Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Μωντ Μέντεν

 Maud Leonora Menten (1879-1960).jpg

26 Ιουλίου 1960 πέθανε: Μωντ Μέντεν Καναδή βιοχημικός

Η Μωντ Μέντεν (Maud Leonora Menten, 20 Μαρτίου 1879 – 26 Ιουλίου 1960) ήταν Καναδή ιατρός και χημικός, γνωστή για την συνεισφορά της στην κινητική των ενζύμων και την ιστοχημεία. Το όνομά της συνδέεται με την περίφημη εξίσωση των Michaelis – Menten στη βιοχημεία.
Η Μωντ Μέντεν γεννήθηκε στο Πορτ Λάμπτον (Port Lambton), που βρίσκεται στο Οντάριο και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Τορόντο (B.A. 1904, M.B. 1907, M.D. 1911). Ήταν από τις πρώτες γυναίκες στον Καναδά, η οποία κέρδισε διδακτορικό ιατρικής. Ολοκλήρωσε τη διατριβή της στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Εκείνη την εποχή οι γυναίκες δεν είχαν την δυνατότητα να κάνουν έρευνα στον Καναδά, κι έτσι αποφάσισε να κάνει έρευνα σε άλλες χώρες όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία.
Το 1912 μετακόμισε στο Βερολίνο όπου εργάστηκε μαζί με τον Λέονορ Μικαέλις λαμβάνοντας το διδακτορικό της το 1916. Επίσης εργάστηκε ως παθολόγος στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ (1923 – 1950) και ως ερευνήτρια στο Ιατρικό Ερευνητικό Ινστιτούτο της Βρετανικής Κολομβίας.

Έργο

Το πιο διάσημο έργο της ήταν στην κινητική των ενζύμων μαζί με τον Μικαέλις, με βάση τα προηγούμενα ευρήματα του Victor Henri. Η δουλειά τους οδήγησε στις εξισώσεις Michaelis – Menten. Η Μέντεν εφηύρε επίσης την αζωχρωστική αντίδραση σύζευξης για την αλκαλική φωσφατάση, η οποία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην ιστοχημεία. Ταυτοποίησε τις βακτηριακές τοξίνες για τα μικρόβια B. paratyphosus, Streptococcus scarlatina και Salmonella ssp και πραγματοποίησε τον πρώτο ηλεκτροφορητικό διαχωρισμό των πρωτεϊνών το 1944. Εργάστηκε πάνω στις ιδιότητες της αιμοσφαιρίνης, στη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα και στη νεφρική λειτουργία. Τέλος έγραψε μόνη της ή είχε συμμετοχή σε περίπου 100 ερευνητικές εργασίες.

Δέσπω Διαμαντίδου



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Δέσπω Διαμαντίδου (Πειραιάς, 13 Ιουλίου (ιουλ. / 26 Ιουλίου γρηγ.) 1916 - Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 2004) ήταν σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Η Διαμαντίδου γεννήθηκε στην Καστέλλα του Πειραιά, όπου και μεγάλωσε. Ήταν εγγονή του μηχανικού Σπυρίδωνα Κριτσιλή (ή Κριτσίλη), ο οποίος διατέλεσε πολλές φορές και βουλευτής. Κατά τα παιδικά της χρόνια υπήρξε στενή φίλη του -επίσης Πειραιώτη- Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ως αρκετά μεγαλύτερός της, την είχε υπό την φροντίδα του. Αργότερα, η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα, στο Κολωνάκι και η Διαμαντίδου πήγε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, από όπου και αποφοίτησε.

Η Δέσπω Διαμαντίδου είχε ιδιαίτερη αγάπη στη μελέτη και τα βιβλία, καταφεύγοντας σε αυτά με κάθε ευκαιρία, αφού κατά δήλωσή της διάβαζε συνολικά πέντε ως έξι ώρες καθημερινά, ακόμα και ανάμεσα στις παραστάσεις. Μιλούσε τέσσερις ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρωσικά), κάτι που τη βοήθησε στη μετάφραση πλήθους ξένων θεατρικών έργων, με την οποία επίσης ασχολήθηκε, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.

Από τον γάμο της με τον επίσης ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη απέκτησε ένα γιο.

