|
Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ |
Γ. ΧΑΛΕΠΑΣ ( 14 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938)
Μορφή γοητευτική και καταραμένη, αγιοποιημένη και μυθοποιημένη, με μια πορεία ζωής οδυνηρή σκληρή και μυθιστορηματική, ο Χαλεπάς είναι από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς της νεοελληνικής τέχνης.
Γεννημένος στον Πύργο της Τήνου από οικογένεια μαρμαράδων, θα ξεκινήσει την πορεία του στις αρχές τις δεκαετίας του 1870 με σπουδές στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και έπειτα στην περίφημη Βασιλική Ακαδημία των Ωραίων Τεχνών του Μονάχου. Στην συνέχεια η εξέλιξη της ζωής και του έργου του είναι τα στοιχεία εκείνα που θα εδραιώσουν την φήμη και τον μύθο του, καταξιώνοντας τον όσο κανέναν άλλο καλλιτέχνη στη συλλογική συνείδηση.
Θα περιπλανηθεί στους δρόμους της τρέλας, θα γνωρίσει τα σκοτάδια του εγκλεισμού και της απομόνωσης, θα βιώσει την απαγόρευση και την καταπίεση, θα βυθιστεί στη σιωπή, τη μοναξιά και την «ανυπαρξία».
Το έργο του «Η Κοιμωμένη» αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο έργο της νεοελληνικής τέχνης. Ξαπλωμένη σε αρχαιοπρεπές ανάκλιντρο, με το επάνω μέρος του σώματος ανασηκωμένο να ακουμπά σε μαξιλάρι, η νεαρή γυναίκα βυθίζεται σε γαλήνιο ύπνο - για τους αρχαίους ο Ύπνος είναι ο δίδυμος αδελφός του Θανάτου, για τους κλασικιστές ο θάνατος θεωρείται ο δίχως όνειρα ύπνος. Ο Χαλεπάς αξιοποιεί καθιερωμένους τύπους, προσφιλείς και διαδεδομένους στην επιτύμβια ευρωπαϊκή γλυπτική των αρχών του 19ου αιώνα (ξαπλωμένη γυναίκα που κοιμάται πάνω σε σαρκοφάγο, παρθενική μορφή που κρατά σταυρό ως σύμβολο θανάτου και λύτρωσης).
Αν και ξεκινάει με βάση τα αρχαία πρότυπα που είχαν περάσει στη γλυπτική του μπαρόκ και του κλασικισμού, σχεδιάζει και πλάθει ένα έργο πνοής, ξεχωριστό για την οικονομία των εκφραστικών του μέσων, στο οποίο η κλασικιστική χάρη υποχωρεί στη φυσιοκρατική απόδοση της νεαρής γυναίκας, στο όμορφο πρόσωπο με τα μισάνοιχτα χείλη, στην ελεγειακή αποτύπωση της θλίψης.
Η επεξεργασία του υλικού ενεργοποιεί την στιλπνότητα των γυμνών μερών, τις καλοσχηματισμένες καμπύλες του σώματος που διαγράφονται κάτω από το ρούχο και το σεντόνι, τη ρυθμική οργάνωση και τις διακοσμητικές λεπτομέρειες, τον συνδυασμό σχεδιαστικών και πλαστικών αξιών, την αμεσότητα της στιγμιαίας σύλληψης, την αίσθηση ηρεμίας και απόκοσμης σιωπής. «Καθαρά μπορεί να λεχθεί - σημειώνει το 1934 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου - ότι το έργο αυτό είναι από τα πιο σπάνια που έδωσε η εποχή Χαλεπά σ' όλον τον κόσμο».
Η τεράστια φήμη της Κοιμωμένης δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μόνο στην πρωτότυπη σύλληψη και απόδοση του θέματος αλλά, κατά κύριο λόγο, στο προσωπικό του δράμα. Η λαϊκή φαντασία θα συνδέσει αναπόσπαστα με τα δεσμά του έρωτα τον θάνατο της νεαρής Σοφίας με την «τρέλα» του, σε μια αναπάντεχη γοητευτική μυθοπλασία : ο νεαρός καλλιτέχνης που βάζει όλη την φλόγα της ψυχής του, την ένταση της δημιουργίας για να αποδώσει την νεκρή αγαπημένη του και στη συνέχεια χάνει τα λογικά του.
Από τον ιστορικό τέχνης Δημήτρη Παυλόπουλο έχει υποστηριχθεί ότι την Κοιμωμένη δεν τη δούλεψε σε μάρμαρο ο Χαλεπάς, αλλά ο Αλεξάκης Λάβδας, ένας ικανότατος μαρμαρογλύπτης, στενός φίλος και παλιός συμμαθητής του στο Σχολείο των Τεχνών, βοηθός του πατέρα του και για ένα διάστημα αρραβωνιασμένος με την αδελφή του Αικατερίνη. Την ίδια άποψη είχε διατυπώσει και ο Μιχάλης Τόμπρος σε άρθρο του στο περιοδικό Νέα Εστία (1954) και σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών (1971). Πάντως σε συνάντηση των δύο γλυπτών στην Αθήνα το 1930, ο Χαλεπάς απευθύνεται στον Λάβδα λέγοντας του : « Α!, ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες», αναγνωρίζοντας δηλαδή τη συμβολή του στο πρώτο στάδιο της κατεργασίας του μαρμάρου.
Το μνημείο (Μάρμαρο, 77x178x76 εκ.) εκτίθεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ στην Εθνική Πινακοθήκη Αλέξανδρου Σούτσου υπάρχει το γύψινο εκμαγείο του μνημείου.
ΑΠΟ http://boulaki.pblogs.gr/