Σελίδες

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

ΜΟΝΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

Παχειά Άμμος για μοναχικούς τύπους (φ.Μ.Κυμάκη)
Παχειά Άμμος για μοναχικούς τύπους (φ.Μ.Κυμάκη)


http://www.onestory.gr/post/27362402867
_ΜΟΝΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ
του Κώστα Καλαμιώτη *
.
Πετάχτηκε ξαφνικά από το κρεβάτι βαριανασαίνοντας, λουσμένος στον ιδρώτα.
- Νίκο είσαι καλά? Τι έπαθες?
Η Κατερίνα είχε ξυπνήσει κι αυτή ξαφνιασμένη. Δεν είχε ούτε μισή ώρα που την είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι φυσιολογικά η ερώτηση συνοδευόταν και από ένα μικρό υφέρποντα εκνευρισμό, εκνευρισμό που έγινε αρκετά πιο έντονος και βγήκε στην επιφάνεια όταν ο Νίκος συνέχισε να την κοιτάζει σα χαμένος, μ’ αυτό το φοβισμένο βλέμμα, χωρίς να βγάζει λέξη.
- Να σου πω, δεν θα έχουμε κάθε βράδυ τα ίδια. Τι έχεις πάθει επιτέλους?
- Τίποτα, κοιμήσου.
- Για να κοιμηθώ πρέπει να με αφήσεις. Τα ‘χουμε πει ρε Νίκο, δεν έχω το δικό σου βιορυθμό. Εγώ για να λειτουργήσω το πρωί πρέπει να κοιμηθώ. Ξέρω έχεις τις φρίκες σου, τα φαντάσματά σου αλλά πρέπει να με σεβαστείς. Καληνύχτα και καλή συνέχεια.
Άντε γαμήσου σκέφτηκε, τόσο δυνατά που πρέπει να τον άκουσε, αλλά παρ’ όλα αυτά γύρισε πλευρό και έκλεισε τα μάτια.
Σηκώθηκε νευρικά από το κρεβάτι, πήρε τα τσιγάρα του απ’ το κομοδίνο και βημάτισε βαριά προς τη μπαλκονόπορτα.
Ο αέρας ήταν δροσερός, υγρός και η μυρωδιά του σε συνδυασμό με μια μεγάλη ρουφηξιά από το στριφτό τον έκανε αμέσως να νιώσει λίγο καλύτερα. Ανέπνεε με μεγαλύτερη ευκολία τώρα και ο ιδρώτας ξεραινόταν και του πάγωνε ευχάριστα το πρόσωπο.
Αυτός ήταν ο τέταρτος Μάιος που περνούσε και τον έβρισκε να συμβιώνει με την Κατερίνα. Ήταν μια συνηθισμένη γνωριμία μετά από πέντε – έξι ποτά και χαλαρή κουβέντα στη μπάρα. Την ερωτεύτηκε σχεδόν αμέσως. Ήταν πανέμορφη με ξανθά μαλλιά και κάτασπρο αψεγάδιαστο δέρμα. Η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα ήταν ίδια με αυτή πριν απο λίγες ώρες. Κάθε φορά το ίδιο συναίσθημα. Σταματούσε ο χρόνος, η σκέψη, η βαρύτητα - και της γης και των γεγονότων.
Την κοίταξε καθώς κοιμόταν μισοτυλιγμένη στα σεντόνια και σχεδόν ζήλεψε το φώς της λάμπας του δρόμου, που έμπαινε λαθραία στο δωμάτιο από την μπαλκονόπορτα και της χάιδευε απαλά το δέρμα. Η ζεστασιά του κόλπου της τον κυρίευσε προς στιγμή και πήγε να πετάξει το τσιγάρο και να πλαγιάσει πάλι δίπλα της αλλά αυτή τη φορά αρνήθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.
Ο αέρας είχε δυναμώσει λίγο και οι λεύκες κατά μήκος του δρόμου άρχισαν να ψιθυρίζουν και να συνομωτούν. Ήταν θυμωμένος. Ναι, την αγαπούσε, του άρεσε να ζει μαζί της τον περισσότερο καιρό αλλά το ήξερε από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε. Ήταν μια μικροαστή με συγκεκριμένες δογματικές πεποιθήσεις, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και κλεισμένη ατζέντα για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν ότι δεν πολυσκοτιζόταν – ρεαλίστρια, η τέχνη του εφικτού, το τέλειο είναι εχθρός του καλού και άλλες τέτοιες μαλακίες.
Είχε πονοκέφαλο και το δηλητήριο τον κυρίευε. Σιχαινόταν τον εαυτό του κάθε φορά, κάθε βράδυ τους τελευταίους 2-3 μήνες αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ασφυκτιούσε, πνιγόταν. Αισθανόταν μόνος, συρρικνωμένος.