Την άνοιξη του 1967 η Δέσπω Διαμαντίδου είχε συμμετάσχει σε θεατρική περιοδεία στις ΗΠΑ ανεβάζοντας το έργο "Illya Darling" (θεατρική μεταφορά της ταινίας "Ποτέ την Κυριακή") στο Θέατρο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής της έγινε στην Ελλάδα το απριλιανό πραξικόπημα. Η Διαμαντίδου αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στην Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες και παρέμεινε "εξόριστη" στις ΗΠΑ ως τη μεταπολίτευση, αφού γύρισε στην Ελλάδα μόλις αργά το καλοκαίρι του 1974.
Αξιοσημείωτη στο πλαίσιο της παρουσίας της στις ΗΠΑ είναι η συμμετοχή της το 1975 στην ταινία του Γούντι Άλεν «Ο Ειρηνοποιός», υποδυόμενη τη μητέρα του πρωταγωνιστή. Σταθμό στην καριέρα της αποτέλεσε η συμμετοχή της το 1960 στην ταινία Ποτέ την Κυριακή του Αμερικανού σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη.

Κηδεύτηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 2004 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
...ένα αρχοντικό στην Καστέλα...

Ο λόγος για το σπίτι που γεννήθηκε η μεγάλη Πειραιώτισσα ηθοποιός Δέσπω Διαμαντίδου και από τη δεκαετία του 1950 στέγασε αρχικά τη σχολή Δαυράδου-Μπαχλιτζανάκη και κατόπιν τα Εκπαιδευτήρια Μπαχλιτζανάκη, έως και το 2002 με το κλείσιμο της σχολής…
Εκεί, στην αρχοντική Καστέλλα, λίγο μετά την παλιά «συνοικία των θεών» ή «συνοικία των επαύλεων» του Ερνέστου Τσίλλερ….
 
Στο σπίτι της Δέσπως Διαμαντίδου στο Πειραιά

Πριν μερικές μέρες έκλεισαν 101 χρόνια από τη γέννηση τις Δέσπως Διαματίδου.
Ένας Πειραιώτης θυμάται, διηγιέται και μας παρουσιάζει το σπίτι όπου γεννήθηκε η μεγάλη μας ηθοποιός. ...

Η Δέσπω Διαμαντίδου μετράει 59 ταινίες, με αξιοσημείωτη τη συμμετοχή της, το 1975 στην ταινία του Γούντι Άλεν «Ο Ειρηνοποιός».

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Αγία Όλγα (Ольга, 889 - 24 Ιουλίου 969)

St Olga by Nesterov in 1892.jpg

Η Αγία Όλγα (Ольга, 889 - 24 Ιουλίου  969) είναι η πρώτη αγία προερχόμενη από τους Ρως, τους προγόνους των σημερινών ρώσων και ουκρανών.

Γεννήθηκε στο Πσκοβ, μεταξύ 890 και 925 - η ακριβής ημερομηνία γέννησης είναι άγνωστη- και ήταν κόρη βαράγγων ευγενών. Για το ακριβές έτος γέννησής της δεν είμαστε βέβαιοι. Το μεταγενέστερο Πρώτο Χρονικό την τοποθετεί το 879, όμως με βάση αυτή τη χρονολογία φαίνεται πως γέννησε το μοναχογιό της Σβιάτοσλαβ σε ηλικία άνω των 60 ετών! Πιθανότερο είναι να γεννήθηκε το 889.

Σε πολύ νεαρή ηλικία (~903) η Όλγα παντρεύτηκε το ρουρικίδα Ιγκόρ, μετέπειτα αρχηγό του Κράτους των Ρως, και εγκαταστάθηκε στο Κίεβο.

Βίτολντ Γκομπρόβιτς

 

4 Αυγούστου 1904 γεννήθηκε:
Βίτολντ Γκομπρόβιτς Πολωνός συγγραφέας 

24 Ιουλίου 1969 (52 χρόνια πριν) πέθανε:

Βίτολντ Γκομπρόβιτς Πολωνός συγγραφέας

Ο Βίτολντ Μάριαν Γκομπρόβιτς (Witold Marian Gombrowicz, 4 Αυγούστου 1904 - 24 Ιουλίου 1969) ήταν Πολωνός συγγραφέας, εκπρόσωπος του παραλόγου. Το έργο του χαρακτηρίζεται ως υβριστικό, ασταθές και εκρηκτικό. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Φερντυντούρκε (Ferdydurke), το οποίο δημοσιεύθηκε το 1937, και αφηγείται την ιστορία ενός ενήλικα που μεταμορφώνεται σε παιδί και επιστρέφει στο σχολείο, παρουσιάζει τα προβλήματα της ανωριμότητας και της νεανικότητας, η δημιουργία ταυτότητας στις αλληλεπιδράσεις με άλλους και ειρωνική και επικριτική εξέταση των ρόλων της τάξης στην πολωνική κοινωνία και πολιτισμό. Έγινε διάσημος μόνο κατά το τέλος της ζωής του, αλλά τώρα θεωρείται μία από τις κορυφαίες μορφές της πολωνικής λογοτεχνίας.

