Σελίδες

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Η Μάχη του Λεχφελντ, 10 Αυγούστου 955 μ. Χ.



10 Αυγούστου 955 :

Μάχη του Λέχφελντ: Ο Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας νικά τους Μαγυάρους τερματίζοντας 50 χρόνια εισβολής των Μαγυάρων στη Δύση.
Η Μάχη του Λεχφελντ, 10 Αυγούστου 955 μ. Χ. – Δημητρίου Γ. Θαλασσινού, φιλολόγου.
Καταχωρήθηκε στις 10 Αυγούστου 2017 από τον/την admin

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η δημιουργία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους
Ο ΟΘΩΝ Α’ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ

Στις 2 Φεβρουαρίου του 962 ο Όθων Α’ παίρνει από τα χέρια του πάπα Ιωάννη ΙΒ’ στη Ρώμη, το αυτοκρατορικό στέμμα που έχει μείνει χωρίς κάτοχο από το 924. Η πολιτική και πολιτιστική αναγέννηση που προωθείται από την κυριότερη γερμανική δυναστεία, τη Σαξονική, οδηγεί στη δημιουργία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.
Με την ενεργητικότητα και τις ικανότητες τους, οι δούκες της Σαξονίας έχουν αναλάβει από τις αρχές του 10ου αιώνα έναν πρωτοπόρο ρόλο ανάμεσα στους λαούς που συγκροτούν το Γερμανικό Βασίλειο: χαρακτηριστική είναι η εκλογή του Ερρίκου Α’ του Ορνιθοθήρα ως βασιλιά της Γερμανίας, το 919. Η χώρα περιλαμβάνει το αρχαίο Ανατολικό Φραγκικό Βασίλειο και ορισμένα τμήματα του Μέσου Φράγκικου Βασιλείου στη Λοραίνη, την οποία διεκδικούν οι Γερμανοί από τους τελευταίους Καρολίγγειους της Δύσης. Το Βασίλειο της Βουργουνδίας επιβιώνει, κατά ένα τμήμα του, μέχρι το 1032, ενώ η Ιταλία είναι διαιρεμένη σε διάφορα κράτη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται το αρχαίο Λομβαρδικό Βασίλειο ή Βασίλειο της Ιταλίας, στο Βορρά, και τα Παπικά Κράτη στην κεντρική χερσόνησο.
Το 936 ο Όθων ο Μέγας διαδέχεται τον πατέρα του, σε ηλικία24 μόλις ετών. Δεινός πολεμιστής και ικανός πολιτικός, ακολουθεί μετριοπαθή πολιτική απέναντι στα γερμανικά δουκάτα, ωσότου ορισμένες εξεγέρσεις του δίνουν αφορμή να θέσει επικεφαλής των δουκάτων αυτών έμπιστα συγγενικά του πρόσωπα, όπως τον αδελφό του Ερρίκο (στη Βαβαρία) και το γιο του Λιουδόλφο στην (Σουηβία). Με την πολιτική του ακολουθεί απέναντι στην Εκκλησία μετατρέπει τη θρησκευτική ιεραρχία σε προέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας: ο αδελφός του Μπρούνο είναι ήδη αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας και ο νόθος γιος του Γουλιέλμος αρχιεπίσκοπος της Μαγεντίας (Μάιντς).
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΧΦΕΛΝΤ
10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 955 μ.Χ.
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΠΟΤΑΜΟΣ ΛΕΧ
ΠΟΛΗ: ΛΕΧΦΕΛΝΤ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΑΟΥΓΚΣΠΟΥΡΓΚ.
ΒΑΥΑΡΙΑ
ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΑ
ΒΟΗΜΙΑ ΜΑΓΥΑΡΟΙ

ΑΡΧΗΓΟΙ
ΟΘΩΝ Α’ Ο ΜΕΓΑΣ ΧΑΡΚΑ ΜΠΟΥΛΧΡΟΥ
ΔΥΝΑΜΕΙΣ
8.000 ΒΑΡΥ ΙΠΠΙΚΟ 17.000 ΕΛΑΦΡΥ ΙΠΠΙΚΟ
ΝΕΚΡΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ
3.000 4.000 -5.000
1.000 ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
2.000 ΣΤΙΣ ΓΥΡΩ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ
2.000 ΜΑΓΥΑΡΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΑΠΟ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
ΝΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΧΦΕΛΝΤ

Τον 9ο και 10ο αιώνα τα χριστιανικά βασίλεια των Φράγκων βρίσκονταν υπό τη μόνιμη απειλή των Βίκινγκς και των Αράβων. Στις αρχές του 10ου αιώνα αντιμετώπισαν έναν ακόμη φοβερό κίνδυνο, που θύμιζε εκείνον του Αττίλα του 5ου αιώνα: οι άγριες μαγυαρικές φυλές από τη δυτική Ασία πλημμύρισαν την περιοχή του μέσου Δούναβη και επέδρασαν βαθιά στη Σαξονία και τη Βαυαρία. Για τους Γερμανούς το έτος 955 έχει σωστά ονομασθεί το «έτος των θαυμάτων» τους: η νίκη του βασιλιά Όθωνα στο Λέχφελντ τέθηκε τέλος μία για πάντα στην απειλή των Μαγυάρων – προγόνων των σημερινών Ούγγρων – και προετοίμασε το έδαφος για τη δημιουργία του πανίσχυρου γερμανικού κράτους του Μεσαίωνα.
Οι Μαγυάροι
Το καλοκαίρι του 955, ένας τεράστιος μαγυαρικός στρατός ξεχύθηκε στη Βαυαρία και ερήμωσε μεγάλες περιοχές στα νότια και τα ανατολικά του ποταμού Λεχ, καίγοντας εκκλησίες και κατασφάζοντας τους χωρικούς. Στις 8 Αυγούστου, άρχισαν την πολιορκία της πόλης του Άουγκσμπουργκ. Ο επίσκοπος Ούλριχ ξεσήκωσε τους κατοίκους για να υπερασπίσουν την πόλη και να ενωθούν με τον κόμη Ντήτπολντ και τους ιππότες του, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν οι πύλες για αρκετό διάστημα, ώστε να επισκευάσουν τους προμαχώνες. Καθώς οι άνδρες εργάζονταν υπό τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, οι γυναίκες προσεύχονταν στον καθεδρικό ναό για την σωτηρία από τους ειδωλολάτρες. Οι Μαγυάροι χρησιμοποίησαν πολιορκητικές μηχανές και πύργους και φαινόταν ότι η πτώση της πόλης ήταν θέμα χρόνου. Έπειτα, όμως, έφθασε η είδηση ότι ο Γερμανός βασιλιάς, Όθων Α’ πλησίαζε με μεγάλη στρατιά έφιππων πολεμιστών. Καθώς οι Γερμανοί συγκρούονταν με τις μαγυαρικές προφυλακές, ο κύριος όγκος των εισβολέων αποσύρθηκαν από τον Άουγκσμπουργκ και πέρασε στη δεξιά όχθη του γειτονικού Λεχ, ελπίζοντας να βρει κατάλληλο έδαφος, καθώς οι έφιπποι τοξότες των Πάρθων, των Αβάρων και των Ούννων φοβούνταν μην εμποδιστούν από το δάσος ή το ακατάλληλο έδαφος.
Ο Όθων Α’
Όταν πρωτοάκουσε για τη μαγυαρική επιδρομή στη Βαυαρία, ο Όθωνας ξεκίνησε αμέσως από τη Σαξονία με τους ιππότες του, συλλέγοντας καθ’ οδόν αποσπάσματα στρατιωτών. Φθάνοντας στο Δούναβη ενώθηκε με το δούκα Κόνραντ, έναν από τους γενναιότερους Γερμανούς πολεμιστές και μία ισχυρή δύναμη βαυαρικού και σουηβικού βαρέως ιππικού, οι άνδρες του οποίου έφεραν αλυσιδωτούς θώρακες και ήταν οπλισμένοι με ξίφη και λόγχες. Μαζί τους ήρθαν αποσπάσματα Φράγκων πεζικάριων, με ασπίδες σε σχήμα χαρταετού και οπλισμένοι με ξίφη, δόρατα και πέλεκεις. Ο Όθων είχε επίσης μαζί του εντυπωσιακά ντυμένα, αλλά κακώς εξοπλισμένα, σλαβικά στρατεύματα από τη Βοημία, υπό τον πρίγκιπα Μπόλεσλαβ. Την τελευταία στιγμή, ο Ντήτπολντ εξήλθε από το Άουγκομπουργκ με τους ιππότες του και ενώθηκαν μαζί του. Ο Όθων διαίρεσε το στρατό του σε οκτώ σώματα των 1.000 ανδρών έκαστο, θέτοντας το μεγάλο λάβαρο του Αγίου Μιχαήλ στην κεφαλή του στρατεύματος και κρατώντας ο ίδιος την Ιερή Λόγχη, (εικαζόταν πως ήταν εκείνη που είχε τρυπήσει το πλευρό του Ιησού στο σταυρό).

