Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου

 

Φώτης Κόντογλου : Προικισμένος και καινοτόμος | in.gr

13 Ιουλίου 1965 πέθανε: 

Φώτης Κόντογλου Έλληνας συγγραφέας και ζωγράφος

Ο Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. 

13 Ιουλίου 1573

 

Veen01.jpg

13 Ιουλίου 1573

Ογδοηκονταετής Πόλεμος: Λήγει η πολιορκία του Χάαρλεμ μετά από επτά μήνες.  

Ο Ογδοηκονταετής πόλεμος ή Ολλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας (1568-1648) ήταν πόλεμος που διεξήχθη ανάμεσα στις 17 επαρχίες των Κάτω Χωρών και στην Ισπανία. Η κατάληξή του ήταν η δημιουργία του Ολλανδικού κράτους.

Το διάστημα 1568-1581 μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη φάση του πολέμου καθώς οδήγησε στην de facto δημιουργία του Ολλανδικού κράτους, ενώ το διάστημα μέχρι το 1648 μπορεί να θεωρηθεί ως ο αγώνας για την διεθνή αναγνώριση του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ολλανδία εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική και οικονομική δύναμη και έθεσε της βάσεις για την δημιουργία της μεγάλης αποικιακής δύναμης των επομένων ετών. Η παραμονή των νοτιότερων επαρχιών σε ισπανικό έλεγχο οδήγησε σε μετακίνηση της οικονομικής και πνευματικής ελίτ του νότου στον βορά συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξή του.

13 Ιουλίου 1913

 


13 Ιουλίου 1913
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Ξάνθη.



Ως γνωστόν η περιοχή της Ροδοπαίας (Δυτικής) Θράκης, κατελήφθει από τους Τούρκους το διάστημα 1360-1385 και έμεινε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, δηλαδή για 530 περίπου χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως ποτέ δεν έχασε ο πληθυσμός την Ελληνική και Χριστιανική ταυτότητα αλλά αντίθετα παρουσίασε ανάπτυξη και άνθιση, κυρίως μετά το 1860.

Τη Θράκη κατέλαβαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα το 1912 (ως σύμμαχοί μας εναντίον των Τούρκων) κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο Ελληνικός Στρατός ξεχύνονταν από την Μελούνα και το Σαραντάπορο προς τα βόρεια.

Έτσι στις 7 Νοεμβρίου του 1912, στρατεύματα της 2ας Βουλγαρικής Μεραρχίας του Κοβάτσεφ αφού κατέλαβαν τη Σταυρούπολη, προήλασαν και εισήλθαν την επομένη 8 Νοεμβρίου στην Ξάνθη μαζί με τμήματα του 21ου Συντάγματος του Σεραφίμοβ. Οι κάτοικοι δέχτηκαν τους Βουλγάρους με αισθήματα χαράς, εφ’ ενός γιατί ήταν Χριστιανοί, αφ’ ετέρου γιατί ήταν σύμμαχοί μας εναντίον του κοινού εχθρού, του Τούρκου.

Δυστυχώς όμως μετά τις πρώτες μέρες το σκηνικό άλλαξε και οι «ελευθερωταί» Βούλγαροι έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις και σκοπούς τους. Προκειμένου η Βουλγαρία να αποδείξει στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι οι περιοχές που κατέλαβε εθνολογικά κατοικούνταν στην συντριπτική τους πλειονότητα από Βουλγάρους ή εξαρχικούς με Βουλγαρική γλώσσα και συνείδηση, μετήλθε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ώστε να εξαναγκάσει τους κατοίκους να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ή δήλωνες Βούλγαρος ή αντιμετώπιζες το θάνατο, την εξορία, ξυλοδαρμούς και βιασμούς. «Το παν πρέπει να εκβουλγαρισθεί» επαναλάμβαναν καθημερινά στρατιωτικοί, παραστρατιωτικοί, υπάλληλοι, κομιτατζήδες, τυχοδιώκτες, ονειρευόμενοι την «Μεγάλη Βουλγαρία».

Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό της δυτικής Θράκης που να μην γεύθηκε τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό των Βουλγάρων. Το μένος τους στράφηκε κυρίως προς τον κλήρο και τους ναούς των ορθοδόξων. Οι ναοί της Ξάνθης του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών, του Ακάθιστου Ύμνου, του Αγίου Γεωργίου των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Κήρυκος, όπως επίσης και τα Μοναστήρια των Ταξιαρχών, της Καλαμούς και της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας υπέστησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις.

Κατά τον Β’ βαλκανικό Πόλεμο, όταν οι μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων διαδέχονταν η μια την άλλη, τμήματα της 8ης Μεραρχίας προελαύνοντα εκ Μπουκίων (Παρανεστίου) και Γενί-κιον (Σταυρουπόλεως) την 12η Ιουλίου 1913 πλησίαζαν την Ξάνθη, ενώ άλλες μονάδες εκ Σαρί-Σαμπάν (Χρυσουπόλεως) μέσω Όξιλαρ (Τοξοτών) έφθαναν στο Νότιο Δυτικό τμήμα της πόλεως. Οι Βούλγαροι κατακτηταί αντιλαμβανόμενοι τη δεινή θέση τους διήρπασαν περιουσίες και ανεχώρησαν «εν μεγίστη αταξία» πριν προλάβουν να πυρπολήσουν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ξανθιωτών.

Η ιστορία αναφέρει ότι: «Την πρωίαν της 12ης Ιουλίου ο Βουλγαρικός Στρατός της Ξάνθης, εκ πεντακοσίων ιππέων και τινών πεζών εγκατέλειψεν την Ξάνθην ομού με τας πολιτικάς αρχάς και τας οικογενείας των». Ο Ντάνεφ και η παρέα του τις νυχτερινές ώρες πυρπόλησαν τις φυλακές της πόλεως (παρά τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας), όπου υπήρχαν έγκλειστοι αρκετοί Ξανθιώτες και Αβδηρίτες, οι οποίοι σώθηκαν χάρη στην επέμβαση ενός Ισραηλίτη Οβαδία και άλλων διερχομένων, οι οποίοι έσπασαν τις πύλες των φυλακών και απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους.

Το πρωί της επόμενης ημέρας, 13 Ιουλίου 1913 εισήλθαν τα Ελληνικά στρατεύματα της 8ης Μεραρχίας με Μέραρχο τον Ματθαιόπουλο στην πόλη της Ξάνθης ως απελευθερωταί, γενόμενα από τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους ενθουσιωδώς δεκτά. Η Ξάνθη έπλεε στα γαλανόλευκα και μετά την άφιξη 22 ομήρων προκρίτων και του Μητροπολίτη Άνθιμου στην πόλη (απελευθερώθηκαν στην Κομοτηνή), εψάλλει δοξολογία και οι εκδηλώσεις χαράς και υποδοχής των στρατευμένων διήρκησαν μέχρι νυκτός.

Χαρακτηριστικό της φιλοπατρίας των Ξανθιωτών είναι το γεγόνος ότι εντός ολίγων ωρών αυθόρμητα συγκεντρώθηκαν 10.000 φράγκα, τα οποία απέστειλαν στον Βασιλέα υπέρ των αναγκών του πολέμου, οι δε κυρίες της πόλεως εγκατέστησαν εντός μιας ημέρας ένα νοσοκομείο 30 κλινών για τις ανάγκες του στρατεύματος.

Δυστυχώς η χαρά των Ξανθιωτών διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες, γιατί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στην ηττημένη Βουλγαρία κι’ έτσι στις 10 Αυγούστου του 1913, όλη η Θράκη έχανε για μια ακόμη φορά την ελευθερία της. Η Ελληνική σημαία που κυμάτιζε από τις 13 Ιουλίου, τώρα υποστέλλεται. Σπαρακτική ακούγεται η φωνή από τον Έβρο μέχρι το Νέστο. «Έρχονται οι Βούλγαροι». Φωνή τρόμου, πανικού και απελπισίας.

Ο καθηγητής Κυριακίδης έγραψε: «Πρώην ανθούσες πόλεις μένουν κεναί κατοίκων. Οι αγροί έρημοι. Όλοι οι κάτοικοι της Ξάνθης και οι περισσότεροι της Μαρωνείας, Κομοτινής, Μάκρης και Φερρών έσπευδον προς τους λιμένας Δεδέαγατς και Π. Λάγους….Ο καθείς ήρπαζε ότι δύνατο να μεταφέρει.»

