στο Πίτσμπουργκ.
Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023
Κνουτ Χάμσουν
Κνουτ Χάμσουν Νορβηγός συγγραφέας
Ο Κνουτ Χάμσουν(4 Αυγούστου 1859 - 19 Φεβρουαρίου 1952) ήταν Νορβηγός συγγραφέας που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920. Το έργο του εκτείνεται σε περισσότερα από 70 χρόνια και εμφανίζει ποικιλία όσον αφορά τη συνείδηση, το θέμα, την προοπτική και το περιβάλλον. Εξέδωσε πάνω από 20 μυθιστορήματα, μια ποιητική συλλογή, μερικά διηγήματα και θεατρικά έργα, ένα οδοιπορικό, μη μυθοπλαστικά έργα και μερικά δοκίμια.
Ο νεαρός Χάμσουν αντιτάχθηκε στο ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της μοντέρνας λογοτεχνίας πρέπει να είναι οι περιπλοκές του ανθρώπινου νου, ότι οι συγγραφείς θα πρέπει να περιγράψουν τον «ψίθυρο του αίματος και την έκκληση του μυελού των οστών». Ο Χάμσουν θεωρείται «ο ηγέτης της νεορομαντικής εξέγερσης στο γύρισμα του 20ου αιώνα», με έργα όπως η Πείνα (1890), τα Μυστήρια (1892), ο Παν (1894) και η Βικτώρια (1898). Τα μετέπειτα έργα του –ιδίως τα «μυθιστορήματα του Nόρντλαντ»-επηρεάστηκαν από το νορβηγικό νέο ρεαλισμό, που απεικονίζει την καθημερινή ζωή στην αγροτική Νορβηγία και συχνά χρησιμοποιεί τοπική διάλεκτο, ειρωνεία και χιούμορ. Ο Χάμσουν δημοσίευσε μόνο μια ποιητική συλλογή, την Αγρια Χορωδία, που έχει μελοποιηθεί από πολλούς συνθέτες.
Ο Χάμσουν θεωρείται «ένας από τους πιο σημαντικούς και καινοτόμους λογοτεχνικούς στυλίστες των τελευταίων εκατό ετών» (περ. 1890–1990). Πρωτοπόρησε στην ψυχολογική λογοτεχνία με τεχνικές ροής της συνείδησης και εσωτερικού μονόλογου και επηρέασε συγγραφείς όπως οι Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Μαξίμ Γκόργκι, Στέφαν Τσβάιχ, Χένρυ Μίλλερ, Έρμαν Έσσε, Τζον Φαντ και Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ χαρακτήρισε τον Χάμσουν "πατέρα της σύγχρονης σχολής λογοτεχνίας σε κάθε πτυχή του - την υποκειμενικότητά του, την αποσπασματικότητά του, τη χρήση των αναδρομών στο παρελθόν, το λυρισμό του. Ολόκληρη η μοντέρνα σχολή της μυθοπλασίας τον εικοστό αιώνα έχει τις ρίζες της στον Χάμσουν ".
Στις 4 Αυγούστου 2009 άνοιξε στο Χάμερεϊ το Κέντρο Κνουτ Χάμσουν. Από το 1916 πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023
Τζοζουέ Αλεσάντρο Τζουζέπε Καρντούτσι
27 Ιουλίου 1835 (186 χρόνια πριν) γεννήθηκε:
Τζοζουέ Καρντούτσι Ιταλός ποιητής
Ο Τζοζουέ Αλεσάντρο Τζουζέπε Καρντούτσι (Giosuè Alessandro Giuseppe Carducci) (27 Ιουλίου 1835 − 16 Φεβρουαρίου 1907) ήταν Ιταλός ποιητής ο οποίος θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους της Ιταλίας. Η επίδρασή του ήταν σημαντική και χαρακτηρίστηκε ως ο ανεπίσημος εθνικός ποιητής της σύγχρονης Ιταλίας. Το 1906 έγινε ο πρώτος Ιταλός που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Καρντούτσι γεννήθηκε στο Βαλντικαστέλο, μικρή πόλη στη βορειοδυτική γωνιά της Τοσκάνης κοντά στην Πίζα. Ο γιατρός πατέρας του ήταν υπέρμαχος της ενοποίησης της Ιταλίας. Εξαιτίας των πολιτικών του ενασχολήσεων, η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει αρκετές φορές κατά την παιδική ηλικία του Καρντούτσι, και να εγκατασταθεί τελικά για μερικά χρόνια στη Φλωρεντία.
