ΧΡΩΜΑΤΑ
της Ευαγγελίας Μουτούση
.
Κυριακή! Μια ηλιόλουστη Κυριακή του Μάρτη! Η θάλασσα ήρεμη σαν λάδι κι ένα αεράκι που θύμιζε κάτι από την γλύκα του καλοκαιριού. Περπατώντας στην αμμουδιά η ματιά της έπεσε σ’ ένα μικρό πετραδάκι. Το σήκωσε αργά- αργά και το κοίταξε στον ήλιο σαν να ήταν διάφανο και να ήθελε να το δει μέσα του καλύτερα. Της θύμισε τα έντονα μαύρα μάτια του. Η ανάμνηση αυτών των δύο ματιών…. Έκλεισε το πετραδάκι σφιχτά στο χέρι της σαν κάτι πολύτιμο.
Της άρεσε να τον επισκέπτεται σ’ εκείνο το διαμέρισμα της πιο γραφικής συνοικίας της πόλης. Αν και μικρό ήταν πολύ λειτουργικό. Ένα καθιστικό, μία μικρή κουζίνα, ένα υπνοδωμάτιο και το μπάνιο. Μπαίνοντας και κοντά στην πόρτα δεξιά υπήρχε ένας παλαιός διθέσιος καναπές. Τον είχε φέρει από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Τον είχε στην κατοχή του κάποιος Έλληνας από το Αϊβαλή. Από την ίδια χαμένη πατρίδα ήταν ο παππούς του, τον οποίο υπεραγαπούσε. Μπροστά από τον καναπέ υπήρχε ένα μικρό στρογγυλό χαλί. Το είχε αγοράσει από ένα σύντομο ταξίδι του στην Ινδία. Λίγο πιο πέρα δύο μεγάλα κίτρινα βάζα. Σε κάποιον άλλο χώρο μπορεί να έμοιαζαν παράταιρα, όμως εκεί ήταν ιδανικά. Έδεναν αρμονικά με το καφέ ανοιχτό του τοίχου. Ποτέ δεν τον ρώτησε πως τα απέκτησε αυτά. Πίσω ακριβώς από τα βάζα υπήρχε μία χρυσή κορνίζα. Άδεια χωρίς κάποια ζωγραφιά. Την είχε βρει κάποιο βράδυ ακουμπισμένη δίπλα σ΄ ένα κάδο σκουπιδιών. Ήταν εκεί θαρρείς και κάποιος να την περίμενε και να της δώσει σημασία. «Ήταν γραφτό μας να συναντηθούμε» της είχε πει χαρακτηριστικά χαμογελώντας γλυκά γι΄ αυτή την κορνίζα. Αριστερά της ένα παλαιό ντουλάπι μ΄ έναν στρογγυλό καθρέπτη. Λίγο πιο πέρα και προς το παράθυρο το στρογγυλό τραπέζι όπου συνήθιζε να γράφει. Επάνω σ’ αυτό η γραφομηχανή και ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Γύρω του τρεις μεγάλες ψάθινες καρέκλες. Λίγο πιο πέρα η μικρή κουζίνα με τα τελείως απαραίτητα και ακριβώς δίπλα το μπάνιο. Η τελευταία πόρτα οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Ένα λιτό και μικρό υπνοδωμάτιο, με ένα διπλό κρεβάτι και δύο κομοδίνα. Υπήρχε ένα ξυπνητήρι χωμένο ανάμεσα σε δύο στοίβες βιβλία στο ένα και στο άλλο ένα κασετόφωνο και αρκετές κασέτες του διάσημου μέτρ του Αργεντίνικου τάνγκο Αστόρ Πιατσόλα.
Πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού μία τεράστια φωτογραφία ενός ηλικιωμένου γκριζομάλλη με έντονο βλέμμα. Το ίδιο ακριβώς με εκείνου. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα ο ήλιος έλουζε το υπνοδωμάτιο με το φως του. Ποτέ δεν θέλησε να βάλει κουρτίνες.
Μισούσε τις κουρτίνες.
Αγαπημένη του συνήθεια να βλέπει από το παράθυρο του καθιστικού την ζωή στην πόλη. Υπήρχε μία μικρή τέντα σ’ αυτό το παράθυρο που ήταν πάντα μισοκατεβασμένη. Τοu άρεσε να καπνίζει νωχελικά και να παρατηρεί τους ανθρώπους. Το παράθυρο έβλεπε σ’ έναν πεζόδρομο όπου υπήρχαν παλαιά μαγαζιά που πουλούσαν βότανα, ξύδι και κοφίνια. Υπήρχαν και μερικά καφενεδάκια σε παραδοσιακό στυλ. Μια γειτονιά με τους δικούς της ρυθμούς, ήχους και χρώματα.
Της άρεσε να τον βλέπει να καπνίζει και να κοιτάζει από το ανοιχτό παράθυρο.
