Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Γουίλιαμ Μπάροουζ

 

2 Αυγούστου 1997  πέθανε: Γουίλιαμ Μπάροουζ Αμερικανός συγγραφέας

O Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ ΙΙ (William Seward Burroughs II, 5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997) ήταν Aμερικανός συγγραφέας, ζωγράφος και σεναριογράφος. Το περισσότερο έργο του είναι αυτοβιογραφικό, βασιζόμενο στις προσωπικές του εμπειρίες από τον εθισμό του στο όπιο, γεγονός που σημάδεψε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του. Καθοριστική παρουσία της Μπητ γενιάς, ήταν ένας αβάν-γκαρντ συγγραφέας που επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα αλλά και τη λογοτεχνία. Το 1984 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.

Ο Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 και ήταν ο νεώτερος από τους δύο γιους του Μόρτιμερ Π. Μπάροουζ και της Λάουρα Χάμμον Λι. Ο παππούς του ίδρυσε εταιρεία με καινοτόμους αριθμητικούς υπολογιστές που είχε εφεύρει ο ίδιος. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερέα και ο πατέρας του είχε κατάστημα με αντίκες και είδη δώρου.

Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Τζον Μπάροουζ, στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Εκεί έγραψε το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο "προσωπικός μαγνητισμός", το οποίο εκδόθηκε στην εφημερίδα του σχολείου το 1929. Μετά γράφτηκε στο σχολείο Λος Άλαμος Ραντς, στο Νέο Μεξικό, το οποίο ήταν πιεστικό γι' αυτόν. Ήταν ένα σχολείο για πλούσιους όπου «οι ανώριμοι γιοί των πλουσίων μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ευγενείς κύριους». Εκεί ένιωσε ερωτική επιθυμία για ένα συμφοιτητή του και κράτησε κρυφό ημερολόγιο για το γεγονός το οποίο απέκρυψε, σε όλη την εφηβεία του αλλά και ως ενήλικος, μέχρι την έκδοση του βιβλίου Γυμνό Γεύμα, με το οποίο θεωρήθηκε από το κοινό ομοφυλόφιλος συγγραφέας. Τελικά αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω ενός καυγά με συμμαθητή του.

Μάχη των Καννών.



2 Αυγούστου 216 π.Χ. :
Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος: Μάχη των Καννών. Ο καρχηδονιακός στρατός με επικεφαλής τον Αννίβα νικά τον αριθμητικά ανώτερο ρωμαϊκό στρατό.

Η Μάχη των Καννών (λατ. Cannensis pugna, ιτα. Battaglia di Canne, γαλλ. Bataille de Cannes, ισπ. Batalla de Cannas), σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μάχες του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου και διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π. Χ., στις Κάννες της περιφέρειας Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία. Ο στρατός της Καρχηδόνας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αννίβα Βάρκα νίκησε σε αποφασιστική σύγκρουση τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία των υπάτων Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου και Γάιου Τερέντιου Βάρρωνος. Θεωρείται μια από τις πιο ένδοξες μάχες εκείνης της περιόδου, καθώς αποτελεί και τη δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία (μετά τη ήττα στο Αραούζιο (Οράγγη) το 105 π. Χ).

Μετά από τις ήττες στη μάχη του ποταμού Τρεβία και στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης (λατ. Thrasymenne ή Trasimenne), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μετωπικά τον Αννίβα στις Κάννες, έχοντας στη διάθεσή τους συνολικά 87.000 στρατιώτες. Το ρωμαϊκό πεζικό στη μάχη είχε βαθύτερο σχηματισμό από ό,τι συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και ο Αννίβας αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας την τακτική της διπλής υπερκέρασης. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του ρωμαϊκού στρατού στη μάχη, καθώς επίσης και την υποταγή μερικών σύμμαχων της Ρώμης στον Αννίβα.

2 août 216 avant JC : Seconde guerre carthaginoise : Bataille de Cannae. L'armée carthaginoise dirigée par Hannibal bat l'armée romaine numériquement supérieure. La bataille de Cannes (latin Cannensis pugna, italien Battaglia di Canne, français Bataille de Cannes, espagnol Batalla de Cannas), selon les historiens modernes, est l'une des batailles les plus importantes de la Seconde Guerre carthaginoise et s'est déroulée le 2 août 216 av. , à Cannes dans la région des Pouilles, dans le sud-est de l'Italie. L'armée de Carthage, sous la direction du général Hannibal Varkas, a vaincu dans un conflit décisif l'armée numériquement plus importante de la République romaine, sous la direction des généraux Leucius Aemilius Paulus et Gaius Terentius Varronus. Elle est considérée comme l'une des batailles les plus glorieuses de cette période, car c'est aussi la deuxième plus grande défaite des Romains dans leur histoire militaire (après la défaite d'Arauzio (Orange) en 105 avant JC). Après les défaites à la bataille de la rivière Trebia et à la bataille du lac Trasimenne (lat. Thrasymenne ou Trasimenne), les Romains ont décidé d'affronter Hannibal de front à Cannae, avec un total de 87 000 soldats à leur disposition. L'infanterie romaine dans la bataille était en formation plus profonde que ce qui était courant à l'époque, et Hannibal décida de les engager en utilisant la tactique du double superhorn. Cette tactique a entraîné la décimation de l'armée romaine au combat, ainsi que la soumission de certains des alliés de Rome à Hannibal.