Οι δυνάμεις και όπλα των Μαγυάρων

Οι Μαγυάροι ήταν αρχικά νομάδες από την Ασία, που μάχονταν εξ ολοκλήρου με το σύνθετο τόξο και βασίζονταν στην ταχύτητα και την ικανότητα εκτέλεσης ελιγμών των μικροκαμωμένων αλόγων τους, για να αποφύγουν την έφοδο των βαρύτερων δυτικοευρωπαίων ιπποτών. Μερικοί από αυτούς έφεραν τις μικρές στρογγυλές ψάθινες ασπίδες και μάχονταν με ξίφος και πέλεκυ, όταν η περίσταση το απαιτούσε, αλλά η κύρια τακτική τους ήταν να παρενοχλούν τον εχθρό με βέλη από μεγάλη απόσταση. Ορισμένοι πολεμιστές είχαν εκ γενετής σημαδεμένα τα πρόσωπά τους, ώστε να τρομοκρατούν τους εχθρούς τους, όπως συνηθιζόταν μεταξύ των τουρανικών και των μογγολικών λαών των στεπών. Αρχηγός του στρατού τους ήταν ο Μπουλχρού, εκπληκτικά ενδεδυμένος με φτερωτή περικεφαλαία, στρογγυλή ασπίδα με ανάγλυφο ασήμι, ενώ στην κεφαλή κάθε τμήματος τους, οι Μαγυάροι τοποθετούσαν φλάμουρα με ουρές αλόγων ή θιβετιανών βοδιών, βαμμένα σε φανταστικά χρώματα.

Η μάχη του Λέχφελντ

Την αυγή της 10ης Αυγούστου, οι Γερμανοί σηκώθηκαν και προετοιμάσθηκαν για τη μάχη, έχοντας νηστέψει την προηγούμενη ημέρα. Άνθρωποι, που ήταν πρόσφατα εχθροί, ορκίστηκαν ειρήνη και αμοιβαία βοήθεια ο ένας στον άλλον και δεσμεύθηκαν να ζήσουν ή να πεθάνουν μαζί στην υπεράσπιση του εδάφους και της θρησκείας τους. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Όθων διέταξε προέλαση προς τις όχθες του Λεχ, ενώ τοποθέτησε τους λιγότερο αξιόπιστους πολεμιστές του – τους Βοημούς – στα μετόπισθεν, στη φύλαξη του στρατοπέδου. Στο δικό του βαυαρικό ιππικό έδωσε την τιμητική θέση και το έθεσε στην εμπροσθοφυλακή, δεδομένου ότι το έδαφός τους είχε υποστεί την εισβολή. Όταν παρατήρησαν τον Όθωνα να διαιρεί το στρατό του, οι Μαγυάροι αμέσως εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία της οπισθοφυλακής του. Ενώ ένα τμήμα από το στρατό τους κινήθηκε για να αντιμετωπίσει τη γερμανική εμπροσθοφυλακή, μια άλλη μεγάλη δύναμη Μαγυάρων διέσχισε τον ποταμό και επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Όθωνα, αιφνιδιάζοντας τους Βοημούς και διασκορπίζοντάς τους. Οι νικηφόροι Μαγυάροι επιτέθηκαν τώρα στο οπίσθιο τμήμα του γερμανικού στρατού και με τη βοή κεράτων και κυμβάλων και φοβερές κραυγές «Χούι, Χούι», επέπεσαν στο σουηβικό σώμα και το σκόρπισαν με βροχή βελών. Στην κρίση αυτή, ο Όθων στράφηκε στον καλύτερο ιππότη του, τον Κόνραντ, για να διορθώσει την κατάσταση. Οι ιππότες του Κόνραντ επιτέθηκαν στους Μαγυάρους, που στο μεταξύ είχαν επιδοθεί στη λεηλασία των γερμανικών αποσκευών. Οι Μαγυάροι αναγκάσθηκαν έτσι να πολεμήσουν σώμα με σώμα με τους βαριά θωρακισμένους Γερμανούς και σύντομα κλονίσθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Εν τω μεταξύ, στην εμπροσθοφυλακή του γερμανικού στρατού, οι Βαυαροί ιππότες με τα ξίφη τους κατέκοβαν τους ελαφριά θωρακισμένους Μαγυάρους. Οι Γερμανοί ίππευαν ψηλά και βαριά άλογα με μεγαλύτερο ύψος από τα ελαφριά μαγυαρικά άλογα, ώστε υπερτερούσαν των αντιπάλων τους. Επίσης, μόλις έγινε φανερό ότι το τέχνασμά τους είχε αποτύχει και η διασπασμένη δύναμή τους είχε ηττηθεί, οι Μαγυάροι λιγοψύχησαν και τράπηκαν σε φυγή. Πολλοί από αυτούς όμως πνίγηκαν στον ποταμό Λεχ, ενώ εκείνοι που διέφυγαν, καταδιώχθηκαν για δύο ημέρες από το ιππικό του Όθωνα. Ο ίδιος ο Μπουλχρού και ένας αριθμός Μαγυάρων πριγκίπων συνελήφθησαν στην καταδίωξη και οδηγήθηκαν στο Ρέγκενσμπουργκ, όπου κρεμάστηκαν από τον σκληρό δούκα της Βαυαρίας. Οι Μαγυάροι, συγκλονισμένοι από αυτήν την προφανή παραβίαση του στρατιωτικού πρωτοκόλλου, κατέσφαξαν τους Γερμανούς που κρατούσαν ακόμα φυλακισμένους. Ο ήρωας της μάχης δούκας Κόνραντ, δεν έζησε για να γιορτάσει τη νίκη που είχε κερδίσει: χαλαρώνοντας το κράνος του, για να αναπνεύσει ευκολότερα στη μεγάλη ζέστη της καλοκαιρινής εκείνης ημέρας, χτυπήθηκε στο λαιμό από ένα βέλος.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Η νίκη του Όθωνα είχε δώσει τέλος σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας στην κεντρική Ευρώπη και, επτά έτη αργότερα, στέφθηκε ως αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από τον πάπα Ιωάννη Γ’. Η μάχη του Λέχφελντ τερμάτισε το μακραίωνο κύκλο νομαδικών επιδρομών, που είχαν φέρει την περιοχή στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και οδήγησε στην άνθηση του 10ου αιώνα, στην καλλιτεχνική και θρησκευτική ζωή στη Γερμανία. Ήταν η τελευταία φορά κατά την οποία νομάδες της στέπας θα απειλούσαν τη δυτική Ευρώπη.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τον 9ο αιώνα Μαγυάροι ιππείς από την κεντρική Ασία άρχισαν να κάνουν επιδρομές μέσα στην πρώην Καρολίνεια Αυτοκρατορία. Το 955 εισέβαλαν στη Βαυαρία και πολιόρκησαν το Άουγκσμπουργκ. Ο βασιλιάς της Γερμανίας, Όθων Α’, με 10.000 βαρύ ιππικό βάδισε εναντίον τους. Οι Μαγυάροι ήταν πολύ περισσότεροι από τους Γερμανούς κι έδωσαν μάχη χωρίς να διστάσουν. Ήταν πιο ευέλικτοι και γρήγορα υπερφαλάγγισαν τους Γερμανούς αλλά έστρεψαν την προσοχή τους στη διαρπαγή του εχθρικού στρατοπέδου. Τότε ο Όθων επιτέθηκε στο κατειλημμένο στρατόπεδό τους και κατέσφαξε όσους είχαν ξεπεζέψει ενώ στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των υπολοίπων. Ορμώντας, παρά τον καταιγισμό των βελών, με το ιππικό του τους κατατρόπωσε. Έκτοτε δεν επέδραμαν ξανά κι αυτή η νίκη εδραίωσε την εξουσία του Όθωνα στη Γερμανία.

Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.

Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων, Σήξτου, Λαυρεντίου και Ιππολύτου: Βίος.
 

10. August 955: Schlacht am Lechfeld: Otto I. des Heiligen Römischen Reiches besiegt die Magyaren und beendet 50 Jahre Magyaren-Invasion im Westen. Die Schlacht bei Lechfeld, 10. August 955 n. Chr. – Dimitrios G. Thalassinos, Philologe. Gepostet am 10. August 2017 von Administrator ALS VORWORT Die Gründung des Heiligen Römischen Reiches Deutscher Nation OTHO ICH KAISER Am 2. Februar 962 nimmt Otto I. in Rom die seit 924 trägerlose Kaiserkrone aus den Händen von Papst Johannes XII. Die politische und kulturelle Renaissance, vorangetrieben von der deutschen Hauptdynastie, den Sachsen, leitet die Entstehung ein des Heiligen Römischen Reiches Deutscher Nation. Mit ihrer Tatkraft und ihrem Können haben die sächsischen Herzöge seit Beginn des 10. Jahrhunderts eine Vorreiterrolle unter den Völkern des Deutschen Reiches übernommen: Die Wahl Heinrichs I. des Ornithologen zum König von Deutschland im Jahr 919 ist typisch für das Land umfasst das alte ostfränkische Reich und einige Teile des mittelfränkischen Reiches in Lothringen, die von den Deutschen von den letzten Karolingern des Westens beansprucht wurden. Das Königreich Burgund überlebt teilweise bis 1032, während Italien in mehrere Staaten aufgeteilt ist, darunter das alte lombardische Königreich oder Königreich Italien im Norden und der Kirchenstaat auf der zentralen Halbinsel. 936 tritt Othon der Große im Alter von nur 24 Jahren die Nachfolge seines Vaters an. Als eifriger Krieger und geschickter Politiker verfolgt er eine gemäßigte Politik gegenüber den deutschen Herzogtümern, bis ihm bestimmte Rebellionen die Gelegenheit geben, seine vertrauten Verwandten wie seinen Bruder Heinrich (in Bayern) und seinen Sohn Ludwig an die Spitze dieser Herzogtümer zu stellen in (Schwaben). Mit seiner Kirchenpolitik macht er die religiöse Hierarchie zu einem verlängerten Arm der Reichsmacht: Sein Bruder Bruno ist bereits Erzbischof von Köln und sein unehelicher Sohn Wilhelm Erzbischof von Magentia (Mainz). DIE SCHLACHT VON LECFELD 10. AUGUST 955 n. Chr LAGE: POTAMOS LECH STADT: LECFELD BEI AUGSBURG. BAYERN GEGNER Ostfrankreich BÖHMISCHE MAGYAREN CHEF OTHO ICH DER GROSSE HARKA BULCHRO STARK 8.000 SCHWERE KAVALLERIE 17.000 LEICHTE KAVALLERIE TOD UNBEKANNT 3.000 4.000 -5.000 1.000 ÜBER DIE SCHLACHT 2.000 IN UMGEBENDEN STANDORTEN 2.000 MAGYAREN VON DEUTSCHEN TOT DEUTSCHER SIEG DIE SCHLACHT VON LECFELD Im 9. und 10. Jahrhundert waren die christlichen Reiche der Franken ständig von Wikingern und Arabern bedroht. Zu Beginn des 10. Jahrhunderts sahen sie sich einer weiteren schrecklichen Gefahr gegenüber, die an Attila im 5. Jahrhundert erinnerte: Die wilden Magyarenstämme aus Westasien überschwemmten den mittleren Donauraum und beeinflussten Sachsen und Bayern nachhaltig. Das Jahr 955 wird von den Deutschen zu Recht als ihr "Wunderjahr" bezeichnet: Der Sieg König Ottos auf dem Lechfeld setzte der Bedrohung durch die Magyaren - Vorfahren der heutigen Ungarn - ein für alle Mal ein Ende und bereitete den Boden für die Entstehung von der mächtige deutsche Staat des Mittelalters. Die Magyaren Im Sommer 955 strömte ein riesiges magyarisches Heer nach Bayern und verwüstete große Gebiete südlich und östlich des Lechs, brannte Kirchen nieder und schlachtete die Dorfbewohner ab. Am 8. August begannen sie mit der Belagerung der Stadt Augsburg. Bischof Ulrich rief die Einwohner dazu auf, die Stadt zu verteidigen und gemeinsam mit Graf Dietpold und seinen Rittern verzweifelt zu versuchen, die Tore lange genug zu halten, um die Bastionen reparieren zu können. Während die Männer unter der heißen Sommersonne arbeiteten, beteten die Frauen in der Kathedrale um Erlösung von den Heiden. Die