Κάποια μέρα και ενώ αυτός συνέχιζε να κοιτάζει έξω τον ρώτησε:
-«Τι χρώμα έχει η χαρά;»
Γύρισε και την κοίταξε λίγο λοξά. Χαμογέλασε και φάνηκαν τα δύο αραιά μπροστινά του δόντια.
Αυτή καθόταν σε μία από τις ψάθινες καρέκλες και έβγαλε από μία σακούλα μερικά μεγάλα τετράγωνα κανσόν σε πολλά χρώματα.
-«Κόκκινο;» τον παρότρυνε αυτή και σούφρωσε λίγο τα χείλη. Στη συνέχεια κράτησε το κόκκινο κανσόν μπροστά της.
Αυτός δεν απάντησε.
-«Μήπως κίτρινο;» συνέχισε αυτή.
Της έγνεψε καταφατικά.
Σαν μικρό παιδί που μάντεψε σωστά το αίνιγμα αυτή χειροκρότησε και συνέχισε:
-«Τι χρώμα έχει η λύπη;»
-«Mωβ», απάντησε αυτός διασκεδάζοντας.
-«Το ήξερα», είπε αυτή και κράτησε στο χέρι της το μωβ τετράγωνο.
Αυτός είχε αρχίσει να διασκεδάζει και ήταν η σειρά του να την ρωτήσει.
-«Τι χρώμα έχει η αγάπη;»
-«Πράσινο», του απάντησε αυτή και έπιασε με τα ακροδάχτυλά της το πράσινο χαρτόνι. Το ακούμπησε στην συνέχεια απαλά στο στήθος της και τον κοίταξε στα μάτια.
-«Ο θάνατος τι χρώμα έχει;» την ρώτησε.
-«Μαύρο, κατάμαυρο». Με μία κίνηση έδιωξε το πράσινο και πήρε στα χέρια της το μαύρο τετράγωνο.
Δεν είπε τίποτε. Γύρισε και συνέχισε να κοιτάζει έξω από το ανοιχτό παράθυρο, καπνίζοντας.
Της είχε πει πως ο χωρισμός θα ήταν προσωρινός. Εκείνη ήξερε πως ο χωρισμός δεν θα μπορούσε να είναι πιο μόνιμος.
Ξαφνικά έχασε με μιας όλο το ουράνιο τόξο που είχε στην καρδιά της. Δεν υπήρχε κανένα χρώμα και ούτε επιτυχημένη συνταγή για να συνθέσει ένα. Προσπάθησε να βάλει μπλε και κίτρινο για να συνθέσει το αγαπημένο της πράσινο αλλά τίποτε δεν έγινε. Δεν μπορούσε να καλύψει με τίποτε το κόκκινο που έσταζε από την αντλία της καρδιάς της. Είχε πια τρυπήσει και το κόκκινο χρώμα έπεφτε στο πάτωμα διαρκώς και ήταν τόσο έντονος ο λεκές που κανένα ακριβό καθαριστικό πατώματος δεν θα μπορούσε να το καθαρίσει.
Κάποτε της είχε πει ότι δεν υπάρχουν φτηνά ή ακριβά αντικείμενα, αλλά αντικείμενα στην σωστή τιμή για να αγοράσεις. Και ποια είναι άραγε η σωστή τιμή για την αγορά μίας αντλίας καρδιάς;
Aναφέρθηκε κάποτε και στην θεωρία του χρηστικού αντικειμένου, όπως την είχε ορίσει ένας Γερμανός φιλόσοφος. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει, ότι η αγάπη ή το ενδιαφέρον που δείχνει ο ένας για τον άλλο έχει ως βάση την χρηστικότητα του ατόμου……. Κατά συνέπεια όταν τα αποθέματα του συμφέροντος που καλύπτουν μία σχέση εξαντλούνται, τότε ο άλλος ούτε λίγο ούτε πολύ τοποθετείται έτσι απλά στον ψυχικό κάδο των αχρήστων ή στην καλύτερη περίπτωση γεύεται την πλήρη αδιαφορία και ολοκληρωτική απόρριψη.
Τότε η θεωρία αυτή της είχε φανεί εγκληματικά κυνική.
Το έβλεπε ότι βιβλιο-ονειρεύονταν- αλλά ο καθένας το δικό του βιβλίο. Εκείνος το βιβλίο της λογικής και εκείνη το βιβλίο της αγάπης. Το κάθε βιβλίο με τους δικούς του ήρωες, το δικό του εξώφυλλο, το δικό του βιβλιοδέσιμο και την δική του χοντρή γραμματοσειρά σε κάθε σελίδα. ‘Ήθελαν και οι δύο να πιστεύουν στην κοινή δεξαμενή σκέψης.
Ποτέ δεν την ρωτούσε που ήταν και τι έκανε.
Είχε λείψει αρκετό καιρό. Άνοιξε την πόρτα με το αντικλείδι που της είχε δώσει. Προχώρησε με σταθερά βήματα μέχρι την μέση του δωματίου και εκεί κοντοστάθηκε. Τα μακριά σγουρά μαλλιά της ήταν νωπά. Η όψη της γαλήνια.
Αυτός ακουμπισμένος νωχελικά στο παράθυρο. Γύρισε. Την κοίταξε αλλά δεν της μίλησε. Ύστερα την πλησίασε και την αγκάλιασε. Τότε τα μάτια του άστραψαν. Την φίλησε.
-«Ω!! Θεέ μου!!!», αναφώνησε αυτός, ξεκολλώντας απαλά τα χείλη του από τα δικά της. Τον πλημμύρισε με την αλμύρα και την αύρα της θάλασσας. Ακούμπησε την μύτη του στα νωπά της μαλλιά και έμεινε εκεί κολλημένος για μερικά δευτερόλεπτα. Στην συνέχεια την πήρε στα στιβαρά του χέρια και την σήκωσε ψηλά. Αυτό έκανε την κοπέλα να χαμογελάσει πλατιά. Αμέσως μετά την άφησε κάτω με αργές κινήσεις σαν να τοποθετούσε ένα εύθραυστο αλλά πολύτιμο αντικείμενο πάλι στην θέση του.
Έκανε μερικά βήματα πίσω και την κοίταξε πάλι. Αυτή την φορά όμως μ’ ένα βλέμμα διαφορετικό, σαν να την αντίκριζε για πρώτη φορά.
Κάθισε αμέσως μπροστά από την γραφομηχανή. Δεν σήκωσε ούτε λεπτό το κεφάλι του από εκεί.
Της φάνηκε εκείνη την στιγμή πως τα πλήκτρα είχαν απομακρυνθεί από την γραφομηχανή και την χτυπούσαν αλύπητα και το χειρότερο γελούσαν και την κορόιδευαν μαζί καθώς εκτοξεύονταν αριστερά δεξιά. Ένιωθε πως το κεφάλι της θα σπάσει.
‘Αργησε πολύ να τον επισκεφτεί.
‘Ήξερε πως η μεγάλη του αγάπη ήταν η συγγραφή. Δεν είχε ιδέα όμως τι έγραφε. Απάντηση πήρε όταν αγόρασε το βιβλίο του. Διαβάζοντάς το την πρώτη φορά ένιωσε μεγάλο θυμό. ‘Ηθελε να το κάνει χίλια κομμάτια.
Την δεύτερη φορά που το διάβασε πλημμύρισε από ένα σωρό πελώρια ΓΙΑΤΙ μαζί με τεράστια ερωτηματικά δίπλα τους. Τα γιατί ήταν παρμένα θαρρεί κανείς από χέρι μαγικό και βαμμένα έντονο κίτρινο. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να βρει μία καφέ σακούλα για να βάλει μέσα και ίσως κάποια μέρα να άφηνε κάνα δύο ελεύθερα στο καλά ξεσκονισμένο δωμάτιο του μυαλού της.
Το βιβλίο του έγινε μπεστ-σέλερ σύντομα.
Υπήρχαν στιγμές που τον έφερνε στο μυαλό της και κυρίως τα λόγια του για την μεγάλη του αγάπη την συγγραφή.
Δεν μιλούσε συχνά γι’ αυτό. Τον είχε παρατηρήσει όμως, κάθε φορά που αναφερόταν σ’ αυτό το θέμα έλαμπε ολόκληρος.
«Μου αρέσει να κάνω την τρέλα μου με την συγγραφή. Δεν πάω για τα νούμερα και τους αριθμούς. Δεν ζητάω να γίνω κυνηγός των μπεστ-σέλερ φτιάχνοντας ένα βιβλίο για τον πολύ κόσμο. Δεν φτιάχνω ένα βιβλίο προς κατανάλωση» της έλεγε.
Συχνά η ίδια χαμογελούσε και ήταν σαν να άκουγε τα γρανάζια του μυαλού του να δουλεύουν, ψάχνοντας απεγνωσμένα την έμπνευση για το επόμενο μπεστ-σέλερ.
Αυτός την έψαξε παντού μα δεν την βρήκε.
Η ίδια του έκλεισε όλες τις πόρτες.
Στο χέρι της κρατούσε ακόμη το πετραδάκι. Το κοίταξε πάλι και χαμογέλασε. ‘Υστερα το παρατήρησε να χάνεται στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.
.
Η Ευαγγελία Μουτούση ζει στην Πάτρα και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών. Βιβλιο-ονειρεύεται έναν κόσμο γεμάτο καλοσύνη, αγάπη και έναν από μηχανής θεό ο οποίος θα είναι πάντα εκεί για να σώζει την κατάσταση.
[ facebook ] [ e-mail ]