2 agosto 216 a.C : Seconda Guerra Cartaginese: Battaglia di Canne. L'esercito cartaginese guidato da Annibale sconfigge l'esercito romano numericamente superiore. La battaglia di Cannes (latino Cannensis pugna, italiano Battaglia di Canne, francese Bataille de Cannes, spagnolo Batalla de Cannas), secondo gli storici moderni, è una delle battaglie più importanti della seconda guerra cartaginese e fu combattuta il 2 agosto 216 a.C. , a Cannes nella regione Puglia, nell'Italia sudorientale. L'esercito di Cartagine, sotto la guida del generale Annibale Varkas, sconfisse in un conflitto decisivo l'esercito numericamente più grande della Repubblica Romana, sotto la guida dei generali Leucio Emilio Paolo e Gaio Terenzio Varrone. È considerata una delle battaglie più gloriose dell'epoca, in quanto è anche la seconda più grande sconfitta dei Romani nella loro storia militare (dopo quella di Arauzio (Arancione) nel 105 aC). Dopo le sconfitte nella battaglia del fiume Trebia e nella battaglia del lago Trasimeno (lat. Thrasymenne o Trasienne), i romani decisero di affrontare Annibale frontalmente a Canne, avendo a disposizione un totale di 87.000 soldati. La fanteria romana nella battaglia era in formazione più profonda di quella comune all'epoca e Annibale decise di ingaggiarla usando la tattica del doppio supercorno. Questa tattica portò alla decimazione dell'esercito romano in battaglia, nonché alla sottomissione di alcuni alleati di Roma ad Annibale. 

Ιζαμπέλ Αλιέντε Γιόνα


Η Ιζαμπέλ Αλιέντε Γιόνα (Ισπανικά: Isabel Allende Llona, προφέρεται: [isaˈβel aˈʝende] (γενν. Λίμα, Περού, 2 Αυγούστου 1942) είναι Χιλιανή μυθιστοριογράφος. Η Αλιέντε αποτελεί μια από τις πρώτες λατινοαμερικανίδες συγγραφείς που γνώρισαν διεθνή επιτυχία. Είναι διάσημη για την προσφορά της στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και τα μυθιστορήματα «Το Σπίτι των Πνευμάτων» (1982) και «Η Πόλη των Θηρίων» (2002). Τα μυθιστορήματά της συχνά περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έμφαση στη γυναικεία οπτική, αναμειγνύοντας μύθο και ρεαλισμό.

Είναι ανιψιά του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον θείο της, πήρε το δρόμο της εξορίας και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου και εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

Έργα της έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από 51 εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει κάνει πολλές διαλέξεις και μεγάλες περιοδείες προώθησης των βιβλίων της, ενώ έχει διδάξει σε δέκα κολέγια των Η.Π.Α. Τον Σεπτέμβριο του 2010 της απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της χώρας της. Το 2012 της απονεμήθηκε επίσης το Λογοτεχνικό βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Έχοντας λάβει την αμερικανική υπηκοότητα το 2003, σήμερα διαμένει με τον σύζυγό της στην Καλιφόρνια. 

Isabel Allende Llona (en español: Isabel Allende Llona, ​​pronunciado: [isaˈβel aˈʝende] (nacida en Lima, Perú, 2 de agosto de 1942) es una novelista chilena. Allende es una de las primeras escritoras latinoamericanas en alcanzar el éxito internacional. famosa por su contribución a la literatura latinoamericana y las novelas La casa de los espíritus (1982) y La ciudad de las bestias (2002). Sus novelas suelen contener elementos autobiográficos, con énfasis en la perspectiva femenina, mezclando mito y realismo. Es sobrina del presidente Salvador Allende. Luego del golpe militar que derrocó a su tío, se exilió y se instaló con su familia en Caracas, Venezuela, donde trabajó como periodista. Sus obras han sido traducidas a 30 idiomas y han vendido más de 51 millones de copias. Ha dado numerosas conferencias y realizado numerosas giras para promocionar sus libros, y ha enseñado en diez universidades de los EE. UU. En septiembre de 2010 recibió el Premio Nacional de Literatura de su país. En 2012 también recibió el Premio Literario Hans Christian Andersen. Habiendo recibido la ciudadanía estadounidense en 2003, actualmente reside con su esposo en California.

Εξέγερση του Ίλιντεν

 

Χάρτης των Βαλκανίων μετά τη συνθήκη του Βερολίνου (1878).
Η Εξέγερση του Ίλιντεν (πλήρης ονομασία στα βουλγαρικά: Илинденско-Преображенско въстание: Εξέγερση του Προφήτη Ηλία-Μεταμορφώσεως) ήταν μία επανάσταση σλαβοφώνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από την αυτονομιστική οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση το 1903. Το όνομα της εξέγερσης αναφέρεται στο Ίλιντεν (Илинден), όπως αποκαλούν οι Σλαβομακεδόνες και οι Βούλγαροι την ημέρα εορτής του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/2 Αυγούστου) και στο Πρεομπραζένιε (Преображение), το οποίο σημαίνει την ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/19 Αυγούστου).

Η εξέγερση στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, κυρίως στα κεντρικά και νοτιοδυτικά τμήματα του από τους Βούλγαρους των αγροτικών περιοχών και υποστηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό και από τους βλάχους της περιοχής. Μια προσωρινή κυβέρνηση σχηματίστηκε στο Κρούσοβο, όπου οι αντάρτες κήρυξαν τη Δημοκρατία του Κρουσόβου υπό την ηγεσία του δάσκαλου Νίκολα Κάρεφ, η οποία καταλύθηκε μετά από δέκα ημέρες, στις 12 Αυγούστου. Στις 19 Αυγούστου, οι Βούλγαροι χωρικοί, διοργάνωσαν μια συνδεδεμένη εξέγερση στο βιλαέτι της Αδριανούπολης, που οδήγησε στην απελευθέρωση μιας μεγάλης περιοχής στα βουνά της Στράντζας στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών και στη δημιουργία μιας προσωρινής κυβέρνησης στην πόλη Βασιλικό, τη Δημοκρατία της Στράντζας. Αυτή διήρκεσε περίπου είκοσι μέρες πριν καταλυθεί από τους Οθωμανούς.

