Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

ΡΟΔΟΣ Το νησί των ιπποτών

 

Maltan knights castle in rh.jpg

πηγή : http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CF%82
www.rhodes.gr
Η Ρόδος, με έκταση 1400,684 km2, είναι το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων και το τέταρτο σε έκταση νησί του Αιγαίου. Γενικότερα, είναι το τέταρτο σε έκταση νησί της Ελλάδας, ενώ ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 163.476 κατοίκους. Βρίσκεται περίπου 460 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αθήνας και 18 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τουρκίας. Η πόλη της Ρόδου είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού και του νομού Δωδεκανήσου. Το ευρύτερο Πολεοδομικό Συγκρότημα της πόλης της Ρόδου (Δήμος Ροδίων, Ιαλυσού και Καλλιθέας) έχει μόνιμο πληθυσμό περίπου 120.000 κατοίκους (απογραφή 2001), ενώ ο Δήμος Ροδίων, λόγω του φαινομένου της εσωτερικής μετανάστευσης τα τελευταία χρόνια, υπολογίζεται ότι έχει περίπου 98.000 κατοίκους. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2001) ωστόσο η πόλη της Ρόδου έχει επίσημα 53.709 κατοίκους και είναι η μεγαλύτερη πόλη στο Αιγαίο πέλαγος (απογραφή 2001).

Πίνακας περιεχομένων


Μυθολογία
Πολλοί μύθοι έχουν συνδεθεί με τη δημιουργία της Ρόδου. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, όταν ο Δίας επικράτησε των Γιγάντων, αποφάσισε να μοιράσει τη γη στους Ολύμπιους Θεούς. Ο Ήλιος όμως, έλειπε από τη μοιρασιά κι έμεινε χωρίς γη. Ο Δίας για να μην τον αδικήσει είπε να ξανακάνουν τη μοιρασιά, αλλά ο Ήλιος τότε είπε πως η γη που θα αναδυόταν από τη θάλασσα, όταν θα ανατέλλει το επόμενο πρωινό, θα γινόταν δική του. Έτσι αναδύθηκε ένα πανέμορφο και καταπράσινο νησί, η Ρόδος. Ο Ήλιος συνεπαρμένος από την ομορφιά της την έλουσε με τις ακτίνες του. Από τότε η Ρόδος είναι το νησί του Ήλιου, το πιο φωτεινό και λαμπερό.
Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι η Ρόδος ήταν νύμφη, κόρη του Ποσειδώνα και γυναίκα του Ήλιου.

Χρήματα και απληστία κατά τον Αριστοτέλη

 
Χρήματα και απληστία κατά τον Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε τα χρήματα σαν μέσον, για την επίτευξη στόχων – θεωρώντας πως οτιδήποτε αγοράζει κανείς, θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη αξία από το ποσόν που ξοδεύει, αφού διαφορετικά δεν θα το επιζητούσε. Δηλαδή, το προϊόν που αγοράζουμε, μας «υπόσχεται» ένα συναίσθημα, το οποίο ουσιαστικά εκτιμούμε περισσότερο από το ίδιο το προϊόν. Επειδή δε στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των αξιών ευρίσκεται η ευτυχία, η οποία «ορίζεται» ευρύτερα ως η επιτυχία της ζωής συνολικά, η «εκπλήρωση» καλύτερα, όλα όσα επιδιώκουμε αποσκοπούν στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα της ζωής μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Αριστοτέλης προσδίδει στα χρήματα εκείνη τη λειτουργία, η οποία επιτρέπει την απόκτηση των μέσων που καθιστούν δυνατή την επίτευξη μίας ποιοτικά καλής ζωής - η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ευτυχίας.

Ο ίδιος όμως φιλόσοφος αναφέρεται σε ένα άλλο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, όταν (εάν) η ποιότητα της ζωής πάψει να αποτελεί το μέτρο της ευτυχίας, τότε δεν υπάρχουν πλέον όρια στην επιθυμία απόκτησης χρημάτων. Η αιτία είναι το ότι, οι «αριθμοί» είναι εκ φύσεως «ατελείωτοι» οπότε, αναγόμενοι στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των αξιών, «μεταλλασσόμενοι» δηλαδή από «μέσον» σε αυτοσκοπό, δεν επιτρέπουν ποτέ την «εκπλήρωση» του στόχου. Έτσι λοιπόν, το άτομο παρασύρεται από τη δίνη του «μαξιμαλισμού», αφού τα χρήματα δεν είναι ποτέ αρκετά. Όσα και αν έχεις δηλαδή, μπορεί πάντοτε να αποκτήσεις περισσότερα – κάτι που δεν συμβαίνει φυσικά σε άλλους τομείς της ζωής, όπως για παράδειγμα στην υγεία, η οποία θεωρείται ως μια βασική προϋπόθεση της ευτυχίας. Άρα ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η απληστία.

Ο Ηράκλειτος και η ομπρελοθήκη






Ο Ηράκλειτος και η ομπρελοθήκη
01/08/2012

Καλοκαίρι του 1988, λίγο μετά τον θάνατο του παππού μου του Θωμά, βρισκόμαστε στο πατρικό της μαμάς μου στην Παλιά Παραλία και ξεσκαρτάρουμε τη σαβούρα που μαζεύει ο άνθρωπος κατά τον ρουν της ζωής του, και που όταν τα κορδώσει μοιάζει πιο εκνευριστική και άχρηστη κι από συλλογή τσίμπλας.

Είμαστε λοιπόν στο πίσω παιδικό δωμάτιο, που έβλεπε στην Προξένου Κορομηλά, και καθώς η Κατερίνα σουτάρει χωρίς δεύτερη ματιά ό,τι βρει μπροστά της σε μια σακούλα σκουπιδιών, ο πατέρας μου, ανέκαθεν πιο ευαίσθητος με τα θυμητάρια, χώνει στη ζούλα το χέρι κι ανασύρει τα πεταμένα για να τους ρίξει μια τελευταία ματιά πριν τα καταδικάσει στην αιώνια λήθη.

Κι έχοντας μόλις ψαρέψει ένα μάτσο κιτρινισμένα τετράδια, γυρνάει και λέει στη μάνα μου, «Βρε συ, αυτά είναι τετράδιά σου απ’ την Τρίτη Δημοτικού – αμαρτία δεν είναι να τα πετάξεις;» Οπότε και η μάνα μου, με το παγερό βλέμμα του πενθούντα που δικαιολογείται ό,τι και να πει, απαντά: «Εδώ πέταξα τον πατέρα μου – τα τετράδια θα λυπηθώ;»

Στα παιδικά μου αυτιά, η δήλωση αυτή είχε ηχήσει τρομερά σοκαριστική. Ιδίως το ρήμα ‘πετάω’ σε συνάρτηση με τον λατρεμένο μου παππού, που κι εγώ και η μάνα μου τον είχαμε λίαν προσφάτως θρηνήσει με πάθος χαροκαμένης Σιτσιλιάνας, αυτό που μαζεύονται τα σκυλιά κάτω απ’ το μπαλκόνι γιατί νομίζουν ότι έσκασε στη γειτονιά τσακάλι της ερήμου και τα καλεί σε ξεσηκωμό.

Ωστόσο, δέκα χρόνια αργότερα, έμελλε να αναθεωρήσω.

Αφορμή στάθηκε και πάλι μια υπέροχη γυναίκα – κολλητή μου φίλη, που σπουδάζοντας Φιλοσοφία στην αλλοδαπή, μου έστελνε κάθε τόσο πελώριες επιστολές πασπαλισμένες με τσιτάτα επιφανών διανοητών, μπας και ξεστραβωθώ που διάβαζα μόνο λογοτεχνία, κι αν με ρωτούσες πού έγινε το Βατερλώ σου απαντούσα στη Eurovision. Και σ’ ένα τέτοιο ντοστογιεφσκικό σεντόνι, μία ωραία πρωία, καθώς πίνω τον καφέ μου με ολίγα βουτήματα (κρουασάν, κανονικού μεγέθους, που τα βούταγα πρώτα απ’ τη μία και μετά απ’ την άλλη, σαν να βάφτιζα μωρό και μετά να το χλαπάκιαζα όπως ο Κρόνος), διαβάζω ένα απ’ τα διασωθέντα σπαράγματα του Ηράκλειτου, και μένω παγωτό.

Τον Ηράκλειτο, σημειωτέον, τον ήξερα μόνο από τις εξής τρεις πηγές: Τα πάντα ρει, το άλλο που δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι γιατί στο μεταξύ το ’χει μπαζώσει ο μπατζανάκης του δημάρχου κι έχει χτίσει μεζονέτα τρίπατη και πας εσύ να μπεις στην ακροποταμιά και βρίσκεσαι σε καθιστικό με χρυσοποίκιλτα έπιπλα και τη Μοιραράκη να παίζει στη διαπασών και χέζεσαι πάνω σου, και τέλος απ’ τον περίφημο πίνακα του Ραφαήλ ‘Η Σχολή των Αθηνών’, όπου ο θλιμμένος Ηράκλειτος απεικονίζεται φάτσα-φόρα με το κεφάλι γερμένο στον αγκώνα, σαν να του βγαίνει φρονιμίτης έγκλειστος ή σαν να ’πιασε μόλις την κυρά του στα πράσα με τον καλύτερό του φίλο, και μετά να θυμήθηκε ότι δεν έχει φίλους διότι γράφει όλο αυτά τα ψυχοπλακωτικά και γι’ αυτό έχουν να τον καλέσουν σε σουαρέ απ’ την Κάθοδο των Δωριέων, και άρα τη γυναίκα του τη βατεύει οχτρός.

Η επίμαχη ρήση: Νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι. Ήγουν, οι νεκροί είναι για πέταμα πιο πολύ κι απ’ την κοπριά. Και θυμάμαι στα καπάκια και τα σκληρά λόγια της μανούλας και λέω, δίκιο είχε η συχωρεμένη – τι να την κάνεις την πτωματάρα την ασήκωτη όταν την έχει κάνει ο άνθρωπός σου; Να την κρατήσεις και ν’ αρχίσει να μεγαλώνει όπως στον Αμεδαίο του Ιονέσκο και να ψάχνεις μετά για καινούριο σπίτι;

Και για να τιμήσω τον μπαγάσα τον Ηράκλειτο (που ’πιανε πουλιά στον αέρα και τους έκανε κατήχηση περί ματαιότητος του να πετάς πέρα-δώθε σαν τη σακούλα του American Beauty, οπότε τα έρμα πτηνά ή χτυπιούνταν στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια, ή πεθαίναν τραγουδώντας Ζακ Μπρελ), αποφάσισα να πάω στον δρόμο που ’χει τ’ όνομά του στο Κολωνάκι, ένθα ευρίσκεται το ζαχαροπλαστείον της κολάσεως Désiré, και να τον τιμήσω τρώγοντας τρία καντάρια πάστες, μόνο που εντέλει το μαγαζί ήταν στη Δημοκρίτουκαι μέχρι να το βρω, ανέβα να φιλήσεις, κατέβα να γαμήσεις, είχα βγάλει φουσκάλες στα πατουσάκια μου, τα οποία όσο να πεις τα βάραιναν και κιλά παραπανίσια όσα ζ ύγιζαν τα βόδια του Γηρυόνη.

Έκτοτε κύλησαν άλλα δέκα χρόνια, χρόνια φαιδρότητας και στοχασμού, που με οδηγούν στη σημερινή αναπόληση αλλόκοτων θανάτων, και της ιλαρής τους πλευράς. Διότι με τον Χάρο, το κλάμα είναι δεδομένο – οπότε δεν είναι κακό να ’χεις κλείσει από πριν κι ένα ραντεβού με το γέλιο…

Για μια καούκα αδειανή…
Η γιαγιά μου η Ελένη (ή κυρα-Λένη, όπως τη φωνάζαμε χαϊδευτικά όλοι οι συγγενείς της), σε αντίθεση με την κοράκλα της, ήταν άνθρωπος τρομερά δεμένος με τον πολυτελή, άψυχο περίγυρο που συνέθετε το προσωπικό της βασίλειο. Πιθανώς να έφταιγε γι’ αυτό ότι στα δεκατρία της, από κόρη μεγαλοαστών της Μικρασίας βρέθηκε χωρίς βρακί στον κώλο σε παράγκα του Κουλέ Καφέ, πάντως απ’ τη στιγμή που παντρεύτηκε τον εξόχως εύπορο παππού μου, αφοσιώθηκε στο συλλεκτικό, αποθησαυριστικό της πάθος με ασύλληπτη μανία. Για παράδειγμα, ενώ το σύνηθες ήταν, άπαξ και ο σύζυγος φύγει ταξίδι για δουλειές, να μπάζεις στο σπίτι τον αγαπητικό σου, η κυρα-Λένη έμπαζε τους μαστόρους και τους διακοσμητές και γκρέμιζε τοίχους κι άλλαζε επίπλωση και ταπετσαρίες και δεν συμμαζεύεται, τόσο που όταν γυρνούσε ο παππούς κι άνοιγε την πόρτα κοντοστεκόταν στο χολ κι έλεγε: «Ά ωρέ Ελενίτσα, πάλι σε λάθος σπίτι νόμιζα ότι μπήκα.»

Όπως ήταν εύλογο, η μανία αυτή επεκτεινόταν και στην προσωπική της εμφάνιση, την οποία φρόντιζε με εμμονή στην τελειότητα που θα ζήλευαν πολλές Πρώτες Κυρίες του Λευκού Οίκου. Λόγου χάρη, πολύ προτού γίνουν της μόδας, η κυρα-Λένη έραβε συνολάκια (‘ανσαμπλάκια’) σε ένα σωρό παλ αποχρώσεις, από φυστικί και βερυκοκί μέχρι σάπιο μήλο και μουχλιασμένο μούσμουλο, με ασορτί καπελάκια, γάντια, τσάντες και τακούνια. Κι όταν γύρω στα πενήντα άρχισε να αραιώνει το μαλλί της, αντί να πηγαίνει στο κομμωτήριο και να φουσκώνει τις δέκα τρίχες σε κάσκα και να φαίνεται απ’ τα κενά η ροδαλή κασίδα της, άρχισε να αγοράζει πανάκριβες περούκες από φυσικό μαλλί, σε ποικιλία χρωμάτων και κουπ, αρκεί όλες τους να είχαν την αφθονία μπούκλας που χαρακτήριζε την αλλοτινή της κόμη.

Ουδείς ωστόσο υποψιαζόταν τα προβλήματα που θα προέκυπταν άπαξ και η κυρα-Λένη έμπαινε οριστικά και αμετάκλητα στο κουτί που δεν σηκώνει ανακαίνιση, κι ότι το πλέον ακανθώδες ζήτημα θα ήταν ποια περούκα να της φορέσουμε.

Βρισκόμαστε λοιπόν και πάλι στο σπίτι της Βασιλέως Κωνσταντίνου, με τον παππού συντετριμμένο στον καναπέ και τη μαμά με την αδελφή της να προσπαθούν με το μαλακό να τον ρωτήσουν ποια απ’ τις δώδεκα περούκες θεωρεί την πλέον κατάλληλη για την κηδεία. Ωστόσο, ο δόλιος χήρος βρισκόταν ακόμη σε τέτοιο μαύρο χάλι, που δοθείσης και της ηλικίας του – 85 πατημένα – είχε αρχίσει να ρετάρει ελαφρώς και να μην αναγνωρίζει τις κόρες του.

Οπότε θεία και μαμά συλλαμβάνουν εμπνευσμένο κόλπο για να εκμαιεύσουν την πολύτιμη πληροφορία απ’ τον μισο-σαλεμένο γέρο πατέρα τους: να φορέσουν εκ περιτροπής τις περούκες οι ίδιες, ποζάροντας μπροστά του, με την ελπίδα, μέσα από κάποια αναλαμπή της θολούρας του, να καταλήξουν στην καούκα-γκανιάν.

Εκείνο που δεν είχαν συνυπολογίσει ωστόσο ήταν το γεγονός ότι, ως κόρες της κυρα-Λένης, έστω και κατά 30-40 χρόνια νεότερες, της έμοιαζαν αμφότερες τρομερά – η μια στα κιλά και στο σχήμα του προσώπου, η άλλη στο χρώμα των ματιών και στο μπόι και πάει λέγοντας, κι ότι οι ομοιότητες αυτές έμελλε να ξυπνήσουν στον μπαρμπά-Θωμά (ναι, έτσι φωνάζαμε τον παππού μου, και καμία σχέση με καλύβες) άγριες διαθέσεις. Εξ ου και ο τραγέλαφος.

Διότι με το που εμφανίζεται η θειά μου με μια ασημόγκριζη περούκα κι αρχίζει να παίρνει πόζες και να κάνει νάζια, ο παππούς γουρλώνει τα μάτια, γυρνάει στη μάνα μου και τη ρωτάει με σφιγμένα δόντια: «Ποιο είν’ αυτό το γύναιο και πώς μπήκε στο σπίτι;» πεπεισμένος ότι μπρος του στέκεται φίλη της μακαρίτισσας που την διέφθειρε εν ζωή. «Είναι αυτή η σιχαμένη η φίλη της,» εξακολουθεί, «αυτή η γρά που παίρνει τα π’λιά στο στόμα! Διώχ’ την αμέσως!» Η θεία μου, μην ξέροντας πώς να αντιδράσει, αρχίζει τα γλυκόλογα: «Μα Θωμάκο μου, εγώ είμαι, η Ελενίτσα σου!» οπότε κι ο παππούς σηκώνεται μ’ ένα σάλτο απ’ τον καναπέ και φωνάζει: «Πες σ’ αυτό το π’τανί το γερασμένο να φύγει από δω μέσα, γιατί θα φέρω το χασαπομάχαιρο απ’ την κουζίνα και θα τη σφάξω στο γόνατο τη σκρόφα τη μαύρη!» Και η θεία μου, για να μην πέσει θύμα παιδοκτονίας, τρέχει και κλειδώνεται στην κρεβατοκάμαρα. (Και φυσικά η πρώτη περούκα απορρίπτεται, διότι σκέψου τώρα να ’μαστε στην εκκλησία για την επιμνημόσυνο τελετή και ν’ αρχίσει ο γέρος τα σκατοψύχια στην π’τανάρα που κείτεται στο φέρετρο!)

Για να τον καλμάρει κάπως, η μάνα μου διαλέγει την τελευταία περούκα, μια σχεδόν πλατινέ και φορώντας την κάθεται δίπλα στον μπαμπά της και του λέει σιγανά, με τη φωνή της κυρα-Λένης που ήξερε να μιμείται στην εντέλεια: «Θωμάκο μου γλυκέ, πες μου, σ’ αρέσει έτσι ξανθιά η Ελενίτσα σου;» Αμ έλα όμως που η Ελενίτσα του άρεσε ξανθιά, και δη υπερβολικά… Κι όπως την έχει σφίξει στην αγκαλιά του, αίφνης η Κατερίνα αισθάνεται το πατρικό χέρι να έρπει στην πλάτη της προς την απαγορευμένη ζώνη, οπότε και με μια τσιρίδα πετιέται απ’ τον καναπέ σαν το ζαρκάδι της Αρτέμιδος και τρέχει και κλειδώνεται στο μπάνιο, μη βρεθεί στα καλά καθούμενα σε ενδιαφέρουσα με παιδί κι αδέρφι συγχρόνως. (Οπότε τζίφος και η δεύτερη επιλογή, διότι βάλε με το νου σου να καψώσει ο παππούς στο θέαμα της συμβίας του και να ορμήσει να κουτουπώσει την σεπτή σορό της!)

Να μη σας τα πολυλογώ, και οι υπόλοιπες περούκες είχαν εξίσου ατυχή – ή σκιαχτική – επίδραση στον γέρο πατέρα. Ώσπου ξεμένει μία τελευταία, παμπάλαια κι ελαφρώς τσουρομαδημένη απ’ τον πανδαμάτορα χρόνο, και η μάνα μου τη φοράει μ’ ένα στεναγμό, διότι η εν λόγω περούκα ήταν καστανή, και τη θυμόταν απ’ τα παιδικά της χρόνια, όταν ακόμα η κυρα-Λένη μπορούσε να περάσει για νιά.

Και με το που μπαίνει στο σαλόνι και την αντικρίζει, ο μπαρμπά-Θωμάς σηκώνεται, βαράει προσοχή και φωνάζει βροντερά: «Γειά σου Θεόδωρε Κολοκοτρώνη!» – την τρυφερή προσφώνηση με την οποία υποδεχόταν τη γιαγιά μου κάθε φορά που επέστρεφε απ’ τον κομμωτή και περουκιέρη της με πέντε πόντους ύψος παραπάνω, σαν να φορούσε όντως περικεφαλαία στιλπνή και μαλλιαρή.

Η νεκρώσιμος τελετή εκτυλίχθηκε χωρίς επεισόδια και ευτράπελα, και ο μόνος παραπονεμένος ήμουν εγώ – που ως ζουμπάς της τάξης, ήθελα όσο τίποτα κι εγώ μια καούκα κολοκοτρωνέικη που να με δείχνει έστω και λίγο πιο μποϊλή…)

Ο θάνατος και η γεροντοκόρη
Στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας όπου διέμενε το σόι της μάνας μου, κατοικούσαν δύο αδελφές, δίδυμες και γηραιές, και προικισμένες η καθεμιά τους με ονοματεπώνυμο μπερεκέτι: η Μπέλλα και η Μπουμπού Αδαμπαμπά.

Οι αδελφές Αδαμπαμπά ήταν και οι δύο στενές φίλες της γιαγιάς μου της Ελένης, στην οποία εκμυστηρεύονταν τα πιο μύχια μυστικά τους, κουτσομπολιά της αστικής Θεσσαλονίκης, φόβους και άγχη, καθώς και προσωπικές απόψεις περί διακόσμησης εσωτερικών χώρων, αίτινες συχνά απέβαιναν μοιραίες, όπως τότε που η Μπέλλα είχε προτείνει στη γιαγιά μου να κάνει κυρίαρχο χρώμα του σαλονιού το ‘κόκκινο βυζαντινό’, και η κυρα-Λένη ξήλωσε ό,τι ξηλωνόταν (με πρώτη την τσέπη του παππού), αγόρασε καινούριο βελούδινο σαλόνι, ασορτί πορτατίφ και μπροκάρ ταπετσαρία, μόνο και μόνο για να ζήσει την απόλυτη συντριβή, όταν η Μπέλλα μπήκε, επιθεώρησε τον χώρο, και δήλωσε αυστηρά πως αυτό δεν ήτο κόκκινο βυζαντινό αλλά της Βουργουνδίας, γεγονός που η γιαγιά μου αντιμετώπισε ψύχραιμα, κλαίγοντας γοερά επί τρεις μέρες σερί, ώσπου ο παππούς μου τη δελέασε με ταξίδι στην Πόλη όπου θα της αγόραζε και την Αγιά-Σοφιά άμα ήθελε, να πήξει ο τόπος στο αφορεσμένο το βυζαντινό, που κακόχρονο να ’χει και μαύρο.

Η Μπέλλα και η Μπουμπού Αδαμπαμπά (ή οι πατεράδες των Πρωτόπλαστων, όπως τις αποκαλούσε πίσω απ’ την πλάτη τους η μάνα μου, ερμηνεύοντας ετυμολογικά το αχτύπητο επίθετό τους), ήταν γύρω στα εβδομήντα και ανύπανδρες, γεγονός που τόνιζαν με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας την επίδειξη της ισόβιας παρθενίας τους ως δείγμα αριστοκρατικής ανατροφής, εγκράτειας και ψυχικής αγνότητας. Μάλιστα η προσήλωσή τους στον ανέγγιχτο υμένα έφτανε σε τέτοιο σημείο εμμονής, που όχι μόνο δεν προσβάλλονταν απ’ τη λέξη ‘γεροντοκόρη’, μα τη χρησιμοποιούσαν και οι ίδιες, καθώς τόνιζε με τρόπο διακριτικό το ότι, απ’ τον παπά που τις είχε βαφτίσει κι εντεύθεν, δεν τις είχε ζυγώσει μήτε σερνικός σκύλος.

Ένα μοιραίο μεσημέρι λοιπόν, η Μπουμπού Αδαμπαμπά, η πιο ψυχοπονιάρα κι επιρρεπής στην υστερία εκ των δύο αδελφών, έχει πάει στην κηδεία του πατέρα της νεαρής παραδουλεύτρας της, σε κάποιο μακρινό προάστιο της Σαλονίκης, και μη βρίσκοντας ταξί για να επιστρέψει, κάνει κάτι πρωτόγνωρο: μπαίνει σε αστικό λεωφορείο με κατεύθυνση προς το κέντρο. Ωστόσο, άμαθη καθώς ήταν στα μέσα συγκοινωνίας, και καθώς όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες, ξεμένει να στέκεται όρθια, χωρίς όμως να κρατιέται απ’ τη χειρολαβή. Και ξάφνου ο οδηγός φρενάρει απότομα, και η Μπουμπού βρίσκεται στο δάπεδο με τα ποδάρια τεντωμένα σε σπαγγάτο.

Και λίγη ώρα αργότερα, μπουκάρει στο σπίτι της φίλης, γειτόνισσας και συντρέχτρας στις συμφορές, και πέφτοντας στην αγκαλιά της γιαγιάς μου αρχίζει να σκούζει μέσα απ’ τα αναφιλητά της: «Ελένη μου, Ελενίτσα μου, τι έπαθα! Δεν είμαι πια κόρη! Δεν είμαι πια κόρη!», καθ’ όσον η δόλια αειπάρθενος πίστευε ότι, με την απότομη διάνοιξη των κάτω άκρων, είχε χάσει ό,τι πολυτιμότερο διέθετε. Και σαν να μην έφτανε το κακό που την είχε βρει, εκείνη την ώρα σκάει μύτη κι ο παππούς που είχε στήσει αυτί κι έσπαγε πλάκα, και χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη της λέει: «Έλα, ωρε, μην κάνεις έτσι. Τώρα μένει να βρεις κι έναν Αβραάμ καρπερό και βολεύτηκες!»

Εντέλει ο γυναικολόγος – τον οποίο η τρομοκρατημένη Μπουμπού εδέησε να επισκεφθεί με τα χίλια ζόρια – αφού παραμέρισε ιστούς, σταλακτίτες, γαϊδουράγκαθα και οικογένειες νυχτερίδων του Βόρνεο, διαβεβαίωσε την εβδομηκοντούτη κόρη πως το πώμα αγνότητος εξακολουθούσε να βρίσκεται στη θέση του, απ’ όπου δεν το ξεκουνούσε μήτε γαιοτρύπανο πετρελαιοπηγής.

Όμως εγώ, κάθε φορά που θυμάμαι αυτή την απίθανη ιστορία, σκέφτομαι το ειλικρινές, αβάσταχτο πένθος της κακομοίρας της Μπουμπούς για την αδικοχαμένη παρθενιά – κι έπειτα σκέφτομαι την ηλικία στην οποία εγώ παρέδωσα στον κόσμο τη δική μου, και αποστέλλω νοερό ευχαριστώ στον Πανάγαθο που δεν με έκανε κόρη.

Δυο γάιδαροι, η Χιονάτη κι ο εξάδελφος
Το Κατερινάκι μας εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, με τα χεράκια του και τα χαπάκια του, ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου του 2002. Για κακή μου τύχη δε, το πρωινό εκείνο, επιστρέφοντας από ολονύχτια κραιπάλη, ήμουν μόνος στο σπίτι, καθώς ο μπαμπάς έλειπε στην Αθήνα για δουλειές, οπότε αναγκάσθηκα, παρά τη συντριβή και το ελεεινό μου χανγκόβερ, να αναλάβω όλα τα τυπικά.

Κι άντε οι τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ τέλειωσαν τη δουλειά τους στο τσακ μπαμ (η συχωρεμένη είχε συχωρεθεί καταφανώς – τι τα σπούδαζα τόσα χρόνια στη ρημάδα την Ιατρική άμα δεν ήξερα να κρίνω πότε ο άλλος έχει σανιδώσει;), και ο ιατροδικαστής ήταν οικογενειακός φίλος και ήξερε και για τις παλιές απόπειρες της μακαρίτισσας και με ξεπέταξε στα γρήγορα, αλλά στο μεταξύ είχε πλακώσει και η αστυνομία για την αυτοψία, κι έπρεπε κάθε τόσο να αναδύομαι απ’ τα έσωθεν σκότη για να απαντήσω αν το τάδε ποτήρι ήταν δικό μου (όχι, είχε κραγιόν στο χείλος), κι αν είχα αγγίξει κάτι στο σαλόνι (τα πάντα, εκεί ζούσα) και πόσα χάπια είχε πάρει κρίνοντας απ’ τα ανοιχτά κουτιά που ’ταν σκορπισμένα ολούθε (πού να ξέρω, τζάνουμ, ο Άνθρωπος της Βροχής είμαι να σ’ τα μετρήσω;) Και ξαφνικά, απ’ την ανοιχτή πόρτα ακούω έναν κακό χαμό, καντήλια και Χριστοπαναγίες, και τρέχοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας βρίσκω δύο υπαλλήλους από αντίπαλα γραφεία τελετών (μαντέψτε ποιοι τους είχαν ειδοποιήσει εν αγνοία μου, και κατά πόσον έπαιρναν μίζα), οι οποίοι όχι μόνο σκυλοτρώγονται, αλλά έχουν πλακωθεί κανονικά, και με τον σαματά είχαν σηκωθεί όλοι οι γείτονες στο πόδι, κι εγώ έπρεπε μετά να εξηγώ πώς και τι σε πενήντα καλόψυχους νοματαίους που κλαίγανε γοερά κι έπρεπε να τους καλμάρω και να τους πείσω να γυρίσουν στα σπίτια τους. Οπότε, συνάζοντας όλη μου την ψυχραιμία, χωρίζω τα βδελυρά κοράκια, και τους λέω ότι η μάνα μου αυτοκτόνησε με το περίστροφο του πατέρα μου, κι ότι το ’χω πάνω μου, κι ότι αν μέχρι το τρία δεν έχουν εξαφανιστεί θα τους κάνω σουρωτήρι. Προφανώς δε ήμουν σε τέτοια κατάσταση μάτι-γυαλίζει-πίσω-και-σας-έφαγα-χαμούρες, που οι δυο γάιδαροι που μάλωναν σε ξένο αχυρώνα έγιναν μπουχός με τη μία.

Περνάν οι ώρες, έρχεται ο μπαμπάς πετώντας, συνεννοούμαστε με έτερο γραφείο τελετών, και κατεβαίνουμε να ψωνίσουμε ρούχα, διότι η Κατερίνα, ένεκα τα πάχητα, τον τελευταίο χρόνο κυκλοφορούσε μονίμως με βελουτέ φόρμες διαστάσεων στρατιωτικής σκηνής. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, εν τω μεταξύ, μας είχαν ζητήσει και μια πρόσφατη φωτογραφία της αποβιώσασας, για να τη μακιγιάρουν όσο γίνεται πιο κοντά στο φυσικό – όμως εγώ, στην καντήφλα μου απάνω, τους είχα δώσει ένα στιγμιότυπο από πρόσφατη οικογενειακή μάζωξη, όπου το Κατερινάκι έχει σκάσει στα γέλια, και το ούτως ή άλλως ροδαλό του πρόσωπο έχει γίνει πιο κόκκινο κι απ’ τον Περισσό.

Κι όπως μαζευόμαστε την επομένη το πρωί στο νεκροστάσιο οι τεθλιμμένοι συγγενείς και φίλοι, κοιτάζω μέσα από τα λέλουδα και τι να δω; Ο μακιγιέρ των Αδελφών Βουρδόλακα, βλέποντας την αντίθεση φωτογραφίας και νεκρικής χλομάδας, έχει πάρει την μπατανόβουρτσα και κόκκινο χρώμα πλαστικό για βαφή τοίχου χωρίς αστάρι, και μου την έχει κάνει τη μάνα σαν τον κώλο του μπαμπουίνου. Με τα χίλια ζόρια κρατιέμαι να μη σκάσω στα γέλια με το γκροτέσκο θέαμα, αλλά την ίδια στιγμή μια θειά μου που θρηνούσε λες και την έπαιρνε κάμερα για εκπομπή επανασύνδεσης με τον χαμένο της συμπέθερο, και μ’ ένα πλοκάμι μύξας να κρέμεται κομψότατα απ’ το ένα ρουθούνι, αναφωνεί: «Δείτε την πώς είναι η κούκλα μου! Σαν τη Χιονάτη!» Ε, αυτό ήταν – η αντίθεση ανάμεσα στο ‘Χιονάτη’ (χαρακτηρισμός που η συχωρεμένη πληρούσε μόνο με την κοιλάθρα που κρυβόταν κάτω απ’ τ’ άνθη, και η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να περιέχει εφτά νάνους αμάσητους) και στο κόκκινο του πυροσβεστικού, με αποτέλειωσε, και βγήκα τρέχοντας απ’ το νεκροστάσιο για να μην ακουστούν τα ουρλιαχτά μου και νομίσουν ότι πάει το παιδί, ήταν που ήταν ζαβό, ήρθε κι αποτρελάθηκε.

Το τρίτο χτύπημα ήρθε απ’ τον κολλητό μου – αδελφικό φίλο και με τις δύο έννοιες της λέξης ‘αδελφή’ – ο οποίος επί ώρα (καθ’ όλη τη διάρκεια της ανυπόφορα ανιαρής τελετής, της ταφής και του καφέ μετά παξιμαδακίων που δεν θα τα άγγιζε μήτε η παξιμαδοκλέφτρα του παραδοσιακού άσματος) χαλβάδιαζε έναν μακρινό εξάδελφο που κι εγώ έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου, κι οποίος, αντικειμενικά, και παρά το πένθος και τα συναφή, ήτο νεαρός εξόχως μπάνικος. Οπότε όπως ποζάρουμε για τον πατέρα μου που είχε τρελαθεί να βγάζει φωτογραφίες (καθείς παλεύει τον πόνο με τα δικά του όπλα), ο κολλητός σκύβει και μου λέει στο αυτί: «Και πρέπει να ’χει και τρελό κορμί το μανάρι – ακόμα και με το παλτό φαίνεται. Αμάν κι αυτή η μάνα σου, δεν μπορούσε να πεθάνει καλοκαίρι;» Κι εγώ φυσικά ξεκαρδίστηκα, όπως θα ξεκαρδιζόταν και η ίδια η Κατερίνα, που αγαπούσε τον φίλο μου, όπως και κάθε φίλο μου, σαν δεύτερο, τρίτο και τέταρτο παιδί της, και για την οποία οι αγαπημένοι άνθρωποι δεν είχαν κουσούρια αλλά σεβαστές (αν όχι αξιαγάπητες) αδυναμίες.
Επιστρέφω όμως στον Ηράκλειτο τον μουντρούχο. Επειδή η μάνα μου δεν τα γούσταρε τα δράματα, το αποχαιρετιστήριο σημείωμα δεν το ’χε αφήσει φόρα παρτίδα, να το βρω μαζί με την ίδια τέζα και να πλαντάξω, αλλά το ’χε καταχωνιάσει σ’ ένα κουτί με παμπάλαιο χαρτομάνι, αποδείξεις, εισιτήρια και τα ρέστα, στο βάθος της ντουλάπας. Ο μόνος λόγος που δεν πετάχτηκε επί τόπου, στο πρώτο άδειασμα του σπιτιού από φρικαλέα μουσταρδί ταγιέρ, τι-σερτ με ξεχειλωμένο τον έναν ώμο και βάτα στον άλλο, και σκουλαρίκια φλουό μεγέθους δορυφορικού πιάτου, είναι ότι βρισκόταν τόσο βαθιά στα ερέβη της ντουλάπας, που πέρασε απαρατήρητο.

Αλλά η τύχη ήθελε να το βρω. Και το αναγνώρισα αμέσως, αφενός διότι ήταν γραμμένο με τον γαλάζιο μαρκαδόρο που η μάνα μου χρησιμοποιούσε το τελευταίο διάστημα πριν το φευγιό της, κι αφετέρου διότι τα γράμματά της, που πάντα είχαν κάτι το παιδικό, στο συγκεκριμένο σημείωμα ήταν ακόμα πιο μεγάλα και αβέβαια, καθώς είχαν γραφτεί υπό συνθήκες μεγάλης αισθηματικής φόρτισης κι ακόμα μεγαλύτερης μαστούρας. Το σημείωμα, απ’ όσο θυμάμαι, ήταν ζήτημα πέντε αράδες. Στην αρχή μου έγραφε ότι ήξερε πως γι’ αυτό που έκανε δεν υπήρχε συγχώρεση, κι ότι ήλπιζε τουλάχιστον μέσω του θανάτου της να κερδίσω την ελευθερία μου, αντί να την νταντεύω, φυτό σε κάποια κλινική, ως τα βαθιά της γεράματα. Κι έπειτα είχε μόνο μια ευχή: Εύχομαι να κάνεις κι εσύ παιδιά μια μέρα, για να σ’ αγαπήσουν όπως μ’ αγάπησες εσύ και να τα αγαπήσεις όσο σ’ αγάπησα εγώ. Και τίποτ’ άλλο.

Κι αφού το διάβασα και το εμπέδωσα – και η μητρική αυτή επιταγή ακόμα με ακολουθεί, επίμονη σαν αόρατη αγκαλιά που δεν σ’ αφήνει – έκανα αυτό που ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελε να κάνω κι εκείνη. Ξανάβαλα το σημείωμα στο χαρτόκουτο και το πέταξα στα σκουπίδια.
Κι εγώ; Τι θα ’θελα ν’ απογίνω εγώ όταν και άμα (προσέξτε τον υποθετικό σύνδεσμο) πεθάνω; Η απάντησή μου; Είμαι τρομερά διχασμένος.

Η ταφή δεν μ’ αρέσει καθόλου. Αλλά ούτε και το κάψιμο μου πολυαρέσει. Η φωνή της λογικής βέβαια λέει ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία το πώς θα ξεφορτωθούν το (ελπίζω υπεραιωνόβιο) σαρκίο μου, μα μήπως πότε την άκουγα τη φωνή της λογικής για να την ακούσω και τώρα;

Και με το χέρι στην καρδιά, η εκδοχή που με δελεάζει περισσότερο από κάθε άλλη είναι η ταρίχευση. Όχι όμως μούμια και ταφή σε πυραμίδα, διότι άμα είναι να σε βαλσαμώσουν το θέμα είναι να φαίνεσαι, σωστά; Και να χρησιμεύεις και σε κάτι, για να μην εμπέσεις στο ρητό του Ηράκλειτου του σεκλετισμένου και καταλήξεις να κοπρίζεις παντζαροχώραφο.

Οπότε θα μπορούσαν ενδεχομένως να με ταριχεύσουν όρθιο, με τα χέρια και τα δάχτυλα ανοιχτά, εν είδει καλόγερου, για να κρεμάν οι απόγονοί μου τα παλτά και τις τσάντες τους. Ή καθιστό, με τα γόνατα λυγισμένα και τα χέρια σε κύκλο, ως εξωτική ομπρελοθήκη. (Φαντάζομαι και διάλογο: «Ρίχνει με το τουλούμι έξω!» «Ε, πάρε μια ομπρέλα απ’ τον παππού.»)

Και φυσικά, επειδής κι εμένα φιλόσοφο δεν με λες, αλλά αμπελοφιλόσοφος είμαι και με τη βούλα, θα ’θελα το ταριχευμένο μου σώμα να ’χει και μια πλακέτα με κάποια βαθυστόχαστη επιγραφή. Όπως:
Απ’ τη ζωή στο θάνατο είν’ ένα μονοπάτι,
Κι από το ‘κώλος’ στο ‘Κορτώ’, δυο σύμφωνα και κάτι.

*Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ είναι "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά" (εκδόσεις Καστανιώτη)

Ο Αύγουστος του Οδυσσέα

ο Ιούνης της Μαρίας

Ο Αύγουστος του Οδυσσέα

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένα ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε.

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε.

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά...

Augustus of Odysseus  

August was fading into the moonlight and from his beard dripped stars and jasmine. 

 August month and God we swear to you next year you'll find us kissing on the rock.  

Let's sew a golden thread from Virgo to Scorpio and a sea cross for your grace to light.  

August was fading into the moonlight and from his beard dripped stars and jasmines...

Auguste d'Ulysse 

 Août se fondait dans le clair de lune et de sa barbe coulaient des étoiles et du jasmin. 

 Mois d'août et Dieu nous le jurons l'année prochaine tu nous trouveras en train de nous embrasser sur le rocher. 

 Cousons un fil d'or de la Vierge au Scorpion et une croix de mer pour que ta grâce éclaire.  

Août se fondait dans le clair de lune et de sa barbe coulaient des étoiles et des jasmins...

Ágastas Odaiséas 

 Lúnasa bhí fading isteach i sholas na gealaí agus óna féasóg dripped réaltaí agus jasmine.  

Mí Lúnasa agus Dia linn duit an bhliain seo chugainn gheobhaidh tú sinn ag pógadh ar an gcarraig.

 Déanaimis snáithe órga a fhuáil ón Mhaighdean go Scairp agus crois mhara do do ghrásta chun solais.

 Lúnasa bhí fading isteach i sholas na gealaí agus óna féasóg sileadh réaltaí agus jasmines...
 
 

Κορίνα Τσοπέη «Μις Υφήλιος»

3 Αυγούστου 1964 : Η Κορίνα Τσοπέη εκλέγεται Μις Υφήλιος στο Μαϊάμι. 

Όταν η Κορίνα Τσοπέη κέρδιζε τον τίτλο της «Μις Υφήλιος» 

Ηταν Τρίτη 4 Αυγούστου του 1964, όταν οι εφημερίδες της ημέρας, παρακάμπτοντας τη, μουντή ως συνήθως, πολιτική επικαιρότητα, αφιέρωναν στα πρωτοσέλιδά τους μια ξεχωριστή… δροσερή είδηση: Τα ξημερώματα της Κυριακής προς Δευτέρα της 3ης Αυγούστου, μια Ελληνίδα καλλονή είχε κερδίσει στο Μαϊάμι τον τίτλο της «Μις Υφήλιος».

Μια χώρα που αποζητούσε με κάθε τρόπο τη διεθνή επιβεβαίωση πανηγύριζε, ενώ δεν γνώριζε καλά καλά το όνομα της νικήτριας. Το επώνυμο ήταν, φυσικά, Τσοπέη, αλλά οι εφημερίδες έγραφαν το όνομά της άλλοτε ως Κούλα και άλλοτε ως Κυριακή, ενώ τα ξένα τηλεγραφήματα ανέφεραν ότι ο τίτλος δόθηκε στην Κορίνα. Η πραγματικότητα είναι ότι τα πρώτα ήταν τα ονόματα με τα οποία τη φώναζαν στο σπίτι, ενώ το Κορίνα ήταν εκείνο που η ίδια είχε επιλέξει να την προσφωνούν στη διεθνή της καριέρα, κάτι που ο ελληνικός Τύπος θα χρειαστεί να περάσει μεγάλο διάστημα ώστε να το αποδεχτεί και να υιοθετήσει τη νέα… ονοματοδοσία.

Σίγουρα το… ληξιαρχικό ζήτημα δεν ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στην ξεχωριστή ζωή της Κορίνας Τσοπέη. Η ίδια γεννήθηκε σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι στις παρυφές του Υμηττού. Η ζωή της αλλάζει όταν σε ηλικία οκτώ ετών μια γειτόνισσα μιλά στη μητέρα της για τη «Σταρ Ελλάς» του 1952, Νταίζη Μαυράκη, που είχε έρθει τρίτη στα διεθνή καλλιστεία. Η μικρή ζηλεύει ακούγοντας για δώρα, δόξα και ταξίδια και ονειρεύεται από τότε να πάει στην Αμερική, αλλά αυτή να μην έρθει τρίτη, αλλά πρώτη.

Αναζητά και βρίσκει το τηλέφωνο του επίσημου φωτογράφου των καλλιστείων, ώστε τα ερχόμενα χρόνια να μην περιμένει να γνωρίσει τη «Σταρ Ελλάς» της χρονιάς από τις εφημερίδες, αλλά τηλεφωνώντας σε αυτόν ώστε να μάθει, πρώτη, τη νικήτρια. Στα δεκάξι της χρόνια, μια φίλη της της λέει το μέλλον της βλέποντας το κατακάθι του καφέ: «Θα βάλεις κορόνα που θα είναι δική σου, θα γυρίσεις όλο τον κόσμο, θα παντρευτείς Αμερικανό και θα κάνεις τρία παιδιά». Η μικρή Κούλα γελά, αλλά παράλληλα ονειρεύεται τα παραπάνω και μόλις νυχτώνει πηγαίνει στον κινηματογράφο της γειτονιάς για να δει τους σταρ της εποχής, Ροκ Χάτσον, Ντόρις Ντέι, Οντρεϊ Χέπμπορν, τα ωραία σπίτια, τα καπέλα και τα αυτοκίνητα που τρέχουν σε μεγάλες λεωφόρους και όχι σε χωματόδρομους.

Εκείνη την εποχή το κορυφαίο μανεκέν της περιόδου, Αντουανέτα Ροντοπούλου, ανοίγει σχολή μανεκέν και η δεκαοκτάχρονη πλέον Κούλα πιέζει τον πατέρα της, ο οποίος ήταν Μανιάτης, ταγματάρχης του Πεζικού, να γραφτεί εκεί. Τελικά, τον πείθει και στη σχολή χάνει γρήγορα τα δέκα παραπανίσια κιλά που είχε και, δύο χρόνια μετά, η Ροντοπούλου τής προτείνει να πάρει μέρος στα καλλιστεία που τότε διοργάνωνε η εφημερίδα «Απογευματινή». Ο πατέρας πείθεται εκ νέου, η κόρη του του στέλνει τη φωτογραφία της στην εφημερίδα και, όταν γίνονται τα καλλιστεία στις 20 Ιουνίου, η Τσοπέη ανακηρύσσεται πανηγυρικά «Σταρ Ελλάς» 1964, κερδίζοντας μάλιστα και ένα αυτοκίνητο, δώρο των χορηγών της βραδιάς.

Ομως, ο εγχώριος τίτλος δεν της αρκεί και θέλει να δηλώσει συμμετοχή στο διεθνή διαγωνισμό ομορφιάς, αφού πρώτα θα χρειαστεί να πειστεί γι’ αυτό, για τρίτη φορά, ο Μανιάτης στρατιωτικός πατέρας. Η 20χρονη Τσοπέη φτάνει στην Αμερική για το διαγωνισμό, χωρίς να γνωρίζει λέξη αγγλικά, ενώ στις εκεί επαφές της τη βοηθά μια Ελληνοαμερικανίδα που γνωρίζει στο Μαϊάμι. Παρότι ο σύζυγος της Ροντοπούλου και γνωστός δημοσιογράφος, Χρήστος Οικονόμου, επιχειρεί να την «προσγειώσει» λέγοντάς της: «Δεν θα βγεις πρώτη. Ο συναγωνισμός με τις Σουηδέζες είναι μεγάλος. Αν το πάρεις απόφαση, θα περάσεις καλά», η ίδια αισθάνεται πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, ιδίως όταν γνωρίζει τις συνυποψήφιές της.

Ο διεθνής διαγωνισμός ομορφιάς εκείνης της χρονιάς είχε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι μεταδιδόταν για πρώτη φορά απευθείας από την αμερικανική τηλεόραση, με αποτέλεσμα η τηλεθέαση να «χτυπήσει κόκκινο», αφού τον παρακολούθησαν πάνω από 60 εκατομμύρια Αμερικανοί. Η Τσοπέη φτάνει με ευκολία στην τελική πεντάδα του διαγωνισμού μαζί με την Κινέζα, τη Σουηδέζα, την Ισραηλινή και την Αγγλίδα, αλλά, όταν ακούει ότι είναι η «Μις Υφήλιος» 1964 ξεσπά σε κλάματα, γιατί, ενώ έχει καταφέρει από τους χωματόδρομους του Υμηττού να βρεθεί στην κορυφή του κόσμου όπως είχε ονειρευτεί, τώρα δεν έχει δίπλα της κανένα δικό της άνθρωπο να μοιραστεί τη χαρά της.

Στην Ελλάδα η νίκη της χαρακτηρίζεται ως «αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού κάλλους» και οι δημοσιογράφοι «πολιορκούν» το πατρικό της σπίτι για δηλώσεις από την οικογένειά της, με τους δικούς της να δέχονται δεκάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα και τηλέφωνα, ενώ δηλώνουν ότι «Η Κούλα θα επιστρέψει σύντομα στην Ελλάδα».

Οι γονείς, βέβαια, αγνοούν ότι ο τίτλος της «Μις Υφήλιος», εκτός από δόξα, χρήμα και ταξίδια, έχει και πολύ μεγάλες υποχρεώσεις, κάτι που συνειδητοποιεί και η ίδια πολύ γρήγορα. Ενώ στην Αθήνα οι κινηματογράφοι παρουσιάζουν τη νίκη της με την προβολή κάποιων επικαίρων με τον πομπώδη τίτλο «Το φιλμ της ομορφιάς», η νεαρή Τσοπέη είναι κυκλωμένη από δημοσιογράφους, κινηματογραφικούς παραγωγούς, μάνατζερ και, φυσικά, υποψήφιους γαμπρούς από τους οποίους δεν μπορεί για ένα χρόνο να παντρευτεί κανέναν, αφού τη δεσμεύει το συμβόλαιο με το διεθνή διαγωνισμό.

Γυρίζει όλο τον κόσμο σε τόσο καταιγιστικούς ρυθμούς που από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες δηλώνει ότι, αν ήξερε τις υποχρεώσεις που θα είχε ως νικήτρια, δεν θα δήλωνε ποτέ συμμετοχή στο διαγωνισμό. Πριν από ένα μόλις χρόνο έκλαιγε γιατί ο αυστηρός πατέρας της δεν την άφηνε να βγαίνει από το σπίτι, τώρα πλέον κλαίει γιατί βγαίνει κάθε βράδυ, μακριά όμως από τους δικούς της.

Η έξαρση του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος εκείνης της εποχής οδηγεί σε συνεχείς συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε κάθε σημείο του κόσμου όπου εμφανίζεται. Η ίδια απαντά στις κινητοποιήσεις αυτές σε ερώτηση δημοσιογράφου: «Κοίταξε να δεις, είμαι στα είκοσί μου, ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο πρώτη θέση, γνώρισα τους προέδρους της Αμερικής, των Φιλιππίνων, της Βραζιλίας, της Αργεντινής. Πες μου πώς μπορεί ένα κορίτσι είκοσι χρόνων να κάνει αυτά που κάνω εγώ;».

Η άκομψη αντίδραση της Τουρκάλας εστεμμένης

Οπως σε όλα τα καλλιστεία δεν λείπουν τα ευτράπελα από τις κοπέλες που δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν τον πολυπόθητο τίτλο, έτσι και σε αυτά της «Μις Υφήλιος» υπήρξαν αντιδράσεις με πολιτικές προεκτάσεις που παραλίγο να δημιουργήσουν διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Εκείνη την περίοδο το κυπριακό ζήτημα βρισκόταν σε νέα άσχημη κλιμάκωση, με την τουρκική απόβαση στη Μεγαλόνησο να αποφεύγεται την τελευταία στιγμή, αλλά όχι όμως και οι τουρκικοί βομβαρδισμοί στην Κύπρο τον Αύγουστο εκείνου του καλοκαιριού.

Η επιβεβαίωση του κακού κλίματος μεταξύ των δύο χωρών έρχεται το βράδυ των διεθνών καλλιστείων, όταν την ώρα που ακουγόταν το όνομα της Ελληνίδας νικήτριας αποχωρούσε από τη σκηνή η Τουρκάλα υποψήφια σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Εν συνεχεία, μάλιστα, έκανε δηλώσεις κατά της νέας «Μις Υφήλιος» και χρειάστηκε να λάβει τηλεγράφημα από την Τουρκία για να ρίξει τους τόνους.

Μάλιστα, ο χρονογράφος της τουρκικής εφημερίδας «Μιλλιέτ» είχε κατακρίνει τη «Μις Τουρκία» για τη συμπεριφορά της, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Αντί να συγχαρεί τη Μις Υφήλιος, εγκατέλειψεν επιδεικτικώς την αίθουσαν. Εις το εξής, τας ημετέρας Μις αντί να τας διδάσκωμεν να κάμουν ακκισμούς, να τας διδάσκωμεν καλούς τρόπους».

Προφανώς, η «Μις Τουρκία», θα έκανε εντατικά μαθήματα καλών τρόπων, αφού τις επόμενες ημέρες όχι μόνο φωτογραφήθηκε με την Ελληνίδα καλλονή, αλλά της ζήτησε μάλιστα και αυτόγραφο…

Η θριαμβεύτρια Κορίνα Τσοπέη μπόρεσε να δει από κοντά τους δικούς της σχεδόν δύο μήνες μετά, με αφορμή το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικό του κλίματος ενθουσιασμού ήταν η υποδοχή που της έγινε στο αεροδρόμιο της συμπρωτεύουσας, όπου την περίμεναν παρατεταγμένοι ο δήμαρχος, νομάρχης, ο πρόεδρος της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, καθώς και όλες οι Αρχές της πόλης, ενώ η ίδια και η «Μις Αμερική» που τη συνόδευε έφτασαν στο ξενοδοχείο μέσα σε ανοιχτό αυτοκίνητο με τη συνοδεία μοτοσικλετιστών.

Η Τσοπέη παρακολούθησε ταινία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ενώ στη συνέντευξη Τύπου επανέλαβε τη δυσφορία της για το βεβαρημένο πρόγραμμά της: «Για μια βασίλισσα της ομορφιάς είναι πολύ βαρύ το τίμημα της εφήμερης βασιλείας της. Θα προτιμούσα να μην είχα εκλεγεί βασίλισσα».
Κωνσταντίνος Μπορδόκας
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής

https://eleftherostypos.gr/istories/25193-otan-i-korina-tsopei-kerdize-ton-titlo-tis-mis-yfhlios/

Ποια ήταν η «Ψωροκώσταινα»



Ποια ήταν η «Ψωροκώσταινα»

Συγκινητική, πραγματική ιστορία… Στην εποχή που κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας ζούσε στο Ναύπλιο μια… ζητιάνα, που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα». Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ολόκληρη την χώρα… Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826. Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.» Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή πέφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή αποθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα. Αλλά, ποια ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»; Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της. Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.
prisonplanet.gr

Who was "Psorokostaina" Touching, real story... At the time when Kapodistrias was ruling Greece, there lived in Nafplion a... beggar, who was called "Psorokostaina". So in a meeting of the Assembly, someone wanting to talk about the poverty of the Greek State likened it to the well-known beggar. Since then the word has been repeated in discussions and finally prevailed. Except that, when it is said now, it does not mean the Greek State, but the whole country... The whole story of Psorokostaina (Ev. Dadiotis, "Aegiaopelagitika" issue 13) is as follows: "I have nothing but this silver ring and this piaster. I offer these nothings to the martyred Messolonghi", said the old washerwoman Hatzikostaina proudly and left them on the table that the fundraising committee had set up in the square of Nafplio, that Sunday in 1826. After this unexpected gesture, someone from the crowd shouted : "Look, the laundress Psorokostaina was the first to offer her obolo." And immediately he took and gave the honor. Pounds, grosci and silver were raining down on the table. This was the continuation of the poor offer of the washerwoman Hatzikostaina, who from that moment was immortalized with the nickname "Psorokostaina". And this illegality then stuck in Greece. But, who was this "Psorokostaina"? She was the former noblewoman of Kydonia, of Aivali, Panoraia Hadjikosta, wife of a wealthy merchant from Aivali, who was famous not only for her husband's wealth, but also for her own wealth and even for her beauty. When the Turks later set fire to the state of Ayvali, and slaughtered men and women and children, among those who were saved was the noblewoman Panoraia Hadjikosta, who saw the Turks slaughtering her husband and children. Luckily for her, a sailor helped her and together with others put her on a boat that disembarked in Psara. There she was recognized by her homeopath Benjamin of Lesbius, he protected her and followed him to the Peloponnese. In Nafplion, Benjamin gave lessons for a living and Panoraea, in order to live, began to do laundry and later, with her logic almost broken, she begged in the streets of Nafplion. After the fundraising incident in Nafplio, when Kapodistrias arrived in Greece, he gathered it and when he founded the orphanage, Panoraia, now known by the illegal name "Psorokostaina", offered to wash the clothes of the orphans without any payment.

Кем была «Псорокостаина» Трогательная, реальная история... В то время, когда Грецией правил Каподистрия, в Нафплионе жила... нищая, которую звали "Псорокостана". Так на заседании Ассамблеи кто-то, желавший поговорить о бедности греческого государства, сравнил его с известным нищим. С тех пор это слово повторялось в дискуссиях и, наконец, возобладало. Только вот, когда говорится теперь, имеется в виду не Греческое Государство, а вся страна... Весь рассказ о Псорокостане (Ев. Дадиотис, "Эгиаопелагитика" вып. 13) таков: "У меня нет ничего, кроме этого серебряное кольцо и этот пиастр. Я предлагаю эти пустяки замученному Мессолонги", - гордо сказала старая прачка Хацикостана и оставила их на столе, который комитет по сбору средств установил на площади Нафплиона в то воскресенье 1826 года. После этого неожиданного жеста кто-то из толпы закричал. : "Смотрите, прачка Псорокостана первая предложила ей оболо". И тут же взял и отдал честь. Фунты стерлингов, гроши и серебро посыпались на стол. Это было продолжением бедного предложения прачки Хацикостейны, которая с этого момента была увековечена под прозвищем «Псорокостана». И эта нелегальность потом застряла в Греции. Но кем была эта «Псорокостаина»? Она была бывшей дворянкой Кидонии, Айвали, Панорая Хаджикоста, женой богатого купца из Айвали, прославившейся не только богатством мужа, но и собственным богатством и даже красотой. Когда позже турки подожгли государство Айвали и вырезали мужчин, женщин и детей, среди спасшихся была дворянка Панорая Хаджикоста, которая видела, как турки убивали ее мужа и детей. К счастью для нее, матрос помог ей и вместе с другими посадил ее на лодку, которая высадилась в Псаре. Там ее узнал ее гомеопат Вениамин Лесбийский, он защитил ее и последовал за ним на Пелопоннес. В Нафплионе Вениамин давал уроки, чтобы зарабатывать на жизнь, а Панорая, чтобы выжить, начала стирать белье, а позже, почти сломав свою логику, попрошайничала на улицах Нафплиона. После инцидента со сбором средств в Нафплионе, когда Каподистрия прибыл в Грецию, он собрал их и, когда основал приют Панорая, теперь известный под незаконным названием «Псорокостайна», предложил стирать одежду сирот без какой-либо оплаты. 

Henri Cartier-Bresson




Henri Cartier-Bresson...Φωτογράφος (22-8-1908 έως 3 - 8- 2004)

Ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν (Henri Cartier-Bresson, 22 Αυγούστου 1908 - 3 Αυγούστου 2004) ήταν Γάλλος φωτογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα και ειδικότερα ένας από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας. Το έργο του έχει κερδίσει καθολική αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο Μπρεσόν ανήκε σε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γαλλίας. Σπούδασε ζωγραφική την δεκαετία του 1920 και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία την δεκαετία του 1930. Επισκέφθηκε την Ισπανία το 1937 κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην χώρα και το 1940 συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε για 3 χρόνια. Δραπετεύει το 1943, φθάνει στη Γαλλία και μπαίνει στην αντίσταση, όπου συμμετέχει σε φωτογραφικά επιτελεία και καθοδηγεί την κινηματογράφηση και φωτογράφηση της κατοχής και της απελευθέρωσης του Παρισιού. Παράλληλα, κάνει τα φωτογραφικά πορτραίτα διαφόρων καλλιτεχνών. Το 1946 ο Μπρεσόν επέστρεψε στις Η.Π.Α για να πραγματοποιήσει έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (Museum of Modern Art). Το 1947 υπήρξε συνιδρυτής με τους Ρόμπερτ Κάπα και Ντέιβιντ Σέιμουρ, στο διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Μάγκνουμ (Magnum), στο οποίο παρέμεινε μέλος του ως το 1966.

Πέθανε στο σπίτι του στο Παρίσι σε ηλικία 96 ετών.

Ο Καρτιέ Μπρεσόν γεννήθηκε στο Σαντελού-αν-Μπρι (Chanteloup-en-Brie) στο διαμέρισμα Σεν-ε-Μαρν (Seine-et-Marne) της Γαλλίας και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέρφια του. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος παραγωγός κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, του οποίου τα νήματα ήταν παρόντα σε κάθε γαλλικό σετ ραπτικής. Οι οικογένεια από την μεριά της μητέρας του ήταν έμποροι βαμβακιού και γαιοκτήμονες από την Νορμανδία, όπου και πέρασε κομμάτι των παιδικών του χρόνων. Η οικογένεια Καρτιέ Μπρεσόν κατοικούσε σε μία συνοικία της αστικής τάξης στο Παρίσι, κοντά στην Πον ντε λ'Ερόπ (Pont de l' Europe) και του παρείχε οικονομική ενίσχυση για να αναπτύξει το ενδιαφέρον του για την φωτογραφία με έναν πιο ανεξάρτητο τρόπο απ' ότι άλλοι σύγχρονοί του. Επίσης, στον ελεύθερό του χρόνο, σκίτσαρε. Ο ίδιος περιέγραφε την οικογένεια του ως "Καθολικούς σοσιαλιστές".

Όταν ήταν μικρό παιδί, ο Καρτιέ Μπρεσόν, διέθετε μια φωτογραφική μηχανή Box Brownie, που χρησιμοποιούσε για να παίρνει φωτογραφίες στις διακοπές, ενώ αργότερα πειραματιζόταν με μία view camera 3x4 ιντσών. Μεγάλωσε με τον παραδοσιακό γαλλικό αστικό τρόπο και μιλούσε στους γονείς του στον πληθυντικό. Ο πατέρας του ήταν σίγουρος ότι ο γιος του θα συνέχιζε την οικογενειακή επιχείρηση αλλά ο ίδιος ήταν ισχυρογνώμων και απωθούνταν από αυτή την προοπτική.
Τα πρώτα χρόνια

Ο Καρτιέ Μπρεσόν φοίτησε στο Παρίσι στην Εκόλ Φενελόν (École Fénelon), ένα Καθολικό σχολείο. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες να μάθει μουσική, ο θείος του Λουί, ένας ταλαντούχος ζωγράφος, τον εισήγαγε στην ελαιογραφία. «Η ζωγραφική έγινε η εμμονή μου από τότε που ο "Μυθικός μου πατέρας", ο αδερφός του πατέρα μου, με οδήγησε στο στουντιό του στις διακοπές των Χριστουγέννων του 1913, όταν ήμουν 5 ετών. Εκεί έζησα στην ατμόσφαιρα της ζωγραφικής, εισέπνευσα τους καμβάδες». Τα μαθήματα ζωγραφικής του θείου Λουί, όμως, κόπηκαν σύντομα όταν αυτός πέθανε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1927, σε ηλικία 19 ετών, ο Καρτιέ Μπρεσόν μπήκε σε μία ιδιωτική σχολή καλών τεχνών και στην Lhote Academy, το Παριζιάνικο στούντιο του κυβιστή ζωγράφου και γλύπτη Αντρέ Λοτ (André Lhote). Η φιλοδοξία του Lhote ήταν να συνενώσει την κυβιστική άποψη της πραγματικότητας με τις μορφές της κλασσικής τέχνης και να συνδέσει την κλασσική Γαλλική παράδοσης των Νικολά Πουσέν και Ζακ-Λουί Νταβίντ με τον Μοντερνισμό. Ο Καρτιέ Μπρεσόν σπούδασε επίσης ζωγραφική με τον Jacques Émile Blanche, που έκανε πορτέτα κοινωνικών και πολιτικών προσώπων. Την ίδια περίοδο διάβαζε Ντοστογιέφσκι, Σοπενάουερ, Ρεμπώ, Νίτσε, Μαλλαρμέ, Φρόιντ, Προυστ, Τζόις, Χέγκελ, Ένγκελς και Μαρξ. Ο Lhote έπαιρνε τους μαθητές του και επισκέπτονταν το Μουσείο του Λούβρου για να μελετήσουν κλασσική τέχνη και Παριζιάνικες γκαλερί για να δουν καινοτόμα μοντέρνα τέχνη. Το ενδιαφέρον του Καρτιέ Μπρεσόν για την μοντέρνα τέχνη συνδυαζόταν με το θαυμασμό του για τα έργα της Αναγέννησης - όπως τα αριστουργήματα των Γιαν βαν Άικ, Πάολο Ουτσέλλο (Paolo Uccello), Μαζάτσο (Masaccio) και Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα (Piero della Francesca). Ο Καρτιέ Μπρεσόν θεωρούσε πολλές φορές τον Lhote ως τον καθηγητή φωτογραφίας του, χωρίς φωτογραφική μηχανή.

https://www.facebook.com/media/set/?set=a.610079795693398.1073741865.108511895850193&type=1  

Henri Cartier-Bresson...Photographe (22-8-1908 au 3-8-2004) Henri Cartier-Bresson (Henri Cartier-Bresson, 22 août 1908 - 3 août 2004) était un photographe français. Il est considéré comme l'un des photographes les plus importants du XXe siècle et notamment l'un des "pères" du photojournalisme. Son travail a acquis une reconnaissance universelle dans le monde entier. Bresson appartenait à l'une des familles les plus riches de France. Il étudie la peinture dans les années 1920 et se lance dans la photographie dans les années 1930. Il visite l'Espagne en 1937 pendant la guerre civile dans le pays et en 1940, il est arrêté par les Allemands et emprisonné pendant 3 ans. Il s'évade en 1943, arrive en France et rejoint la résistance, où il participe à des équipes de photographes et dirige les tournages et photographies de l'occupation et de la libération de Paris. Parallèlement, il réalise les portraits photographiques de divers artistes. En 1946, Bresson retourne aux États-Unis pour organiser une exposition au Museum of Modern Art de New York. En 1947, il co-fonde avec Robert Capa et David Seymour, l'agence de presse internationale Magnum, dont il restera membre jusqu'en 1966. Il est mort chez lui à Paris à l'âge de 96 ans. Cartier Bresson est né à Chanteloup-en-Brie dans le département de la Seine-et-Marne en France et était l'aîné de cinq frères et sœurs. Son père était un riche producteur de textile, dont les fils étaient présents dans toutes les trousses de couture françaises. La famille de sa mère était composée de marchands de coton et de propriétaires terriens de Normandie, où il a passé une partie de son enfance. La famille Cartier-Bresson résidait dans un quartier bourgeois de Paris près du Pont de l'Europe et lui apporta un soutien financier pour développer son intérêt pour la photographie de manière plus indépendante que ses autres contemporains. Il dessine également à ses heures perdues. Il a qualifié sa famille de "socialistes catholiques". En tant que petit enfant, Cartier Bresson possédait un appareil photo Box Brownie, qu'il utilisait pour prendre des photos en vacances, expérimentant plus tard un appareil photo 3x4 pouces. Il a grandi dans la tradition bourgeoise française et s'est adressé à ses parents au pluriel. Son père était sûr que son fils poursuivrait l'entreprise familiale, mais lui-même était opiniâtre et repoussé par cette perspective. Les jeunes années Cartier Bresson a étudié à Paris à l'École Fénelon, une école catholique. Après plusieurs tentatives infructueuses d'apprentissage de la musique, son oncle Louis, peintre de talent, l'initie à la peinture à l'huile. "La peinture est devenue mon obsession depuis que mon 'Père Mythique', le frère de mon père, m'a emmené dans son atelier pendant les vacances de Noël de 1913 quand j'avais 5 ans. Là, je vivais dans l'atmosphère de la peinture, je respirais les toiles." Cependant, les cours de peinture de l'oncle Louis furent bientôt écourtés lorsqu'il mourut pendant la Première Guerre mondiale. En 1927, à l'âge de 19 ans, Cartier Bresson entre dans une école d'art privée et à l'Académie Lhote, l'atelier parisien du peintre et sculpteur cubiste André Lhote. L'ambition de Lhote était de fusionner la vision cubiste de la réalité avec les formes d'art classiques et de lier la tradition française classique de Nicolas Poussin et Jacques-Louis David au modernisme. Cartier Bresson a également étudié la peinture avec Jacques Émile Blanche, qui a peint des portraits de personnalités sociales et politiques. Parallèlement, il lisait Dostoïevski, Schopenhauer, Rimbaud, Nietzsche, Mallarmé, Freud, Proust, Joyce, Hegel, Engels et Marx. Lhote emmenait ses étudiants visiter le musée du Louvre pour étudier l'art classique et les galeries parisiennes pour voir l'art moderne innovant. L'intérêt de Cartier-Bresson pour l'art moderne se conjuguait à son admiration pour les œuvres de la Renaissance - comme les chefs-d'œuvre de Jan van Eyck, Paolo Uccello, Masaccio et Piero della Francesca. Cartier-Bresson a souvent considéré Lhote comme son professeur de photographie, sans appareil photo. 

Τα όνειρα διώχνουν τις επώδυνες αναμνήσεις


Τα όνειρα διώχνουν τις επώδυνες αναμνήσεις

Τα όνειρα διώχνουν τις επώδυνες αναμνήσεις: Μειώνουν τη δραστηριότητα στην αμυγδαλή του εγκεφάλου που συνδέεται με το συναίσθημα. Τα όνειρα δρουν ψυχοθεραπευτικά καθώς μπορούν να «απαλύνουν» τις επώδυνες αναμνήσεις, σύμφωνα με νέα μελέτη ειδικών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Current Biology».