Από την εποχή που ήταν στο κολέγιο, είχε ενθουσιαστεί από τη συγκρατημένη τεχνοτροπία της Ελληνικής και Ρωμαϊκής αρχαιότητας, και το ώριμο έργο του αντικατοπτρίζει ένα συγκρατημένο κλασικό στυλ, χρησιμοποιώντας συχνά τα κλασικά μέτρα Λατίνων ποιητών όπως ο Οράτιος και ο Βιργίλιος. Μετέφρασε το 9ο Βιβλίο της Ιλιάδας του Ομήρου στα Ιταλικά.
Το 1856 έλαβε το διδακτορικό του από το Σκουόλα Νορμάλε Σουπεριόρε ντι Πίζα και ξεκίνησε να διδάσκει σε σχολείο. Την επόμενη χρονιά, δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, Rime. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα για τον Καρντούτσι· ο πατέρας του πέθανε και ο αδερφός του αυτοκτόνησε.
Το 1859 νυμφεύτηκε την Ελβίρα Μενικούτσι και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Δίδαξε για σύντομο χρονικό διάστημα Ελληνικά σε ένα γυμνάσιο στην Πιστόια, και έπειτα ορίστηκε καθηγητής Ιταλικών στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ήταν δημοφιλής λέκτορας και άσκησε δριμεία κριτική στη λογοτεχνία και την κοινωνία. Οι πολιτικές του απόψεις αντιτάσσονταν επίμονα με τον Χριστιανισμό γενικά και τις κοσμικές δυνάμεις της Καθολικής Εκκλησίας ιδιαίτερα. «Δεν γνωρίζω καμία αλήθεια του Θεού ούτε ειρήνη με το Βατικανό ή με κάποιον ιερέα. Αυτοί είναι οι πραγματικοί και αμετάβλητοι εχθροί της Ιταλίας», είχε πει στα μεταγενέστερα χρόνια του.
Ο αντικληρικός επαναστατικός ζήλος του διακρίνεται καταφανώς στο πιο διάσημο ποίημά του, το εσκεμμένα βλάσφημο και προκλητικό "Inno a Satana" (= "Ύμνος στο Σατανά".) Το ποίημα συνετέθη το 1863 ως πρόποση σε πάρτυ δείπνου, εκδόθηκε το 1865 και επανεκδόθηκε το 1869 από τη ριζοσπαστική εφημερίδα της Μπολόνια Il Popolo, ως πρόκληση συγχρονισμένη να συμπέσει με τη Α΄ Βατικανή Σύνοδο, δηλαδή σε μια εποχή που ο επαναστατικός πυρετός ενάντια στον παπισμό ήταν υψηλός καθώς οι δημοκρατικοί πίεζαν τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς να θέσουν τέρμα στην κυριαρχία του Βατικανού επί των παπικών κτήσεων.
Ενώ το "Inno a Satana" είχε επαναστατικό αντίκτυπο, η υψηλότερη ποίηση του Καρντούτσι ήρθε στα μεταγενέστερα χρόνια. Οι συλλογές του Rime Nuove (“Νέες Ρίμες”) και Odi Barbare (“Βαρβαρικές Ωδές”) εμπεριέχουν την καλύτερη δουλειά του.
Ήταν ο πρώτος Ιταλός που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1906, "όχι μόνο ως ανταμοιβή της βαθιάς γνώσης του και της κριτικής έρευνάς του, αλλά πάνω απ' όλα ως φόρος τιμής στην δημιουργική του ενέργεια, φρεσκάδα του στυλ, και λυρική δύναμη που χαρακτηρίζουν τα ποιητικά του αριστουργήματα".
Εκλέχτηκε επίσης στη Γερουσία της Ιταλίας.Αν και η φήμη του προέρχεται κυρίως από την ποίησή του, παρήγαγε επίσης σημαντικό πεζογραφικό έργο. Τα πεζά του, τα οποία εμπεριέχουν λογοτεχνική κριτική, βιογραφίες, ομιλίες και δοκίμια ανέρχονται σε 20 τόμους.Ο Καρντούτσι ήταν και εξαιρετικός μεταφραστής και μετέφρασε έργα των Γκάιτε και Χάινε στα Ιταλικά.
Πέθανε στη Μπολόνια το 1907 σε ηλικία 71 ετών.
Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023
Σαλβαδόρ Λούρια
Ο Σαλβαδόρ Λούρια (Salvatore Edoardo Luria, 13 Αυγούστου 1912 - 6 Φεβρουαρίου 1991) ήταν Ιταλός μικροβιολόγος και κάτοχος του Νόμπελ Ιατρικής για την πρωτοπόρο εργασία του με τους Μαξ Ντελμπρούκ και Άλφρεντ Χέρσεϊ στον τομέα της μοριακής βιολογίας.