Magyaren benutzten Belagerungsmaschinen und Türme und es schien, dass der Fall der Stadt nur eine Frage der Zeit war. Dann traf jedoch die Nachricht ein, dass der deutsche König Otto I. mit einem großen Heer berittener Krieger im Anmarsch sei. Als die Deutschen mit den ungarischen Außenposten zusammenstießen, zog sich der Großteil der Eindringlinge aus Augsburg zurück und überquerte das rechte Ufer des benachbarten Lechs in der Hoffnung, geeigneten Boden zu finden, da die berittenen Bogenschützen der Parther, Awaren und Hunnen befürchteten, vom Wald blockiert zu werden oder das ungeeignete Gelände. Otto I Als er zum ersten Mal von dem Einfall der Magyaren in Bayern hörte, brach Otto sofort mit seinen Rittern von Sachsen auf und sammelte unterwegs Soldatenabteilungen. Als er die Donau erreichte, schlossen sich ihm Herzog Konrad, einer der tapfersten deutschen Krieger, und eine starke bayerische und schwäbische Kavallerie an, deren Männer Kettenhemden trugen und mit Schwertern und Lanzen bewaffnet waren. Mit ihnen kamen Abteilungen fränkischer Fußsoldaten mit drachenförmigen Schilden und bewaffnet mit Schwertern, Speeren und Spießen. Auch Othon hatte beeindruckende Sachen dabei bekleidete, aber schlecht ausgerüstete slawische Truppen aus Böhmen unter Fürst Boleslav. Im letzten Moment kam Dietpold mit seinen Rittern aus Augsburg heraus und schloss sich ihm an. Otho teilte seine Armee in acht Korps von jeweils 1.000 Mann auf, stellte das große Banner von St. Michael an die Spitze der Armee und hielt selbst die Heilige Lanze (es sollte die sein, die die Seite von Jesus durchbohrt hatte). das Kreuz). Die Streitkräfte und Waffen der Magyaren Die Magyaren waren ursprünglich Nomaden aus Asien, die ausschließlich mit dem Compoundbogen kämpften und sich auf die Schnelligkeit und Wendigkeit ihrer winzigen Pferde verließen, um den Ansturm der schwereren westeuropäischen Ritter abzuwehren. Einige von ihnen trugen die kleinen runden Strohschilde und kämpften mit Schwert und Pike, wenn es die Gelegenheit erforderte, aber ihre Haupttaktik bestand darin, den Feind mit Pfeilen aus großer Entfernung zu belästigen. Einige Krieger hatten von Geburt an gezeichnete Gesichter, um ihre Feinde zu terrorisieren, wie es bei den Steppenvölkern von Turan und der Mongolei üblich war. An der Spitze ihrer Armee stand Bulkhru, prächtig gekleidet in einen gefiederten Kopfschmuck, einen runden, mit Silber geprägten Schild, während die Magyaren an der Spitze jeder ihrer Divisionen Laternen mit den Schwänzen von Pferden oder tibetischen Ochsen aufstellten, die in phantasievollen Farben bemalt waren. Die Schlacht bei Lechfeld Im Morgengrauen des 10. August erhoben sich die Deutschen und bereiteten sich auf den Kampf vor, nachdem sie am Vortag gefastet hatten. Menschen, die vor kurzem verfeindet waren, schworen einander Frieden und gegenseitige Hilfe und verpflichteten sich, gemeinsam zu leben oder zu sterben, um ihren Boden und ihre Religion zu verteidigen. Als alles bereit war, befahl Otho einen Vormarsch an die Ufer des Lechs und stellte seine am wenigsten zuverlässigen Krieger – die Böhmen – in den Rücken, um das Lager zu bewachen. Seiner eigenen bayerischen Kavallerie gab er den Ehrenplatz und stellte sie in die Vorhut, da ihr Territorium überfallen worden war. Als sie bemerkten, dass Otho seine Armee aufteilte, nutzten die Magyaren sofort die Schwäche seiner Nachhut aus. Während ein Teil ihrer Armee sich aufmachte, um die deutsche Avantgarde zu treffen, überquerte eine andere große Streitmacht von Magyaren den Fluss und griff Ottos Lager an, überraschte die Böhmen und zerstreute sie. Die siegreichen Magyaren griffen nun den Rücken der deutschen Armee an und fielen mit dem Schmettern von Hörnern und Zimbeln und schrecklichen Rufen von "Hui, Hui" auf den Sueben-Körper und zerschmetterten ihn mit einem Hagel von Pfeilen. In dieser Krise wandte sich Otho an seinen besten Ritter Konrad, um Abhilfe zu schaffen. Konrads Ritter griffen die Magyaren an, die inzwischen damit beschäftigt waren, das deutsche Gepäck zu plündern. Die Magyaren wurden so gezwungen, Hand in Hand mit den schwer gepanzerten Deutschen zu kämpfen, und wurden bald erschüttert und in die Flucht geschlagen. In der Zwischenzeit schlugen die bayerischen Ritter an der Spitze der deutschen Armee die leicht gepanzerten Magyaren mit ihren Schwertern nieder. Die Deutschen ritten große und schwere Pferde, die größer waren als die leichten ungarischen Pferde, sodass sie ihren Gegnern zahlenmäßig überlegen waren. Sobald sich herausstellte, dass ihre List fehlgeschlagen und ihre zerstreute Streitmacht besiegt war, beruhigten sich die Magyaren und flohen. Aber viele von ihnen ertranken im Lech, während die Entkommenen zwei Tage lang von Othos Kavallerie verfolgt wurden. Bulchru selbst und eine Reihe ungarischer Fürsten wurden bei der Verfolgung gefangen genommen und nach Regensburg gebracht, wo sie von dem grausamen Herzog von Bayern gehängt wurden. Die Magyaren, schockiert über diesen offensichtlichen Verstoß gegen das Militärprotokoll, massakrierten die Deutschen, die sie noch immer gefangen hielten. Herzog Konrad, der Held der Schlacht, erlebte die Feier seines errungenen Sieges nicht mehr: Als er seinen Helm lockerte, um in der großen Hitze dieses Sommertages besser atmen zu können, wurde er von einem Pfeil ins Genick getroffen. EMPYTHIO Ottos Sieg hatte eine Zeit großer Unsicherheit in Mitteleuropa beendet und sieben Jahre später wurde er von Papst Johannes III. zum Kaiser des Heiligen Römischen Reiches Deutscher Nation gekrönt. Die Schlacht am Lechfeld beendete den jahrhundertelangen Zyklus nomadischer Überfälle, der die Region an den Rand des wirtschaftlichen Ruins gebracht hatte, und leitete die Blüte des künstlerischen und religiösen Lebens in Deutschland im 10. Jahrhundert ein. Es war das letzte Mal, dass Steppennomaden Westeuropa bedrohten. MESSGERÄT Im 9. Jahrhundert begannen magyarische Reiter aus Zentralasien mit Überfällen in das ehemalige Karolingische Reich. 955 fielen sie in Bayern ein und belagerten Augsburg. Der König von Deutschland, Otto I., marschierte mit 10.000 Mann schwerer Kavallerie gegen sie. Die Magyaren waren viel zahlreicher als die Deutschen und sie kämpften oder ohne zu zögern. Sie waren agiler und überflügelten die Deutschen schnell, konzentrierten sich aber darauf, das feindliche Lager zu plündern. Dann griff Othon ihr besetztes Lager an und schlachtete diejenigen ab, die übergelaufen waren, während er sich dann gegen den Rest wandte. Trotz des Pfeilsturms stürmte er mit seiner Kavallerie und schlug sie in die Flucht. Seitdem griffen sie nicht mehr an und dieser Sieg festigte Ottos Macht in Deutschland. Aus dem Buch: Schlachten des Philologen Dimitrios Thalassinos. Dimitrios Thalassinos wurde in Athen geboren. Er studierte Klassische Philologie und Theologie an der Universität Athen und Betriebswirtschaftslehre an der KATEE Patras. Er hat viele Artikel geschrieben, hauptsächlich über Byzanz, aber auch über die Renaissance. Mitarbeit in den Zeitschriften „Illustrated History“ und „Historical Topics“. Er ist der Vater von Anna Maria. Computerbearbeitet von Sofia Merkouris. Vergleichen Sie auch: 10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων, Σήξτου, Λαυρεντίου και Ιππολύτου: Βίος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου