Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Μακάριος (κοσμικό όνομα: Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος

Makarios III and Robert F. Wagner NYWTS cropped.jpg

13 Αυγούστου 1913  γεννήθηκε: Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄

Ο Μακάριος (κοσμικό όνομα: Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος, Πάνω Παναγιά Πάφου, 13 Αυγούστου 1913 - Λευκωσία, 3 Αυγούστου 1977) ήταν Ελληνοκύπριος επίσκοπος και πολιτικός που διατέλεσε αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 μέχρι το θάνατό του και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 16 Αυγούστου 1960 μέχρι το θάνατό του στις 3 Αυγούστου 1977.

Πίνακας περιεχομένων
1 Βιογραφία
1.1 Από την γέννηση έως την εκλογή του ως Αρχιεπίσκοπος
1.2 Από Αρχιεπίσκοπος έως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
1.3 Πρόεδρος Κύπρου
2 Περίοδος από την Ανεξαρτησία έως το 1974
2.1 Η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου (1970)
3 Πραξικόπημα και τούρκικη εισβολή του 1974
4 Επιστροφή στην Κύπρο
5 Υποσημειώσεις και παραπομπές
5.1 Υποσημειώσεις
5.2 Παραπομπές
6 Πηγές
7 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Βιογραφία
Από την γέννηση έως την εκλογή του ως Αρχιεπίσκοπος

Ο Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της Πάφου, Πάνω Παναγιά. Ο πατέρας του βιοποριζόταν από ένα μικρό αμπελώνα και ένα κοπάδι αιγοπροβάτων που κατείχε. Ενώ βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές, φοιτούσε στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού, στο οποίο ήταν εξαιρετικός μαθητής (πήρε βαθμό 9,5 με άριστα το 10). Ο δάσκαλος έκανε εισήγηση να συνεχίσει τις σπουδές του, και επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή για να τον υποστηρίξει σε κάτι τέτοιο, έκανε αίτηση να ενταχθεί ως δόκιμος στην Μονή Κύκκου. Μετά από εκτενείς εξετάσεις, ο νεαρός Μούσκος έγινε δεκτός το 1926[α].

Κατά την διαμονή του στη Μονή Κύκκου ολοκλήρωσε το τριτάξιο Προγυμνάσιο (ελληνική σχολή) με τόσο καλούς βαθμούς που το 1933 η μονή τον έστειλε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Και εκεί είχε εντυπωσιακή επιτυχία ως μαθητής, ώστε το 1936, όταν επέστρεψε στη μονή, ανέλαβε διευθυντής της ελληνικής σχολής. Το 1938 έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1942, ωστόσο μετά την κατάληψη της Αθήνας από τις δυνάμεις του Άξονα, το 1941, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Κύπρο, οπότε ξεκίνησε να σπουδάζει στη Νομική Σχολή. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1944, ο Μακάριος παρέμεινε στην Αθήνα και, στις αρχές του 1946, χειροτονήθηκε ιερωμένος και τοποτηρητής με τίτλο Αρχιμανδρίτη στον ναό της Αγίας Παρασκευής Πειραιά.

Το 1948 του προσφέρθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στη Μασσαχουσέτη των ΗΠΑ. Εκεί, πέραν της θεολογίας, παρακολούθησε μαθήματα θρησκευτικής κοινωνιολογίας. Το 1948, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εξελέγη εν τη απουσία του Επίσκοπος Κιτίου και επέστρεψε στην Κύπρο. Λίγο αργότερα, μετά την ενθρόνιση του ως Επίσκοπος Κιτίου, ανέλαβε διευθυντής του τετραμελούς Γραφείου της Εθναρχίας, με σκοπό το συντονισμό του αγώνα για την «Ενωση», αποστολή της οποίας στάθηκε σκληρός υποστηρικτής. Σε κήρυγμα του, στις 4 Δεκεμβρίου 1949, κατά την περίοδο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, έλεγε: «Δεν πιστεύουμε, όπως κάνουν μερικοί προδότες και αγγλόφιλοι, πως η Ένωση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αγγλοελληνικής φιλίας. Η Ένωση δε χαρίζεται, κερδίζεται με συνεχή αγώνα» Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β', τo 1950, ο 37χρονος τότε Μακάριος εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στον λόγο του, υποσχέθηκε στον λαό ότι θα εργαστεί άοκνα για την Ένωση Κύπρου-Ελλάδας.

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Λύντια Βλαντίμιροβνα Λιτβιάκ




18 Αυγούστου 1921  γεννήθηκε:

Λύντια Λιτβιάκ Σοβιετική πιλότος

Η Λύντια Βλαντίμιροβνα Λιτβιάκ (Ли́дия Влади́мировна Литвя́к, 18 Αυγούστου 1921 - 1 Αυγούστου 1943), γνωστή με το ψευδώνυμο Λίλια, ήταν πιλότος της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε αναδειχθεί σε σύμβολο σοβιετικής γυναίκας.

Γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1921 στη Μόσχα . Ήταν κατά κοινή ομολογία μια εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα, κάτι που συνετέλεσε στο να αποκτήσει φήμη ανάμεσα στις γυναίκες-πιλότους της ΕΣΣΔ. Το γεγονός αυτό βοήθησε και το Υπουργείο Προπαγάνδας, που τη χρησιμοποίησε για να προσελκύσει τα φώτα της δημοσιότητας και να την καταστήσει σύμβολο του αγώνα της «Σοβιετικής» γυναίκας.

Η καριέρα της Λίλια ως αεροπόρου ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Σε ηλικία 14 ετών γράφτηκε στις σχολές πλοήγησης του κράτους και έναν χρόνο αργότερα πέταξε για πρώτη φορά μόνη της. Σύντομα κατάφερε να μπει στη σχολή αεροπορίας στην πόλη Χερσώνα και έπειτα επέστρεψε, ως εκπαιδεύτρια πια, στη σχολή της πόλης Καλίνιν (Τβερ), απ΄ όπου είχε ξεκινήσει την καριέρα της. Από την έναρξη του πολέμου το όνειρό της ήταν να ενταχθεί στις πρώτες γραμμές της μάχης, κάτι που είδε να παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την πρόταση σύνταξης Γυναικείων Πτερύγων από τη Μαρίνα Ρασκόβα. Ξεκίνησε τη στρατιωτική υπηρεσία της με την 586η Πτέρυγα και πετούσε κυρίως σε αποστολές αμυντικού χαρακτήρα, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 1942. Προς το τέλος Αυγούστου μετατέθηκε στο 9ο Σμήνος ανδρών πιλότων, στη μάχη για την υπεράσπιση του Στάλινγκραντ, μαζί με υπόλοιπες γυναίκες πιλότους που είχαν διακριθεί ως τότε. Αυτή ήταν η μονάδα στην οποία η Λίλια κέρδισε τις δύο πρώτες καταρρίψεις της σε αερομαχία, στις 13 Σεπτεμβρίου 1942. Προς τα τέλη του Ιανουαρίου 1943 η Λίλια μετατέθηκε στην 296η Μονάδα Αεροπορίας, η οποία είχε τη βάση της στο αεροδρόμιο Κοτιέλνικοβο, κοντά στο Στάλινγκραντ. Στις 17 Φεβρουαρίου 1943 παρασημοφορήθηκε και δύο μέρες αργότερα προήχθη σε υποσμήναρχο και αργότερα σε αντισμήναρχο. Στους επόμενους μήνες πέτυχε την κατάρριψη πολλών γερμανικών αεροσκαφών, παρότι οι αλλεπάλληλες σκληρότατες αερομαχίες στις οποίες μετείχε είχαν ως αποτέλεσμα πολλαπλούς τραυματισμούς. Χαρακτηριστική είναι η αερομαχία στις 5 Μαΐου του 1943, κατά την οποία η Λίλια καταρρίφθηκε σε γερμανικό έδαφος και γύρισε πίσω στη μονάδα της πεζή και βαριά πληγωμένη, αρνούμενη ιατρικής περίθαλψης, λέγοντας «είμαι αρκετά καλά για να ξαναπετάξω».

Παρ' όλα αυτά δεν έμελλε να δει το τέλος του πολέμου. Σκοτώθηκε στις 1 Αυγούστου 1943, όταν επέστρεφε στη βάση της συνοδεύοντας μια μονάδα βομβαρδιστικών. Ήταν η τρίτη αποστολή της μέσα σε 24 ώρες και συνολικά η 168η από την αρχή του πολέμου. Ήταν μόλις 22 ετών όταν σκοτώθηκε. Τα οστά της ανακαλύφθηκαν μόλις το 1979 και ενταφιάστηκαν κάτω από το φτερό του αγαπημένου της αεροσκάφους κοντά στο χωριό Ντμίτριεφκα. Δέκα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκαν προς επίσημη ταφή και στις 5 Μαΐου του 1990 της δόθηκε ο τίτλος της ηρωίδας της Σοβιετικής Ένωσης, από τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Αναφέρεται ότι είχε ζωγραφίσει στο τζάμι του πιλοτηρίου της έναν λευκό κρίνο, γι΄ αυτό και έμεινε γνωστή ως το «Κρίνο του Στάλινγκραντ».

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

Ρούντολφ Καρλ Μπούλτμαν

 


20 Αυγούστου 1884 γεννήθηκε: Ρούντολφ Μπούλτμαν Γερμανός θεολόγος

Ο Ρούντολφ Καρλ Μπούλτμαν (Rudolf Karl Bultmann, 20 Αυγούστου 188430 Ιουλίου 1976) ήταν Γερμανός λουθηρανός θεολόγος, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους του 20ου αιώνα. Επίσης, διετέλεσε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ.

Πίνακας περιεχομένων
1 Υπόβαθρο
2 Θεολογία
3 Εργογραφία
4 Υποσημειώσεις
Υπόβαθρο

Ο Μπούλτμαν γεννήθηκε στο Βίφελστέντε,κοντά στο Όλντενμπουρκ της Βόρειας Γερμανίας, και ήταν γιος Λουθηρανού εκκλησιαστικού λειτουργού. Πήρε το απολυτήριό του από το Γυμνάσιο Άλτες του Όλντενμπουρκ, ενώ μελέτησε Θεολογία στο Τύμπιγκεν. Ύστερα από δύο φοιτητικές περιόδους, ο Μπούλτμαν πήγε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου όπου φοίτησε για μεγαλύτερο διάστημα, και επέστρεψε τελικά στο Μάρμπουργκ. Αποφοίτησε το 1910 από το Μάρμπουργκ, με μια διατριβή πάνω στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Δύο χρόνια αργότερα έγινε λέκτορας της Καινής Διαθήκης στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, μετά από αίτηση διορισμού που κατέθεσε, όμως ως καθηγητής πλήρων προσόντων διορίστηκε το 1921, όταν και επέστρεψε στο Μάρμπουργκ, μετά από μικρό διάλειμμα στα Πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και του Γκίσεν. Εκεί παρέμεινε ως το 1951, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα εργάσθηκε και ως πάστορας μεταξύ των φοιτητών

Η ιστορία του Μπούλτμαν σχετικά με τη Συνοπτική παράδοση το 1921 ακόμα και σήμερα αξιολογείται και εκτιμάται από την θεολογική κοινότητα ως ένα εξαίσιο έργο σχετικά με τη έρευνα πάνω στα Ευαγγέλια, ακόμα και από αναλυτές οι οποίοι απορρίπτουν τις αναλύσεις του σχετικά με τον συμβατικό ρητορικό τρόπο ή των αφηγηματικών κεφαλαίων και τις ιστορικά προσανατολισμένες αρχές που αποκαλούνται «κριτικές φόρμες», των οποίων ο Μπούλτμαν υπήρξε υπέρμαχος.

Επίσης ήταν μέλος της Ομολογητικής Εκκλησίας[17] και διατήρησε κριτική στάση προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Μίλησε ενάντια στην κακομεταχείριση των Εβραίων, ενάντια στις εθνικιστικές υπερβολές και ενάντια στην απόλυση των μη-Άριων Χριστιανών υπουργών.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Εγκαίνια της Αψίδας του Θριάμβου

 

29 Ιουλίου 1836 Εγκαίνια της Αψίδας του Θριάμβου στο Παρίσι.

Σαν σήμερα το 1836 έγιναν τα εγκαίνια της Αψίδας του Θριάμβου στο Παρίσι

Το μνημείο της Αψίδας του Θριάμβου (Arc de triomphe de l’Étoile, συχνά αναφερόμενο απλά ως Arc de Triomphe) είναι νεοκλασικό αρχιτεκτόνημα – μνημείο μορφής θριαμβικής αψίδας. Βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού επί της πλατείας του Αστέρα (Place de l’Étoile), σήμερα ονομαζόμενης πλατείας Σαρλ ντε Γκολ (Place Charles de Gaulle). Στην κυκλική πλατεία Σαρλ ντε Γκωλ συγκλίνουν δώδεκα μεγάλες λεωφόροι της πόλης, οι οποίες χαράχτηκαν το 19ο αιώνα με την προτροπή του βαρόνου Ζορζ Εζέν Οσμάν (Georges Eugène Haussmann), τότε Νομάρχη της περιφέρειας του Σηκουάνα (département de la Seine).

Οι λεωφόροι αυτές σχηματίζουν γύρω από την πλατεία ένα αστέρι, γι’ αυτό και η πλατεία ονομάστηκε αρχικά πλατεία του Άστρου (place de l’Étoile). Η γνωστότερη από τις λεωφόρους αυτές είναι η Λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων (Avenue des Champs-Elysees), η οποία την συνδέει με την πλατεία Κονκόρντ (place de la Concorde), σε απόσταση 2,2 χιλ.



Αεροφωτογραφία. Διακρίνεται η Πλας Ετουάλ με τις κάθετες σε αυτήν λεωφόρους

Την επομένη της νίκης του στο Αούστερλιτς ο Γάλλος Αυτοκράτορας Ναπολέων ο Α’ είπε, απευθυνόμενος προς το στράτευμά του: «Δεν θα επιστρέψετε στις εστίες σας, παρά μόνο περνώντας κάτω από αψίδες θριάμβων». Έδωσε εντολή για την κατασκευή της στις 18 Φεβρουαρίου 1806. Την εκπόνηση των σχεδίων ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ζαν Σαλγκρέν (Jean François Thérèse Chalgrin), αντλώντας την έμπνευσή του από την αρχαιότητα. Οι διαστάσεις της είναι 55 μ. ύψος, 45 μ. μήκος και 22 μ. βάθος, ενώ το ύψος της κεντρικής αψίδας είναι 29,2 μ. και το πλάτος της 14,62 μ.

Η πλαϊνή (μικρότερη) αψίδα έχει ύψος 18,7 μ. και άνοιγμα 8,45 μ. Οι εργασίες θεμελίωσής της κράτησαν δύο χρόνια. Η κατασκευή, όμως, εγκαταλείφθηκε ύστερα από τις ήττες του Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στη Ρωσία το 1812 και άρχισαν πάλι ύστερα από εντολή του βασιλέα Λουδοβίκου – Φιλίππου του Α’ (Louis-Philippe le Ier) το 1832, ο οποίος αφιέρωσε το έργο στη δόξα των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων, για να ολοκληρωθούν το 1836 κάτω από την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Γκιγιώμ Μπλουέ (Guillaume Abel Blouet), ο οποίος δεν άλλαξε τη σχεδίαση του Σαλγκρέν. Η απλή σχεδίαση και το τεράστιο μέγεθος του μνημείου είναι τυπικά χαρακτηριστικά του ρομαντικού νεοκλασσικισμού του τέλους του 18ου αιώνα.[3]

Συμβολισμός

Η αψίδα φέρει εγχάρακτα τα ονόματα των νικών των Γαλλικών Στρατευμάτων καθώς και τα ονόματα 558 στρατηγών (τα υπογραμμισμένα ονόματα καταδεικνύουν όσους από αυτούς έπεσαν σε μάχες). Στην αψίδα βρίσκεται, επίσης, και το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ο βωμός του οποίου φέρει φλόγα που άναψε για πρώτη φορά το 1921 εις μνήμην των πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τέσσερις κίονες στους οποίους στηρίζεται η αψίδα διακοσμούνται από πολύ μεγάλα ανάγλυφα, τα οποία απεικονίζουν:

Την Έξοδο των Εθελοντών του 1792 (γι’ αυτό αποκαλείται και La Marseillaise, έργο του Φρανσουά Ρυντ (François Rude), τον Θρίαμβο του Ναπολέοντα το 1810, έργο του Ζαν-Πιέρ Κορτό (Jean-Pierre Cortot), την Αντίσταση του 1814 και την Ειρήνη του 1815έργα του Αντουάν Ετέξ (Antoine Etex).

Η αψίδα αποτελεί εθνικό μνημείο – σύμβολο της γαλλικής φιλοπατρίας και από αυτήν εκκινεί πάντα η παρέλαση της Γαλλικής Εθνικής Επετείου της 14ης Ιουλίου.

Η πρόσβαση για την επίσκεψη της αψίδας είναι δυνατή μόνον υπογείως (απαγορεύεται η διάσχιση της πλατείας από πεζούς). Υπάρχει, επίσης, η δυνατότητα για άνοδο στην οροφή της (288 σκαλοπάτια), απ’ όπου ο επισκέπτης έχει πανοραμική άποψη του παρισινού κέντρου.

https://iellada.gr/istoria/san-simera-1836-eginan-ta-egkainia-tis-apsidas-toy-thriamvoy-sto-parisi

Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις ανακαλύπτει τον αστεροειδή 15 Ευνομία.

Ritratto di Annibale de Gasparis.jpg

29 Ιουλίου 1851 Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις ανακαλύπτει τον αστεροειδή 15 Ευνομία.

Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις (Annibale de Gasparis, 9 Νοεμβρίου 1819 – 21 Μαρτίου 1892) ήταν Ιταλός αστρονόμος. Από το 1864 μέχρι το 1889 ήταν ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου του Capodimonte στη Νάπολη.

Ο ντε Γκάσπαρις ανακάλυψε συνολικά εννέα αστεροειδείς, με πρώτο ανάμεσά τους την Υγιεία, τον δέκατο αστεροειδή που ανακαλύφθηκε στην Ιστορία, και τελευταίο τη Βεατρίκη.

Ο Ανιμπάλε ντε Γκάσπαρις τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας το 1851.
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο αστεροειδής 4279 Ντε Γκάσπαρις (4279 De Gasparis), που ανακαλύφθηκε το 1982.
Ο κρατήρας Ντε Γκάσπαρις στο νότιο ημισφαίριο της Σελήνης.
Οι Ρηγματώσεις Ντε Γκάσπαρις, ένα σχίσιμο της σεληνιακής επιφάνειας κοντά στον παραπάνω κρατήρα με μήκος 93 χιλιόμετρα.

Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι 29 Ιουλίου 1919

 29 Ιουλίου 1919

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει με τον υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι.

Το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι λεγόμενο και Συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι ήταν μια ειδική συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελ. Βενιζέλου και του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι, εξ ων και η ονομασία, που αφορούσε διμερή "μυστική" συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας και που συνομολογήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στις Σέβρες της Γαλλίας, στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (1919).

Το σύμφωνο αυτό αφορούσε διάφορα θέματα στο χώρο της Μεσογείου καθώς και της Βαλκανικής χερσονήσου. Σύμφωνα μ΄ αυτό συνομολογήθηκαν τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Εκ μέρους της Ιταλίας

1. Η Ιταλία εγκαταλείπει τις επιφυλάξεις της που είχε εγείρει στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (Μάρτιος 1919) και αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει τις ελληνικές αξιώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο καθώς και για την Κορυτσά.
2. Η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα την κυριαρχία των υπ΄ αυτής κατεχομένων νήσων της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου, για την οποία προβλέπεται να διενεργηθεί δημοψήφισμα, όταν η Αγγλία θα εκχωρήσει στην Ελλάδα την Κύπρο.