Σήμερα αυτή η εξέγερση γιορτάζεται στην Βουλγαρία και στη Βόρεια Μακεδονία.

/////////////

Карта на Балканите след Берлинския договор (1878). Илинденското въстание (пълно име на български: Илинденско-Преображенско въстание: Въстание на пророк Илия-Преображение) е славяноезично въстание срещу Османската империя, организирано и проведено от сепаратистката организация Вътрешна македонска революционна организация през 1903 г. Името на въстанието се отнася за Илинден (Илинден), както славяно-македонците и българите наричат ​​празника на пророк Илия (20 юли по Юлианския календар/2 август) и Преображението (Преображение Господне), което означава празникът Преображение Господне. (6 август по Юлианския календар/19 август). Бунтът в по-широкия регион на Македония се провежда във вилает Монастири, главно в централната и югозападната му част от българите от селските райони и е подкрепен до известна степен от власите от региона. В Хрушчов е сформирано временно правителство, където бунтовниците провъзгласяват Хрушчовата република под ръководството на учителя Никола Кареф, която е свалена след десет дни, на 12 август. На 19 август българските селяни организират свързано въстание в Одринския вилает, което води до освобождаването на голяма област в Странджа планина в района на Четиридесетте черкви и установяването на временно правителство в град Василико, република Странджа. Това продължи около двадесет дни, преди да бъде разрушен от османците. Днес това въстание се отбелязва в България и Северна Македония.

Αριστόβουλος Μάνεσης

 

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης (Αργοστόλι, 1922 - Αθήνα, 2 Αυγούστου 2000) ήταν διαπρεπής Έλληνας πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και νομικός. Γεννήθηκε το 1922 στο Αργοστόλι και σπούδασε νομικά στη νομική σχολή του Αριστοτελείου πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη. Μετεκπαιδεύτηκε στο δημόσιο δίκαιο στα πανεπιστήμια της Αμιέν της Γαλλίας και στη Χαϊδελβέργη. Το 1953 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου στο οποίο και σταδιοδρόμησε ως υφηγητής (1957). Το 1961 εκλέχθηκε έκτακτος καθηγητής και τέσσερα χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στην έδρα του συνταγματικού δικαίου.

Στη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας αντιστάθηκε και εντάχθηκε από τους πρώτους στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» στη Θεσσαλονίκη. Η δράση του επέφερε τη δίωξή του από το καθεστώς και από το Πανεπιστήμιο (1968) και τον εκτοπισμό του για ένα διάστημα στο Λιδωρίκι. Στη συνέχεια αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία (1970 – 1974), όπου δίδαξε Δημόσιο Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης. Στο πανεπιστήμιο αυτό αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ το 1981. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και την μεταπολίτευση επέστρεψε και δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης της οποίας διετέλεσε κοσμήτορας κατά τη διετία 1974 - 1975. Δίδαξε ως μετακλητός καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, της οποίας διετέλεσε και κοσμήτορας κατά τα έτη 1982-1983 και 1987-1988. Δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο και στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου (1964-1966 και 1975-1978) και στην έδρα του πανεπιστημίου Αθηνών (εξελέγη τακτικός καθηγητής το 1980). 

Aristovoulos Manesis (Argostoli, 1922 - Athens, August 2, 2000) was a distinguished Greek academic, academic and jurist. He was born in 1922 in Argostoli and studied law at the law school of Aristotle University in Thessaloniki. He was retrained in public law at the universities of Amiens, France, and Heidelberg. In 1953 he was awarded a doctorate in Constitutional Law at the Aristotle Law School where he worked as a lecturer (1957). In 1961 he was elected extraordinary professor and four years later full professor at the chair of constitutional law. During the April Dictatorship he resisted and was one of the first to join the anti-dictatorship organization "Democratic Defense" in Thessaloniki. His action led to his persecution by the regime and the University (1968) and his displacement for a time to Lidoriki. He then went into exile in France (1970 – 1974), where he taught Public Law at the University of Amiens. In this university, he was awarded an honorary doctorate in 1981. After the restoration of democracy in Greece and the post-colonialism, he returned and taught Constitutional Law at the Thessaloniki Law School of which he was dean during the two years 1974 - 1975. He taught as a visiting professor at the Athens Law School, of which he was dean in the years 1982-1983 and 1987-1988. He also taught Constitutional Law at the High School of War (1964-1966 and 1975-1978) and at the headquarters of the University of Athens (he was elected full professor in 1980).

Ο Πόλεμος του Κόλπου

Operation Desert Storm.jpg

 Ο Πόλεμος του Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 - 28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν πολεμική σύρραξη μεταξύ διεθνούς συμμαχίας από τουλάχιστον 31 κράτη υπό την καθοδήγηση των Η.Π.Α. και την εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. κατά του Ιράκ, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ.


Ο πόλεμος αυτός είναι γνωστός και με ποικίλα άλλα ονόματα, ανάλογα με την πολιτική και ιστορική θέση διαφόρων ομάδων αναφοράς όπως: Πόλεμος του Κόλπου, Πόλεμος του Περσικού Κόλπου, Πόλεμος του Κόλπου 1990, Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου, Δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου (για το Ιράκ και το Ιράν), Απελευθέρωση του Κουβέιτ, Ο Πόλεμος για το Κουβέιτ, Η μητέρα όλων των Μαχών, Καταιγίδα της Ερήμου, θεωρούμενα ως τα πιο γνωστά ονόματα.

