Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ

 

Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ

Ο Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ (Alexander Fleming, 6 Αυγούστου 1881 – 11 Μαρτίου 1955) ήταν Σκωτσέζος βιολόγος και φαρμακολόγος, που ασχολήθηκε ερευνητικά με τη Βακτηριολογία, την Ανοσολογία και τη Χημειοθεραπεία. Είναι πολύ γνωστός για την ανακάλυψη του πρώτου αντιβιοτικού, της πενικιλλίνης, το 1928, για την οποία και πήρε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1945 μαζί με τους Φλόρεϋ και Τσέιν

Μια άλλη σημαντική ανακάλυψή του είναι αυτή του ενζύμου λυσοζύμης, το 1922.
Ο Φλέμινγκ γεννήθηκε στο αγρόκτημα Lochfield, κοντά στο Ντάρβελ του Ανατολικού Άυρσαιρ, στη Σκωτία. Υπήρξε το τρίτο από τα 4 παιδιά του Χιού Φλέμινγκ (Hugh Fleming, 1816 – 1888) εκ του δεύτερου γάμου του. Μητέρα του ήταν η Γκρέις Μόρτον (Grace Stirling Morton, 1848 – 1928), κόρη ενός γείτονα κτηματία. Ο Χιού Φλέμινγκ είχε άλλα 4 παιδιά από τον πρώτο του γάμο, ενώ ο ίδιος ήταν 59 ετών όταν πήρε τη δεύτερη σύζυγό του και πέθανε όταν ο Αλεξάντερ (γνωστός ως Alex) ήταν μόλις επτά ετών.

Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ παρακολούθησε για δύο χρόνια την Ακαδημία του Kilmarnock. Αφού δούλεψε σε ένα ναυτιλιακό γραφείο επί τέσσερα χρόνια, ο εικοσάχρονος Φλέμινγκ κληρονόμησε ένα θείο του, τον Τζων Φλέμινγκ. (Για την ιστορία ότι ο πατέρας του έσωσε ένα παιδί, βλ. την ενότητα Προσωπικές ιστορίες). Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Τομ, είχε ήδη σπουδάσει Ιατρική και συνέστησε στον Αλεξάντερ να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Το 1901 λοιπόν ο Αλεξάντερ εγγράφηκε στο Νοσοκομείο Σαιν Μαίρυ του Λονδίνου. Κέρδισε την εισαγωγή του στην Ιατρική Σχολή με διάκριση το 1906, οπότε είχε την επιλογή να γίνει χειρουργός.

Ο Φλέμινγκ ωστόσο ήταν και μέλος λέσχης σκοποβολής. Ο επικεφαλής της λέσχης, θέλοντας να κρατήσει τον Φλέμινγκ στην ομάδα, του συνέστησε να ακολουθήσει το τμήμα ερευνών στο Σαιν Μαίρυ, όπου έγινε βοηθός βακτηριολόγου στον Σερ Άλμροθ Ράιτ, έναν πρωτοπόρο στη θεραπεία με εμβόλια και στην Ανοσολογία. Ο Αλεξάντερ πήρε πτυχίο με «Χρυσό Μετάλλιο» το 1908 και έμεινε ως επιμελητής στο Σαιν Μαίρυ ως το 1914. Στις 23 Δεκεμβρίου 1915 ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ πήρε ως σύζυγό του μια νοσοκόμα, τη Σάρα Μάριον Μάκελροϋ (Sarah Marion McElroy), από το Κιλάλα της Ιρλανδίας, η οποία πέθανε το 1949. Το μόνο παιδί τους, ο Ρόμπερτ, έγινε παθολόγος. Μετά τον θάνατο της Σάρα, ο Φλέμινγκ έκανε δεύτερο γάμο με την Ελληνίδα δρα. Αμαλία Κουτσουρή-Βουρέκα, συνάδελφό του στο Σαιν Μαίρυ, στις 9 Απριλίου 1953. Η Αμαλία έζησε 31 χρόνια μετά τον θάνατο του Φλέμινγκ.

Σε όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Φλέμινγκ υπηρέτησε ως λοχαγός του Υγειονομικού Σώματος του Βασιλικού Στρατού (Royal Army Medical Corps), απασχολούμενος και σε ιατρεία στο πεδίο της μάχης στο Δυτικό Μέτωπο, στη Γαλλία. Το 1918 επέστρεψε στο Νοσοκομείο Σαιν Μαίρυ, στην Ιατρική Σχολή. Εκλέχθηκε Καθηγητής της Βακτηριολογίας εκεί το 1928.

Κατά τον Μεσοπόλεμο, ο Φλέμινγκ ερεύνησε για αντιβακτηριακούς παράγοντες, έχοντας ζήσει πολλούς θανάτους στρατιωτών από σηψαιμία από πληγές που μολύνθηκαν. Δυστυχώς τα αντισηπτικά εξουδετέρωναν το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών αποτελεσματικότερα από ό,τι τα εισβάλλοντα βακτήρια. Σε ένα άρθρο που υπέβαλε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet κατά τον Α΄ Παγκ. Πόλεμο, ο Φλέμινγκ περιέγραψε ένα έξυπνο πείραμα που μπόρεσε να πραγματοποιήσει χάρη στις δικές του υαλουργικές γνώσεις. Εξηγούσε στο άρθρο αυτό γιατί τα αντισηπτικά σκότωναν στην πραγματικότητα περισσότερους στρατιώτες από ό,τι οι ίδιες οι μολύνσεις στον πόλεμο. Τα αντισηπτικά επέφεραν τον θάνατο των μικροβίων στην επιφάνεια, αλλά τα βαθιά τραύματα έτειναν να προφυλάσσουν τα αναερόβια βακτήρια από την αντισηπτική ουσία, ενώ τα αντισηπτικά φαινόταν ότι εξουδετέρωναν ευεργετικές ουσίες που προστάτευαν τους ασθενείς σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο Σερ Άλμροθ Ράιτ υπεστήριξε ισχυρώς τα ευρήματα του Φλέμινγκ, αλλά παρόλα αυτά οι περισσότεροι στρατιωτικοί ιατροί κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκ. Πολέμου συνέχισαν να χρησιμοποιούν αντισηπτικά, ακόμα και όταν αυτό χειροτέρευε εμφανώς την κατάσταση των ασθενών.

«Ξυπνώντας το ξημέρωμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1928, ασφαλώς δε σχεδίαζα να φέρω επανάσταση σε όλη την Ιατρική ανακαλύπτοντας το πρώτο αντιβιοτικό, φονιά δηλαδή βακτηρίων», θα έγραφε αργότερα ο Φλέμινγκ, «αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό ακριβώς έκανα τότε» (Kendall F. Haven: Marvels of Science, Libraries Unlimited, 1994, σελ. 182)

Το 1928 ο Φλέμινγκ ερευνούσε τις ιδιότητες των σταφυλόκοκκων. Είχε ήδη κάποια φήμη από τις προηγούμενες έρευνές του, ως ευφυούς ερευνητή αλλά και απρόσεκτου τεχνικού εργαστηρίου: συχνά ξεχνούσε τις καλλιέργειες μικροβίων πάνω στις οποίες εργαζόταν και γενικώς το εργαστήριό του ήταν συνήθως πολύ ακατάστατο. Αφού επέστρεψε από διακοπές, ο Φλέμινγκ πρόσεξε ότι πολλά από τα δισκία μικροβιακών καλλιεργειών είχαν μολυνθεί από ένα μύκητα (κοινώς: είχαν μουχλιάσει) και τα έρριξε σε δοχείο με απορρυπαντικό. Αλλά στη συνέχεια χρειάστηκε να δείξει σε έναν επισκέπτη τι ερευνούσε, κι έτσι ανέσυρε κάποια από τα δισκία που δεν είχαν βυθισθεί στο απορρυπαντικό. Τότε πρόσεξε μία ζώνη γύρω από τη μούχλα που ήταν ελεύθερη (φαινομενικά τουλάχιστον) από βακτήρια. Αυτό θα πρέπει να συνέβαινε αν η μούχλα παρήγαγε κάποια βακτηριοκτόνο ουσία. Ο Φλέμινγκ απεμόνωσε ένα δείγμα από τη μούχλα, το ταυτοποίησε σωστά ως μύκητα του γένους πενικίλλιο και για τον λόγο αυτό ονόμασε τη νέα ουσία πενικιλλίνη.

Ο Φλέμινγκ διερεύνησε τη βακτηριοκτόνο δράση της πενικιλλίνης σε πολλούς μικροοργανισμούς. Βρήκε ότι επηρέαζε βακτήρια όπως οι σταφυλόκοκκοι και γενικά όλα τα «Θετικά κατά Γκραμ» παθογόνα (μικρόβιο της οστρακιάς, πνευμονιόκοκκος, μηνιγγιτιδόκοκκος, διφθερίτιδα), αλλά όχι τα μικρόβια του τυφοειδούς ή του παρατυφοειδούς πυρετού, για τον οποίο αναζητούσε μια θεραπεία εκείνη την εποχή. Επίσης επηρέαζε τη γονόρροια, παρότι αυτή προκαλείται από έναν «Αρνητικό κατά Γκραμ» μικροοργανισμό.

Ο Φλέμινγκ δημοσίευσε την ανακάλυψή του το 1929 στο Βρετανικό Περιοδικό Πειραματικής Παθολογίας (British Journal of Experimental Pathology), χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερη προσοχή. Ο Φλέμινγκ συνέχισε τις έρευνές του, αλλά συνειδητοποίησε ότι η καλλιέργεια του πενικιλλίου ήταν αρκετά δύσκολη και ότι στη συνέχεια ήταν ακόμα δυσκολότερο να απομονώσει την αντιβιοτική ουσία από τη μούχλα. Η προσωπική του εντύπωση ήταν ότι εξαιτίας του προβλήματος της παραγωγής της σε μεγάλη ποσότητα και της βραδείας της δράσεως, η πενικιλλίνη δεν θα ήταν σημαντική στην καταπολέμηση των μολύνσεων. Ο Φλέμινγκ ήταν επίσης πεισμένος ότι η πενικιλλίνη δεν θα παρέμενε αρκετά μέσα στο ανθρώπινο σώμα (in vivo) ώστε να σκοτώσει σε αποτελεσματικό βαθμό μικρόβια. Πολλές κλινικές δοκιμές της δεν έδωσαν σαφή αποτελέσματα, ίσως επειδή τη χρησιμοποιούσαν ωε επιφανειακό αντισηπτικό. Κατά τη δεκαετία του 1930 οι δοκιμές του Φλέμινγκ έδωσαν σε κάποιες περιπτώσεις πιο ενθαρρυντικά αποτελέσματα — ο Keith Bernard Rogers, συνεργάτης του Φλέμινγκ, θεραπεύθηκε με πενικιλλίνη κατά τη διάρκεια των ερευνών τους — και συνέχισε ως το 1940 να προσπαθεί να κινήσει το ενδιαφέρον κάποιου χημικού αρκετά ικανού ώστε να παραγάγει χρησιμοποιήσιμη ποσότητα καθαρής πενικιλλίνης.

Ωστόσο, ο Φλέμινγκ εγκατέλειψε τις έρευνες σχετικά με την πενικιλλίνη, λίγο πριν οι Φλόρεϊ και Τσέιν αναλάβουν την έρευνα και τη μαζική παραγωγή της με κονδύλια της αμερικανικής και της βρετανικής κυβερνήσεως. Η έναρξη της μαζικής παραγωγής έγινε μετά τον Βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ. Κατά την Απόβαση της Νορμανδίας είχαν παρασκευάσει αρκετή πενικιλλίνη για τις ανάγκες όλων των τραυματιών των συμμαχικών δυνάμεων.

Ο Φλέμινγκ πέθανε το ξαφνικά στο σπίτι του στο Λονδίνο από καρδιακή προσβολή. Η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του ενταφιάσθηκαν στον Καθεδρικό του Αγ. Παύλου μία εβδομάδα αργότερα. Ο Φλέμινγκ ήταν Ρωμαιοκαθολικός.

Ο Φλέμινγκ ήταν μετριόφρονας ως προς τον ρόλο του στην ανάπτυξη της πενικιλλίνης, περιγράφοντας τη δόξα του ως τον «Μύθο Φλέμινγκ» (the "Fleming Myth"), και επαινούσε τους Φλόρεϋ και Τσέιν για τη μετατροπή μιας «εργαστηριακής περιέργειας» σε ένα πρακτικά χρήσιμο φάρμακο. Ο Φλέμινγκ υπήρξε ο πρώτος που κατόρθωσε να απομονώσει τη δραστική ουσία, γι' αυτό εξάλλου και την ονόμασε («πενικιλλίνη»). Επίσης συντηρούσε, καλλιεργούσε και διένεμε τον μύκητα επί 12 χρόνια, συνεχίζοντας μέχρι το 1940 να προσπαθεί να κινήσει το ενδιαφέρον οποιουδήποτε χημικού αρκετά ικανού ώστε να παραγάγει χρησιμοποιήσιμη ποσότητα καθαρής πενικιλλίνης.