Εκ μέρους της Ελλάδος

1. Η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση της υποστήριξης των ιταλικών αξιώσεων περί της οριστικής προσάρτησης του Αυλώνα (Αλβανίας) και την αποκατάσταση του ιταλικού προτεκτοράτου επί του συνόλου του αλβανικού εδάφους, υπό τύπο διεθνούς εντολής, καθώς και τη παραχώρηση ελεύθερης ζώνης στον λιμένα της Σμύρνης.
2. Η Ελλάδα παραιτείται επίσης, υπέρ της Ιταλίας, των διεκδικήσεών της επί των Σανζακίων της Μικράς Ασίας του Αϊδινίου και του Μεντεσέ καθώς και επί της κοιλάδας του Μαίανδρου όπου ο ελληνικός στρατός τα κατείχε κατά το ήμισυ. Συγκεκριμένα στο σημείο αυτό καθορίσθηκε μια διαχωριστική χωροταξική γραμμή διεκδικήσεων.

Αμφότερα δε τα μέρη αποφασίζουν την διαρκή ουδετερότητα των Στενών της Κέρκυρας, με όλους τους συνεπαγόμενους επ΄ αυτού, σε βάρος της Ελλάδας, περιορισμούς.

Ειρήνη "Ρένα" Βλαχοπούλου

Η Ειρήνη "Ρένα" Βλαχοπούλου (Κέρκυρα, 20 Φεβρουαρίου 1923 Μαρούσι Αττικής, 29 Ιουλίου 2004) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια.

Η Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του Κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Σε ηλικία 16 χρονών τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 1939. Τότε στο βαριετέ "Όασις" στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, την οποία πάτησε και έπεσε κάτω.

Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα", δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Στη συνέχεια εμφανίζεται στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.

Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1943 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.

Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον", που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944 στην επιθεώρηση Welcome των Σακελλάριου - Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.

Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: ο Σάχης Ρεζά Παχλαβί, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, της χάρισε ένα μενταγιόν. Ιδιαίτερα τη βοηθούσε το γεγονός ότι μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Επανεμφανίστηκε στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου του 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη και τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά.

Βίνσεντ βαν Γκογκ Ολλανδός ζωγράφος

 


Βίνσεντ βαν Γκογκ Ολλανδός ζωγράφος

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Φίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ζωή και έργο

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Τ ο 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στομάχι στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πυροβολήθηκε από δύο έφηβους. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Αναστάσιος Μανάκης –Μιχάλογλου

27 Ιουλίου 1864 πέθανε:
Αναστάσιος Μανάκης Έλληνας αγωνιστής

Ο Αναστάσιος Μανάκης –Μιχάλογλου (1790 - 27 Ιουλίου 1864) ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821.

Βιογραφία

Γεννήθηκε περί το 1790. Καταγόταν από το Ανήλιο Μέτσοβου αλλά εργαζόταν ως ζωέμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης του είχε αναθέσει την αποστολή να απελευθερώσει ή να δολοφονήσει το φιλικό Αριστείδη Παπά (Πωπ), ο οποίος είχε σταλεί στην Σερβία για να ξεσηκώσει τους Σέρβους ενάντια στους Οθωμανούς και κατείχε μυστικά έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας. Η αποστολή του απέτυχε. Στη συνέχεια επιτίθεται με το σώμα του Διαμαντή Σερδάρη και του Ιωάννη Σολομώντα κατά του Γιοβάνη Ρογκομπέτση, σκοτώνοντάς τον. Επίσης σε άλλη περίπτωση μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο έσωσαν τους εναπομείναντες Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι ήταν από τους λίγους επιβιώσαντες της Μάχης του Δραγατσανίου.

Ακολούθως, πολιορκήθηκε από τους Τούρκους στη Μονή Τισμάνης. Μετά την υποταγή των άλλων οπλαρχηγών, κατέφυγε μεταμφιεσμένος στην Αυστρία. Αν και φυλακίστηκε επειδή παραβίασε την ουδετερότητα της Αυστροουγγαρίας κατόρθωσε να δραπετεύσει και να μεταβεί στην Πελοπόννησο (1825). Πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Μεσολόγγι. Στη συνέχεια, διέφυγε στο Βελιγράδι επιστρέφοντας το 1826 στην Ελλάδα όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Ιωάννη Κωλέττη. Μετά την απελευθέρωση ίδρυσε σχολεία και βιβλιοθήκες στην Αθήνα και την επαρχία, και εφοδίασε με στολές και οπλισμό την αστυνομία της Αθήνας και του Πειραιά. Το 1844 ανέλαβε πρόξενος της Ελλάδας στο Βελιγράδι έως το 1849. Απεβίωσε το 1864. 

///////////////////////

27 July 1864 died: Anastasios Manakis Greek fighter 

 Anastasios Manakis-Mihaloglou (1790 - July 27, 1864) was a Greek fighter of 1821.

 Biography He was born around 1790. He came from Anilio Metsovou but worked as an animal dealer in Constantinople. In 1818 he was initiated into the Philiki Etairia. In 1820, Alexandros Ypsilantis had assigned him the mission to free or kill the friendly Aristides Papa (Pop), who had been sent to Serbia to incite the Serbs against the Ottomans and was in possession of secret documents of the Friendly Society. His mission failed. He then attacks with the body of Diamantis Serdaris and Ioannis Solomonas against Yovanis Rogobetsis, killing him. Also on another occasion, together with Georgakis Olympios, they saved the remaining Hierolochites in Dragatsani, they were among the few survivors of the Battle of Dragatsani. Subsequently, he was besieged by the Turks in the Tismanis Monastery. After the submission of the other chieftains, he fled in disguise to Austria. Although he was imprisoned for violating the neutrality of Austria-Hungary, he managed to escape and move to the Peloponnese (1825). He fought in Dervenakia and Messolongi. Then, he fled to Belgrade returning in 1826 to Greece where he entered the service of Ioannis Kolettis. After the liberation he established schools and libraries in Athens and the countryside, and supplied the police of Athens and Piraeus with uniforms and weapons. In 1844 he assumed consulship of Greece in Belgrade until 1849. He died in 1864.


///////////////////////

27 juillet 1864 décédé :Anastasios Manakis combattant grec 

Anastasios Manakis-Mihaloglou (1790 - 27 juillet 1864) était un combattant grec de 1821.

 Biographie Il est né vers 1790. Il est originaire d'Anilio Metsovou mais a travaillé comme marchand d'animaux à Constantinople. En 1818, il fut initié à la Philiki Etairia. En 1820, Alexandros Ypsilantis lui avait confié la mission de libérer ou d'assassiner le sympathique Aristides Papa (Pop), qui avait été envoyé en Serbie pour inciter les Serbes contre les Ottomans et était en possession de documents secrets de la Friendly Society. Sa mission a échoué. Il attaque ensuite avec le corps de Diamantis Serdaris et Ioannis Solomonas contre Yovanis Rogobetsis, le tuant. Également à une autre occasion, avec Georgakis Olympios, ils ont sauvé les Hierolochites restants à Dragatsani. Ils étaient parmi les rares survivants de la bataille de Dragatsani. Par la suite, il fut assiégé par les Turcs dans le monastère de Tismanis. Après la soumission des autres chefs, il s'enfuit déguisé en Autriche. Bien qu'il ait été emprisonné pour avoir violé la neutralité de l'Autriche-Hongrie, il réussit à s'évader et à s'installer dans le Péloponnèse (1825). Il a combattu à Dervenakia et Messolonghi. Puis, il s'enfuit à Belgrade et retourna en 1826 en Grèce où il entra au service de Ioannis Kolettis. Après la libération, il a créé des écoles et des bibliothèques à Athènes et dans la campagne, et a fourni à la police d'Athènes et du Pirée des uniformes et des armes. En 1844, il assuma le consulat de Grèce à Belgrade jusqu'en 1849. Il mourut en 1864. 

//////////////////////// 

27 июля 1864 г. умерли: Греческий боец ​​Анастасиос Манакис 

Анастасиос Манакис-Михалоглу (1790 — 27 июля 1864) — греческий боец ​​1821 года.

 биография Он родился около 1790 года. Он происходил из Анилио Метсовоу, но работал торговцем животными в Константинополе. В 1818 году он был посвящен в Philiki Etairia. В 1820 году Александрос Ипсилантис поручил ему освободить или убить дружественного папу Аристида (Попа), который был отправлен в Сербию, чтобы настроить сербов против османов, и обладал секретными документами Дружественного общества. Его миссия провалилась. Затем он атакует с корпусом Диамантиса Сердариса и Иоанниса Соломонаса против Йованиса Рогобециса, убивая его. Также в другой раз вместе с Георгакисом Олимпиосом они спасли оставшихся иеролохов в Драгацани, они были среди немногих выживших в битве при Драгацани. Впоследствии он был осажден турками в монастыре Тисманис. После подчинения других вождей он переодетым бежал в Австрию. Хотя он был заключен в тюрьму за нарушение нейтралитета Австро-Венгрии, ему удалось бежать и перебраться на Пелопоннес (1825 г.). Он сражался в Дервенакии и Месолонги. Затем он бежал в Белград, вернувшись в 1826 году в Грецию, где поступил на службу к Иоаннису Колеттису. После освобождения он основал школы и библиотеки в Афинах и сельской местности, а также снабдил полицию Афин и Пирея униформой и оружием. В 1844 г. он стал консульством Греции в Белграде до 1849 г. Он умер в 1864 г.

////////////////////////////

27 Iúil 1864 fuair sé bás: Anastasios Manakis trodaire Gréagach 

Anastasios Manakis-Mihaloglou (1790 – 27 Iúil, 1864) trodaire Gréagach a bhí ann sa bhliain 1821. Beathaisnéis Rugadh é timpeall 1790. Tháinig sé ó Anilio Metsovou ach d'oibrigh sé mar dhéileálaí ainmhithe i Constantinople. Sa bhliain 1818 cuireadh isteach sa Philiki Etairia é. Sa bhliain 1820, thug Alexandros Ypsilantis misean dó an Pápa cairdiúil Aristides (Pop) a shaoradh nó a fheallmharú, a cuireadh go dtí an tSeirbia chun na Seirbiaigh a ghríosú i gcoinne na nOtamánach agus a bhí i seilbh doiciméid rúnda an Chairde Chumainn. Theip ar a mhisean. Ionsaíonn sé ansin leis an gcór Diamantis Serdaris agus Ioannis Solomonas i gcoinne Yovanis Rogobetsis, á mharú. Chomh maith leis sin ar ócáid ​​​​eile, mar aon le Georgakis Olympios, shábháil siad na Hierolochites fágtha i Dragatsani, bhí siad i measc an cúpla marthanóirí Cath Dragatsani. Ina dhiaidh sin, cuireadh faoi léigear é ag na Turcaigh i Mainistir Tismanis. Tar éis na taoisigh eile a chur isteach, theith sé faoi cheilt go dtí an Ostair. Cé gur cuireadh i bpríosún é mar gheall ar neodracht na hOstaire-Ungáir a shárú, d’éirigh leis éalú agus bogadh go dtí na Peloponnese (1825). Throid sé i Dervenakia agus Messolonghi. Ansin, theith sé go Béalgrád ag filleadh ar ais sa bhliain 1826 go dtí an Ghréig áit a ndeachaigh sé i seirbhís Ioannis Kolettis. Tar éis na saoirse bhunaigh sé scoileanna agus leabharlanna san Aithin agus faoin tuath, agus sholáthair sé éide agus airm do phóilíní na hAithne agus Piraeus. Sa bhliain 1844 ghlac sé le comhairleoireacht na Gréige i mBéalgrád go dtí 1849. Fuair ​​sé bás sa bhliain 1864.

Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ

 

27 Ιουλίου 1841  Μιχαήλ Λέρμοντοφ Ρώσος συγγραφέας

Ο Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ (Михаил Юрьевич Лермонтов, Μόσχα, 15 Οκτωβρίου 1814 – Πιατιγκόρσκ, 27 Ιουλίου 1841) ήταν σημαντικός Ρώσος ποιητής, γνωστός και ως «ποιητής του Καυκάσου». Αποτέλεσε την πιο σημαντική παρουσία στη ρωσική ποίηση από τον θάνατο του Αλεξάντρ Πούσκιν μέχρι και τον δικό του, τέσσερα χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 26 χρονών. Όπως και ο Πούσκιν, έτσι και ο ίδιος έχασε τη ζωή του σε μια μονομαχία. Σ' ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του, που γράφτηκε την Πρωτοχρονιά του 1840, περιέγραψε την ποίησή του σαν «ατσαλένιο στίχο ποτισμένο με πικρία και μίσος».

Γιος απόστρατου αξιωματικού, έχασε τους γονείς του σε νεαρή ηλικία και μεγάλωσε με τη γιαγιά του, Αρσένιεβα. Υπήρξε μαθητής σε σχολείο ευγενών και εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το οποίο εγκατέλειψε για να γραφτεί στη Σχολή Αξιωματικών της Αγίας Πετρούπολης. Το 1834 πήρε το βαθμό του ανθυπιλάρχου και υπηρέτησε στο σύνταγμα των Ουσάρων της φρουράς του Τσάρου. Φιλελεύθερος και πολέμιος της απολυταρχίας, προκάλεσε την αντίδραση των αυλικών κύκλων με το ποίημά του «Ο θάνατος του ποιητή» για τον θάνατο του Πούσκιν σε μονομαχία, και μετατέθηκε στον Καύκασο. Το 1838 επανήλθε στην Πετρούπολη και απέκτησε σημαίνουσα θέση στους συγγραφικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Αλλά το 1840 πέρασε από στρατοδικείο γιατί μονομάχησε με τον γιο του Γάλλου πρεσβευτή και στάλθηκε πάλι στον Καύκασο, σε μονάδα μάχης της πρώτης γραμμής. Διακρίθηκε στη μάχη του ποταμού Βαλέρικ και πήρε εύφημο μνεία για το θάρρος και την ετοιμότητά του. Τον Ιούλιο του 1841, στην κωμόπολη Πιατιγκόρσκ όπου είχε πάει για θεραπεία, βρήκε κι αυτός τον θάνατο σε μονομαχία.

Μερικά από τα έργα του είναι Μασκαράντ, Μποροντίνο, Μτσίρο, Σάσκα, Βαλέρικ. 

Περιφημότερο έργο του είναι το Ένας ήρωας του καιρού μας (ελλην.μετάφρ.Ανδρέας Σαραντόπουλος, "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")  που άσκησε μεγάλη επίδραση στην πορεία της ρωσικής πεζογραφίας.

/////////////////

27 юли 1841 г. Михаил Лермонтов руски писател 

 Михаил Юриевич Лермонтов (Михаил Юрьевич Лермонтов, Москва, 15 октомври 1814 г. – Пятигорск, 27 юли 1841 г.) е важен руски поет, известен също като „Поетът на Кавказ“. Той беше най-важното присъствие в руската поезия от смъртта на Александър Пушкин до неговата смърт, четири години по-късно, на 26-годишна възраст. Подобно на Пушкин, той също загуби живота си в дуел. В едно от най-известните си стихотворения, написано на Нова година през 1840 г., той описва поезията си като „стоманен стих, напоен с горчивина и омраза“. Син на пенсиониран офицер, той губи родителите си на младини и израства при баба си Арсениева. Той е ученик в благородническо училище и постъпва в Московския университет, който напуска, за да се запише в Офицерската школа в Петербург. През 1834 г. получава чин подпоручик и служи в хусарския полк на царската гвардия. Либерал и противник на абсолютизма, той предизвиква реакцията на придворните кръгове с поемата си "Смъртта на поета" за смъртта на Пушкин на дуел и е преместен в Кавказ. През 1838 г. се завръща в Петербург и заема значителна позиция в столичните литературни среди. Но през 1840 г. той е изправен пред военен съд за дуел със сина на френския посланик и е изпратен обратно в Кавказ, в бойна част на фронтовата линия. Той се отличи в битката при река Валерик и получи почетно споменаване за своята смелост и готовност. През юли 1841 г. в град Пятигорск, където отива на лечение, той също намира смъртта си на дуел. Някои от пиесите му са "Маскарад", "Бородино", "Мчиро", "Сашка", "Валерико". Най-известната му творба е „Герой на нашето време“ (превод на гръцки Андреас Сарантопулос, „S.I. Zacharopoulos“), която оказа голямо влияние върху хода на руската проза.

///////////////////////

27 iulie 1841 Mihail Lermontov scriitor rus 

 Mihail Iurievici Lermontov (Михаил Юрьевич Лермонтов, Moscova, 15 octombrie 1814 – Pyatigorsk, 27 iulie 1841) a fost un poet rus important, cunoscut și sub numele de „Poetul Caucazului”. A fost cea mai importantă prezență în poezia rusă de la moartea lui Alexandru Pușkin până la a lui, patru ani mai târziu, la vârsta de 26 de ani. Ca și Pușkin, și el și-a pierdut viața într-un duel. Într-una dintre cele mai cunoscute poezii ale sale, scrisă în ziua de Anul Nou 1840, el a descris poezia sa drept „vers de oțel udat în amărăciune și ură”. Fiu al unui ofițer pensionar, și-a pierdut părinții la o vârstă fragedă și a crescut alături de bunica sa, Arsenieva. Era student la o școală nobiliară și a intrat la Universitatea din Moscova, pe care a părăsit-o pentru a se înscrie la Școala de Ofițeri din Sankt Petersburg. În 1834 a luat gradul de locotenent și a slujit în regimentul de husari din garda țarului. Liberal și oponent al absolutismului, el a provocat reacția cercurilor curții cu poemul său „Moartea poetului” despre moartea lui Pușkin într-un duel și a fost transferat în Caucaz. În 1838 s-a întors la Petersburg și a dobândit o poziție semnificativă în cercurile literare ale capitalei. Dar în 1840 a fost condamnat la curtea marțială pentru că s-a duel cu fiul ambasadorului francez și a fost trimis înapoi în Caucaz, într-o unitate de luptă din prima linie. S-a remarcat la bătălia de pe râul Valeric și a primit mențiune onorabilă pentru curajul și disponibilitatea sa. În iulie 1841, în orașul Pyatigorsk unde se dusese la tratament, și el și-a întâlnit moartea într-un duel. Unele dintre piesele sale sunt Masquerade, Borodino, Mchiro, Saska, Valerik. Cea mai cunoscută lucrare a sa este A Hero of Our Time (traducere greacă Andreas Sarantopoulos, „S.I. Zacharopoulos”) care a avut un mare impact asupra cursului prozei ruse. 

///////////////////////

27 июля 1841 года Михаил Лермонтов, русский писатель.

 Михаил Юрьевич Лермонтов (Михаил Юрьевич Лермонтов, Москва, 15 октября 1814 г. - Пятигорск, 27 июля 1841 г.) был выдающимся русским поэтом, также известным как «Поэт Кавказа». Он был самым важным персонажем русской поэзии с момента смерти Александра Пушкина до своей собственной, четыре года спустя, в возрасте 26 лет. Как и Пушкин, он тоже погиб на дуэли. В одном из своих самых известных стихотворений, написанном в день Нового 1840 года, он описал свою поэзию как «стальной стих, пропитанный горечью и ненавистью». Сын отставного офицера, он рано потерял родителей и вырос с бабушкой Арсеньевой. Он был учеником дворянского училища и поступил в Московский университет, который оставил, чтобы поступить в Офицерское училище в Петербурге. В 1834 году он получил чин поручика и служил в гусарском полку царской гвардии. Либерал и противник абсолютизма, он вызвал реакцию придворных кругов своим стихотворением «Гибель поэта» о гибели Пушкина на дуэли, и был переведен на Кавказ. В 1838 году он вернулся в Петербург и занял значительное положение в столичных литературных кругах. Но в 1840 году он был отдан под трибунал за дуэль с сыном французского посла и отправлен обратно на Кавказ, в передовую боевую часть. Он отличился в битве на реке Валерик и получил почетное упоминание за храбрость и готовность. В июле 1841 года в городе Пятигорске, куда он отправился на лечение, он тоже встретил свою смерть на дуэли. Одни из его пьес: «Маскарад», «Бородино», «Мчиро», «Саска», «Валерик». Его самое известное произведение - «Герой нашего времени» (греч. пер. Андреас Сарантопулос, «С.И. Захаропулос»), оказавшее большое влияние на ход русской прозы.