Οι Έλληνες της πόλεως και της υπαίθρου, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας Ε. Βενιζέλου, εγκατέλειψαν την πατρώα γη και μετακινήθηκαν στην περιοχή Τοξοτών, Χρυσουπόλεως και άλλα μέρη Δυτικώς του Νέστου, αναμένοντας την έπάνοδό τους . Οι λίγοι εναπομείναντες στην Ξάνθη Έλληνες δοκίμασαν το μίσος και την αγριότητα των βορείων Χριστιανών γειτόνων μας.

Περίμεναν όμως μέχρι την 4η Οκτωβρίου του 1919 «στερούμενοι, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι» όταν κατέλαβαν την πόλη Ελληνικές Δυνάμεις της 9ης Μεραρχίας του Λεοναρδόπουλου, με την έγκριση των συμμάχων.

Αντγος ε.α.

Φωτιάδης Νικόλαος

Επίτιμος Υδκτής Δ΄ΣΣ

https://xanthinews.gr/2014/07/09/13

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

«μίνι»

 Η εμφάνιση της μίνι φούστας (mini-skirt) θεωρήθηκε μία ακόμη ανατρεπτική πράξη, από τις πολλές που έφερε η δεκαετία του '60. Το μίνι εκδημοκρατικοποίησε τη μόδα, απελευθέρωσε τη γυναίκα και προκάλεσε τα πρώτα «εγκεφαλικά» στους άνδρες.




Η ληξιαρχική πράξη γέννησης του μίνι θεωρείται η 10η Ιουλίου 1964, όταν η 30χρονη Κουάντ παρουσίασε την πρώτη της ολοκληρωμένη κολεξιόν με μίνι φούστες και προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στον κόσμο της μόδας. Η ονομασία «μίνι» προέρχεται από το αγαπημένο της αυτοκίνητο, μάρκας Μίνι Κούπερ.



Βέβαια το μίνι δεν είναι ανακάλυψη της δεκαετίας του '60. Γυναίκες οι οποίες φορούσαν μίνι υπήρχαν στην Αρχαία Σπάρτη («φαινομηρίδες»), σε φυλές της Κίνας και της Αφρικής από τα μεσαιωνικά χρόνια. Κάποιοι ιστορικοί της μόδας εντάσσουν και την ένδοξη φουστανέλα στην κατηγορία του μίνι. Το 1926 η Aμερικανίδα τραγουδίστρια Ζοζεφίν Μπέικερ τόλμησε να εμφανισθεί σε κλαμπ του Παρισιού μ’ ένα καυτό μίνι, φτιαγμένο από μπανάνες. Τη δεκαετία του '50 μπορούσε να δει κάποιος γυναίκες με μίνι σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, στα γήπεδα του τένις και στα παγοδρόμια. Μίνι φορούσαν οι χορεύτριες και οι τσιρλίντερς.
συνέχεια
https://www.zougla.gr/politismos/article/i-istoria-tis-mini-foustas

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

 

12 Ιουλίου 1994  εκοιμήθη Άγιος Παΐσιος

Εικόνα του Άγιου Παΐσιου στον ρωσικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στην Ουάσινγκτον

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.


Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλαμπίας Εζνεπίδη. Είχε άλλα οκτώ αδέλφια, ενώ ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού. Στις 7 Αυγούστου του μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1988. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.

Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.

Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος

Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.

Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχή|ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.

Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β', ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του

To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος

Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, που ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού μέχρι το θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ το Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι' αυτόν.

Tο 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.


Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σαν μοναχός είχε την αγάπη και την ταπείνωση στο μέγιστο βαθμό. Βοηθούσε με απλά λόγια τους επισκέπτες του, να μεταβαίνουν από την επιφανειακή θρησκοληψία, στην οντολογική βίωση του γεγονότος της Εκκλησίας. Προσεύχονταν για όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους νέους.

Υπήρξε μια αβάσιμη φήμη ότι στο κελί του ζούσαν πολλά ήμερα φίδια, και ότι αυτό μάλλον ήταν ένας μύθος που καλλιέργησε ο ίδιος για να αποφεύγει τις οχλήσεις επισκεπτών. Σύμφωνα με μια φιλοσοφική ανάλυση για την αντίληψη της φύσης στον χριστιανισμό, αυτό είναι μέρος μιας ορθόδοξης αγιολογικής παράδοσης όπου οι άγιοι έχουν επικοινωνία με ζώα. Θεωρείται ότι αυτό το επίπεδο αντίληψης της φύσης που είναι εμπεδωμένο στη δυτική κουλτούρα, είναι κάτι που διαφεύγει από τη μονοδιάστατη ιστορικο-αναλυτική αφήγηση πολλών σύγχρονων δυτικών φιλοσόφων.

Το 1966 ο Γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο Γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε. Ο Γέροντας συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της υγείας του.

Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.

Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης . Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Ο Γέροντας Παΐσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτής Θεσσαλονίκης. Τα βιβλία αυτά τιτλοφορούνται
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1975)
Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)
Επιστολές (1994)

Ήδη πριν το θάνατο του Αγίου Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μύθος γύρω από το όνομά του. Στη μοναστική κοινότητα του Άθω κάποιοι παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του ασκούσαν κριτική. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960. Στην Ελλάδα και στο Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και θεραπευτής.

H θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου είναι θαμμένος, η οποία είναι γνωστή και με το όνομά του. Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες του και προφητείες του ίδιου, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από το τέλος του κόσμου ως την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα,(συγκεκριμένα της Βόρειας Ηπείρου) και την διάλυση της Τουρκίας καθώς και των Σκοπίων. Το ενδιαφέρον για τον Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Ο άγιος τιμήθηκε με εκδηλώσεις και σε ορθόδοξους οργανισμούς της Ρωσίας, και βιβλίο σχετικό με τη ζωή του μεταφράστηκε στα ρωσικά.

Το 2016 δημιουργήθηκε ντοκιμαντέρ για την ζωή του Αγίου Παϊσίου από το POKROV Film Studio, το οποίο έχει έδρα τη Μόσχα, και το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών. Οικονομικός αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια υπήρξε το Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ απαθανατίζονται επίσκοποι, μοναχοί και λαϊκοί, να καταθέτουν τις εμπειρίες τους σχετικά με τον Άγιο Παΐσιο.

 

 


Γέροντας Παΐσιος Έλληνας μοναχός

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Μικρά Ασία, 25 Ιουλίου 1924 - Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο Ιταλός ζωγράφος

 


11 Ιουλίου 1593  πέθανε:

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο Ιταλός ζωγράφος

Ο Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο ή Αρτσιμπόλντι (Giuseppe Arcimboldo ή Arcimboldi, 5 Απριλίου 1526 - 11 Ιουλίου 1593) ήταν Ιταλός ζωγράφος περισσότερο γνωστός για τη δημιουργία φανταστικών πορτραίτων αποτελούμενων εξ ολοκλήρου από αντικείμενα όπως φρούτα, λαχανικά, λουλούδια, ψάρια και βιβλία.
Βιογραφία


Εκπρόσωπος του ιταλικού μανιερισμού, θεωρείται ένας από τους πλέον ασυνήθεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Τον 20ό αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από την ομάδα των υπερρεαλιστών.

Ξεκίνησε να εργάζεται ως ζωγράφος στον Καθεδρικό Ναό του Μιλάνου (1549-58). Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πράγα, ως ένας από τους ευνοούμενους ζωγράφους της Αυλής των Αψβούργων (1562-87).

Παναγιώτης Κονδύλης

 

 


Ο Παναγιώτης Κονδύλης (γνωστός και στα γερμανικά ως Panajotis Kondylis· 17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.

Γεννήθηκε το 1943 στο Δρούβα Ηλείας στην Αρχαία Ολυμπία. Όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του μετακόμησε στην περιοχή της πρωτεύουσας και ο Κονδύλης πήγε στο δημοτικό σχολείο της Νέας Ερυθραίας και στη συνέχεια στο γυμνάσιο της Κηφισιάς. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και φιλοσοφία της μεσαιωνικής και σύγχρονης και νεότερης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης. Το 1977 του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης για την - υπό την επίβλεψη του Ντίτερ Χένριχ - διδακτορική διατριβή του με τίτλο Η γένεση της διαλεκτικής. Μια ανάλυση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της πνευματικής ανάπτυξης των Χαίλντερλιν, Σέλλινγκ και Χέγκελ έως το 1802 (γερμ. Die Entstehung der Dialektik. Eine Analyse der europäischen Aufklärung und der geistigen Entwicklung von Hölderlin, Schelling und Hegel bis 1802). Η διατριβή (που κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1979, από τον οίκο Klett-Cotta της Στουτγάρδης, με τίτλο Die Entstehung der Dialektik: Eine Analyse den geistigen Entwicklung von Holderlin, Schelling und Hegel bis 1802), θεωρήθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της, καινοτόμα και ρηξικέλευθη, ενώ συνάμα διαφώτισε την προϊστορία του μαρξισμού και των κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας Εξαιρετικοί Γερμανοί ιστορικοί όπως ο Βέρνερ Κόνζε και ο Ράινχαρτ Κόσελεκ, υπήρξαν σημαντικές καθοδηγητικές επιρροές κατά την περίοδο διαμόρφωσης της σκέψης του στην Χαϊδελβέργη.Στην συνέχεια, ο Παναγιώτης Κονδύλης επικεντρώθηκε στις Διεθνείς Σχέσεις και την Στρατηγική Σκέψη και την κοινωνική φιλοσοφία.