Φως στα μυστικά του ύπνου
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της μαγνητικής τομογραφίας προκειμένου να ρίξουν περισσότερο φως στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις αναμνήσεις δυσάρεστων ή τραυματικών γεγονότων κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Έδειξαν σε 35 εθελοντές 150 εικόνες που είχαν ως στόχο να προκαλέσουν έντονα και επώδυνα συναισθήματα. Στη συνέχεια επέτρεψαν στους μισούς από τους εθελοντές να κοιμηθούν τη νύχτα ενώ στους υπόλοιπους όχι. Μετά από κάποιες ώρες επανέλαβαν τη διαδικασία με τις εικόνες ενώ οι εθελοντές υποβάλλονταν σε μαγνητική τομογραφία προκειμένου να καταγραφεί η ροή του αίματος στον εγκέφαλό τους.

Λιγότερο συναίσθημα, περισσότερη λογική
Όπως προέκυψε, τα άτομα που αφέθηκαν στην αγκαλιά του Μορφέα εμφάνισαν, όταν ξύπνησαν, μικρότερη δραστηριότητα στην αμυγδαλή του εγκεφάλου η οποία συνδέεται με τα συναισθήματα και αυξημένη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό που εμπλέκεται στη λογική σκέψη. Αντιθέτως τα άτομα που είχαν στερηθεί τον ύπνο είχαν πολύ πιο έντονη συναισθηματική απόκριση στη θέα των εικόνων για δεύτερη φορά. Σύμφωνα με τους επιστήμονες που διεξήγαγαν τη μελέτη, αυτή δείχνει τη σύνδεση μεταξύ ονείρων και μνήμης. Συγκεκριμένα οι ερευνητές πιστεύουν ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου REM – πρόκειται για τη φάση του ύπνου κατά την οποία ονειρευόμαστε και η οποία αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού νυχτερινού ύπνου – προκαλούνται χημικές αλλαγές στον εγκέφαλο οι οποίες θέτουν υπό έλεγχο τα συναισθήματα.

Μείωση νορεπινεφρίνης
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης δρ Μάθιου Γουόκερ «γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου REM παρουσιάζεται έντονη μείωση της νορεπινεφρίνης, ενός χημικού του εγκεφάλου που συνδέεται με το στρες. Τη νύχτα ενώ κοιμόμαστε γίνεται καινούργια επεξεργασία των συναισθηματικών εμπειριών σε αυτό το ασφαλές περιβάλλον από νευροχημική άποψη το οποίο παρέχει η χαμηλή νορεπινεφρίνη. Ετσι ξυπνάμε την επόμενη ημέρα και νιώθουμε καλύτερα σχετικά με τις έντονα συναισθηματικά εμπειρίες. Αισθανόμαστε ότι μπορούμε να αντεπεξέλθουμε». Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα νέα ευρήματά τους μπορούν να βοηθήσουν άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες (post-traumatic stress disorder, PTSD), τα οποία βιώνουν πολύ έντονες και τραυματικές εμπειρίες κάποια στιγμή στη ζωή τους τις οποίες δεν μπορούν να ξεπεράσουν μακροπρόθεσμα. Ισως λοιπόν τα μυστικά του ύπνου REM μπορέσουν να «ξεκλειδώσουν» τα συναισθήματα των ατόμων με τη διαταραχή.

Σωματική άσκηση για καλό ύπνο
«Κλειδί» για καλό νυχτερινό ύπνο φαίνεται ότι αποτελεί η σωματική άσκηση, σύμφωνα με ειδικούς του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Ορεγκον. Οι ερευνητές μελέτησαν περισσότερους από 2.600 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 18-85 ετών και ανακάλυψαν ότι όσοι εξ αυτών ασκούνταν μέσα στην εβδομάδα επί συνολικά δυόμισι ώρες κοιμούνταν πολύ καλύτερα τη νύχτα και αισθάνονταν πολύ πιο «φρέσκοι» το πρωί. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες είδαν, όπως ανέφεραν στο επιστημονικό περιοδικό «Mental Health and Physical Activity», ότι 150 λεπτά μέτριας ως έντονης άσκησης εβδομαδιαίως αύξαναν κατά 65% την ποιότητα του ύπνου ενώ παράλληλα χάριζαν πολύ περισσότερη εγρήγορση και παραγωγικότητα κατά τις πρωινές ώρες.

Πηγή: http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=431829&h1=true

 
Dreams banish painful memories: They reduce activity in the brain's amygdala, which is associated with emotion. Dreams have a psychotherapeutic effect as they can "relieve" painful memories, according to a new study by experts at the University of California, Berkeley, published in the scientific journal "Current Biology". Light on the secrets of sleep Scientists used the MRI method to shed more light on how the brain processes memories of unpleasant or traumatic events during sleep. They showed 35 volunteers 150 images designed to evoke strong and painful emotions. Half of the volunteers were then allowed to sleep through the night while the rest were not. After a few hours they repeated the process with the images while the volunteers underwent an MRI to record the blood flow in their brains. Less emotion, more logic As it turned out, the subjects who were left in Morpheus' arms showed, when they woke up, less activity in the brain's amygdala, which is associated with emotions, and increased activity in the prefrontal cortex, which is involved in logical thinking. In contrast, the sleep-deprived subjects had a much stronger emotional response to seeing the images a second time. According to the scientists who conducted the study, this shows the connection between dreams and memory. In particular, researchers believe that during REM sleep – this is the phase of sleep during which we dream and which corresponds to 20% of the total night's sleep – chemical changes are caused in the brain that bring emotions under control. Decreased norepinephrine As the leader of the study, Dr. Matthew Walker, said, "We know that during REM sleep there is a sharp decrease in norepinephrine, a brain chemical associated with stress. At night while we sleep, emotional experiences are reprocessed in this neurochemically safe environment provided by low norepinephrine. So we wake up the next day and feel better about intense emotional experiences. We feel we can handle it." The researchers note that their new findings may help people with post-traumatic stress disorder (PTSD), who experience very intense and traumatic experiences at some point in their lives that they cannot overcome in the long term. So maybe the secrets of REM sleep can "unlock" the emotions of people with the disorder. Exercise for good sleep The "key" to a good night's sleep seems to be physical exercise, according to experts at Oregon State University. Researchers studied more than 2,600 men and women aged 18-85 and found that those who exercised during the week for a total of two and a half hours slept much better at night and felt much more "fresh" in the morning. In particular, the scientists saw, as they reported in the scientific journal "Mental Health and Physical Activity", that 150 minutes of moderate to intense exercise per week increased the quality of sleep by 65% ​​while at the same time giving much more alertness and productivity during the morning hours.

Σαν σήμερα 3 Αυγούστου 1770


Αποτέλεσμα εικόνας για Λάμπρος Κατσώνης,
Σαν σήμερα 3 Αυγούστου 1770 

Ο Λάμπρος Κατσώνης, πλοίαρχος Α’ Τάξεως και Ιππότης του Στρατιωτικού Παρασήμου του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως, πλήττει τον τουρκικό στόλο έξω από την Ύδρα.

Ήταν παντρεμένος με την Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού. Είχε τρία παιδιά, από τα οποία ο πρώτος δολοφονήθηκε στη Τζια από τους Τούρκους, ο δεύτερος, ο Λυκούργος (1790 – 1863), πραγματοποίησε λαμπρή σταδιοδρομία στο ρωσικό στρατό φτάνοντας έως τον βαθμό του χιλιάρχου, ενώ ανήκε και στην τάξη των ευγενών, και ο τρίτος ο Αλέξανδρος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κριμαία, έφτασε έως τον βαθμό του υπολοχαγού και αργότερα εκλέχτηκε αρχηγός των Ευγενών όλου του Νομού της Ταυρίδας. Επίσης εγγονός του Λυκούργου ήταν ο Σπυρίδων Αλεξάνδρου Κατσώνης, ο οποίος διέπρεψε ως συγγραφέας στην Ρωσία. Σημερινός απόγονος του Λάμπρου Κατσώνη είναι ο Ανατόλι Νικολάεβιτς Κατσώνης, κάτοικος Μόσχας.

Απεβίωσε το 1804, ή κατά άλλους στις αρχές του 1806, στη Κριμαία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λάμπρος Κατσώνης ήταν πνευματικός πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

В этот день, 3 августа 1770 г. Лампрос Кацонис, капитан I степени, кавалер Военного ордена Св. Георгиу Д'Таксеос поражает турецкий флот у Гидры. Был женат на Анджелине-Марии Софиану. У него было трое детей, из которых первый был убит турками в Гие, второй, Ликург (1790–1863), сделал блестящую карьеру в русской армии, дослужился до миларха, при этом также принадлежал к дворянскому сословию, и третий Александр, родившийся в Крыму, дослужился до чина поручика и впоследствии был избран предводителем дворян всей префектуры Таврической. Также внуком Ликурга был Спиридон Александру Кацонис, известный писатель в России. Нынешним потомком Ламброса Кацониса является Анатолий Николаевич Кацонис, житель Москвы. Он умер в 1804 г., или, по другим данным, в начале 1806 г., в Крыму. Стоит отметить, что Ламброс Кацонис был духовным отцом Одиссея Андруцу.

Bu gün, 3 Ağustos 1770 Lampros Katsonis, Kaptan Birinci Sınıf ve St. Georgiou D'Taxeos, Türk filosunu Hydra açıklarında vurdu. Angelina-Maria Sofianou ile evliydi. İlki Türkler tarafından Gia'da öldürülen, ikincisi Lycurgos (1790 - 1863), Rus ordusunda parlak bir kariyere sahipti ve aynı zamanda soylu sınıfa mensuptu. Kırım'da doğan üçüncü İskender, teğmen rütbesine ulaştı ve daha sonra tüm Taurida Eyaletinin Soylularının lideri seçildi. Ayrıca Lycurgus'un bir torunu, Rusya'da yazar olarak başarılı olan Spyridon Alexandrou Katsonis idi. Lambros Katsonis'in bugünkü torunu, Moskova'da ikamet eden Anatoli Nikolaevich Katsonis'tir. 1804'te veya diğerlerine göre 1806'nın başında Kırım'da öldü. Lambros Katsonis'in Odysseus Androutsou'nun manevi babası olduğunu belirtmekte fayda var.