Ο Πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή του Ιράκ στις 2 Αυγούστου 1990, με την δικαιολογία ότι το Κουβέιτ κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και έτσι «κλέβει» ιρακινό πετρέλαιο. Αμέσως μετά την εισβολή υποβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις από τον Ο.Η.Ε. και τελικώς οι εχθροπραξίες άρχισαν τον Ιανουάριο του 1991, οι οποίες και κατέληξαν στην ολοκληρωτική νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.

Λίντα Άλμα


2 Αυγούστου 1999  πέθανε: Λίντα Άλμα Ελληνίδα χορεύτρια και ηθοποιός

Η Λίντα Άλμα (πραγματικό όνομα: Ελένη Μαλιούφα, 1926 - 2 Αυγούστου 1999) ήταν Ελληνίδα χορεύτρια και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν μωρό και τα οικογενειακά χρέη ανέλαβε πλήρως η μητέρα της, φροντίζοντας για τις δύο κόρες της οι οποίες παραδόξως στράφηκαν και οι δυο από νωρίς σε καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Η νεαρή Ελένη επέλεξε το χορό, φροντίζοντας να παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή κλασικού χορού Μαριάνοβ (θα ακολουθούσαν αργότερα σπουδές στη σχολή Πρεομπραζένσκα στο Παρίσι και Γιασβίνσκι και Κέιτον των ΗΠΑ). Η αδελφή της Ιώ επέλεξε αντίστοιχα την υποκριτική, αρχίζοντας την καριέρα της από τη Μάντρα του Αττίκ ως Κίττυ Άλμα, αφού αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο θέλησε να της δώσει ο ίδιος ο Αττίκ. Η πορεία της Κίττυ στο θέατρο θα τελείωνε για οικογενειακούς λόγους νωρίς, το ψευδώνυμο όμως θα το «δανειζόταν» η Ελένη, ακολουθώντας το δικό της καλλιτεχνικό δρόμο ως Λίντα Άλμα.

Στο «Aλκαζάρ»

Το ντεμπούτο της η Λίντα Αλμα το έκανε επί Κατοχής, το 1943, ως χορεύτρια στο βαριετέ του Λάσκου, στο «Αλκαζάρ», χάρη στον Απόλλωνα Γαβριηλίδη. Εκείνος ήταν που την είχε ανακαλύψει βλέποντάς την να χορεύει στη σχολή Μαριάνοβ. Σταθμός στην 30χρονη καριέρα της ήταν, όμως, αναμφισβήτητα η γνωριμία της με τον Γιάννη Φλερύ. Γνωστός χορογράφος και χορευτής εκείνος αποτελούσε καλλιτεχνικό ντουέτο με την Μπέλα Σμάρω. Η τελευταία είχε κάποιο ατύχημα κι έτσι ο Φλερύ άρχισε να ψάχνει για αντικαταστάτρια. «Ο Μίμης Κοκκίνης, ο κωμικός», διηγείτο η ίδια η Αλμα στον Δημήτρη Γκιώνη για τη γνωριμία της με τον Φλερύ, «είχε έρθει ένα βράδυ στο βαριετέ "Παναθήναια" όπου χόρευα. Εκανα ένα ντουέτο με την αδελφή μου. Του άρεσα και είπε στον Γιάννη να έρθει να με δει. Ηρθε κι από τότε δεν χωρίσαμε για 28 ολόκληρα χρόνια».

Μαζί θα τους έβλεπε και η Εντίτ Πιάφ που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1946 για να εμφανιστεί 15 ημέρες στο κέντρο «Μαϊάμι», όπου χόρευε και το ντουέτο Φλερύ-Αλμα. Η Πιαφ τους είδε, ενθουσιάστηκε και τους προσκάλεσε να την ακολουθήσουν σε μία μεγάλη τουρνέ. Τον ίδιο χρόνο, πράγματι, το χορευτικό ζεύγος έκανε το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στο θέατρο «Ετουάλ» του Παρισιού, κοντά στην Πιαφ. Ακολούθησαν 5 υπέροχα χρόνια περιοδειών σε όλα τα μέρη του κόσμου. Σ' αυτά τα 5 δημιουργικότερα χρόνια της ζωής της η Αλμα και ο Φλερύ γνωρίστηκαν και συνεργάστηκαν και με τον Αζναβούρ, τον Ιβ Μοντάν, τον Ζακ Μπρελ, τον Μπουρβίλ και τον Αμερικανό τηλεοπτικό αστέρα Εντ Σάλιβαν.

Το 1952 το καλλιτεχνικό ζεύγος επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε όλα τα μεγάλα μουσικά θέατρα στην Αθήνα και την επαρχία. Παράλληλα εμφανίζονται και σε ταινίες, όπως «Χαρούμενο Ξεκίνημα», «Στουρνάρα 288», «Πώς περνούν οι παντρεμένοι», «Δυο χιλιάδες ναύτες κι ένα κορίτσι» κ.ά.
Η σχέση της με τον Κατράκη

Αν η γνωριμία της με τον Φλερύ και αυτή με την Πιαφ ήταν οι δύο μεγαλύτεροι καλλιτεχνικοί σταθμοί στην καριέρα της, η γνωριμία της το 1955 με τον Μάνο Κατράκη ήταν ασφαλώς ο μεγαλύτερος σταθμός της προσωπικής της ζωής. Γι' αυτή την γνωριμία η ίδια είχε διηγηθεί στον Δημήτρη Γκιώνη: «Τον γνώρισα όταν ίδρυε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, στο Πεδίο του Άρεως. Τον γνώρισα βλέποντας μια παράστασή του. (...) Δεν τον είχα ξαναδεί στο θέατρο. Έπαιζε στο Θέατρο Αθηνών το "Τέλος του ταξιδιού" του Σέριφ, μαζί με τον Κωνσταντάρα, που τον ήξερα πολύ καλά. "Ελα να δεις αυτή την παράσταση", μου είπε. Εκεί τον πρωτοείδα. Μ' εντυπωσίασε πολύ και σαν ηθοποιός και σαν παρουσία και θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Με τα πρώτα λόγια που μου είπε, σαν να χτύπησε η καρδιά μου. Ήταν κάτι καινούργιο για μένα - κι ας είχα γνωρίσει με την Πιαφ τόσους μεγάλους. Έτσι αρχίσαμε...».

Έτσι άρχισε μια ιστορία που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια, με σκαμπανεβάσματα αλλά και με μεγάλη αγάπη και από τις δύο πλευρές, αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους το 1979. «Εγώ από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο», θυμόταν η ίδια στη συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» το 1985, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κατράκη, «άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή. Ως τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένα παιδί. Είχα βέβαια αγωνιστεί πολύ, είχα μάθει πολλά, αλλά όχι στο επίπεδο που με έμαθε ο Μάνος: να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη δουλειά μου, αυτά που κάνω να έχουν κάποιο σκοπό. Το χρέος που είχα απέναντι στον εαυτό μου και στη δουλειά μου, αυτός μου τα 'μαθε».

Ο Κατράκης σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στον Αλέξη Κομνηνό (συνεντεύξεις που μετά το θάνατο του ηθοποιού βγήκαν σε βιβλίο) αποκαλούσε την Άλμα «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πρόσθετε δε ότι ο ίδιος της έδωσε μάλλον πίκρες. Ίσως γιατί, όπως η ίδια εξηγούσε αργότερα, «πίστευε ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω μια καλύτερη ζωή. Γιατί μαζί του στερήθηκα πολλά πράγματα κι αυτό τον ενοχλούσε. Πίστευε ότι θα μπορούσα να έχω μια καλύτερη καριέρα. Πίστευε πολύ σε μένα, σαν χορεύτρια...».

Η Άλμα θα ταυτιζόταν μαζί του και θα έφτανε η στιγμή που θα συμμεριζόταν και τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, για τις οποίες, όπως είναι γνωστό, ο Κατράκης είχε «ταλαιπωρηθεί» ιδιαίτερα. «Συμμεριζόμουν ό,τι κι αν έκανε, γιατί ήξερα ότι δεν το έκανε από υστεροβουλία. Ήταν ένας ιδεολόγος...», έλεγε εκείνη για το σύντροφό της.

Με προσωπικό κόπο η ίδια μετά το θάνατό του οργάνωσε το αρχείο του. Μία από τις τελευταίες της έγνοιες ήταν μάλιστα η αξιοποίηση όλου αυτού του θεατρικού υλικού που άφησε ο Μάνος Κατράκης (σκηνικά, κοστούμια, αφίσες, μαγνητοταινίες κι άλλα αντικείμενα από τις θεατρικές του παραστάσεις). Κοντά της μέχρι το τέλος η αδερφή της, Ιώ Θεοφίλου και ο ανιψιός της Δημήτρης Θεοφίλου, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Στάδιον», όπου και έμενε η Λίντα Άλμα. Απεβίωσε ξεχασμένη τον Αύγουστο του 1999. Κηδεύτηκε στον ίδιο τάφο με τον Κατράκη, στο Α΄ Νεκροταφείο.

August 2, 1999 died: Linda Alma Greek dancer and actress Linda Alma (real name: Eleni Malioufa, 1926 - August 2, 1999) was a Greek dancer and theater and film actress. He was born in Athens. Her father died when she was a baby and the family debts were fully taken over by her mother, taking care of her two daughters who surprisingly both turned to artistic professions at an early age. Young Eleni chose dance, making sure to attend classes at the Marianov School of Classical Dance (later to be followed by studies at the Preobrazhenska School in Paris and Yasvinsky and Cato in the US). Her sister Io accordingly chose acting, starting her career in Atticus' Mantra as Kitty Alma, after this stage name Atticus himself wanted to give her. Kitty's career in the theater would end early for family reasons, but the nickname would be "borrowed" by Eleni, following her own artistic path as Linda Alma. In "Alcazar" Linda Alma made her debut during the Occupation, in 1943, as a dancer in Laskos' variety show, "Alcazar", thanks to Apollos Gavrielides. He was the one who had discovered her by watching her dance at the Marianov school. A milestone in her 30-year career was, however, undoubtedly her meeting with Yiannis Fleury. A well-known choreographer and dancer, he formed an artistic duo with Bela Smaro. The latter had an accident, so Fleury started looking for a replacement. "Mimis Kokkinis, the comedian," Alma herself told Dimitris Gionis about her acquaintance with Fleury, "had come one night to the variety show "Panathinaia" where I was dancing. I did a duet with my sister. He liked me and told John to come see me. He came and since then we haven't parted for 28 whole years." Edith Piaf, who had come to Greece in 1946 to perform for 15 days at the "Miami" center, where the Fleury-Alma duet also danced, would see them together. Piaf saw them, got excited and invited them to follow her on a grand tour. In the same year, indeed, the dancing couple made their European debut at the Etoile theater in Paris, near Piaf. 5 wonderful years of touring all over the world followed. In these 5 most creative years of her life, Alma and Fleury also met and collaborated with Aznavour, Yves Montand, Jacques Brel, Bourville and the American television star Ed Sullivan. In 1952 the artistic couple returned to Greece and continued their performances in all the major musical theaters in Athens and the countryside. At the same time, they also appear in films, such as "Happy Beginning", "Stournara 288", "How married people spend", "Two thousand sailors and a girl" etc. Her relationship with Katrakis If her meeting with Fleury and that with Piaf were the two biggest artistic milestones in her career, her meeting in 1955 with Manos Katrakis was certainly the biggest milestone in her personal life. About this acquaintance she had told Dimitris Gionis: "I met him when he founded the Hellenic People's Theatre, in the Field of Mars. I met him by watching one of his performances. (...) I had never seen him in the theater before. He was playing in the Athens Theater "The End of the Journey" by Serif, together with Konstandaras, whom I knew very well. "Come see this show," he told me. That's where I first saw him. He impressed me a lot both as an actor and as a presence and I wanted to meet him in person. With the first words he said to me, as if my heart beat. It was something new for me - even though I had met so many adults with Piaf. That's how we started..." Thus began a story that lasted a full 30 years, with ups and downs but also with great love from both sides, a love that was sealed with their marriage in 1979. "Me from the moment I met Manos", she recalled in her interview in "Eleftherotypia" in 1985, a year after the death of Katrakis, "I began to understand life differently. Until then I can say that I was a child. Of course, I had fought a lot, I had learned a lot, but not at the level that Manos taught me: to defend my life and my work, that what I do has a purpose. The debt I had towards myself and my work, he taught me." Katrakis in one of the interviews he gave to Alexis Komnenos (interviews that were published in a book after the actor's death) called Alma "mother, father, lover, wife, girlfriend, servant, master but also victim". He added that he himself gave her rather bitterness. Perhaps because, as she explained later, “she believed that I could lead a better life. Because with him I was deprived of many things and that bothered him. He thought I could have a better career. She believed in me a lot, as a dancer..." Alma would identify with him and the moment would come when she would also share the left ones his political beliefs, for which, as is known, Katrakis had "suffered" particularly. “I shared whatever he was doing, because I knew he wasn't doing it on the spur of the moment. He was an ideologue...", she said of her partner. With personal effort she organized his archive after his death. In fact, one of her last concerns was the utilization of all the theatrical material left by Manos Katrakis (sets, costumes, posters, tapes and other items from his theatrical performances). Her sister, Io Theofilou, and her nephew Dimitris Theofilou, owner of the "Stadium" hotel, where Linda Alma lived, were by her side until the end. She passed away forgotten in August 1999. She was buried in the same grave as Katrakis, in the 1st Cemetery.

«Μύτικας» 2/8/1913

 

Ο Φρεντερίκ Μπουασονά στην πρώτη επιτυχή ανάβαση στην κορυφή του Ολύμπου
Trending

Στο διάβα των αιώνων πολλές απόπειρες έγιναν για την κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου, του Μύτικα (2.918 μ.), αλλά αυτές μόλις το 1913 ευοδώθηκαν.

Ίσως να έπαιξε αποτρεπτικό ρόλο το γεγονός ότι πολλοί και γνωστοί λήσταρχοι (Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Λιόλιος) ζούσαν και δρούσαν στο Βουνό των Θεών.

Πάντως, μέχρι τον Οκτώβριο του 1912 το μεγαλύτερο μέρος του βουνού και η κορυφή του Μύτικα ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η ιστορία αναφέρει τον Άγιο Διονύσιο ως τον πρώτο σύγχρονο εξερευνητή και οδοιπόρο του Ολύμπου, στις αρχές του 16ου αιώνα.

Τον τίτλο διεκδικεί και ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ ο Κυνηγός, σύμφωνα με άλλους ιστορικούς.

Τον Ιούλιο του 1780 ο γάλλος αξιωματικός του ναυτικού Σονινί προσπάθησε ανεπιτυχώς να φθάσει στις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου.

Από τότε οι προσπάθειες ήταν συνεχείς, μέχρι τις 2 Αυγούστου 1913, όταν δύο Ελβετοί, ο Φρεντ Μπουασονά και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί, με οδηγό τον ντόπιο κυνηγό Χρήστο Κάκκαλο, πάτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα.

Ο Φρεντ Μπουασονά (1858-1946) ήταν πολύ γνωστός φωτογράφος με έδρα τη Γενεύη.

Με το φακό του αποτύπωσε την Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα, μέσα από μια συλλογή 7.000 φωτογραφιών.

Ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί (1870-1958) ήταν ποιητής και ζωγράφος, πατέρας του ελληνιστή μουσικολόγου Σαμιέλ Μπο-Μποβί.

Οι τρεις ορειβάτες ξεκίνησαν την προσπάθειά τους στις 29 Ιουλίου 1913, ακολουθώντας την κλασική διαδρομή προς το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία.

Στις 30 Ιουλίου έφθασαν στον προορισμό τους και αντίκρισαν τον Μύτικα, αλλά αποφάσισαν να επιστρέψουν στη βάση τους, επειδή είχε αρχίσει να νυχτώνει.

Την επομένη, έχοντας πάρει το δρόμο της επιστροφής, το μετάνιωσαν και αποφάσισαν να επιχειρήσουν το μεγάλο κατόρθωμα.

Πέρασαν τη νύχτα μέσα σε θύελλα και την 1η Αυγούστου έφθασαν σε μια καλύβα στον Μαυρόλογγο, όπου διανυκτέρευσαν.

Τα χαράματα της 2ας Αυγούστου ξεκίνησαν την τελική τους προσπάθεια και μέσα σε ομίχλη έφθασαν στις 9 το πρωί σε μια κορυφή, την οποία θεώρησαν την πιο ψηλή.

Τη βάφτισαν Κορυφή της Νίκης προς τιμήν της Μάχης του Σαρανταπόρου (5 Οκτωβρίου 1912), και σε μια πρόχειρη κατασκευή τοποθέτησαν τις κάρτες τους και την ελβετική σημαία.

Έξαφνα, η ομίχλη διαλύθηκε και ανακάλυψαν ότι η πραγματική κορυφή βρισκόταν ακόμη πιο ψηλά.