Πίνακας περιεχομένων
1 Βιογραφικό
2 Ενασχόληση με τους φάγους
3 Κατοπινό έργο
4 Δείτε επίσης
5 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Βιογραφικό
Το πραγματικό του όνομα ήταν Σαλβατόρε Λούρια. Γεννήθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας από μία εβραϊκής καταγωγής οικογένεια. Σοπόυδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Εκεί συναντήθηκε με δύο ακόμη μελλοντικούς νομπελίστες: την Ρίτα Λέβι Μονταλτσίνι και τον Ρενάτο Ντουλμπέκο. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο το 1935. Από το 1936 έως το 1937, υπηρέτησε στον ιταλικό στρατό σαν στρατιωτικός ιατρός. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα ραδιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Εκεί ήρθε για πρώτη φοά σε επαφή με τις θεωρίες του Μαξ Ντελμπρούκ για το γονίδιο σαν μόριο άρχισε να διατυπώνει μεθόδους για τον έλεγχο της γενετικής θεωρίας μέσω των βακτηριοφάγων, ιοών που προσβάλλουν τα βακτήρια.
Το 1938, έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου σκόπευε να συνεργαστεί με τον Ντελμπρούκ. Λίγο μετά τη λήψη του βραβείου το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι απέκλεισε τους Εβραίους από τις υποτροφίες για επιστημονική έρευνα . Χωρίς την απαραίτητη χρηματοδότηση για να εργαστεί είτε στις ΗΠΑ, είτε στην Ιταλία, ο Λούρια εγκατέλειψε την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1938. Καθώς τα ναζιστικά γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στη Γαλλία, ο Λούρια κατέφυγε με το ποδήλατό του στη Μασσαλία όπου και έλαβε βίζα μετανάστευσης για τις ΗΠΑ.
Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023
Ρίτσαρντ Ντάγκλας («Ρικ») Χάσμπαντ
Ρίτσαρντ Ντάγκλας Χάσμπαντ Αμερικανός αστροναύτης
Ο Ρίτσαρντ Ντάγκλας («Ρικ») Χάσμπαντ (Richard Douglas "Rick" Husband, 12 Ιουλίου 1957 – 1 Φεβρουαρίου 2003) ήταν Αμερικανός αστροναύτης και πιλότος μαχητικών αεροσκαφών.
Βιογραφικά δεδομένα
Ο Ρίτσαρντ Χάσμπαντ γεννήθηκε στο Αμαρίλο του Τέξας στις 12 Ιουλίου 1957. Το 1975 πήρε πτυχίο μηχανολογίας στο Texas Tech University. Αργότερα εκπαιδεύτηκε ως πιλότος μαχητικών αεροσκαφών στην βάση Vance Air Force στην Οκλαχόμα. Υπηρέτησε ως Ανθυπολοχαγός και συνολικά πιλοτάρισε πάνω από 3.800 ώρες και 40 διαφορετικούς τύπους αεροσκαφών.
Το 1994 επιλέχθηκε από τη ΝΑΣΑ ως υποψήφιος αστροναύτης για μία αποστολή στην Σελήνη και στον Άρη. Συμμετείχε για πρώτη φορά σε διαστημική αποστολή στις 30 Μαΐου 1999, στην αποστολή STS-96 του Διαστημικού Λεωφορείου «Ντισκάβερι», ως πιλότος. Η τελευταία του αποστολή ήταν η STS-107 με το Διαστημικό Λεωφορείο «Κολούμπια» ως επικεφαλής η οποία ξεκίνησε στις 16 Ιανουαρίου 2003 και τελείωσε την 1η Φεβρουαρίου 2003 με την γνωστή Τραγωδία του Κολούμπια, όταν το σκάφος κατά την επιστροφή και την επανείσοδό του στη γήινη ατμόσφαιρα διαλύθηκε σε ύψος 60 χιλιομέτρων, σκοτώνοντας το επταμελές πλήρωμά του. Ο Χάσμπαντ είχε συμπληρώσει συνολικό χρόνο παραμονής στο διάστημα στις δύο αποστολές του 25 ημέρες και 17 ώρες.
Αμπντί Ιπεκτσί
Αμπντί Ιπεκτσί (τουρκικά: Abdi İpekçi, 9 Αυγούστου 1929 – 1 Φεβρουαρίου 1979)
9 Αυγούστου 1929 γεννήθηκε: Αμπντί Ιπεκτσί Τούρκος δημοσιογράφος
Ο Αμπντί Ιπεκτσί (τουρκικά: Abdi İpekçi, 9 Αυγούστου 1929 – 1 Φεβρουαρίου 1979) ήταν Τούρκος δημοσιογράφος και διευθυντής έκδοσης της εφημερίδας Μιλιέτ, υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία, αλλά και υποστηρικτής του διαχωρισμού κράτους-θρησκείας, καθώς και του διαλόγου και του συμβιβασμού με την Ελλάδα. Δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από μέλη της υπερεθνιστικής οργάνωσης Γκρίζοι Λύκοι.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Αυγούστου του 1929. Τελείωσε το Λύκειο Γαλατασαράι το 1948 και γράφτηκε στην Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης όπου όμως παρακολούθησε μαθήματα μόνο για λίγο. Ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης πρώτα στην εφημερίδα Yeni Sabah και έπειτα στην Yeni İstanbul. Το 1954 άρχισε να εργάζεται στη Millyet στην οποία αργότερα έγινε διευθυντής έκδοσης.
