Σελίδες

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου

 

Φώτης Κόντογλου : Προικισμένος και καινοτόμος | in.gr

13 Ιουλίου 1965 πέθανε: 

Φώτης Κόντογλου Έλληνας συγγραφέας και ζωγράφος

Ο Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. 

13 Ιουλίου 1573

 

Veen01.jpg

13 Ιουλίου 1573

Ογδοηκονταετής Πόλεμος: Λήγει η πολιορκία του Χάαρλεμ μετά από επτά μήνες.  

Ο Ογδοηκονταετής πόλεμος ή Ολλανδικός πόλεμος της ανεξαρτησίας (1568-1648) ήταν πόλεμος που διεξήχθη ανάμεσα στις 17 επαρχίες των Κάτω Χωρών και στην Ισπανία. Η κατάληξή του ήταν η δημιουργία του Ολλανδικού κράτους.

Το διάστημα 1568-1581 μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη φάση του πολέμου καθώς οδήγησε στην de facto δημιουργία του Ολλανδικού κράτους, ενώ το διάστημα μέχρι το 1648 μπορεί να θεωρηθεί ως ο αγώνας για την διεθνή αναγνώριση του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ολλανδία εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική και οικονομική δύναμη και έθεσε της βάσεις για την δημιουργία της μεγάλης αποικιακής δύναμης των επομένων ετών. Η παραμονή των νοτιότερων επαρχιών σε ισπανικό έλεγχο οδήγησε σε μετακίνηση της οικονομικής και πνευματικής ελίτ του νότου στον βορά συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξή του.

13 Ιουλίου 1913

 


13 Ιουλίου 1913
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Ξάνθη.



Ως γνωστόν η περιοχή της Ροδοπαίας (Δυτικής) Θράκης, κατελήφθει από τους Τούρκους το διάστημα 1360-1385 και έμεινε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, δηλαδή για 530 περίπου χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως ποτέ δεν έχασε ο πληθυσμός την Ελληνική και Χριστιανική ταυτότητα αλλά αντίθετα παρουσίασε ανάπτυξη και άνθιση, κυρίως μετά το 1860.

Τη Θράκη κατέλαβαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα το 1912 (ως σύμμαχοί μας εναντίον των Τούρκων) κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο Ελληνικός Στρατός ξεχύνονταν από την Μελούνα και το Σαραντάπορο προς τα βόρεια.

Έτσι στις 7 Νοεμβρίου του 1912, στρατεύματα της 2ας Βουλγαρικής Μεραρχίας του Κοβάτσεφ αφού κατέλαβαν τη Σταυρούπολη, προήλασαν και εισήλθαν την επομένη 8 Νοεμβρίου στην Ξάνθη μαζί με τμήματα του 21ου Συντάγματος του Σεραφίμοβ. Οι κάτοικοι δέχτηκαν τους Βουλγάρους με αισθήματα χαράς, εφ’ ενός γιατί ήταν Χριστιανοί, αφ’ ετέρου γιατί ήταν σύμμαχοί μας εναντίον του κοινού εχθρού, του Τούρκου.

Δυστυχώς όμως μετά τις πρώτες μέρες το σκηνικό άλλαξε και οι «ελευθερωταί» Βούλγαροι έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις και σκοπούς τους. Προκειμένου η Βουλγαρία να αποδείξει στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι οι περιοχές που κατέλαβε εθνολογικά κατοικούνταν στην συντριπτική τους πλειονότητα από Βουλγάρους ή εξαρχικούς με Βουλγαρική γλώσσα και συνείδηση, μετήλθε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ώστε να εξαναγκάσει τους κατοίκους να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ή δήλωνες Βούλγαρος ή αντιμετώπιζες το θάνατο, την εξορία, ξυλοδαρμούς και βιασμούς. «Το παν πρέπει να εκβουλγαρισθεί» επαναλάμβαναν καθημερινά στρατιωτικοί, παραστρατιωτικοί, υπάλληλοι, κομιτατζήδες, τυχοδιώκτες, ονειρευόμενοι την «Μεγάλη Βουλγαρία».

Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό της δυτικής Θράκης που να μην γεύθηκε τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό των Βουλγάρων. Το μένος τους στράφηκε κυρίως προς τον κλήρο και τους ναούς των ορθοδόξων. Οι ναοί της Ξάνθης του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών, του Ακάθιστου Ύμνου, του Αγίου Γεωργίου των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Κήρυκος, όπως επίσης και τα Μοναστήρια των Ταξιαρχών, της Καλαμούς και της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας υπέστησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις.

Κατά τον Β’ βαλκανικό Πόλεμο, όταν οι μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων διαδέχονταν η μια την άλλη, τμήματα της 8ης Μεραρχίας προελαύνοντα εκ Μπουκίων (Παρανεστίου) και Γενί-κιον (Σταυρουπόλεως) την 12η Ιουλίου 1913 πλησίαζαν την Ξάνθη, ενώ άλλες μονάδες εκ Σαρί-Σαμπάν (Χρυσουπόλεως) μέσω Όξιλαρ (Τοξοτών) έφθαναν στο Νότιο Δυτικό τμήμα της πόλεως. Οι Βούλγαροι κατακτηταί αντιλαμβανόμενοι τη δεινή θέση τους διήρπασαν περιουσίες και ανεχώρησαν «εν μεγίστη αταξία» πριν προλάβουν να πυρπολήσουν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ξανθιωτών.

Η ιστορία αναφέρει ότι: «Την πρωίαν της 12ης Ιουλίου ο Βουλγαρικός Στρατός της Ξάνθης, εκ πεντακοσίων ιππέων και τινών πεζών εγκατέλειψεν την Ξάνθην ομού με τας πολιτικάς αρχάς και τας οικογενείας των». Ο Ντάνεφ και η παρέα του τις νυχτερινές ώρες πυρπόλησαν τις φυλακές της πόλεως (παρά τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας), όπου υπήρχαν έγκλειστοι αρκετοί Ξανθιώτες και Αβδηρίτες, οι οποίοι σώθηκαν χάρη στην επέμβαση ενός Ισραηλίτη Οβαδία και άλλων διερχομένων, οι οποίοι έσπασαν τις πύλες των φυλακών και απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους.

Το πρωί της επόμενης ημέρας, 13 Ιουλίου 1913 εισήλθαν τα Ελληνικά στρατεύματα της 8ης Μεραρχίας με Μέραρχο τον Ματθαιόπουλο στην πόλη της Ξάνθης ως απελευθερωταί, γενόμενα από τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους ενθουσιωδώς δεκτά. Η Ξάνθη έπλεε στα γαλανόλευκα και μετά την άφιξη 22 ομήρων προκρίτων και του Μητροπολίτη Άνθιμου στην πόλη (απελευθερώθηκαν στην Κομοτηνή), εψάλλει δοξολογία και οι εκδηλώσεις χαράς και υποδοχής των στρατευμένων διήρκησαν μέχρι νυκτός.

Χαρακτηριστικό της φιλοπατρίας των Ξανθιωτών είναι το γεγόνος ότι εντός ολίγων ωρών αυθόρμητα συγκεντρώθηκαν 10.000 φράγκα, τα οποία απέστειλαν στον Βασιλέα υπέρ των αναγκών του πολέμου, οι δε κυρίες της πόλεως εγκατέστησαν εντός μιας ημέρας ένα νοσοκομείο 30 κλινών για τις ανάγκες του στρατεύματος.

Δυστυχώς η χαρά των Ξανθιωτών διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες, γιατί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στην ηττημένη Βουλγαρία κι’ έτσι στις 10 Αυγούστου του 1913, όλη η Θράκη έχανε για μια ακόμη φορά την ελευθερία της. Η Ελληνική σημαία που κυμάτιζε από τις 13 Ιουλίου, τώρα υποστέλλεται. Σπαρακτική ακούγεται η φωνή από τον Έβρο μέχρι το Νέστο. «Έρχονται οι Βούλγαροι». Φωνή τρόμου, πανικού και απελπισίας.

Ο καθηγητής Κυριακίδης έγραψε: «Πρώην ανθούσες πόλεις μένουν κεναί κατοίκων. Οι αγροί έρημοι. Όλοι οι κάτοικοι της Ξάνθης και οι περισσότεροι της Μαρωνείας, Κομοτινής, Μάκρης και Φερρών έσπευδον προς τους λιμένας Δεδέαγατς και Π. Λάγους….Ο καθείς ήρπαζε ότι δύνατο να μεταφέρει.»

Οι Έλληνες της πόλεως και της υπαίθρου, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας Ε. Βενιζέλου, εγκατέλειψαν την πατρώα γη και μετακινήθηκαν στην περιοχή Τοξοτών, Χρυσουπόλεως και άλλα μέρη Δυτικώς του Νέστου, αναμένοντας την έπάνοδό τους . Οι λίγοι εναπομείναντες στην Ξάνθη Έλληνες δοκίμασαν το μίσος και την αγριότητα των βορείων Χριστιανών γειτόνων μας.

Περίμεναν όμως μέχρι την 4η Οκτωβρίου του 1919 «στερούμενοι, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι» όταν κατέλαβαν την πόλη Ελληνικές Δυνάμεις της 9ης Μεραρχίας του Λεοναρδόπουλου, με την έγκριση των συμμάχων.

Αντγος ε.α.

Φωτιάδης Νικόλαος

Επίτιμος Υδκτής Δ΄ΣΣ

https://xanthinews.gr/2014/07/09/13