Ο αέρας δυνάμωνε και μια μικρή λεύκα υποκλίθηκε μπροστά στον άδειο μαύρο δρόμο. Ανείπωτη επιθυμία τον κυρίευσε και ένιωσε να λυγίζει κι αυτός μαζί με τη λεύκα. Τα φύλλα του ακούμπησαν το δρόμο και ξεχύθηκε στην παγωμένη άσφαλτο με ορμή. Τρία τετράγωνα πιο κάτω έστριψε και πλημμύρισε ένα σκοτεινό στενό, σκαρφάλωσε στον τοίχο παρέα με τον υγρό βρώμικο αέρα και γλίστρησε βίαια ανάμεσα σε δύο χιλιονοικιασμένα πόδια, ακολουθώντας τη χυδαία μυρωδιά στον πυρήνα της. Έχοντας στο στόμα τη γεύση από τη δουλειά μιας ολόκληρης βραδιάς χώθηκε στη μικρή παμπ, και αφού αιωρήθηκε ψηλά στον καπνό, παγιδεύτηκε προσωρινά στη φασαρία της μοναξιάς. Άρχισε πάλι να γίνεται τρωτός, ευάλωτος και τώρα ήρθε να τον κυριεύσει η οργή, η συσσωρευμένη οργή των θαμώνων. Έσπασε το τζάμι και πετάχτηκε στο δρόμο, αλλά δεν ένιωσε τίποτα. Ήταν ατσάλινος, κοφτερός και γυάλιζε στο σκοτάδι.
Θα ορκιζόταν ότι δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ, αλλά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το μίσος όταν τον πλησίαζε, ούτε την απόλυτη ικανοποίηση που ένιωσε όταν όλο το μέταλλο χώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του. Λουσμένος στο αίμα, έγινε ρευστός και κύλησε προς τη θάλασσα και αφού ανακατεύτηκε με κύματα αφρισμένα, χτυπιόταν λυσσαλέα για ώρες με τα βράχια.
Εκσφενδονίζοντας το τσιγάρο σε εντυπωσιακή απόσταση, γύρισε την πλάτη του στον καθαρό αέρα και κοίταξε προς τα μέσα. Τον είχε λούσει πάλι ο ιδρώτας και ήταν άσπρος σαν το πανί. Με ανατριχιαστικά γρήγορα βήματα διέσχισε το δωμάτιο. Η σκιά του πλησίασε απειλητικά το κεφαλάρι του κρεβατιού και το σκοτάδι πλημμύρισε το πρόσωπο και το σώμα της. Ήταν τεράστιος, το κεφάλι του ακουμπούσε στο ταβάνι και τα χέρια του είχαν μακριά αποκρουστικά δάχτυλα.
Ο αέρας στο δωμάτιο πάγωσε απότομα και προσπαθώντας μηχανικά να σκεπαστεί μισοξύπνησε.
- Νίκο?
Τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω κι η σκιά του αμέσως μαζεύτηκε κι έτρεξε να κρυφτεί σε μια γωνιά του δωματίου.
- Μωρό μου.
- Ρε Νίκο σε παρακαλώ αγάπη μου, έλα να κοιμηθούμε και κλείσε και την μπαλκονόπορτα, κρυώνω.
Ξαφνικά οι τοίχοι του δωματίου άρχισαν να τον πλησιάζουν από όλες τις πλευρές, συνθλίβοντας τον, κι έτσι πλάγιασε πάλι μικρός, όσο όταν είχε σηκωθεί.
Κουλουριάστηκε σαν έμβρυο κάτω από το σεντόνι. Ένιωθε την ανάσα της γλυκιά και ζεστή στο πρόσωπό του. Ήταν τόσο κοντά που θα μπορούσε να την αγγίξει, να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Όμως δεν ένιωθε τα άκρα του και ρίγη θλίψης διαπερνούσαν όλο του το κορμί. Μια άμορφη μάζα, λειψή, καρφωμένη στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού, βυθισμένη στον πάτο μικρής στρογγυλής γυάλας.
Σταμάτησε να κλαίει λίγο πριν το χάραμα, την ώρα που έκανε ειρήνη με τον εαυτό του κάθε βράδυ.
- Καληνύχτα Κατερίνα…
- Μμμμ?
- Νίκο , Νίκο ξύπνα μωρό θα αργήσεις πάλι. Εγώ φεύγω. Σήμερα έχω πρόγραμμα χάλια. Θα τα πούμε το βραδάκι, πάρε κάτι απ’ έξω, θα γυρίσω πτώμα. Φιλιά.
Σήκωσε διστακτικά το κεφάλι του να τη χαιρετήσει, αλλά άκουσε το θόρυβο από τα τακούνια και κατάλαβε ότι ήταν ήδη στις σκάλες.
.
O Kώστας Καλαμιώτης έχει σπουδάσει marketing, εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος και ζει στον κόσμο του. [ facebook ] [ e-mail ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου