Ο Δημήτριος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 25 Δεκεμβρίου 1793 – Ναύπλιο, Βασίλειο της Ελλάδος, 5 Αυγούστου 1832) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πολιτικός.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν δεύτερος γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της δεύτερης συζύγου του, Ελισάβετ Βακαρέσκο. Ένας εκ' των πρώτων δασκάλων του ήταν ο Μακάριος Καββαδίας
Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Στάλθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Από τον Οκτώβριο του 1820 και ως την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού Ργέφσκυ.
Η κάθοδος στην Ελλάδα
Η πατρότητα της ιδέας της αναπλήρωσης του Αλέξανδρου από τον Δημήτριο διεκδικείται από τους Ξάνθο και Αναγνωστόπουλο και χρονικά τοποθετείται μεταξύ 9 και 19 Μαρτίου 1821 Με την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Αρχής στην Πελοπόννησο. Πραγματοποίησε αρχικά ένα σύντομο ταξίδι στην Οδησσό με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους Έλληνες της εκεί κοινότητας, δανείστηκε άλλα αφού υποθήκευσε οικογενειακά κοσμήματα, προμηθεύθηκε όπλα και γύρισε στο Κισνόβιο
Η κάθοδός του στην Ελλάδα στάθηκε περιπετειώδης επειδή στην αρχή (Μάιος 1821) στο Τσέρνοβιτς αναγνωρίστηκε από κάποιον τυχοδιώκτη Σαλόνσκη, πρώην υπηρέτη διωγμένο από το σπίτι του γαμπρού του Υψηλάντη. Μέχρι να φτάσει στο Τριέστι, τον είχε μαζί του σαν αιχμάλωτο και όταν επιβιβάστηκε στο καράβι τον άφησε δίνοντάς του 600 δίστηλα. Στις 17 Μαΐου στο Έρμανστατ αναγνωρίστηκε από κάποιον Mολδαβό, ο οποίος εξαφανίστηκε και κατόπιν πήγε στη Βιέννη να καταγγείλει τον Υψηλάντη. Αυτός ήταν ο λόγος αλλαγής του δρομολογίου του Υψηλάντη: από το Έρμανστατ πήγε στο Τριέστι μέσω Τεμεσβάρ, Έσσινγκ Κάρλσταντ και Φιούμε. Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται από τον Ιωάννη Φιλήμωνα στα έργα του Περί της Φιλικής Εταιρείας και Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως
Ο Υψηλάντης είχε μαζί του δύο εφοδιαστικά όπως τα έλεγαν τότε, δηλαδή δύο διαβατήρια, ένα ρωσικό και ένα γερμανικό. Οι αυστριακές Αρχές επέτρεψαν στον Υψηλάντη να φύγει για την Ελλάδα, επειδή εκτίμησαν ότι έτσι θα είχαν την καλύτερη απόδειξη πως η Ρωσία εμπλεκόταν στις ταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το ταξίδι ξεκίνησε από το Κίσενοβ στις 30 Απριλίου και στο Τριέστι φτάνει 4 Ιουνίου. Από εκεί έφυγαν στις 7 Ιουνίου δήθεν για την Οδησσό αλλά τελικά για την Ύδρα, όπου έφτασε στις 8/20 Ιουνίου. Ο Υψηλάντης κατέβηκε με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος και είχε τη σημαία της Φιλικής με τον φοίνικα και τις λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος», τα πληρεξούσια του αδελφού του με τα οποία διοριζόταν «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής», τυπογραφείο και 300.000 γρόσια, που προέρχονταν από εράνους μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων φιλελλήνων. Ήταν τότε 27 ετών, αδύνατος και με αρκετή φαλάκρα, με κράση ελάχιστα ανδρική, αλλά «καρδιά ανδρικωτάτη», όπως λέει ο Φιλήμων Στις 12 Ιουνίου εκδίδει την πρώτη προκήρυξή του. Με αυτήν αποσκοπεί στην στρατολόγηση και τον εφοδιασμό. Στις 19 Ιουνίου αποβιβάζεται στο Άστρος και μετά δύο ημέρες πάει στα Βέρβαινα για να συναντηθεί με προκρίτους. Ήδη από το Άστρος εκδηλώθηκε η πρώτη δυσφορία κατά του προσώπου του λόγω της συμπάθειάς του προς τους Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά
https://el.wikipedia.org/wiki/
1821 года и политик.
Он родился в Константинополе и был вторым сыном правителя Молдо-Валахии и наследника богатой и могущественной семьи фанариотов Константиноса Ипсилантиса и его второй жены Елизаветы Вакареско. Одним из его первых учителей был Макариос Кавадиас.
Его братом был Александрос Ипсилантис, лидер Philiki Etairia. Он был отправлен во Францию для обучения в военных училищах, а затем поступил на службу в Императорскую гвардию в Петрограде, дослужившись до чина капитана. В 1818 году он был посвящен в Philiki Etairia. С октября 1820 г. и до начала революции в Задунайских владениях служил в Киеве помощником генерала Ржевского.
Спуск в Грецию
На авторство идеи замены Александра Димитриосом претендуют Ксантос и Анагостопулос и хронологически помещается между 9 и 19 марта 1821 года. С началом революции он взялся представлять своего брата Александра Ипсилантиса, как представителя Управление генерального комиссара на Пелопоннесе. Сначала он совершил короткую поездку в Одессу, чтобы собрать деньги у местной греческой общины, занял еще больше после того, как заложил фамильные драгоценности, достал оружие и вернулся в Киснобио.
Его спуск в Грецию был авантюрным, потому что в начале (май 1821 г.) в Черновицах его узнал некий авантюрист Салонский, бывший слуга, изгнанный из дома своего зятя Ипсилантиса. Пока он не достиг Триести, он держал его с собой в качестве пленника, а когда он поднялся на борт корабля, освободил его, дав ему 600 двухколонок. 17 мая в Германштадте его узнал молдаванин, который исчез, а затем отправился в Вену доносить на Ипсилантиса. Это послужило причиной изменения маршрута Ипсиланти: из Германштадта она направилась в Триест через Темесвар, Эссинг-Карлстад и Фиуме. Эту информацию упоминает Иоаннис Филимон в своих работах « О филическом обществе» и « О греческой революции».
У Ипсилантиса было два припаса, как тогда их называли, а именно два паспорта, один русский и один немецкий. Австрийские власти разрешили Ипсилантису уехать в Грецию, поскольку, по их расчетам, таким образом они получат лучшее доказательство причастности России к беспорядкам в Османской империи.
Путешествие началось из Кишинева 30 апреля и прибывает в Триест 4 июня. Оттуда они уехали 7 июня якобы в Одессу, но, наконец, на Гидру, куда прибыли 8/20 июня. Ипсилантис ушел под именем Афанасиос Стостопопулос и имел флаг Филики с пальмой и словами «Свобода или смерть», доверенности своего брата, назначавшие его «Пленумом Генерального комиссара Власти», печатный станок и 300 000 гроссии, которые они пришли от сбора средств между греками и европейскими филэллинами. Ему было тогда 27 лет, худощавый и довольно лысый, с едва ли мужской манерой поведения, но «мужским сердцем», как говорит Филимон, 12 июня он издает свою первую прокламацию. С его помощью он стремится вербовать и снабжать. 19 июня он высаживается в Астросе, а через два дня отправляется в Вербайну, чтобы встретиться с отборочными. Уже у Астроса первый дискомфорт по отношению к его персоне проявился из-за его симпатии к Папафлессе, Колокотрони и Анагностаре.