Στις 21 Μαρτίου 1991 του απονεμήθηκε το «Μετάλλιο Γκαίτε» (Goethe-Medaille), καθώς και το βραβείο του «Ιδρύματος Χούμπολτ» (Humboldt-Stiftung) την ίδια χρονιά. Από το Σεπτέμβριο του 1994 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1995 υπήρξε Wissenschaftskollege στο Βερολίνο, υπότροφος και εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών. Ο Κονδύλης συνέγραψε βιβλία και στα ελληνικά και στα γερμανικά. Τα περισσότερα βιβλία είχαν εκδοθεί πρώτα στα γερμανικά και στη συνέχεια στα ελληνικά, σε δική του μετάφραση. Ήταν τακτικός συνεργάτης του feuilleton της εφημερίδας Frankfurter Αllgemeine Ζeitung. , και ως τον θάνατό του υπήρξε επιμελητής και υπεύθυνος σειρών σε εκδοτικούς οίκους. Απεβίωσε από ιατρικό λάθος στην Αθήνα στο Απολλώνιο θεραπευτήριο, όπου είχε εισαχθεί για καρδιολογικό πρόβλημα.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης ήταν από τους λίγους πρωτότυπους διανοούμενους-στοχαστές της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Κονδύλης με το έργο του προσπάθησε να δώσει, εκτός των άλλων, ορισμένα ερμηνευτικά κλειδιά για να κατανοήσουμε την ελληνική κοινωνία.

11 Ιουλίου 1895

11 Ιουλίου 1895
Οι αδελφοί Ωγκύστ και Λουί Λυμιέρ παρουσιάζουν την τεχνολογία της κινηματογραφικής ταινίας σε επιστήμονες.

Οι αδελφοί Λυμιέρ, Λουί Ζαν (5 Οκτωβρίου 1864 – 6 Ιουνίου 1948) και Ωγκύστ Μαρί Λουί Νικολά (19 Οκτωβρίου 1862 – 10 Απριλίου 1954), ήταν Γάλλοι κινηματογραφιστές και εφευρέτες, δημιουργοί του κινηματογράφου (cinematographe), μίας μηχανής λήψης, εκτύπωσης και προβολής του φιλμ.

Γεννήθηκαν στην Μπεζανσόν της Γαλλίας ενώ μεγάλωσαν στην πόλη της Λυών. Ο πατέρας τους ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου, το οποίο κατασκεύαζε φωτογραφικές πλάκες και άλλα φωτογραφικά είδη, στο οποίο εργάστηκαν και οι δύο: ο Λουί Λυμιέρ ως φυσικός και ο Ωγκύστ Λυμιέρ με την ιδιότητα του διευθυντή. Μετά την απομάκρυνση του πατέρα τους το 1892, ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους πάνω στην εξέλιξη του κινηματογράφου και κατοχύρωσαν αρκετές ευρεσιτεχνίες, μεταξύ αυτών το διάτρητο φιλμ, το οποίο έδινε την δυνατότητα να ενσωματωθεί σε μία μηχανή προβολής

Βασιζόμενοι στην εφεύρεση του κινητοσκοπίου, κατασκεύασαν την φορητή συσκευή του κινηματογράφου, την οποία κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, στις 13 Φεβρουαρίου του 1894. ]Ο κινηματογράφος των αδελφών Λυμιέρ, αποτελούσε ταυτόχρονα μηχανή λήψεως και προβολής, καθώς επίσης και εκτύπωσης του φιλμ. Η πρώτη ταινία που δημιούργησαν ήταν η Έξοδος από το εργοστάσιο Λυμιέρ (La sortie des usines Lumière), στις 19 Μαρτίου του 1895 και αποτύπωνε την έξοδο των εργατών από το εργοστάσιό τους.

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895, πραγματοποίησαν την πρώτη δημόσια προβολή ταινιών, επί πληρωμή, στο Παρίσι, ενώ τον επόμενο χρόνο, προώθησαν την εφεύρεση τους στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, όπου έτυχαν θερμής υποδοχής. Οι ίδιοι θεώρησαν πως ο κινηματογράφος ήταν ήσσονος σημασίας και πούλησαν την εφεύρεσή τους στον Ζωρζ Μελιέ. Αργότερα στράφηκαν στην έγχρωμη φωτογραφία και το 1903 επινόησαν την πρώτη έγχρωμη φωτογραφική διαδικασία (Autochrome Lumière), η οποία άρχισε να διατίθεται εμπορικά το 1907.

Η επιχείρηση των αδελφών Λυμιέρ υπήρξε από τις μεγαλύτερες εταιρείες φωτογραφικών ειδών στην Ευρώπη, μέχρι την συγχώνευσή της με την εταιρεία Ilford.

11 Ιουλίου 1921

 

11 Ιουλίου 1921 (100 χρόνια πριν):

Τερματίζεται ο Ιρλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας μετά την υπογραφή εκεχειρίας μεταξύ των εμπολέμων.

Ο Ιρλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας ή Αγγλο-Ιρλανδικός πόλεμος ήταν μια στρατιωτική σύγκρουση από το 1919 έως το 1921 ανάμεσα στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (Ι.Ρ.Α.) και τις Βρετανικές δυνάμεις ασφαλείας της Ιρλανδίας. Ήταν η κατάληξη του αγώνα των Ιρλανδών για την επίτευξη ανεξαρτησίας από τη Βρετανία, ο οποίος μετατράπηκε στο τελευταίο του στάδιο, σε μια καθαρά ένοπλη σύρραξη. Το Δεκέμβριο του 1918 το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιρλανδίας Σιν Φέιν (Sinn Fein) κέρδισε τις εκλογές στη χώρα και στις 21 Ιανουαρίου 1919 τα στελέχη του σύστησαν μια επαναστατική κυβέρνηση και κήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Την ίδια μέρα, μέλη του ΙΡΑ τα οποία έδρασαν αυτοβούλως, σκότωσαν δυο άνδρες της αστυνομίας στην Κομητεία Tipperary, ενέργεια η οποία σηματοδότησε την αρχή του πολέμου.

Ιρλανδοί επαναστάτες

Κατά την εξέλιξη της σύγκρουσης, περίπου 300 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους έως και τα τέλη του επόμενου έτους (1920). Ωστόσο, το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς υπήρξε μια έξαρση των μαχών με αποκορύφωμα τη μαζική δολοφονία Ιρλανδών πολιτών από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στο Δουβλίνο την Κυριακή 21 Νοεμβρίου (Bloody Sunday) σαν αντίποινα για την εκτέλεση, το ίδιο πρωί, από τον ΙΡΑ, δεκατεσσάρων Άγγλων κατασκόπων.

Στις 11 Ιουλίου του 1921 οι δυο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου και ακολούθως ιδρύθηκε η ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, στην επικράτεια της οποίας περιήλθε όλη η χώρα, πλην του βορειοανατολικού τμήματός της, το οποίο συνέχισε να ανήκει στη Μεγάλη Βρετανία. Η Αγγλο-Ιρλανδική συνθήκη υπογράφτηκε τελικά, στις 6 Δεκεμβρίου του 1921. Ακολούθως, ξέσπασαν ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία, μεταξύ καθολικών (που ήταν οπαδοί της ένωσης με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας) και προτεσταντών (που υποστήριζαν την παραμονή στη Μεγάλη Βρετανία)

Το καλοκαίρι του 1922 οι διαφωνίες μεταξύ των μελών της προσωρινής κυβέρνησης της Ιρλανδίας οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο, θύματα του οποίου υπήρξαν κορυφαίοι πρωταγωνιστές του αγώνα της ανεξαρτησίας, όπως ο Μάικλ Κόλινς.