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Γεώργιος Αβέρωφ

Averof George by P. Prosalentis.jpg

Ο Γεώργιος Αβέρωφ (γεννημένος ως Γεώργιος Αυγέρου Αποστολάκας) (Μέτσοβο, 15 Αυγούστου 1815 - Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 15 Ιουλίου 1899) ήταν Έλληνας Βλάχος επιχειρηματίας, και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες. Κατά τη συνήθεια της εποχής καθιέρωσε ως επώνυμο το όνομα του πατέρα του, Αυγερινού (Αυγέρου), το οποίο μετατράπηκε σε Αβέρωφ.[1]

Από το Μέτσοβο μετέβηκε το 1837 στο Κάιρο της Αιγύπτου για να εργαστεί στο εμπορικό κατάστημα του αδελφού του Αναστασίου. Χάρη στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την τόλμη του, εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο έμπορο της Αιγύπτου και σημαντικό μέλος των Ελλήνων της Αιγύπτου. Παράλληλα ασχολήθηκε με τραπεζικές εργασίες, την αγορά και εκμίσθωση κτημάτων ενώ με τα ποταμόπλοιά του στον Νείλο κυριάρχησε στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο της Αιγύπτου. Από αυτές τις δραστηριότητες απόκτησε μία τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε για εθνικούς και κοινωφελείς σκοπούς. Η πολυεπίπεδη ευεργετική του δράση εκδηλώνεται μέσα από δωρεές σημαντικών ποσών για φιλανθρωπίες, κοινωφελή έργα και δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων υποδομών, στην ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας, το Μέτσοβο, την Αθήνα αλλά και γενικότερα προς το ελληνικό κράτος. Μεταξύ αυτών, την ίδρυση Γεωργικής Σχολής στη Λάρισα, την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τη δωρεά προς το Ωδείο των Αθηνών, τη δωρεά για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού σταδίου, όπου τελέστηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι ολυμπιακοί αγώνες, την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου των Αθηνών και τη δωρεά για την ναυπήγηση σύγχρονου θωρηκτού με το οποίο η Ελλάδα κυριάρχησε στο Αιγαίο πέλαγος.

συνέχεια https://el.wikipedia.org/wiki/

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Χαθίντο Μπεναβέντε ι Μαρτίνεθ

Jacinto Benavente.jpg

12 Αυγούστου 1866  γεννήθηκε: Χαθίντο Μπεναβέντε Ισπανός συγγραφέας

Ο Χαθίντο Μπεναβέντε ι Μαρτίνεθ (Jacinto Benavente y Martínez, 12 Αυγούστου 1866 - 14 Ιουλίου 1954) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Ισπανούς δραματουργούς του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στη Μαδρίτη, γιος ενός διάσημου παιδιάτρου. Επέστρεψε το θέατρο στην πραγματικότητα μέσω της κοινωνικής κριτικής. Ο στομφώδης και δημαγωγικός στίχος έδωσε τη θέση του στην πρόζα, το μελόδραμα στην κωμωδία, η τυπική φόρμα στην εμπειρία, η παρορμητική δράση στον διάλογο και τα εγκεφαλικά παιχνίδια. Ο Μπενεβέντε επέδειξε ενδιαφέρον για την αισθητική και αργότερα για την ηθική.

Το 1922 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας "για τον χαρούμενο τρόπο με τον οποίο συνέχισε τις λαμπρές παραδόσεις της Ισπανικής δραματουργίας."

Υπήρξε φιλελεύθερος μοναρχικός και κριτικός απέναντι στο Σοσιαλισμό. Υποστήριξε διστακτικά το καθεστώς του Φράνκο ως το μόνο βιώσιμο εναλλακτικό σε ό,τι αυτός θεωρούσε το καταστροφικό δημοκρατικό πείραμα της περιόδου 1931 - 1936. Ο Μπεναβέντε πέθανε στο Αλντεαενθάμπο ντε Εσκαλόνα (Τολέδο) στις 14 Ιουλίου 1954, σε ηλικία 87 ετών. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Σύμφωνα με πολλές πηγές ήταν ομοφυλόφιλος.

ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

 

 

 

 

 

 ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ


ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Οι 35 νεκροί Τούρκοι στρατιώτες στην πολιορκία της ομάδας του καπετάν Μητρούση, στο καμπαναριό της εκκλησίας στα Καμενίκια Σερρών, το πρωί της 14ης Ιουλίου 1907, ήταν από μόνο του ένα πολύ σοβαρό γεγονός για να προκαλέσει τη μήνιν της Υψηλής Πύλης.

Όμως τους Τούρκους αξιωματούχους δεν τους εξόργισε τόσο ούτε και η συμπλοκή της τουρκικής στρατο-χωροφυλακής με το 11μελές αντάρτικο σώμα του 25χρονου Στενημαχιώτη καπετάν Μακούλη, την ίδια ημέρα στη Δοβίστα Σερρών,...
που είχε ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση, πλην ενός, των Μακεδονομάχων. Η Υψηλή Πύλη έπνεε τα μένεα, γιατί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διαπιστώθηκε ότι πολλοί κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων και της πόλης των Σερρών εμπλέκονταν στον Μακεδονικό Αγώνα.

Μόνον από τη Δοβίστα συνελήφθησαν περισσότερα από 150 άτομα και άλλα 100 από τα γύρω χωριά, με την κατηγορία της συμμετοχής ή της υπόθαλψης αντάρτικων ομάδων. Ηταν η πρώτη φορά που οι τουρκικές αρχές είχαν απτές αποδείξεις για την εμπλοκή σε τόσο μεγάλη κλίμακα του ελληνικού πληθυσμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 6ου Γραφείου της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στην περιοχή των Σερρών και της Στρώμνιτσας στο ελληνικό δίκτυο άμυνας ήταν 143 οπλίτες και 270 άτομα επιμελητείας.

Οι επιπτώσεις υπήρξαν ραγδαίες σε όλα τα επίπεδα. Ενημερώθηκαν οι πρεσβευτές των «Μεγάλων Δυνάμεων» στην Κωνσταντινούπολη και ζητήθηκε από τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα να προβεί σε αυστηρό διάβημα για την καταστολή της δράσης των Μακεδονικών σωμάτων. Η κατάσταση μύριζε κυριολεκτικά μπαρούτι. Ο Ελληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρος Κορομηλάς, μόλις πληροφορήθηκε για τις συμπλοκές στις Σέρρες και τη Δοβίστα, μπήκε στη διπλωματική άμαξα και έφυγε για το Βόλο, ενώ ο πρόξενος των Σερρών, Αντώνιος Σακτούρης, έψαχνε τρόπους διαφυγής.
«Βιέννη, Τρίτη πρωία – Τηλεγραφήματα εκ Κωνσταντινουπόλεως αναγγέλουσιν ότι τη απαιτήσει των Μεγάλων Δυνάμεων η Τουρκία απηύθυνε προς τον εν Αθήναις πρεσβευτήν αυτής μακρόν τηλεγράφημα προσκαλούσα αυτόν να προβή εις αυστηρά διαβήματα παρά τη Ελληνική κυβερνήσει προς καταστολήν των Μακεδονικών σωμάτων.


»Το τηλεγράφημα τούτο ανακοινωθέν και εις τας Ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις δημοσιεύεται παρ' όλων των εφημερίδων και εμποιεί ζωηροτάτην εντύπωσιν δια τον κατηγορηματικόν τόνον.
»Λέγεται ότι ο πρεσβευτής της Τουρκίας πλην των άλλων αξιώσεων των διατυπουμένων εις το τηλεγράφημα εζήτησεν όπως εντός 24 ωρών ανακληθή ο εν Θεσσαλονίκη Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος κ. Κορομηλάς».

Ο Λάμπρος Κορομηλάς υπήρξε ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη και ψυχή του

Μακεδονικού Αγώνα έως και τον Ιούλιο του 1907, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Προξενείο μετά τα γεγονότα στις Σέρρες και τη Δοβίστα

Η μη ανάκληση
Μπορεί σήμερα οι ενέργειες της τότε ελληνικής κυβέρνησης να δείχνουν διπλωματικό επαρχιωτισμό, αλλά έπρεπε με κάθε θυσία να μην ικανοποιηθεί η τουρκική απαίτηση για ανάκληση του Κορομηλά, αλλά και ο Ελληνας πρόξενος να μην ξαναπατήσει το πόδι του στη Θεσσαλονίκη!