Η επιμονή του Χρήστου Κάκκαλου, ο οποίος αναρριχήθηκε ξυπόλυτος, οδήγησε τους ορειβάτες στις 10:25 το πρωί στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν και άλλοι ορειβάτες έγραψαν το όνομά τους στο πάνθεον των κατακτητών του Μύτικα:

Γιώργος Κωνσταντάκος, πρώτη μοναχική ανάβαση (20 Ιουλίου 1920).

Τασία Αποστολοπούλου και Έφη Νομίδη – Μαρκεζίνη από την Αθήνα, πρώτη ανάβαση από γυναίκες με οδηγό τον Χρήστο Κάκκαλο (20 Ιουλίου 1920).

Ζορζ Ντοριέ, Ηρακλής Ιωαννίδης και Κώστας Νάτσης, πρώτη χειμερινή ανάβαση (20 Μαρτίου 1931).

Άννα Πετροχείλου, πρώτη χειμερινή ανάβαση γυναίκας (27 Δεκεμβρίου 1953).

Ο Χρήστος Κάκκαλος (1879-1976) συνέχισε τις αναβάσεις έως το 1972.

Προς τιμήν του ένα καταφύγιο στον Όλυμπο, σε υψόμετρο 2.660, φέρει το όνομά του.

(Πηγή πληροφοριών: sansimera.gr)

//////////

Frédéric Boisson sur la première ascension réussie au sommet de l'Olympe Tendance Au fil des siècles, de nombreuses tentatives ont été faites pour conquérir le plus haut sommet de l'Olympe, Mytikas (2 918 m.), mais celles-ci n'ont réussi qu'en 1913. Peut-être que le fait que de nombreux bandits bien connus (Jagoulas, Babanis, Liolios) vivaient et opéraient dans la Montagne des Dieux a joué un rôle dissuasif. Cependant, jusqu'en octobre 1912, la majeure partie de la montagne et le sommet de Mytikas appartenaient à l'Empire ottoman. L'histoire mentionne Saint Dionysios comme le premier explorateur et randonneur moderne de l'Olympe, au début du XVIe siècle. Le titre est également revendiqué par le sultan Mehmet IV le Chasseur, selon d'autres historiens. En juillet 1780, l'officier de marine français Sonini tenta sans succès d'atteindre les plus hauts sommets de l'Olympe. Depuis lors, les efforts ont été continus, jusqu'au 2 août 1913, lorsque deux Suisses, Fred Boissonnat et Daniel Beau-Bovy, menés par le chasseur local Christos Kakkalos, ont posé le pied sur le plus haut sommet de l'Olympe, Mytikas. Fred Boisson (1858-1946) était un photographe bien connu basé à Genève. Avec son objectif, il a capturé la Grèce du début du XXe siècle, à travers une collection de 7 000 photographies. Daniel Beau-Bovi (1870-1958) était poète et peintre, père du musicologue hellénistique Samiel Beau-Bovi. Les trois alpinistes ont commencé leur tentative le 29 juillet 1913, en suivant la route classique vers la chapelle du Prophète Elias. Le 30 juillet, ils atteignirent leur destination et aperçurent Myticas, mais décidèrent de retourner à leur base car il commençait à faire nuit. Le lendemain, ayant repris le chemin du retour, ils le regrettent et décident de tenter le grand exploit. Ils passèrent la nuit dans une tempête et le 1er août, ils atteignirent une hutte à Mavrolongos, où ils passèrent la nuit. A l'aube du 2 août, ils commencèrent leur ultime effort, et dans le brouillard ils atteignirent à 9 heures du matin un sommet qu'ils considéraient comme le plus haut. Ils l'ont baptisé Victory Peak en l'honneur de la bataille de Sarandaporos (5 octobre 1912) et ont placé leurs cartes et le drapeau suisse sur une structure de fortune. Soudain, la brume s'est dissipée et ils ont découvert que le vrai pic était encore plus haut. La persévérance de Christos Kakkalos, qui a grimpé pieds nus, a conduit les grimpeurs au plus haut sommet de l'Olympe, Mytikas, à 10h25 du matin. Dans les années qui ont suivi, d'autres grimpeurs ont inscrit leur nom au panthéon des conquérants de Mytikas : George Konstantakos, première ascension en solo (20 juillet 1920). Tasia Apostolopoulou et Efi Nomidi - Marquezini d'Athènes, première ascension féminine avec le guide Christos Kakkalos (20 juillet 1920). Georges Dorier, Iraklis Ioannidis et Kostas Natsis, première ascension hivernale (20 mars 1931). Anna Petroheilou, première ascension hivernale d'une femme (27 décembre 1953). Christos Kakkalos (1879-1976) a continué à grimper jusqu'en 1972. En son honneur, un refuge sur le mont Olympe, à 2660 d'altitude, porte son nom. (Source de l'information : sansimera.gr)

Αλεξάντερ Γκρέιαμ Μπελ



2 Αυγούστου 1922 πέθανε: Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ Σκωτσέζος επιστήμονας

Ο Αλεξάντερ Γκρέιαμ Μπελ (Alexander Graham Bell, 3 Μαρτίου 1847 – 2 Αυγούστου 1922) ήταν διαπρεπής Σκωτσέζος επιστήμονας, εφευρέτης και μηχανικός, ο οποίος θεωρείται ως εφευρέτης του πρώτου πρακτικού τηλεφώνου.

Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας και ο πατέρας του ήταν ο Αλεξάντερ Μέλβιλ Μπελ,γνωστός ρήτορας με 200 εκδόσεις βιβλίων για τη βελτίωση της παιδείας των κωφαλάλων. Ο νεαρός τότε Γκράχαμ Μπελ και τα δύο του αδέλφια εκπαιδεύτηκαν από τον πατέρα τους για να συνεχίσουν το έργο του.

Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ παρακολούθησε μαθήματα στο βασιλικό γυμνάσιο του Εδιμβούργου και στη συνέχεια σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Λονδίνου. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του δίδασκε στη σχολή Σκίννερς στην κομητεία Μορέυ, ασκώντας τους μαθητές στη μουσική και στην σωστή έκφραση στο λόγο. Παράλληλα σπούδασε ακουστική και ξεκίνησε την επαγγελματική του δραστηριότητα σαν δάσκαλος και επιστήμονας.
Μετάβαση στον Καναδά, έρευνες, κώδικας κωφαλάλων

Το 1868 δούλευε δίπλα στον πατέρα του στο Λονδίνο έχοντας καθήκοντα επιμελητή στο πανεπιστήμιο, αλλά ο θάνατος των αδελφών του από φυματίωση κλόνισε την υγεία του και μαζί με τους γονείς του έφυγαν για την Αμερική και εγκαταστάθηκαν στο Μπράντφορντ του Οντάριο.

Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης σε θεματολογία σχετικά με τη διδασκαλία της ομιλίας των κωφαλάλων, δημιουργώντας τον κώδικα ομιλίας τους με κινήσεις των χεριών, των χειλιών και της γλώσσας. Το 1872 άνοιξε δική του σχολή όπου εκπαίδευε καθηγητές για κωφάλαλους, εκδίδοντας παράλληλα σύγγραμμα με τίτλο «Πρωτοπόρος στην ομιλία μέσω της όρασης».

Ο Μπελ έδωσε γνώσεις και έμπνευση σε ένα νεαρό επιστήμονα, κατασκευαστή μοντέλων μηχανών, τον Τόμας Ουότσον, να πειραματιστεί στην κατασκευή μιας διάταξης που θα κατάφερνε να μεταδίδει ήχο με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού. Οι επιστημονικές έρευνες του Μπελ σχετικά με τους κωφάλαλους εντυπωσίασαν αρκετούς και έτσι κάποιοι γονείς κωφαλάλων παιδιών αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν το έργο του.

2 August 1922 Died: Alexander Graham Bell Scottish scientist Alexander Graham Bell (March 3, 1847 – August 2, 1922) was an eminent Scottish scientist, inventor and engineer, who is considered to be the inventor of the first practical telephone. He was born in Edinburgh, Scotland, and his father was Alexander Melville Bell, a well-known orator with 200 books published to improve the education of the deaf. The then young Graham Bell and his two brothers were trained by their father to continue his work. Alexander Graham attended Edinburgh Royal High School and then studied at the University of Edinburgh and University College London. In the early years of his career he taught at Skinners School in County Moray, training the students in music and correct expression in speech. At the same time he studied acoustics and began his professional activity as a teacher and scientist. Transition to Canada, Surveys, Deaf Code In 1868 he was working alongside his father in London as a curator at the university, but the death of his brothers from tuberculosis shook his health and he and his parents left for America and settled in Bradford, Ontario. He taught at Boston University on teaching the deaf to speak, creating their speech code with hand, lip and tongue movements. In 1872 he opened his own school where he trained teachers for the deaf and dumb, while publishing a book entitled "Pioneer in speech through vision". Bell gave knowledge and inspiration to a young scientist, model machine maker, Thomas Watson, to experiment in the construction of a device that would be able to transmit sound with the help of electricity. Bell's scientific research on the deaf and dumb impressed many, so some parents of deaf children decided to fund his work.

Η μάχη της Χαιρώνειας 338 π.Χ.

Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη το 338 π.Χ. μεταξύ του μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων της Αθήνας, της Κορίνθου, της Κέρκυρας, της Λευκάδας, της Αχαΐας, των Μεγάρων, της Ακαρνανίας, της Εύβοιας και του Κοινού των Βοιωτών, ηγέτιδα του οποίου ήταν η Θήβα. Οι Μακεδόνες αναδείχτηκαν θριαμβευτές. Το πεδίο της μάχης βρίσκεται στον κάμπο της Βοιωτίας, πολύ κοντά στον αρχαίο οικισμό της Χαιρώνειας και το σημερινό ομώνυμο χωριό. Απέχει 13 χιλιόμετρα βόρεια από τη Λιβαδειά.

Η συγκεκριμένη σύγκρουση υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος Β', μονάρχης της Μακεδονίας, κατόρθωσε μετά από πολλά έτη αιματηρών εκστρατειών και έντονων διπλωματικών διαβουλεύσεων να καθυποτάξει και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδια του για επικράτηση στον ελλαδικό χώρο. Η μάχη της Χαιρώνειας σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της νότιας Ελλάδας για σχεδόν έναν αιώνα.

Επίσης, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτική άποψη, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών. 

////////////// 

The battle of Chaeronea was fought in 338 BC. between the Macedonian kingdom and the allied armies of Athens, Corinth, Corfu, Lefkada, Achaia, Megara, Acarnania, Evia and the Boeotian Common, of which Thebes was the leader. The Macedonians emerged victorious. The battlefield is located in the plain of Boeotia, very close to the ancient settlement of Chaironia and the current village of the same name. It is 13 kilometers north of Livadia. This specific conflict was decisive for shaping the political situation in Greece in the late 4th century BC. Philip II, monarch of Macedonia, managed after many years of bloody campaigns and intense diplomatic consultations to subdue the last pillars of resistance to his plans to dominate the Greek area. The Battle of Chaeronea essentially marks the beginning of Macedonian dominance in the political affairs of southern Greece for almost a century. It is also of great interest from a military point of view, clearly highlighting the superiority of the Macedonian phalanx over the earlier corresponding types of city-states.