Η δολοφονία του
Την 1η Φεβρουαρίου του 1979, ενώ επέστρεφε από το γραφείο στο σπίτι του, ο Αμπντί Ιπεκτσί δολοφονήθηκε από δύο μέλη των Γκρίζων Λύκων, τον Οράλ Τσελίκ και τον Μεχμέτ Αλί Αγκτσά. Ο Αγκτσά συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, απέδρασε όμως έξι μήνες αργότερα από τις στρατιωτικές φυλακές της Κωνσταντινούπολης όπου κρατούνταν και διέφυγε στη Βουλγαρία. Σύμφωνα με το Ρόιτερς κατά την απόδραση, ο Αγκτσά είχε βοήθεια από συμπαθούντες εντός των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Lucy Komisar ο Αγκτσά συνεργάστηκε για τη δολοφονία του Ιπεκτσί με τον έμπορο ναρκωτικών, εκτελεστή συμβολαίων θανάτου και υπερεθνικιστή Αμπντουλάχ Τσατλί, ο οποίος τον βοήθησε να δραπετεύσει από τη φυλακή.
Τέλος, ο συγγραφέας Τσετίν Αλτάν υποστήριξε ότι ένας δημοσιογράφος, ο Σεζάι Ορκούντ, ο οποίος είχε σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες στην Τουρκία, του ανέφερε οτι η δολοφονία του Ιπεκτσί σχετίζονταν με την οργάνωση Counter - Guerrilla (που ήταν παρακλάδι της Gladio στην Τουρκία). Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο αυτό ο Ιπεκτσί γνώριζε ότι η εν λόγω οργάνωση δρούσε, εν αγνοία των τουρκικών αρχών, για τη στρατολόγηση ατόμων στην Τουρκία ενάντια στους κομμουνιστές.
Βραβείο Ιπεκτσί
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αμπντί Ιπεκτσί, ο Έλληνας πολιτικός μηχανικός Ανδρέας Πολιτάκης, με επιστολή του στον τότε διευθυντή της εφημερίδας Ελευθεροτυπία Σεραφείμ Φυντανίδη, του ζήτησε να αναλάβει πρωτοβουλία προκειμένου να συσταθεί μια ελληνοτουρκική επιτροπή «που θα απονείμει χρηματικό έπαθλο 40.000 δραχμών στο καλύτερο,πιο αμερόληπτο και πιο αντικειμενικό δημοσιεύμα, άρθρο ή μελέτη που θα προσεγγίζει τα προβλήματα των δύο χωρών με προσοχή και κατανόηση συμβάλλοντας επικοδομητικά στη σύσφιξη των σχέσεών τους».
Η πρόταση υιοθετήθηκε από την Ελευθεροτυπία και η συμφωνία οριστικοποιήθηκε με δημοσίευση στην ελληνική εφημερίδα και στη Μιλιέτ φωτογραφίας του Φυντανίδη με τον Μουσταφά Γκουρσέλ (τότε ανταποκριτή της τουρκικής εφημερίδας στην Αθήνα). Το βραβείο Ιπεκτσί από το 1986 τελεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Το έμβλημα του βραβείου, ένα περιστέρι και μια σφιγμένη γροθιά με ένα κλαδί ελιάς, σχεδιαστηκε από τον Τούρκο γραφίστα Μεγκνού Ερτέλ.
Η πρώτη απονομή του βραβείου έγινε τον Μάρτιο του 1981, στην οποία παρεβρέθηκε και η χήρα του δολοφονημένου δημοσιογράφου. Το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί απονέμεται κάθε δύο χρόνια εκ περιτροπής στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στους βραβευθέντες με το εν λόγω βραβείο ήταν και η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου.
Επίσης το όνομα του Αμπντί Ιπεκτσί έχει δοθεί και σε ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ το οποίο χρησιμοποιούν από κοινού ως έδρα οι σύλλογοι της Εφές Πίλσεν και της Φενερμπαχτσέ, καθώς και σε μια μικρή συνοικία και σε ένα δρόμο, στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.