Η ελληνική κυβέρνηση, λοιπόν, αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της Υψηλής Πύλης ότι ο Ελληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης οργάνωνε τη δράση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία και δεν έδωσε απάντηση στο αίτημα για ανάκλησή του από το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Ο Κορομηλάς βρισκόταν από τετραημέρου στην Αθήνα και «είτε οσφρανθέντος την απειλήν της Τουρκίας, είτε τυχαίως επανελθόντος λύει ευκόλως το ζήτημα, αφού πρόκειται περί εκτελέσεως γεγονότος τετελεσμένου ήδη». Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε!

Οι τουρκικές αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν τη μορφή τελεσιγράφου με την έμμεση απειλή πολέμου που διατυπώθηκε:
«Εν αντιθέσει προς τας υφισταμένας συνθήκας και προς τας διαβεβαιώσεις τας δοθείσας υπό του υπουργού των Εξωτερικών και του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της Ελλάδος ο αριθμός των ενόπλων ελληνικών ομάδων εν Μακεδονία αυξάνει από ημέρας εις ημέραν… Οι Ελληνες υπουργοί είνε αρκούντως συνετοί δια να μη αγνοώσι πού θα φέρη η κατάστασις αύτη εν τέλει από της απόψεως των δύο χωρών».

Το δράμα του Σακτούρη
Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε απλώς ότι έληξε η θητεία του Λάμπρου Κορομηλά και συνεπώς δεν επρόκειτο να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη. Και ναι μεν ο Κορομηλάς τη γλίτωσε, ο Σακτούρης όμως πέρασε εφιαλτικές στιγμές, καθώς μέχρι το Νοέμβριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη η μεγάλη δίκη των συλληφθέντων –παραπέμφθηκαν τελικά περίπου 150 άτομα– οι ανακριτικές αρχές διέρρεαν σταγόνα σταγόνα τα στοιχεία της προανάκρισης. Ολοι γνώριζαν ότι ο Σακτούρης ήταν ο ιθύνων νους του «όλου πράγματος» στην ανατολική Μακεδονία.

Εγραψε ο Σακτούρης στα απομνημονεύματά του:
«Οι Τούρκοι προέβησαν εις αθρόας συλλήψεις των ομογενών κατοίκων των παρά τας Σέρρας Ελληνικωτάτων χωρίων, Νταρνακοχωρίων. Η δίωξις ήτο αγριοτάτη. Εις πλέον των 150 ανήλθον οι συλληφθέντες. Και μεταξύ αυτών ήσαν οι πρόκριτοι, οι οποίοι υπεβλήθησαν εις φρικώδη βασανιστήρια δια να μαρτυρήσουν… Ολόκληρος η περιφέρεια υπεβλήθη εις μαρτύρια και ενομίσαμεν ότι ολόκληρος η εκεί οργάνωσις της αμύνης εξηφανίσθη».

Ο Σακτούρης αναγκάστηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για να παραπονεθεί στον «περιφερειάρχη», στον ευφυέστατο Χιλμή πασά, ο οποίος του είπε το μνημειώδες: «Κύριε Σακτούρη, τα μεγάλα ζητήματα, απαιτούν μεγάλας θυσίας. Πώς θέλετε να πάρετε την Μακεδονίαν, χωρίς θυσίας;».

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Ιστορικού - ερευνητή

ΠΗΓΕΣ:www.agelioforos.gr
krasodad.blogspot.gr

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου

 

Φώτης Κόντογλου : Προικισμένος και καινοτόμος | in.gr

13 Ιουλίου 1965 πέθανε: 

Φώτης Κόντογλου Έλληνας συγγραφέας και ζωγράφος

Ο Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. 

13 Ιουλίου 1573

 

Veen01.jpg

13 Ιουλίου 1573

Ογδοηκονταετής Πόλεμος: Λήγει η πολιορκία του Χάαρλεμ μετά από επτά μήνες.  

Ο Ογδοηκονταετής πόλεμος ή Ολλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας (1568-1648) ήταν πόλεμος που διεξήχθη ανάμεσα στις 17 επαρχίες των Κάτω Χωρών και στην Ισπανία. Η κατάληξή του ήταν η δημιουργία του Ολλανδικού κράτους.

Το διάστημα 1568-1581 μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη φάση του πολέμου καθώς οδήγησε στην de facto δημιουργία του Ολλανδικού κράτους, ενώ το διάστημα μέχρι το 1648 μπορεί να θεωρηθεί ως ο αγώνας για την διεθνή αναγνώριση του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ολλανδία εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική και οικονομική δύναμη και έθεσε της βάσεις για την δημιουργία της μεγάλης αποικιακής δύναμης των επομένων ετών. Η παραμονή των νοτιότερων επαρχιών σε ισπανικό έλεγχο οδήγησε σε μετακίνηση της οικονομικής και πνευματικής ελίτ του νότου στον βορά συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξή του.

13 Ιουλίου 1913

 


13 Ιουλίου 1913
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Ξάνθη.



Ως γνωστόν η περιοχή της Ροδοπαίας (Δυτικής) Θράκης, κατελήφθει από τους Τούρκους το διάστημα 1360-1385 και έμεινε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, δηλαδή για 530 περίπου χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως ποτέ δεν έχασε ο πληθυσμός την Ελληνική και Χριστιανική ταυτότητα αλλά αντίθετα παρουσίασε ανάπτυξη και άνθιση, κυρίως μετά το 1860.

Τη Θράκη κατέλαβαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα το 1912 (ως σύμμαχοί μας εναντίον των Τούρκων) κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο Ελληνικός Στρατός ξεχύνονταν από την Μελούνα και το Σαραντάπορο προς τα βόρεια.

Έτσι στις 7 Νοεμβρίου του 1912, στρατεύματα της 2ας Βουλγαρικής Μεραρχίας του Κοβάτσεφ αφού κατέλαβαν τη Σταυρούπολη, προήλασαν και εισήλθαν την επομένη 8 Νοεμβρίου στην Ξάνθη μαζί με τμήματα του 21ου Συντάγματος του Σεραφίμοβ. Οι κάτοικοι δέχτηκαν τους Βουλγάρους με αισθήματα χαράς, εφ’ ενός γιατί ήταν Χριστιανοί, αφ’ ετέρου γιατί ήταν σύμμαχοί μας εναντίον του κοινού εχθρού, του Τούρκου.

Δυστυχώς όμως μετά τις πρώτες μέρες το σκηνικό άλλαξε και οι «ελευθερωταί» Βούλγαροι έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις και σκοπούς τους. Προκειμένου η Βουλγαρία να αποδείξει στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι οι περιοχές που κατέλαβε εθνολογικά κατοικούνταν στην συντριπτική τους πλειονότητα από Βουλγάρους ή εξαρχικούς με Βουλγαρική γλώσσα και συνείδηση, μετήλθε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ώστε να εξαναγκάσει τους κατοίκους να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ή δήλωνες Βούλγαρος ή αντιμετώπιζες το θάνατο, την εξορία, ξυλοδαρμούς και βιασμούς. «Το παν πρέπει να εκβουλγαρισθεί» επαναλάμβαναν καθημερινά στρατιωτικοί, παραστρατιωτικοί, υπάλληλοι, κομιτατζήδες, τυχοδιώκτες, ονειρευόμενοι την «Μεγάλη Βουλγαρία».

Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό της δυτικής Θράκης που να μην γεύθηκε τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό των Βουλγάρων. Το μένος τους στράφηκε κυρίως προς τον κλήρο και τους ναούς των ορθοδόξων. Οι ναοί της Ξάνθης του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών, του Ακάθιστου Ύμνου, του Αγίου Γεωργίου των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Κήρυκος, όπως επίσης και τα Μοναστήρια των Ταξιαρχών, της Καλαμούς και της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας υπέστησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις.

Κατά τον Β’ βαλκανικό Πόλεμο, όταν οι μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων διαδέχονταν η μια την άλλη, τμήματα της 8ης Μεραρχίας προελαύνοντα εκ Μπουκίων (Παρανεστίου) και Γενί-κιον (Σταυρουπόλεως) την 12η Ιουλίου 1913 πλησίαζαν την Ξάνθη, ενώ άλλες μονάδες εκ Σαρί-Σαμπάν (Χρυσουπόλεως) μέσω Όξιλαρ (Τοξοτών) έφθαναν στο Νότιο Δυτικό τμήμα της πόλεως. Οι Βούλγαροι κατακτηταί αντιλαμβανόμενοι τη δεινή θέση τους διήρπασαν περιουσίες και ανεχώρησαν «εν μεγίστη αταξία» πριν προλάβουν να πυρπολήσουν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ξανθιωτών.

Η ιστορία αναφέρει ότι: «Την πρωίαν της 12ης Ιουλίου ο Βουλγαρικός Στρατός της Ξάνθης, εκ πεντακοσίων ιππέων και τινών πεζών εγκατέλειψεν την Ξάνθην ομού με τας πολιτικάς αρχάς και τας οικογενείας των». Ο Ντάνεφ και η παρέα του τις νυχτερινές ώρες πυρπόλησαν τις φυλακές της πόλεως (παρά τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας), όπου υπήρχαν έγκλειστοι αρκετοί Ξανθιώτες και Αβδηρίτες, οι οποίοι σώθηκαν χάρη στην επέμβαση ενός Ισραηλίτη Οβαδία και άλλων διερχομένων, οι οποίοι έσπασαν τις πύλες των φυλακών και απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους.

Το πρωί της επόμενης ημέρας, 13 Ιουλίου 1913 εισήλθαν τα Ελληνικά στρατεύματα της 8ης Μεραρχίας με Μέραρχο τον Ματθαιόπουλο στην πόλη της Ξάνθης ως απελευθερωταί, γενόμενα από τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους ενθουσιωδώς δεκτά. Η Ξάνθη έπλεε στα γαλανόλευκα και μετά την άφιξη 22 ομήρων προκρίτων και του Μητροπολίτη Άνθιμου στην πόλη (απελευθερώθηκαν στην Κομοτηνή), εψάλλει δοξολογία και οι εκδηλώσεις χαράς και υποδοχής των στρατευμένων διήρκησαν μέχρι νυκτός.

Χαρακτηριστικό της φιλοπατρίας των Ξανθιωτών είναι το γεγόνος ότι εντός ολίγων ωρών αυθόρμητα συγκεντρώθηκαν 10.000 φράγκα, τα οποία απέστειλαν στον Βασιλέα υπέρ των αναγκών του πολέμου, οι δε κυρίες της πόλεως εγκατέστησαν εντός μιας ημέρας ένα νοσοκομείο 30 κλινών για τις ανάγκες του στρατεύματος.

Δυστυχώς η χαρά των Ξανθιωτών διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες, γιατί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στην ηττημένη Βουλγαρία κι’ έτσι στις 10 Αυγούστου του 1913, όλη η Θράκη έχανε για μια ακόμη φορά την ελευθερία της. Η Ελληνική σημαία που κυμάτιζε από τις 13 Ιουλίου, τώρα υποστέλλεται. Σπαρακτική ακούγεται η φωνή από τον Έβρο μέχρι το Νέστο. «Έρχονται οι Βούλγαροι». Φωνή τρόμου, πανικού και απελπισίας.

Ο καθηγητής Κυριακίδης έγραψε: «Πρώην ανθούσες πόλεις μένουν κεναί κατοίκων. Οι αγροί έρημοι. Όλοι οι κάτοικοι της Ξάνθης και οι περισσότεροι της Μαρωνείας, Κομοτινής, Μάκρης και Φερρών έσπευδον προς τους λιμένας Δεδέαγατς και Π. Λάγους….Ο καθείς ήρπαζε ότι δύνατο να μεταφέρει.»

Οι Έλληνες της πόλεως και της υπαίθρου, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας Ε. Βενιζέλου, εγκατέλειψαν την πατρώα γη και μετακινήθηκαν στην περιοχή Τοξοτών, Χρυσουπόλεως και άλλα μέρη Δυτικώς του Νέστου, αναμένοντας την έπάνοδό τους . Οι λίγοι εναπομείναντες στην Ξάνθη Έλληνες δοκίμασαν το μίσος και την αγριότητα των βορείων Χριστιανών γειτόνων μας.

Περίμεναν όμως μέχρι την 4η Οκτωβρίου του 1919 «στερούμενοι, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι» όταν κατέλαβαν την πόλη Ελληνικές Δυνάμεις της 9ης Μεραρχίας του Λεοναρδόπουλου, με την έγκριση των συμμάχων.

Αντγος ε.α.

Φωτιάδης Νικόλαος

Επίτιμος Υδκτής Δ΄ΣΣ

https://xanthinews.gr/2014/07/09/13